Κυριακή 3 Μαρτίου 2013

Η μπέσα... των Τούρκων, σε περιγραφή του Γερμανού Καραβαγγέλη

Το 1918 άρχισαν οι εκτοπι­σμοί των Ελλήνων με σκοπό το θά­νατο απ' την πείνα και τις κακου­χίες. Οι άντρες των πόλεων στέλ­νονταν μακριά στο εσωτερικό δή­θεν να εργασθούν, μα εκεί οι περισσότεροι πέθαιναν από τις κακουχίες και τον εξανθηματικό τύφο.
Σε λίγο άρχισε ο εκτοπι­σμός και στα χωριά. Με τα γυναι­κόπαιδα, υποχρεωμένα να περ­νούν ψηλά στα χιονισμένα βουνά μέσα στην καρδιά του χειμώνα - ήταν Γενάρης - πέθαιναν σωρη­δόν στο δρόμο από το κρύο, την πείνα και τις αρρώστιες.
Ξαφνικά ο πρόξενος της Αυστρίας, καλός μου φίλος, με ειδο­ποιεί ότι έφτασε κρυπτογραφικό τηλεγράφημα που γνωστοποιού­σε ότι αποφασίστηκε η αθρόα με­τατόπιση του αστικού πληθυσμού της Αμισού.
Στη Σεβάστεια έτυχε να γνω­ρίσω δύο εγκληματικές φυσιο­γνωμίες, το Ραφέτ πασά, όργανο του Εμβέρ, που τον έστελναν από το Βαν (πόλη βιλαέτι και λίμνη της τουρκικής Αρμενίας, όπου ύστερ' από τις μεγάλες σφαγές ελάχι­στοι Αρμένιοι κατοικούν) στην Αμισό μ' απόλυτη πληρεξουσιότητα και μαζί μ' αυτόν και έναν άλλο, πολιτικό υπάλληλο, τον Βαχαδεδίν, που είχε τα ίδια αιμοβόρα έν­στικτα με το Ραφέτ. Αυτοί οι δύο, στο δρόμο τους για την Αμισό,  πυρπόλησαν πολλά ελληνικά χω­ριά, εκτοπίσανε τον πληθυσμό τους κι έγιναν με μια λέξη οι δή­μιοι της επαρχίας.
Κι ετοίμαζαν πια τον εκτοπισμό των κατοίκων της πλούσιας Αμισού, όταν ξαφνι­κά παρουσιάστηκε στην Αμισό ο αρχιστράτηγος Ιτζέτ πασάς, ο έ­πειτα πρωθυπουργός της Τουρκί­ας (Κατά την Εγκυκλοπαίδεια «Ε­λευθερουδάκη», ο Ιτζέτ πασάς, που είχε σπουδάσει στη Γερμανία, αναχαίτισε την προέλαση των Ρώσων απ' τον Καύκασο το 1917 κι έγινε διαδοχικά αρχιστράτη­γος, βεζύρης, υπουργός Στρατιω­τικών, Εσωτερικών και Εξωτερι­κών, ενώ αργότερα συνεργάστη­κε στενά με τον Κεμάλ).
Υποδέχτηκα τον Ιτζέτ από την πόλη με όλο σχεδόν τον ελληνικό πληθυσμό, τα κοριτσάκια του προσφέρανε λουλούδια και προς τιμήν του έγιναν εσπερίδες κι ηγεμονικά γεύματα στη Μητρόπολη. Σ' αυτά έλαβαν μέρος εβδομήντα περίπου άτομα, αξιωματικοί, ανώτεροι κυ­βερνητικοί υπάλληλοι, πρόξενοι κι όλη η συνοδεία του πασά.
Εκείνο που ζητούσαμε, το πε­τύχαμε: την εύνοια του Ιτζέτ. Κι ο υ­πασπιστής του, που ήταν Γερμανός αξιωματικός και πολλές φορές μι­λούσαμε μαζί φιλικά, μου εκμυστη­ρεύτηκε πως ο πασάς είχε στείλει στην κυβέρνηση ευνοϊκότατο τηλε­γράφημα για την πόλη μας.
Κι έτσι για δεύτερη φορά σώ­θηκε η ζωή της Αμισού.
 Αλλά οι περιποιήσεις μας στον Ιτζέτ φαί­νεται πως δυσαρέστησαν το Ρα­φέτ, μ' όλο που είχε λάβει κι ο ί­διος μέρος σ' αυτές. Γι' αυτό, πα­ρά τις ρητές διαταγές του Ιτζέτ, βρήκε τρόπο να εκδικηθεί την πό­λη αμέσως την άλλη κιόλας μέρα που έφυγε ο αρχιστράτηγος, απαγχονίζοντας σαράντα πέντε νέους Έλληνες φυγόστρατους σε μια απ' τις πλατείες της Αμισού.
Η γυναίκα του Βαχαδεδίν, σω­στή μαινόμενη Ηρωδιάδα, μαζί με άλλες τουρκάλες και με τη συνο­δεία του πατρός της και του Ραφέτ, ήρθαν στον τόπο της εκτελέσεως, για ν' απολαύσουν το θέαμα. Κι ε­πειδή οι χωροφύλακες είχαν κιό­λας κατεβάσει μερικά σώματα, ο Ραφέτ διέταξε και ξανακρέμασαν τους νεκρούς. Κι έφυγαν όλοι ευ­χαριστημένοι, αφού εκόρεσαν τα αιμοχαρή τους ένστικτα.
Εδώ πρέπει να προσθέσω πως και πριν απ' αυτόν τον ομαδι­κό απαγχονισμό, μα κι έπειτα απ' αυτόν ως το τέλος του πολέμου, δεν περνούσε σχεδόν ημέρα χω­ρίς να κλάψουμε νέα θύματα.
Δε μπορεί να ζήσει κανείς πιο τραγι­κές στιγμές.

Θρεψιάδου-Μπέλλου Αντιγόνης
 «Μορφές Μακεδονομάχων και τα Ποντιακά του Γερμανού Καραβαγγέλη»
 Αθήνα 1984.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah