Τρίτη 11 Ιουνίου 2013

Ολγα Χρυσουλίδου : Για τον Καύκασο και το Αρσακλί..

Στα μάτια μας φέρνει η μνήμη τις παλιές φιγούρες, που έζησαν και πέρασαν από τη ζωή στο Πανόραμα. Στο τότε Αρσακλί ο Θεός δεν έριξε ούτε μια χούφτα χώμα. Λιγοστό νερό κυλούσε στις σταλαγμίτρες και έδινε παρηγοριά.
 Αυτοί που κατοίκησαν σε αυτόν τον ξερότοπο, καλομαθημένοι ή όχι, έδωσαν όλη την ψυχή τους και με το ποντιακό τους πείσμα μεταμόρφωσαν το ξεροβούνι σε χώρο ζηλευτό και περιζήτητο.
Οι μορφές των πρώτων ξωμάχων έχουν σχεδόν λησμονηθεί. Υπάρχουν, βέβαια, ακόμη μερικοί, που καλό θα είναι να μας βοηθήσουν εμάς της δεύτερης γενιάς να αποτυπώσουμε όσα από αυτά κράτησε η κουρασμένη μνήμη τους.
 Έτσι, πολύ συχνά, όταν έβλεπα μια μικροκαμωμένη, γλυκιά γιαγιά να κοντοστέκεται για να πάρει τις ανάσες της, στηριγμένη στο κομψό της μπαστουνάκι, μου γεννιόταν η επιθυμία να προσπαθήσω να την πείσω για μια συζήτηση, να φέρουμε στο σήμερα όσα θυμόταν η γιαγιά Όλγα Χρυσουλιδου.
Σε μια από τις καθημερινές της επισκέψεις στο φαρμακείο της εγγονής της, της Όλγας Χρυσουλιδου - Τζιτζή, όπου έπινε τον καφέ της με την παρέα της γειτόνισσας Μένης Σαουρίδου, τα βρήκαμε, τα συμφωνήσαμε και κλείστηκε η συνάντηση στο ξενοδοχείο του γιου της, του Πλάτωνα Χρυσουλίδη, τα «Πεύκα», όπου έμενε με τον γιο και τη νύφη της, την Ανθούλα, κόρη του Πολύχρονη Μαυρομάτη.
Στη συνάντηση ήταν και ο γιος της και η νύφη της. Άρχισε να μιλά για τη ζωή της αναφέροντας ότι ζούσαν πολύ καλά στη Ρωσία, στον Καύκασο, σε μια ήσυχη περίοδο. «Και είχαμε όλα όσα χρειαζόμασταν. Και του πουλιού το γάλα, που λένε. 
Και λεφτά είχαμε και πράγματα πάρα πολλά. Οι γονείς, όμως, του άνδρα μου, που είχαν έρθει στην Ελλάδα νωρίτερα από το 1922, μας έγραφαν να έρθουμε κι εμείς. Εδώ θα είναι το μέλλον σας και των παιδιών σας, μας έγραφαν. Τελικά αποφασίσαμε και ήρθαμε το 1928 στη Θεσσαλονίκη. Είχαμε και λεφτά και πράγματα μαζί μας. Τότε είχα και τα δυο παιδιά μου, την Ευγένη πέντε χρόνων και τον Πλάτωνα τριών.
Στην αποβάθρα, μας υποδέχτηκαν με τον καλύτερο τρόπο ο πεθερός μου Δημήτρης Χρυσουλίδης και ο κουνιάδος μου και μας ανέβασαν στο Πανόραμα. Όταν είδα το μέρος εδώ, που δεν είχε τίποτε, έκλαιγα και έλεγα στον άντρα μου, τον Νίκο, πού μας έφερες εδώ; Και να σκεφτείς ότι το σπίτι αυτό ήταν από τα καλύτερα που έφτιαξε ο πεθερός μου».
Το Πανόραμα, τότε (1928), ήταν πολύ υποβαθμισμένο ακόμη. Ηταν άγονο και αφιλόξενο και από τη γύρω περιοχή, οι κάτοικοι δεν μας ήθελαν. Το νερό το κουβαλούσαν ακόμη από τις έξι βρύσες που υπήρχαν σε όλο το χωριό. Από εκεί έπαιρναν νερό για τους ίδιους και για τα ζώα που είχαν. Όλοι, σχεδόν, είχαν από μία έως και τρεις αγελάδες και βόδια για την καλλιέργεια των χωραφιών. Κουβαλούσαν πουρνάρια για τους φούρνους και για τα σπίτια.
Στη συνέχεια, η σεβαστή ηλικιωμένη Όλγα Χρυσουλιδου θυμήθηκε την εποχή που το Πανόραμα υπαγόταν ακόμη στην κοινότητα Πυλαίας με εκπρόσωπο τον Λάζαρο Παναγιωτίδη, μετά που έγινε κοινότητα με πρώτο εκλεγμένο πρόεδρο τον Πολύχρονη Μαυρομάτη, τον πιο παλαιό από αυτούς που ήρθαν από τον Καύκασο, τις παραστάσεις που έδινε ο Μαυρομάτης, γιατί ήταν απόφοιτος δραματικής σχολής στη Ρωσία. Ο Μαυρομάτης είχε χρηματίσει ένα διάστημα γραμματέας στην κοινότητα Δροσάτου Κιλκίς και μετά γύρισε και πάλι στο Πανόραμα.
Θυμήθηκε και πώς έχτισαν οι κάτοικοι, με εθελοντική εργασία, το σχολείο και την εκκλησία, που υπάρχουν ακόμη.
«Ο άντρας μου», λέει, «έκανε μαθήματα σε παιδιά πλουσίων, στα σπίτια τους. Έτσι έφερνε αρκετά λεφτά στο σπίτι. Κάναμε και το τρίτο μας παιδί, τον Σταθάκη. Ο Νίκος, ο άντρας μου, ήθελε να πάει για εκπαίδευση σχετική με τα ζώα στη Γεωργική Σχολή, επειδή στο Πανόραμα υπήρχαν πολλά ζώα, που αρρώσταιναν συχνά. Ήταν ελεύθερης βοσκής και τα φυλούσε ειδικά αμειβόμενος τσομπάνος».
Μέχρι να μάθει κάποια πράγματα στη Γεωργική Σχολή ο Νίκος Χρυσουλίδης, αρκετά ζώα πέθαιναν και αυτό αποτελούσε μεγάλη απώλεια για τους ιδιοκτήτες τους. Μετά την εκπαίδευσή του για ένα χρόνο, άρχισε να προσφέρει τις υπηρεσίες του στο Πανόραμα. Από τη Γεωργική Σχολή, μάλιστα, του έδωσαν και χρηματική ενίσχυση, γιατί είχε οικογένεια και μικρό παιδί. Τα χρήματα ήταν αρκετά για την εποχή εκείνη. Αγόρασε μαλτέζικες (από το νησί Μάλτα) αγελάδες που έβγαζαν πολύ γάλα, το οποίο πουλούσαν χονδρικά στους γαλατάδες. Την ίδια, περίπου, εποχή αγόρασε μαλτέζες αγελάδες και ο Απόστολος Ιωαννίδης, που έφτιαξε μεγάλο στάβλο για να τις τρέφει.
Οι περισσότεροι κάτοικοι του Πανοράματος ήταν συγγενείς μεταξύ τους, γιατί προέρχονταν από τα ίδια χωριά του Πόντου, και ήταν αγαπημένοι, εμπιστεύονταν ο ένας τον άλλον. Αρκετοί ήταν τεχνίτες και εργάτες και εργάζονταν στη Γεωργική Σχολή, στο αεροδρόμιο του Σέδες και στο Αμερικανικό Κολέγιο «Ανατολία», που χτιζόταν τότε. Αρκετοί εργάζονταν σε εργοστάσια της Θεσσαλονίκης, στην Υφανέτ, στη σοκολατοποιία του Φλόκα. Όλοι πηγαινοέρχονταν στο Πανόραμα με τα πόδια.
Ο Πλάτων Χρυσουλίδης, γιος της σεβαστής Όλγας Χρυσουλίδου, παρεμβαίνοντας αναφέρει ότι ο θείος του Γρηγόρης Χρυσουλίδης ήταν δάσκαλος και δίδαξε το 1928-1930 στο δημοτικό σχολείο Πανοράματος. Ο παππούς του Δημήτριος Χρυσουλίδης ήταν καθηγητής στο Φροντιστήριο Τραπεζούντας. Όταν ήρθε στην Ελλάδα, διορίστηκε διευθυντής στο Πρακτικό Γυμνάσιο Θεσσαλονίκης. Ο Πλάτων Χρυσουλίδης είπε επίσης ότι άκουσε πολλά και για τον Αλέξη Ιωαννίδη (Χατζή) και τον γιο του, που βοήθησαν οικονομικά αρκετούς Πανοραμίτες. Στον Μάρκο Χολίδη αγόρασε έναν γάιδαρο για να πηγαίνει ως μικροπωλητής στα χωριά, όπου πριν πήγαινε με τα πόδια.
Κάποιοι Πανοραμίτες, από τους πιο μορφωμένους, προσπαθούσαν να φέρουν στο Πανόραμα πολλούς από τους πρόσφυγες, για να μεγαλώσει το χωριό. Αυτοί έδιναν και συμβουλές για διάφορες καλλιέργειες, όπως οπωρώνες και αμπέλια για επιτραπέζια σταφύλια σαν τα ροζακιά.
 Όσοι τους άκουσαν, κέρδισαν. Κέρδισαν και όσοι τους άκουσαν και έφτιαξαν τα σπίτια τους κατάλληλα για την υποδοχή θερινών επισκεπτών, γιατί το Πανόραμα άρχισε να μετατρέπεται σε θέρετρο της Θεσσαλονίκης. 
Ειδικότερα, το Πανόραμα εξελίχθηκε ραγδαία από τότε που αναπτύχθηκαν οι συγκοινωνίες. Με αυτές ασχολήθηκε πρώτος ο Ισαάκ Μιχαηλίδης με το ταξί του, με συμπαγή λάστιχα (δεν είχαν σαμπρέλες). Μετά πήραν λεωφορεία ο Θεμιστοκλής Μιχαηλίδης, ο Μιχάλης Ιωαννίδης και ο Μάνος έκαναν εταιρεία και πήραν Λεωφορεία και είχαν οδηγούς τον Σάββα Λειβαδόπουλο και τον Γεώργιο Παπαδόπουλο. Στη συνέχεια πήραν και άλλοι λεωφορεία, όπως ο Γιώργος και ο Πάνος Ιωαννίδης, ο Σταύρος Παρασκευόπουλος, ο Σωκράτης Λαζαρίδης κ. ά. 
Πολλά παιδιά, όμως, πριν από τις συγκοινωνίες (πριν από το 1950, δηλαδή), πήγαιναν κάθε μέρα με τα πόδια στο γυμνάσιο και στο πανεπιστήμιο. Έγιναν επιστήμονες και μερικούς τους κράτησαν οι Αμερικανοί στην Αμερική, όπου σπούδασαν ως αριστούχοι.
Έχτισαν σπίτια και βίλες και αρκετοί γνωστοί επιχειρηματίες, ενώ λειτούργησαν και αρκετά μαγαζιά και εξοχικά κέντρα, αλλά και ζαχαροπλαστεία με πίτες, πεϊνιρλί, τρίγωνα κ. ά.
Ξεχωριστά για το Πανόραμα ήταν τα παρακάθια (νυχτέρια). Μαζεύονταν δυο και τρεις οικογένειες, και έχοντας τα παιδιά σε άλλο χώρο, διηγούνταν διάφορες ιστορίες από τη ζωή τους, ή συζητούσαν διάφορα προβλήματα, ή έπαιζαν χαρτιά, και οι γυναίκες έπλεκαν και κεντούσαν. Αρκετές φορές έφτιαχναν και παραμύθια, τόσο πιστευτά, που νόμιζε κανείς ότι ήταν αληθινά.
Μετά ήρθαν η γερμανική κατοχή και ο εμφύλιος. Διαλύθηκαν τα πάντα. Το Πανόραμα πήρε το επάνω του μετά το 1950. Τότε, όλοι ήθελαν να χτίσουν στο Πανόραμα.
Η σεβαστή Όλγα Χρυσουλίδου λέει στο τέλος: «Έχω δει πολλά. Τώρα εύχομαι να είναι πιο κοντά ο ένας στον άλλον, όπως ήταν πρώτα».


Νικος Τελίδης

Πηγη: Περιοδικό ΠΟΝΤΙΑΚΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah