Τρίτη 18 Ιουνίου 2013

ΤΑΜΑΜΑ Μέρος 16ο

Εκείνο το πρωινό, η Αϊσέ είχε τακτοποιήσει το σπιτικό τους και ετοιμαζόταν να πάει στην κουζίνα, να ετοιμάσει το φαγητό. Νόμισε, ότι άκουσε την πόρτα να κτυπά. Ο χτύπος ήταν στην αρχή αδύναμος. Κάθε πόρτα είχε απ' έξω γαντζωμένο, ένα μεταλλικό χέρι. Σήκωνες το μεταλλικό χέρι και μ' αυτό κτυπούσες την ξύλινη πόρτα. Τώρα όμως, για δεύτερη φορά, ο χτύπος ήταν πιο έντονα δυνατός. Η Αϊσέ πήγε ν' ανοίξει την πόρτα.
Έξω από την πόρτα στέκονταν ένα φτωχοκόριτσο, ζητιανάκι. Ένα ρωμαίικο κορίτσι. Ήταν η Ταμάμα, που είχε βγει για ζητιανιά στους δρόμους της Σεβάστειας. Η Ταμάμα πλησίαζε τα 8 χρόνια, αλλά ήταν τόσο αδύνατη και τα ρούχα της βρώμικα και σκέτα κουρέλια. Ράγισε η ψυχή της ευαίσθητης Αϊσέ. Τράβηξε μέσα στο σπίτι την Ταμάμα, την έβαλε να κάτσει και της έφερε να φάει. Και τι δεν έβαλε μπροστά της; Τυρί, ελιές, ψωμί, φρούτα. Δεν ήξερε τι να διαλέξει, για να φάει πρώτα.
Έφαγε η Ταμάμα, χόρτασε και μόλις τέλειωσε, κοίταγε προς την πόρτα σαν αγρίμι, που ήθελε να φύγει. Η Αϊσέ την χάιδεψε και την έφερε ένα φόρεμα δικό της, που της ήταν μικρό. Μπορεί η Ταμάμα να ήταν 8 χρονών, αλλά ήταν ψηλή, ενώ η καϋμένη η Αϊσέ, ήταν κοντούλα. Το φόρεμα βόλεψε επάνω στην Ταμάμα και οπωσδήποτε ήταν καλύτερο, από τα κουρέλια, που φόραγε. Σαν αγρίμι, έφυγε η Ταμάμα με το νέο φόρεμα της, για το στρατόπεδο. Δεν είπε ούτε ευχαριστώ στην Αϊσέ, που την χάιδευε, καθώς έφευγε. Αλλά τι ευχαριστώ να πει ένα παιδί, που στα άγρια αυτά χρόνια, υποχρεώθηκε να ζει μόνο, με το ένστικτο του; Ποιος θα της μάθαινε, τι πρέπει να πει και τι πρέπει να κάμει;
Η θεία Ελένη χάρηκε, μόλις είδε το όμορφο φόρεμα της Ταμάμα. Έτσι έφυγε από πάνω της μια έννοια. Που θα έβρισκε χρήματα να ντύσει τον εαυτό της και τα τρία ανίψια της; Το μόνο, που την ενδιαφέρε, ήταν να εξασφαλισθεί το φαγητό, που ήταν τόσο αναγκαίο σ' όλους. Ήταν και ανακουφισμένη, που με το ζητιαναλίκι, λύθηκε το πρόβλημα της, να φροντίζει το φαγητό για τρία μικρά κορίτσια.
Την άλλη μέρα, την ίδια ώρα, η πόρτα της Αϊσέ ξανακτύπησε. Ήταν πάλι η Ταμάμα, που ήρθε να ζητια­νέψει. Η Αϊσέ χαμογέλασε και πέρασε την Ταμάμα μέσα στο σπίτι. Η Ταμάμα θαύμαζε το σπιτικό, με τα έπιπλα του, με τα χαλιά του. Δύο χρόνια, τώρα στην περιπλάνηση και στις εξορίες, το κοριτσάκι μόνο ερείπια, πείνα και δυστυχία γνώρισε. Η Αϊσέ της μίλησε, την χάιδεψε και η Ταμάμα ξεθάρεψε και τώρα της χαμογελούσε. Η Αϊσέ, που έβλεπε την βρωμιά της Ταμάμα, την ρώτησε, αν θέλει να λουστεί και η Ταμάμα με την κίνηση του κεφαλιού της δέχτηκε. Έτσι, μετά από δύο χρόνια, έκαμε λουτρό με ζεστό νερό και σαπούνι μπόλικο, που πολύ την ευχαρίστησε. Μετά το μπάνιο, η Αϊσέ έστρωσε το τραπέζι, για να φάει μαζί με την Ταμάμα. Και τι δεν είχε πάνω το τραπέζι; Με λαίμαργο μάτι, η Ταμάμα, κοίταγε το ένα, μετά το άλλο, όλα όσα ήσαν πάνω στο τραπέζι και την ίδια στιγμή, κοίταγε δεξιά της και αριστερά της, σαν να είχε φόβο, κάποιος θα ερχόταν να της αρπάξει το φαγί. Μόλις έφαγαν, η Ταμάμα από κούραση, το ζεστό μπάνιο και το πλούσιο φαγητό, έγειρε πάνω στο ντιβάνι και βαθύς ύπνος την έπιασε. Ενώ ακόμη κοιμόταν, ήρθε στο σπίτι ο πατέρας της Αίσέ, ο ταγματάρχης Μου­σταφά ΟΚΑΥ Μόλις είδε το άγνωστο κοριτσάκι στο ντιβάνι να κοιμάται, ρώτησε την κόρη του, ποια είναι. Τότε η Αίσέ διηγήθηκε στον πατέρα της, πως γνώρισε την Ταμάμα και το τι συνέβηκε, τις δύο ημέρες γνωριμίας τους. Παρακάλεσε τον πατέρα της, να κρατήσουν την Ταμάμα, γιατί ήταν ορφανή και πρόσφυγας σε εξορία πεινασμένη και
ταυτόχρονα θα είχε η ίδια κάποιον να την βοηθά στο σπίτι, αλλά το σπουδαιότερο θα είχε ένα κορίτσι, παρέα στην μοναξιά, που ένιωθε, σαν νεοφερμένη στην Σεβάστεια. Ο πατέρας της, πολύ την αγαπούσε την κόρη του και δύσκολα θα της χαλούσε το χατίρι. Μόνον της είπε να ρωτήσει και την Ταμάμα, εάν θέλει να μείνει και εφόσον θέλει, αυτός δεν θα είχε αντίρρηση.
Πράγματι, σε λίγη ώρα ξύπνησε η Ταμάμα, από τον βαθύ της ύπνο. Ήταν χαρούμενη, σαν να είχε δει ένα σωρό ωραία όνειρα. Ξαφνικά βλέπει τον ταγματάρχη να μπαίνει στον οντά. Δεν τον γνώριζε και η όψη του κάπως την φόβισε. Έτρεξε και πιάστηκε από το φουστάνι της Αϊσέ. Ο ταγ­ματάρχης την χάϊδεψε και τότε η Ταμάμα ηρέμησε και τα νύχια της, άφησαν το φουστάνι της Αϊσέ. Έκατσαν και με συμπόνοια, ο Μουσταφά την ρώτησε, την ιστορία της, από που είναι και που είναι οι γονείς της. Η Ταμάμα του είπε, ότι μένει στο στρατόπεδο των προσφύγων με την θεία της Ελένη και τις δύο αδελφές της. Του είπε, ότι ήταν κόρη του Παπαγιάννη και της Κερεκής, από την Εσπιε και ότι στον δρόμο της εξορίας, έχασε τον πατέρα της, την μάνα της και τον μικρό της αδελφό, τον Αλέκο. Τα μάτια του ταγματάρχη Μουσταφά βούρκωσαν, ενώ της Αϊσέ γέμισαν δάκρυα. Ο Μουσταφά, ρώτησε την μικρή Ταμάμα, εάν θέλει να μείνει μαζί με την κόρη του, όσο καιρό κρατεί η εξορία, για να μην επιστρέψει στο στρατόπεδο, στην πείνα και την ζητιανιά. Η Ταμάμα δέχτηκε και έτσι έμεινε στο σπίτι αυτό ενάμισι χρόνο, μακριά από τους πόνους και τις κακουχίες της εξορίας και του πόνου. Δεν ήταν πια ανάγκη να βγαίνει σαν βιοπαλαιστής, στους δρόμους της Σεβάστειας, για να παρακαλεί την ελεημοσύνη του κόσμου, για να χορτάσει την πείνα της. Μεγάλη ευτυχία ένιωθε κοντά στην Αϊσέ, μέσα στο χαρούμενο και πλούσιο σπίτι τους. Η αγωνία της δεν την άφηνε, να βγει καθόλου στους δρόμους της Σεβάστειας, από φόβο, μήπως την δουν οι δικοί της και την πάρουν με το ζόρι, πίσω στο στρατόπεδο.
Μια φορά, από το παράθυρο του σπιτιού, είδε τις δύο αδελφές της, την Μαρικούλα και την Συμέλα, να περνούν έξω από το σπίτι, ζητιανεύοντας, στην γειτονιά της. Αμέσως τράβηξε το πρόσωπο της από το παράθυρο και έκλεισε τον μπερδέ. Φοβήθηκε, μήπως την δουν οι αδελφές της. Με αγωνία περίμενε την ώρα να περάσει, φοβούμενη, μήπως οι αδελφές της κτυπήσουν την δική τους πόρτα. Θα άνοιγε η Αίσέ και ω θεέ μου, τι θα γινόταν, που θα την αναγνώριζαν οι αδελφές της; Η ώρα πέρασε και θεία πρόνοια την φύλαξε από το μεγάλο αυτό κακό. Κανείς δεν κτύπησε την πόρτα. Οι αδελφές προσπέρασαν το σπίτι και κατηφόρισαν την Ιστικλάλ τσαντεσί, προς τα κάτω. Η καρδιά της Ταμάμα, γύρισε στην θέση της. Μετά από αυτό το συμβάν, ενάμισυ χρόνο είχε να δει η Ταμάμα ξανά κάποιον δικό της. Κανένα δεν νοστάλγησε. Τουναντίον είχε αγωνία, μήπως την βρουν και την πάρουν από τον παράδεισό της. Πόσες φορές ξύπνησε με τέτοιους εφιάλτες στον ύπνο της; Όλο και κάποιος ερχόταν να την πάρει μακριά από την Αίσέ. Με τον καιρό η αγωνία και οι εφιάλτες λιγόστευαν και αραίωναν. Με την Αίσέ έγιναν σαν αδελφές και η Αίσέ της φερόταν σαν αδελφή και σαν μάνα. Ο ταγματάρχης αγάπησε την Ταμάμα και συγκινημένος από το δράμα της ορφάνιας, δεν τις χώριζε. Ό,τι αγόραζε της κόρης του, το ίδιο έπρεπε να φέρει και στην Ταμάμα. Αλλά και η Ταμάμα πολύ τον αγα­πούσε και τον σεβόταν. Έτσι κύλησε ο καιρός και μπήκαμε στο 1918. Η Ταμάμα πλησίαζε τα δέκα της χρόνια και η Αίσέ συμπλήρωσε τα 16.
Την χρονιά αυτή, μεγάλα έμελλε να συμβούν γεγονότα, που άλλαξαν όλη την τύχη των ανθρώπων του Πόντου. Τον Οκτώβρη του 1917, έγινε στην Ρωσία, η μεγαλύτερη λαϊκής επανάσταση, που γνώρισε ποτέ στην ιστορία του, ο άνθρωπος. Ολόκληρη η κοινωνία άλλαξε μορφή και σύνθε­ση. Οι προλετάριοι σήκωσαν κεφάλι και αναποδογύρισαν την ρωσική κοινωνία και ταυτόχρονα ξεκίνησαν σε παγκό­σμια κλίμακα, · το ξεσήκωμα της εργατικής τάξης των προλετάριων. Με επικεφαλής τον Λένιν, οι κομμουνιστές προχωρούσαν την επανάσταση τους, για να δημιουργήσουν νέα κοινωνία, σύμφωνα με τις θεωρίες του Μαρξ και του Έγκελς. Αυτή η επανάσταση, ξεπέρασε την Γαλλική, σε όγι.ο, σε πλάτος και σε ιστορική σημασία. Ο κομμουνισμός, με την μορφή την σοβιετική, προχωρούσε προς τα νότια της Ρωσίας και σε προέκταση σε όλες τις χώρες, που η πρώην τσαρική Ρωσία κατείχε. Η οικογένεια του Τσάρου σκο­τώθηκε και σε όλη την επικράτεια, τα υπολείμματα του τσαρικού καθεστώτος περνούσαν κάτω από φωτιά και τσεκούρι, προκειμένου να καθιερωθεί η νέα τάξη πραγμά­των. Η επανάσταση προχώρησε σε όλο το ρωσικό στρατό και δεν άργησε στην πορεία της προς τα νότια, να φτάσει και στην Τραπεζούντα. Τα Σοβιέτ διοικούσαν πια την επαρχία
του κατεχομένου Πόντου. Στην εξουσία των Σοβιέτ στην Τραπεζούντα, συμμετείχε και ο Μητροπολίτης Χρύσανθος, προσπαθώντας, στην συνεργασία αυτή, να σώσει την εθνική υπόθεση. Αλλά την επανάσταση και το Σοβιέτ ακολούθησε η κατάργηση της στρατιωτικής πειθαρχίας, η οποία είναι απαραίτητη σε οποιονδήποτε στρατό. Μεθυσμένοι γυρνού­σαν οι Ρώσοι στρατιώτες στους δρόμους της Τραπεζούντας και κανείς σεβασμός δεν υπήρχε προς ανωτέρους, ή αξιωματικούς. Ο Ελληνισμός, που πριν έβλεπε και καμά­ρωνε τους ελευθερωτές, τώρα στο αντίκρυσμα των μεθυσμένων Ρώσων στρατιωτών, ντρέπονταν για το κατά­ντημα, ενώ οι μουσουλμάνοι χαιρέκακα χαμογελούσαν.
Ο Κομμουνισμός, στερέωσε την σοβιετική εξουσία, μέσα στην Ρωσία και ο Λένιν ανεγνώρισε το κεμαλικό κίνημα της Τουρκίας, ως απελευθερωτικό. Την ελληνική εκστρατεία στην Μικρά Ασία, την ονόμασε ιμπεριαλιστική. Και μια μέρα, "οι ελευθερωτές" εγκατέλειψαν την Τραπεζούντα και όλο τον Ανατολικό Πόντο, γυρνώντας στην πατρίδα τους και στις οικογένειες τους. Όνειρα αιώνων γκρεμίστηκαν και όχι μόνον. Αγωνία κατέλαβε τους Χριστιανούς, ύστερα από τους θριάμβους της Ανάστασης του Έθνους, που τόσο φανερά γιόρταζαν, κάτω από την μύτη των Μουσουλμάνων, εδώ και τρία χρόνια. Τι θα γίνει;
Τις μέρες αυτές, έφτασε η είδηση στην Σεβάστεια. Ο πόλεμος τέλειωσε. Οι μεθύστακες έφυγαν. Ο Πόντος είναι πάλι τουρκικός. Χαρά και παρελάσεις, δέσποζαν τους δρόμους της Σεβάστειας. Σε λίγο έφτασε και η Διαταγή. Οι εξόριστοι μπορούν να γυρίσουν στα χωριά τους, ο πόλεμος τέλειωσε. Σε ποιά χωριά να γυρίσουν και σε ποια περιου­σία; Τα χωριά και η περιουσία τους, είχαν λεηλατηθεί, λίγες ώρες μετά την έξοδό τους. Τα σπίτια τους είχαν καεί. Αυτοί βέβαια δεν γνώριζαν το μέγεθος του κακού, που είχε γίνει. Αλλά και ποιοι να γυρίσουν; Από όλους τους εξόριστους της Έσπιε, επέζησαν μόνον 36 ψυχές και αυτές ήσαν περισσότερο ορφανά παιδιά Αλλά χωριά είχαν αφανισθεί εξ ολοκλήρου. Ποιός να γυρίσει πού;
Και όμως ο κόσμος εκείνος ο ταλαιπωρημένος, από πού άντλησε νέα αισιοδοξία και ελπίδα; Με χαρά διαδόθηκε η διαταγή σ' όλη την Σεβάστεια, σ' όλα τα στρατόπεδα, σε όλους τους εξόριστους. Η χαρά της επιστροφής ήταν ζωγραφισμένη στα σκελετωμένα πρόσωπα των εξόριστων.
Η οικογένεια ΟΚΑΥ με την Ταμάμα
Η στρατιωτική διοίκηση έκαμε επιτροπή, από έναν Ρωμιό παπά, έναν ρωμιό δάσκαλο, ανάμεσα στους εξόριστους. Αυτή η επιτροπή, με συνοδεία έναν αστυνομικό Τούρκο, έργο είχε, να μαζέψει τα ορφανά της ρωμιοσύνης, που έμεναν, τα δύσκολα αυτά χρόνια, μέσα σε φιλάνθρωπα τουρκικά σπίτια. Η εντολή ήταν ρητή, ότι τα παιδιά αυτά ανήκουν στην ελληνική Κοινότητα. Εξ άλλου όλοι ήξεραν σε ποιά σπίτια βρίσκονται τέτοια ορφανά. Και εάν δεν τα ήξεραν όλοι οι εξόριστοι, τα ήξερε η τουρκική αστυνομία.
Δραματική ήταν η συλλογή αυτών των παιδιών. Τα παιδιά, στο αντίκρυσμα του Έλληνα παπά, δασκάλου και και Τούρκου αστυνομικού, τους οποίους ούτε καν γνώρι­ζαν, αρνιόντουσαν να τους ακολουθήσουν. Η ταλαιπωρία της εξορίας και η πείνα, που πέρασαν, θέριωνε μέσα τους τον φόβο να ακολουθήσουν αγνώστους ανθρώπους. Αγκά­λιαζαν τους "θετούς" γονείς τους και με κλάματα ο αστυνομικός και με βία, τα αποσπούσε, για να τα πάρει και να τα φέρει στο στρατόπεδο. Η εργασία αυτή κράτησε εβδομάδες, μέχρις ότου συγκεντρωθούν όλα τα χαμένα ορφανά.
Συγκινητική η σκηνή στην αυλή του άμοιρου Χατζή Εμίρ, του μπαλωματή των παπουτσιών, όταν η επιτροπή έφτασε και στην δική του αυλή. Δύο χρόνια τώρα μεγάλωσε δίπλα του τα δύο ορφανά αγόρια και τα αγάπησε πολύ. Είχε οκτώ κορίτσια και κανένα αγόρι. Τώρα που απόκτησε δύο αγόρια, ήρθαν να του τα πάρουν. Έκλαιγαν τα δύο ορφανά, έκλαιγε και ολάκερη η φαμίλια του Χατζή Εμίρ, αλλά ο νόμος είναι νόμος, ιδίως όταν αντιμετωπίζει αδυνάτους.
Το φαινόμενο αυτό της φιλανθρωπίας των αγνών μουσουλμάνων, δεν έχει μόνο ρίζες ανθρωπιστικές, αλλά και βαθιά θρησκευτικές. Ενδόμυχα και υποσυνείδητα, κάθε αγνός μουσουλμάνος πιστεύει, ότι εάν στην ζωή του σώσει ένα ορφανό, κάνει μεγάλο καλό και για την δική του ψυχή. Ειδικά εάν το παιδί είναι από γκιαούρηδες, τότε εξασφα­λίζει τον παράδεισο, γιατί έφερε στην σωστή πίστη έναν άπιστο. Τα χρόνια εκείνα την ίδια αντίληψη και πεποίθηση είχαν και οι Χριστιανοί αντιστρόφως. Έτσι οι δύο θρη­σκείες αμύνονταν και μάχονταν, η μία την άλλη.
Από πληροφορίες, δεν άργησε η επιτροπή να φτάσει και στην Ιστικλάλ Τσατεσί, στο σπίτι του ταγματάρχη Μου­σταφά Οκαϋ. Η πόρτα χτύπησε και άνοιξε ο ίδιος ο ταγματάρχης. Στο αντίκρυσμα του ταγματάρχη, ο Τούρκος αστυνομικός χαιρέτησε και συνεσταλμένα του εξήγησε, ότι πληροφορήθηκαν, ότι έχει σπίτι του ένα ορφανό ρωμαίικο κορίτσι. Ο ταγματάρχης δεν το αρνήθηκε και αμέσως φώναξε την Ταμάμα να έλθει στην πόρτα. Η Ταμάμα ήρθε μαζί με την Αίσέ.
Ο ταγματάρχης Μουσταφά, εξήγησε στην καημένη την Ταμάμα, ότι τα κακά του πολέμου τέλειωσαν και έπρεπε να πάει με τους δικούς της, πίσω στην πατρίδα της. Με ποιους δικούς της; σε ποια πατρίδα; Κλάμα γοερό έπιασε τα δύο κορίτσια. Η Ταμάμα αγκάλιασε σφικτά την Αίσέ και τα νύχια της είχαν μπει βαθιά μέσα στο σώμα της Αίσέ. Από τον πόνο του χωρισμού, ούτε που ένιωσε τον πόνο από τα νύχια της. Συγκινημένος ο Μουσταφά Οκαϋ, ρωτάει την Ταμάμα, εάν θέλει να πάει με την επιτροπή. Η Ταμάμα αρνήθηκε και τον θερμοπαρακαλούσε να μην την αφήσει με αυτούς. Δεν ήθελε να φύγει από την αγάπη και την θαλπωρή, που γνώρισε τα δύο αυτά χρόνια. Κάτι πήγε να ψελλίσει ο αστυνομικός, κάτι πήγε να πει ο δάσκαλος, ο ταγματάρχης συγκινημένος τους έδιωξε. Ο παπάς δεν πρόλαβε να πει τίποτα. Η επιτροπή έφυγε και γιατί να επέμενε; Μήπως ήσαν συγγενείς, μήπως ήσαν συγχωριανοί; Γιατί να επιμείνουν; Για να βρουν τον μπελά τους τελευταία ώρα; Ο Νόμος έχει
εξαιρέσεις, όταν αντιμετωπίζει δυνατούς.
Σε δεκαπέντε μέρες, η αναχώρηση των εξόριστων άρχισε και σε λίγες μέρες τέλειωσε. Τα καραβάνια περνούσαν φεύγοντας από την Σεβάστεια, μέσα από την Ιστικλάλ Τσατεσί. Κάθε φορά, που περνούσε κάποιο καραβάνι εξόριστων, η Ταμάμα έφευγε μακριά από το παράθυρο, από φόβο μήπως την δουν και την πάρουν μαζί τους. Σε λίγο έφυγαν όλοι, ηρέμησε η Σεβάστεια και ησύχασε η Ταμάμα. Κανείς πια δεν μπορούσε να την πάρει, από την θαλπωρή της νέας της οικογένειας.
Όλοι οι εξόριστοι κατέβηκαν στην παραλία του Πόντου και ο καθένας έψαχνε το χωριό του. Αλλά ποιο χωριό; Ερείπια και καμμένα σπίτια τους περίμεναν. Οι αυλές είχαν χορταριάσει και τίποτε δεν υπήρχε πιά από την περιουσία τους. Οι 36 ψυχές της Έσπιε κατέβηκαν στο χωριό τους. Η εκκλησία είχε γκρεμισθεί και τα σπίτια τους όλα καμμένα. Οι ηλικιωμένοι Εσπιελήδες αποφάσισαν, να πάνε στην Τρίποληη. Αυτούς ακολούθησε και η θεία Ελένη, με τις δύο ανεψιές της, την Μαρικούλα και την Συμέλα.
Εν τω μεταξύ νέα σύννεφα μαζεύτηκαν στον ορίζοντα, πιό μαύρα και πιο άγρια από πριν. Η απόβαση του Ελληνικού στρατού στην Σμύρνη και η εκστρατεία του, στο Εσκί Σεχίρ προς Άγκυρα, ξαναγρίεψε τα πνεύματα.
Η παραμονή στον Πόντο ήταν πια προβληματική για τους άμοιρους Χριστιανούς. Εξάλλου τι είχαν να χάσουν, αφού όλα τα είχαν ήδη χάσει; μπουλούκια, μπουλούκια οι άνθρωποι έμπαιναν σε κάθε λογής καράβια, για να καταφύ­γουν στα παράλια της Ρωσίας. Εκεί υπήρχαν πατριώτες και συγγενείς. Κάποιος θα τους φρόντιζε και εν πάση περιπτώσει, θα γλίτωναν την ζωή τους, από νέες περιπέτειες. Όταν οι Εσπιελήδες αποφάσισαν την μετανά­στευση στην Ρωσία, αναγκαστικά τους ακολούθησε και η θεία Ελένη με τις ανεψιές της.
Η παραμονή στην Ρωσία ήταν σύντομη, διότι και εκεί οι πολιτικές αλλαγές έφεραν το επάνω κάτω. Στην Τουρκία
καταστράφηκε η ελληνική εκστρατεία και μαζί θάφτηκε η Μεγάλη Ιδέα. Χιλιάδες οι πρόσφυγες από Μικρά Ασία, καταφεύγουν στην Ελλάδα, για να σωθούν. Οι Πόντιοι από την Ρωσία μεταναστεύουν στην Ελλάδα. Αλλοι μένουν εκεί. Οι Εσπιελήδες ήρθαν στην Ελλάδα. Όταν στην Λωζάνη, η Τουρκία και η Ελλάδα, υπέγραφαν το 1924 την Συνθήκη για την ανταλλαγή, στον Πόντο δεν υπήρχε πλέον άνθρωπος για ανταλλαγή. Είχαν ήδη προ πολλού φύγει όλοι. Η ανταλλαγή στην ουσία αφορούσε τους Τούρκους της Ελλάδας, οι οποίοι έφυγαν με βάση αυτή την Συνθήκη.
Η θεία Ελένη ήρθε με τις ορφανές ανεψιές της στην Ελλάδα. Η Μαρικούλα παντρεύτηκε και έκαμε οικογένεια στην Βέροια. Η Συμέλα παντρεύτηκε τον Δημήτρη Φουντουκίδη και έκαμε οικογένεια στην Καλαμαριά. Χρόνια ο Δημήτρης και η Συμέλα είχαν μπακάλικο στην διασταύρωση των σημερινών οδών Κομνηνών και Ι. Πασαλίδη, δίπλα στον φούρνο του Βασ. Ταρασίδη. Μέσα στην λάσπη της Καλαμαριάς, το ανδρόγυνο πάλεψε τον ίδιο αγώνα, που πάλαιψαν όλοι οι πρόσφυγες, για να επιβιώσουν και ν' αποκατασταθούν. Απέκτησαν τρία παιδιά. Την Σοφία, τον Παναγιώτη και την Κυριακή. Κατοχή, δυστυχία και φτώχειες, μέχρις ότου δουν πρόσωπο Θεού και εκεί που είδαν λίγο φως, πεθαίνει η Κυριακή, από πρόβλημα καρ­διάς, σε νεαρή ηλικία. Μεγάλο πλήγμα για τον Δημήτρη και την Συμέλα, ο θάνατος της Κυριακής.
Καμιά φορά η Συμέλα διηγόταν τις ιστορίες των παιδικών της χρόνων στα παιδιά της. Τους έλεγε για την Έσπιε, για τον Παπαγιάννη, για την μάνα της, την Κερεκή. Με δάκρυα εξηγούσε, το τι τράβηξαν στις εξορίες, όπου έχασε τον πατέρα της, την μάνα της και τον αδελφό της, τον Αλέκο. Ποτέ δεν μίλησε για την αδελφή της, την Ταμάμα. Κανείς από τα παιδιά δεν άκουσε ποτέ, τίποτε γι' αυτήν. Ήταν μεγάλη ντροπή, για την Συμέλα, να ομολογήσει, ότι είχε αδελφή χαμένη στην Τουρκία, που τούρκεψε. Τόσο αγνοί ήσαν οι άνθρωποι της εποχής εκείνης και όμως τόσο απόλυτοι. Βοηθούσε και η άγνοια και η αγραμματοσύνη. Και όμως με τέτοιες απόλυτες αρχές, επέζησαν σαν έθνος, όλα τα χρόνια της σκλαβιάς.



Γιώργος Ανδρεάδης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah