Δευτέρα 11 Μαρτίου 2013

Ο ΚΥΚΛΟΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ: ΑΡΡΑΒΩΝΑΣ


Όπως παντού του Ελληνισμού, θεωρούσαν το γάμο τίμιο και ιερό. Ήταν αναγκαία  η απόφαση των γονέων του νέου για το γάμο του, να βρουν την κατάλληλη σύντροφο του, να γυναικίζν' άτον μέ τ' έναν καλόν κι' έμορφον κορίτσ. Έπειτα η βολιδοσκόπηση και συγκατάθεση των γονέων του κοριτσιού, το ψαλάφεμαν, κι' έπειτα ο αρραβώνας, το σουμάδεμαν.
Διάκριση κοινωνικών τάξεων δεν υπήρχε στη Σαντά. Η εκλογή της νύφης ή τού γαμπρού, ήταν έργο των γονιών τους.
 "Στα χρόνια αυτά ο έρωτας, ούτε λίγο ούτε πολύ, ήταν αμαρτία, κι' εκείνος πού έκαμε το λάθος να ερωτευθεί, θεωρούσε ντροπή και έλλειψη σεβασμού να τ' ομολογήσει, έστω κι' εμμέσως, στους γονείς του. 
Υπήρχαν ωστόσο και περιπτώσεις σπάνιες βέβαια, που ο έρωτας έβρισκε τα δικαιώματά του, άσχετα με το επακόλουθο, γιος και γονείς να γίνουν από δυο χωριά, τουλάχιστο για ένα διάστημα μικρό ή μεγάλο. Όσο κι' αν είχαν οι γονείς την πρωτοβουλία στη σύνδεση των παιδιών τους, τα  παιδιά, αγόρια και κορίτσια, γνωρίζονταν  αναμεταξύ τους, διότι ο τόπος ήταν στενός· έπειτα κατά τους αρραβώνες, γάμους, χορούς της Λαμπρής, των Χριστουγέννων και των πανηγυριών, ανταμώνονταν και χόρευαν μαζί.
Οι νέοι πού είχαν συγγενικά κορίτσια, βγαίνοντας λιγάκι από τον κύκλο του χορού, τραβούσαν τα κορίτσια πού ήσαν έξω από το χορό και οι γυναίκες προτρέπανε τα κορίτσια να χορέψουν.
Όταν στο χορό ήσαν πιασμένοι αρκετοί, πού ήξεραν το ενδιαφέρον κανενός για ένα κορίτσι που χόρευε όχι μακριά, ή αν ήθελαν να δημιουργήσουν σχέσεις μεταξύ τους, έβγαιναν ένας ένας από το ενδιάμεσο, για να πιαστούν χέρι με χέρι.
Στους χορούς οι νέοι τραγουδούσαν δίστιχα εκφραστικά των αισθημάτων τους προς τη νέα πού αγαπούσαν. Αν ήταν στο χορό κι' εκείνη δεν δυσκολεύονταν να αντιληφθεί τους υπαινιγμούς και να ρίξει κρυφές ματιές. Οι γυναίκες δεν τραγουδούσαν στο χορό.
Αν εξαιρέσουμε όλες αυτές τις ευκαιρίες, όλον τον άλλο καιρό, έφηβοι και κοπέλες, απόφευγαν να κάτσουν να μιλήσουν ή και να χαιρετηθούν  ακόμα.  Έτσι απαιτούσε η παραδεδεγμένη ηθική τάξη, κι' ας πλημμύριζαν τις ψυχές και τις καρδιές τους, τα πιο γοητευτικά κελαηδήματα των ιδανικώτερων ανθρώπινων αισθημάτων "(Ξ. Ξενίτας).
Η συνεννόηση για αρραβώνα γινόταν ή απ' ευθείας από τούς γονείς κηδεμόνες του νέου, εν γνώσει η εν αγνοία του, ή με μεσάζοντα πρόσωπα συγγενικά ή γνωστά, και ύστερα έδιναν την αμοιβαία υπόσχεση γάμου.
Πολλές φορές μάλιστα οι γονιοί και των δυο οικογενειών έδιναν την υπόσχεση του συνοικεσίου κατά την παιδική και κάποτε τη νηπιακή ηλικία των παιδιών τους, χαράζοντας με μαχαίρι την καμάρα, το οριζόντιο ξύλο της κούνιας. 
«Έχάραξαν τα κουνία», έλεγαν. Στα παλαιότερα χρόνια κάποτε γινόταν κάτι άλλο. Έγκυες γυναίκες που ήθελαν να συνδεθούν καλύτερα, αποφάσιζαν να συμπεθεριάσουν  ,αν η μια γεννούσε αγόρι και ή άλλη κορίτσι.  Ο παράξενος δε αυτός αρραβώνας διατηρούσε την ισχύ του 15 και 20 χρόνια, ωσότου μεγάλωναν τα παιδιά αυτά, πού είχαν συνδεθεί πριν από τη γέννησή τους.  Η κακή αυτή συνήθεια διατηρήθηκε ως τα 1860 ή και λίγο αργότερα.
 Όπως είπαμε παραπάνω, γάμοι από έρωτα ήσαν σπάνιοι, αν δε κάποιος ερωτευμένος ήθελε να αρραβωνιασθεί, πριν αναλάβει οποιαδήποτε πρωτοβουλία ο πατέρας του, προσπαθούσε να εξασφαλίσει την συγκατάθεση του, χρησιμοποιώντας συγγενείς ή φίλους, και μάλιστα τη μητέρα του, πού συνήθως εύκολα την έπειθαν.
Και αν δεν μπορούσαν να πάρουν τη συγκατάθεση των γονιών τους, «εσύρναν το κορίτσ'», δηλαδή έκαμναν απαγωγή. 

«Εσύ  αγαπάς κι' εγώ αγαπώ, κι' ο  κύρης μου κι θέλ'», λέει και σχετικός στίχος.

Αν ο νέος ήταν ορφανός, έμενε πια μόνος ν' αποφασίσει ο ίδιος. Ενδιαφερόταν βέβαια κι' η μάνα του, μ' αυτή δέ μπορούσε να έχει την επιρροή του πατέρα.  Αν όμως είχε μεγαλύτερο αδελφό, που στη Σαντά αντικαθιστούσε τον πατέρα, τότε δε μπορούσε να μη παίρνει υπόψη και τη δική του γνώμη.
Και οι θείοι και οι θείες είχαν κάποια δικαιώματα να επεμβαίνουν με συμβουλές και κάποτε ενεργότερα, ή για να επιτύχουν ένα επιτυχημένο συνοικέσιο, ή για να αποτρέψουν ένα αταίριαστο.
Η νέα, κατά περισσότερο και αυστηρότερο λόγο, ήταν υποχρεωμένη να υποταχθεί στη θέληση των γονιών ή αν ήταν ορφανά στη θέληση των συγγενών τους. 
Αλλά πριν από κάθε συνεννόηση έπρεπε να εξετασθεί αν συγγενεύουν οι δυο οικογένειες, αν ρούζ' αν δηλ. επιτρέπεται η σύναψη γάμου από τους κανόνες της εκκλησίας, ανάμεσα σε δεύτερα ξαδέρφια (έξ κιφάλια) δεν επιτρεπόταν γάμος, το ίδιο και για παιδιά πού βάφτισε ο ίδιος ο δεξάμενος.
Η ηλικία του νέου και της νέας έπρεπε να είναι απάνω από 16, του κοριτσιού όμως μερικές φορές ήταν και 12. Το λέει και η παροιμία:
  Δωδεκάχρονον κορίτσ', γιά σον άντραν γιά σήν φούρκαν (σον Αδ'). Και τά δίστιχα το βεβαιώνουν.


Κορτσόπον δωδεκάχρονον κι' εγώ δεκαεννέα,
έκαψες το καρδόπο μου ποίκες άτο μανέαν.
Κορτσόπον δωδεκάχρονον γιά φέρε με ας πίνω,
τη καρδίας ι-μ' τ' άψιμον ολίγον ας εβζύνω.

Πάντως τ' αγόρια και τα κορίτσια της ίδιας οικογένειας τηρούσαν σειρά στην παντρειά ανάλογα με την ηλικία.  Οι νέοι και οι νέες περίμεναν τη σειρά τους με λαχτάρα που τη διερμηνεύει ο στίχος: 
Σαν έμέν' και πάλ' εμέν, έρθεν η σειρά σ' έμέν.
Εν πάσει περιπτώσει τα συνοικέσια γίνονταν μεταξύ Σανταίων, σπιάνια δ' έβγαιναν  έξω από τα σύνορα της Σαντάς. Η παροιμία της Κρώμνης: Τη Σεϊτάν τον πάρδον παίρω, κι' ας ση Μόχωραν κι έβγαίνω, ίσχυε και στη Σαντά.







Στάθης Αθανασιάδης (Γεροστάθης)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah