Ποτέ ο αρραβωνιαστικός δε μπορούσε να επισκεφθεί την αρραβωνιαστικιά και τα πεθερικά του, εκτός αν τον καλούσαν. Η πρόσκληση αυτή ονομαζόταν γαμπρολάλια η γαμπροκαλέσματα.
Ορισμένη ημέρα δεν υπήρχε .
Ο γαμπρός πήγαινε μόνος ή με μερικούς συγγενείς και φίλους, όπως ήθελε ο πεθερός. Στο τραπέζι ήταν απαραίτητη η κοσάρα (βραστή), το πισινό μέρος της (κωλοβάνα) οι ομοτράπεζοι το προσέφεραν στο γαμπρό ύστερα από την διασκέδαση έφευγε με τους φίλους του.
Αν ο γαμπρός ήταν από ξένο χωριό, καλούσαν και λυριτζήν και χόρευαν, κάποτε ως το πρωί.
Κατά την επίσκεψη αυτή η μεν μνηστή χάριζε στο μνηστήρα κάλτσες μαντήλι, αυτός δε τσίτι, φοτάν ή χρήματα.
Η μνηστή ποτέ δεν πήγαινε στο σπίτι του αρραβωνιαστικού της εκτός αν την καλούσαν να τους βοηθήσει στην καθαριότητα του σπιτιού, ή στην αργατείαν. Στα τελευταία χρόνια κάποιος άνεμος ελευθερίας έπνευσε και για τους αρραβωνιασμένους, προ πάντων στις πόλεις γι' αυτό και το δίστιχο:
Τ' Ατωρισνά τα κόρτσοπα την μάναν κί ερωτούνε,
παίρ'νε τό νουσαλούν άτουν και πάγ'νε πορπατούνε.
Στις επισκέψεις τού γαμπρού απαραίτητο ήταν το φούστρον, έξ ου και η παροιμία: Γάμπρε, φούστρον τρως; Εύσχημη και εύθυμη απάντηση σ' ερώτηση αν θέλομε, ή μας αρέσει κάτι, πού είναι ολοφάνερο ότι μας αρέσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου