Κυριακή 10 Μαρτίου 2013

TO ΠΟΤΑΜΙ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ


ΝΈΑ ΥΟΡΚΗ - ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 1997
Οι τουρίστες σχηματίζουν ουρές για να πάρουν το φέρυμποτ. Στέκομαι στη σειρά μου ανάμεσά τους και κοιτάζω το ποτάμι που κυλά προς τον ωκεανό με λαμπερούς κυματισμούς σαν κοφτερές κορυφές στο χρώμα του ατσαλιού.
Ellis Island

Πάνω από τη νήσο Έλις έχει σταθεί ένα άσπρο σύννεφο, το μόνο στον ξάστερο γαλανό ουρανό. 0 Αύγουστος είναι ζεστός και νιώθω τον ήλιο να μου ζεσταίνει τους ώμους.
 Το φέρυμποτ μουγκρίζει, μετά κάνει μια αργή στροφή γύρω από τη μεγάλη πράσινη κυρία που κρατάει τη δάδα της ελευθερίας ψηλά πάνω από το κεφάλι της. Άραγε δεν την πονά η μέση της; Δεν μπορώ να καταλάβω από εδώ που στέκομαι.
Η Μεγάλη Σάλα στη νήσο Έλις φαντάζει μεγαλόπρεπη καθώς μπαίνω, αν και παραείναι παλιομοδίτικη. Ξέρω ότι δεν ήταν έτσι όταν πέρασαν από εδώ οι γονείς μου πριν εβδομήντα δύο χρόνια.
Οι σειρές των πάγκων δεν υπάρχουν τώρα, αλλά μπορώ να φανταστώ το θόρυβο από τα μωρά που έκλαιγαν και τις χιλιάδες φωνές των μεταναστών, καθώς περίμεναν να ακούσουν την πολυπόθητη λέξη. Ώστε, λοιπόν, αυτός ήταν ο τελευταίος σταθμός του ταξιδιού της μητέρας μου, εδώ που οι γιατροί ψαχούλευαν για ύποπτα εξογκώματα και αρρωστιάρικα μάτια, κουρασμένα από το μακρύ πέρασμα του ωκεανού. Μπορούσα σχεδόν να ακούσω τη φωνή του γιατρού και να δω τα δάχτυλα του που απαλά άγγιξαν τις ουλές στο μηρό της μητέρας μου, καθώς εκείνη είχε σηκώσει τη φούστα της για να εξεταστεί.
«Τι είναι αυτά τα σημάδια;» ρωτάει ο γιατρός για τις δύο μικρές ουλές.
«Ό,τι έμεινε», απαντάει η μητέρα μου.
«Γρήγορα!» λέει ο πατέρας μου αρπάζοντας το χέρι της, «πριν αλλάξουν γνώμη».
Στην αίθουσα του μουσείου με τις φωτογραφίες, τα πρόσωπα των εκατοντάδων μεταναστών στους τοίχους  με αντικρίζουν. Έχουν την ίδια εκείνη έκφραση που είχε και η μητέρα μου στη φωτογραφία του γάμου της, όταν ήταν δεκαπέντε χρόνων. Δεν είναι έκφραση πόνου, τα φρύδια δεν είναι σμιχτά. Υπάρχει μόνο μια αναμφισβήτητη θλίψη που μοιάζει να σου λέει «η φλόγα μου έχει σχεδόν σβήσει».           «Έχει λακκάκια το πόδι σου, μανούλα», είπα κάποτε στη μητέρα μου όταν, παιδί, πρωτοείδα τα σημάδια. Κατέβασα το παντελόνι που φορούσα και άρχισα και εγώ να ψάχνω για παρόμοια στο δικό μου πόδι.
«Δεν είναι λακκάκια», είπε η μητέρα μου. «Και δε θα βρείς ίδια στο δικό σου πόδι, γλυκιά μου».
«Τι είναι τότε;» ρώτησα.
Για μια μόνο στιγμή είδα πάλι αυτό το βλέμμα στα μάτια της μητέρας μου, καθώς ταξίδευε μακριά. «Ό,τι έμει νε», είπε κλείνοντας τα μάτια. «Ό,τι έμεινε».
Στον περίβολο του μουσείου στο νησί, ατελείωτες στήλες με τα ονόματα των μεταναστών που πέρασαν από εδώ στέκουν επιβλητικά. Βρίσκω τα ονόματα των γονιών μου και γονατίζω μπροστά τους. Σάνο Θυμία Χάλο. Αβραάμ Α. Χάλο. Η αδελφή μου η Χάρτι είχε συμπεριλάβει το πραγματικό όνομα της μητέρας μου στην καταγραφή.
«Ήσουν χαρούμενη όταν το καράβι σου πλησίασε στο λιμάνι και είδες το Μανχάταν απέναντι να λαμπυρίζει στον αυγουστιάτικο ήλιο;» ρώτησα κάποτε τη μητέρα μου.
«Στην αρχή όχι», είπε. «Είχα άλλωστε μάθει να μην περιμένω πολλά και οι προσδοκίες μου ήταν μικρές».
Χαϊδεύω τα γράμματα που σχηματίζουν τα ονόματά τους στις πλάκες και νιώθω όσα δεν μπόρεσε να νιώσει η μητέρα μου όταν έφτασε τότε εδώ.
Η οικογένεια μας ήταν: η μητέρα μου, ο πατέρας μου, οι πέντε αδελφές και τα τέσσερα αδέλφια μου, ένας θείος, μια θεία Αρμένισσα -μάλλον και αυτή κουβαλούσε τη δική της ιστορία- και η κόρη τους που παντρεύτηκε και μετακόμισε μακριά πολύ μικρή. Μετά από εμάς τίποτα.
Ζούσαμε στην Νέα Υόρκη, στην Ουέστ Εκατοστή Δεύτερη Οδό, αλλά τότε ήταν πολύ διαφορετικά από ό,τι είναι σήμερα. Στη δεκαετία του '40 και του '50, ο δρόμος έμοιαζε με σκηνικό από το Ουέστ Σάιντ Στόρι.
Εμείς ζούσαμε σε ένα διαμέρισμα πέντε δωματίων που ήταν χτισμένα σαν τα βαγόνια ενός τρένου - κάθε δωμάτιο επικοινωνούσε με το επόμενο. Το διαμέρισμα ήταν στον πέμπτο όροφο και η είσοδος του κτηρίου είχε λίγα σκαλοπάτια από καφέ τούβλα, τόσο χαρακτηριστικά την εποχή εκείνη.
 Στα είκοσι χρόνια που ζήσαμε εκεί, η μητέρα μου ανέβαινε τους πέντε ορόφους κουβαλώντας ποδήλατα και μωρά, μερικές φορές δυο δυο μαζί, και ψώνια και παιχνίδια και ό,τι άλλο μπορεί να φανταστεί κανείς πάνω κάτω τα πέντε πατώματα.
Μεγαλώσαμε ανάμεσα σε Ιρλανδούς κυρίως, αν και υπήρχαν και άλλες φυλές και εθνικότητες στις γύρω γειτονιές και στα σχολεία μας. Η καταγωγή μας, όμως, ήταν ένα μυστήριο για εμάς τα παιδιά. Είχαμε έρθει από δύο χαμένους πολιτισμούς. Και οι δύο γονείς μου ήταν από την Τουρκία και οι λαοί τους είχαν ζήσει εκεί για χιλιάδες χρόνια, αλλά δεν ήταν Τούρκοι. Κανένας δε γνώριζε, ούτε καν είχε ακούσει για το λαό της μητέρας μου -τους Έλληνες Πόντιους της Μικράς Ασίας. Όσο για το λαό του πατέρα μου, τους Ασσύριους, γι' αυτούς πίστευαν ότι είχαν ζήσει μόνο στους αρχαίους χρόνους και δεν υπήρχαν πια.
Ως παιδί, δεν ανέφερα ποτέ την καταγωγή της μητέρας μου, ενώ τις λίγες φορές που επιχείρησα να απαντήσω στις ερωτήσεις για την καταγωγή του πατέρα μου, με διόρθωναν με μεγάλη επισημότητα.
«Όχι, γλυκιά μου. Εννοείς ότι είσαι Σύρια. Οι Ασσύριοι είναι αρχαίος λαός. Δεν υπάρχουν πια». Ακόμα και οι δάσκαλοι μου αυτό μου έλεγαν.
Πώς γινόταν να είμαι κάτι που δεν υπήρχε;
«Μας φώναζαν Ρουμ», έλεγε η μητέρα μου για το λαό της. Αυτό με μπέρδευε ακόμα περισσότερο. Τι ήταν οι Ρουμ; Ακόμα και τη γλώσσα της είχε ξεχάσει η μητέρα μου, αφού δεν υπήρχε κανένας που να μιλά μαζί του τα αρχαΐζοντα ελληνικά της.
 Έτσι, χωρίς να γνωρίζω ούτε τον ήχο της ελληνικής γλώσσας που θα με βοηθούσε να ταυτιστώ με τον πολιτισμό της όταν ήμουν παιδί, δεν είχα τίποτα άλλο εκτός από τις λίγες ιστορίες της.
Ρουμ ή Πόντια Ελληνίδα, η μητέρα μου έμοιαζε μάλλον με όλες τις άλλες μητέρες· έτσι είχα συμπεράνει ως παιδί των δεκαετιών του '40 και του '50 - ή μάλλον, θα το είχα συμπεράνει, αν το είχα σκεφτεί ποτέ το θέμα.
Το σώμα της ήταν όμοιο με αυτό που θα περίμενες από μια μαμά στην Αμερική του '50· κάπως γεμάτη, αλλά όχι παχιά. Ιδανικό σώμα για εκείνα τα φορέματα, τα κοντομάνικα με τα κουμπιά μέχρι κάτω, που φορούσαν τότε οι νοικοκυρές· συνήθως ήταν εμπριμέ με λουλούδια.
Η μητέρα μου είχε ένα γλυκό, μελαγχολικό χαμόγελο και εκείνα τα αθώα μαύρα μάτια - με μια δόση θλίψης στα φρύδια- που σου γελούσαν και έλαμπαν κάτω από τα μαύρα μαλλιά που πιασμένα σε κότσο στεφάνωναν το γλυκό πρόσωπο της.
Όσο για τα γενέθλια της, η μητέρα μου δεν είχε μάθει ποτέ την πραγματική ημερομηνία γέννησης της και έτσι, κάποια φορά, κάποιος είχε επιλέξει τις 10 Μαΐου. Συνήθως συνέπιπτε με τη Γιορτή της Μητέρας, μάλλον όχι τυχαία.
Εγώ ήμουν το όγδοο από τα δέκα παιδιά της και έτσι δεν τη θυμάμαι ποτέ να κάθεται χωρίς να κάνει κάτι. Και υπήρχαν τόσα πολλά που έπρεπε να γίνουν. Πάντοτε μαγείρευε ή καθάριζε, έψηνε, έραβε ρούχα, έπλεκε. Και πάντα τραγουδούσε. Είχα μάθει απ' έξω τα αγαπημένα της τραγούδια: Blue Skies, Little Man You're Crying, Oh, Johnny, Paper Moon και δεκάδες άλλα παρόμοια, τόσο αμερικάνικα όσο και η μηλόπιτα που έφτιαχνε με μαεστρία.
Το μουσικό της αφτί άρπαζε εύκολα τις γλώσσες και έτσι δεν είχα προσέξει ποτέ κάποια ξενική προφορά. Υπήρχαν, όμως, κάποιες λέξεις που πρόφερε παράξενα, προξενώντας το γέλιο μας, όπως τη λέξη "wheat" (σιτάρι), που τόνιζε το h: «χαουίτ» (αντί «ουίτ»). Επίσης, όταν επιχειρούσε να χρησιμοποιήσει την αμερικάνικη αργκό της εποχής, λυνόμασταν στα γέλια. Κάθε φορά που ξεκαρδιζόμασταν μαζί της, κάλυπτε το πρόσωπο με τα χέρια της και γέλαγε και αυτή ντροπιασμένη.
«Ουουου, γλύκα!», έλεγε.
H Thea Kalo με την μητέρα της Σάνο
Αφού η μητέρα μου σπάνια μιλούσε για τα παιδικά της χρόνια, δεν υπήρχαν και πολλά στοιχεία που να μας θυμίζουν ότι δεν είχε γεννηθεί στην Αμερική. Αναλογιζόμενος κάποιος την προηγούμενη ζωή της, ίσως να σκεφτόταν ότι ο πατέρας μου την έσωσε από τη δυστυχία, αλλά καμιά φορά αναρωτιέμαι ποιος πραγματικά έσωσε ποιον.
Έφτιαχνε όλα τα παραδοσιακά φαγητά της Αμερικής και έτσι τα Χριστούγεννα είχαμε γαλοπούλα με γέμιση από ρύζι και κάστανα, γλυκοπατάτες με σάλτσα ανανά, σάλτσα από φρέσκα μούρα και καρύδια, πουρέ πατάτας με σάλτσα, μηλόπιτες και κολοκυθόπιτες. Υπήρχαν, όμως, και οι ντολμάδες με τα αμπελόφυλλα για τις γιορτές και οι κρεατόπιτες, που η μητέρα μου αποκαλούσε τσαμποράκ και τις έφτιαχνε στο τηγάνι, και τα ειδικά ψωμάκια που έφτιαχνε με μαύρους σπόρους. Όλες αυτές οι εξωτικές μυρωδιές πλημμύριζαν ανάκατες τον αέρα. Ο πατέρας μου αγόραζε γλυκά από τις μεσανα τολίτικες αγορές: λουκούμια, ένα ρολό από βερίκοκο που το λέγαμε γκαρμαντίν, ένα άλλο γλυκό από καρύδια ή φιστίκια βουτηγμένα σε μουσταλευριά και πασπαλισμένα με ζάχαρη άχνη και, τέλος, χαλβάδες και μπακλαβάδες που άπλωνε πάνω στο τραπέζι.
Αυτά, λοιπόν, τα μικρά πράγματα, όπως οι λέξεις με την ξενική προφορά, κάποια ξένη λέξη εδώ και εκεί, τα λουκούμια και οι ντολμάδες, τα τραγούδια και οι ιστορίες μας υπενθύμιζαν ότι οι γονείς μας είχαν έρθει από κάπου αλλού- ότι υπήρχε κάποιο μυστήριο γύρω τους· ότι διέφεραν από μας με ένα περίεργο και ανεξερεύνητο τρόπο.





Thea Halo
Απο το βιβλιο: ΟΥΤΕ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΜΟΥ"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah