"Δεχόμαστε ή όχι το σύνταγμα;".
Τη μοιραία αυτή ερώτηση έκανε ο μεγάλος βεζίρης Κιουτσούκ Σαΐντ πασάς.
Επικράτησε νεκρική σιγή στη μεγάλη αίθουσα -Μπουγιούκ Μαμπέιν- των σουλτανικών ανακτόρων του Γιλντίζ Κιόσκ, όπου συνεδρίαζε το Μεγάλο Συμβούλιο.
Ήταν η νύχτα της Κυριακής, 24 Ιουλίου 1908.
Το πρωί της ίδιας ημέρας, ένα τηλεγράφημα έφτασε απ' το Αρχηγείο Στρατού Θεσσαλονίκης, που 'λεγε:
"Ο στρατός θα κινηθεί προς την Κωνσταντινούπολη, αν δεν υπογραφεί απ' το σουλτάνο η άμεση εφαρμογή του συντάγματος του 1876".
Υπουργοί, στρατηγοί και ουλεμάδες δε σήκωσαν τα κεφάλια τους, ούτε άρθρωσαν λέξη, όταν ο μεγάλος βεζίρης τους είπε:
"Η σιωπή σας ισοδυναμεί μ' επικύρωση".
Έτσι, υπέγραψαν ομόφωνα την εισήγηση για αποκατάσταση του συντάγματος της Τουρκίας.
Abdul Hamid |
Η χλωμή απ' τη φυματίωση όψη του έγινε κίτρινη, η μύτη του φαινόταν πιο μεγάλη και πιο κυρτή. Στάθηκε όρθιος μπροστά στο ανοιχτό παράθυρο.
Ο καλοκαιρινός θαλασσινός αέρας χάιδευε το άρρωστο μέτωπο του, ενώ αυτός κάρφωσε το βλέμμα του στον έναστρο ουρανό. Στον Αλλάχ εναπόθεσε τις ελπίδες του και από τ' άστρα περίμενε κάποιο σημάδι.
Η "Κόκκινη Αλεπού", όπως τον έλεγαν άλλοι, ήταν ήδη εξήντα χρόνων, αλλά φαινόταν μεγαλύτερος. Οι κυρτοί ώμοι του έγερναν περισσότερο το βράδυ εκείνο. Απ' τον ουρανό δεν πήρε κανένα μήνυμα ο σουλτάνος ούτε απ' τους αγαπημένους του αστερισμούς του "Λέοντα" και του "Ωρίωνα".
Όμως, απ' τη μεριά της θάλασσας, ακούστηκαν οι δυνατές μηχανές ενός πλοίου. Ένας τεράστιος, μαύρος όγκος κινιόταν στη θάλασσα με κατεύθυνση προς το παλάτι.
Έκλεισε και ξανάνοιξε το παράθυρο, έτριψε τα μάτια του ο σουλτάνος, για να βεβαιωθεί ότι δεν έβλεπε εφιάλτη. Η σκιά μεγάλωνε και πλησίαζε. Σε λίγο όλα ξεκαθάρισαν. Ένα θωρηκτό αγκυροβόλησε απέναντι απ' το παλάτι κι έστρεψε τα κανόνια του προς τα παράθυρα του σουλτάνου.
Ο παντοδύναμος σουλτάνος ήταν πια αιχμάλωτος. Έκλεισε με δύναμη τα παραθυρόφυλλα, σαν να 'θελε να προστατευτεί. Οι αλλόφρονες κραυγές του αντήχησαν σ' όλο το παλάτι. Οι γυναίκες του χαρεμιού έκλαιγαν απαρηγόρητες, οι δούλοι και οι υπηρέτες έτρεμαν και οι γραμματείς κλείστηκαν στα διαμερίσματά τους.
Μόνο ο υπασπιστής του σουλτάνου Ιζέτ μπέης, ο σείχης Αμπντούλ Χουντά κι ο διοικητής της αυτοκρατορικής φρουράς τόλμησαν να μπουν τρέμοντας στο σουλτανικό γραφείο. Όλα γύρω ήταν σπασμένα και αναποδογυρισμένα. Ο Αβδούλ Χαμίτ με μάτια κατακόκκινα, σαν να έσταζαν αίμα, στεκόταν όρθιος μ' ένα μακρύ κοφτερό γιαταγάνι στο χέρι. Τους κοίταξε άγρια και με δυνατή φωνή είπε:
— Βλέπετε τα επτά εκείνα μήλα πάνω στο τραπέζι; Ε! αυτά συμβολίζουν τα επτά μέλη της επιτροπής των Νεότουρκων "Ένωση και Πρόοδος". Με μια σπαθιά τα 'κοψα στη μέση, αλλά αυτά δεν κουνήθηκαν απ' τη θέση τους. Τα μαύρα σκυλιά! Θα καταστρέψουν την αυτοκρατορία.
Στην άλλη μεριά, ήταν κι εκεί επτά μήλα, που συμβόλιζαν τις επτά κύριες εθνότητες της αυτοκρατορίας μας. Όταν τα σπάθισα, τα πέντε έμειναν στη θέση τους, ενώ τα δύο έπεσαν κάτω και κομματιάστηκαν. Ξέρετε ποιες εθνότητες αντιπροσωπεύουν αυτά τα δύο μήλα;
Οι τρεις αξιωματούχοι αλληλοκοιτάχτηκαν, αλλά δεν τόλμησε κανείς ν' απαντήσει. Ο σουλτάνος ξέσπασε σε νευρικό γέλιο κι έπειτα πρόσθεσε:
— Ε, λοιπόν, τα δύο μήλα αντιπροσωπεύουν τις δύο σιχαμερές εθνότητες: τους Έλληνες και τους Αρμένιους. Αυτά τα σκουλήκια, που επί βασιλείας μου έκτισαν εκκλησίες μεγαλύτερες απ' τα τζαμιά μας, σχολεία και σπίτια που συναγωνίζονται τα παλάτια μου, αυτοί που 'γιναν μάλλον αφέντες και οι Τούρκοι δούλοι, αυτά τα αχάριστα πλάσματα συνωμότησαν μαζί με τους Νεότουρκους εναντίον μου. Όμως, όπως τα μήλα αυτά θρυμματίστηκαν, έτσι κι αυτοί θα σφαγούν κάποτε απ' τους φίλους τους τους Νεότουρκους.
Δάκρυσαν οι τρεις πιστοί υπάλληλοι, αλλά δεν είπαν λέξη, κι ο σουλτάνος συνέχισε:
— Ελάτε κοντά στο παράθυρο! Κοιτάξτε θράσος! Κανόνια δικά μας στραμμένα πάνω στο παλάτι του σουλτάνου! Αχρείοι προδότες!
Την ίδια στιγμή πέταξε το γιαταγάνι του έξω απ' το σπασμένο τζάμι σαν να 'θελε να κτυπήσει τους επίορκους αξιωματικούς του θωρηκτού.
Έπειτα όλα ηρέμησαν. Το πρόσωπο του σουλτάνου γαλήνεψε και οι τρεις σύμβουλοι του έπαψαν να τρέμουν. Τους κοίταξε με πατρικό ύφος και με σιγανή φωνή διέταξε:
— Φίλοι μου, είστε οι μόνοι που μείνατε πιστοί σε μένα, όμως νιώθω πως χάσαμε το παιχνίδι. Φέρτε μου να υπογράψω αυτό το καταραμένο χαρτί!
* * *
Το βράδυ εκείνο, μέχρι τις δώδεκα παρά πέντε, η ζωή στην απέραντη αυτοκρατορία ήταν η συνηθισμένη. Στις δώδεκα όμως όλα τρελάθηκαν.
— Σύνταγμα! Σύνταγμα!
— Ζήτω ο Πατισάχ!
— Πολλά χρόνια να ζήσει ο Πατισάχ!
— Αμνηστία!
— Ισότητα! Αδελφότητα!
— Δικαιοσύνη! Ελευθερία!
Απ' την Υεμένη μέχρι τη Σερβία και απ' την Κολχίδα του Πόντου έως την Τριπολίτιδα της Λιβύης, γη, θάλασσα και ουρανός, συγκλονίστηκαν από χαιρετιστήριους πυροβολισμούς, πυροτεχνήματα, σφυρίγματα πλοίων, κίνηση, φωνές κι αναμμένες φωτιές.
Μέχρι το πρωί οι καμπάνες των εκκλησιών ηχούσαν χαρμόσυνα. Οι φανοί, οι δαυλοί και τα κεριά, σε δρόμους και πλατείες, μετέτρεψαν τη νύχτα σε μέρα.
Όλες οι εθνότητες ανακατεμένες κι όλες οι ηλικίες. Μουσουλμάνες και Χριστιανές, με παιδιά στην αγκαλιά και στην κοιλιά, έτρεχαν κι αυτές στα μεϊντάνια να τραγουδήσουν, να χορέψουν και να γιορτάσουν μαζί με τους άλλους το ευτυχές γεγονός.
Οι ναύτες και οι ψαράδες ζητωκραύγαζαν και οι λαλιές τους ενώνονταν με τους ήχους της φλογέρας και των νταουλιών των βοσκών, στα βουνά, στις ρεματιές και στους κάμπους. Οι μουεζίνηδες ανέβηκαν στους μιναρέδες και φώναζαν μέχρι το πρωί.
— Χίλια χρόνια να ζήσει ο Πατισάχ!
— Είμαστε όλοι, αδέλφια!
— Όλοι ίσοι!
Οι έλληνες αντάρτες των μακεδονικών βουνών, οι βούλγαροι κομιτατζήδες, οι τούρκοι χωροφύλακες και στρατιώτες, με τα όπλα κρεμασμένα στους ώμους, κυκλοφορούσαν αγκαλιασμένοι στις πόλεις και στα χωριά. Όλοι λησμόνησαν! Όλοι συγχώρησαν!
Σε καμιά περίοδο της ιστορίας της ανθρωπότητας, μεταξύ τόσων εθνών, σε τόση μεγάλη γεωγραφική έκταση και σε τόσο βραχύ χρονικό διάστημα, δεν παρουσιάστηκαν τέτοιες εκδηλώσεις, τόση χαρά κι ελπίδα, τόσος θόρυβος και τόση τρέλα!
Ο έλληνας βασιλιάς και η ελληνική κυβέρνηση χαιρέτισαν, με πανηγυρικό τρόπο, την ανακήρυξη του συντάγματος της Τουρκίας.
Ο έλληνας διάδοχος Κωνσταντίνος, μιλώντας με το γάλλο στρατιωτικό ακόλουθο, καυχήθηκε ότι, απ' τις αρχές του 1907, είχε στενές επαφές με τους Νεότουρκους.
Επί μέρες, πλήθη λαού της Αθήνας συγκεντρώνονταν έξω απ' την κατοικία του τούρκου πρέσβη Ναμπί μπέη και τον ανάγκαζαν να βγαίνει στο παράθυρο, για ν' απευθύνει χαιρετισμό.
Μέσα σ' αυτή τη φρενίτιδα του ενθουσιασμού και της λήθης, δεν έλειψαν οι αγωνίες, οι φόβοι και η διορατικότητα μερικών για το μέλλον. Ανάμεσά τους:
• Ο οικουμενικός πατριάρχης, Ιωακείμ Γ', ήταν επιφυλακτικός και δε συμμεριζόταν τη γενική αισιοδοξία.
• Ένας έμπορος στην πόλη της Σινώπης του Πόντου, ο Γεώργιος Παυλίδης, όταν άκουσε τα περί αμνηστίας, φοβήθηκε πως ήταν μια καλοστημένη παγίδα. Τα δυο αγόρια του, ο Θεμιστοκλής κι ο Πλάτων, ήταν αντάρτες στη Μακεδονία κι ανησυχούσε για την τύχη τους. Ο Γεώργιος και η γυναίκα του η Αφροδίτη κατάγονταν απ' την πόλη Ακ Νταγ Ματέν του εσωτερικού Πόντου. Αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν το 1901 στην παραλιακή πόλη Σινώπη του Πόντου, γιατί στη γενέτειρά τους ήρθαν σε σύγκρουση μ' έναν επαίσχυντο φιλότουρκο, έλληνα ιερέα, το γνωστό παπα-Ευθύμ.
Κωνσταντινούπολη |
• Στην ακριτική περιοχή του Πόντου, στο φημισμένο μοναστήρι του "Αγίου Γεωργίου του Περιστερεώτα, στις 27 Ιουλίου 1908, ο ηγούμενος της μονής συγκέντρωσε όλους τους μοναχούς και τους είπε:
— Επιτέλους τα βάσανα του δυστυχισμένου Έθνους μας τελείωσαν. Τα σκοτεινά χρόνια πέρασαν. Ας γιορτάσουμε, ας προσευχηθούμε κι ας ζήσουμε σαν πραγματικά αδέλφια με τους Τούρκους.
Το λόγο πήρε ο μοναχός και δεινός ψάλτης Ιερεμίας Δοξόπουλος και είπε:
— Έχετε δίκιο, αξιοσέβαστε ηγούμενε, τώρα πια θα κυκλοφορούμε ελεύθερα, δε θα φοβόμαστε κανένα, θα 'μαστέ ίσοι με τους Τούρκους.
Ένας ψηλός, αδύνατος καλόγερος, 23 χρόνων, με γαλανά μάτια κι επιβλητικό παρουσιαστικό, ο Γρηγόριος Σιδηρουργόπουλος, κτύπησε τη γροθιά του πάνω στο μεγάλο ξύλινο τραπέζι και χωρίς να ζητήσει το λόγο, άρχισε να μιλάει:
— Άγιε ηγούμενε, σας θαυμάζω πάντα για τη σοφία σας. Συγχωρήστε ή τιμωρήστε με για την ασέβειά μου, όμως παρακαλώ να μ' ακούσετε.
Ο ηγούμενος τον κοίταξε θυμωμένα, αλλά του είπε με μειλίχιο τρόπο:
— Βεβαίως και θα τιμωρηθείς αδελφέ, όμως πες μας αυτό που σκέπτεσαι.
Ο νέος καλόγερος κοίταξε μ' ονειροπόλο βλέμμα, μέσα απ' το παράθυρο, τις απέναντι καταπράσινες κορφές των βουνών. Γύρισε κυκλικά τη ματιά του πάνω σ' όλους τους άλλους αδελφούς και τέλος κοιτάζοντας κατάματα τον ηγούμενο, είπε με σταθερή και κρυστάλλινη φωνή:
— Χθες το βράδυ, αδελφοί μου, είδα ένα εφιαλτικό όνειρο. Ένα μεγάλο κύμα ξεκίνησε απ' τον κόλπο της Θεσσαλονίκης, κινήθηκε κατά μήκος των ακτών της Θράκης και απ' τα Δαρδανέλια και το Βόσπορο πέρασε στον Εύξεινο Πόντο.
Εκεί γιγαντώθηκε και κινούμενο προς νότο άλλαξε χρώμα. Έγινε θολό και ύστερα κοκκίνισε σαν αίμα. Κτύπησε τις βόρειες ακτές του Πόντου, έπνιξε τις πόλεις της Σινώπης, της Αμισού, των Κοτυώρων, της Κερασούντος, της Τραπεζούντας και των Σουρμένων. Δεν το συγκράτησαν ούτε τα πανύψηλα Ποντιακά όρη. Ξεχύθηκε στις πόλεις Κασταμονή, Αμάσεια, Σεβάστεια, Ερζερούμ και Καισάρεια. Γκρεμίστηκαν σπίτια, εκκλησίες, σχολεία.
Πνίγηκαν χιλιάδες άνθρωποι. Ακόμη και τα μοναστήρια μας, του Αγίου Γεωργίου, του Αγίου Ιωάννου Βαζελώνος και της Παναγίας Σουμελά, πάνω στις αετοκορφές του Πόντου, παρασύρθηκαν απ' το καταστροφικό, αιματοβαμμένο κύμα.
Σώπασε για λίγο ο αδελφός Γρηγόριος. Όλοι τον κοίταζαν με κρατημένη αναπνοή. Αυτός έριξε πάλι μια γρήγορη ματιά σ' όλους και πρόσθεσε:
— Φοβούμαι αδελφοί! Μέχρι τώρα, είχαμε ένα βάρβαρο σουλτάνο, που τον ονομάζαμε "Κόκκινο Σουλτάνο", τώρα θα ξεφυτρώσουν χιλιάδες σουλτανίσκοι, των οποίων την τυραννία δε θα μπορέσουν να συγκρατήσουν ούτε τα μπαξίσια, ούτε οι Φαναριώτες, ούτε οι Μεγάλες Δυνάμεις. Βλέπω συμφορές, γι' αυτό φοβούμαι...
• Αλλά κι ο σουλτάνος Αβδούλ Χαμίτ, απ' τις πρώτες ημέρες που υπέγραψε την εφαρμογή του συντάγματος, ένιωσε να κάθεται σ' αναμμένα κάρβουνα.
Οι Νεότουρκοι περιόρισαν στο ένα τρίτο τον αριθμό των εν ενεργεία υπασπιστών του, διέλυσαν το σώμα των θαλαμηπόλων του και γέμισαν το παλάτι με πληρωμένους κατασκόπους.
Χάρης Τσιρκινίδης
Απόσπασμα απο το: "ΚΟΚΚΙΝΟ ΠΟΤΑΜΙ"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου