Δευτέρα 11 Μαρτίου 2013

Οι μειζετέρ'


'Οταν εμφανίστηκε δυναμικά στον λογοτεχνικό ορίζοντα ο Κώστας Διαμαντίδης, με τη διήγησή του «Το ροδάφ'νον», γράψαμε ότι η λογοτεχνική δημιουργία στην ποντιακή διάλεκτο έχει μέλλον, αφού ένας συγγραφέας της τρίτης προσφυγικής γενιάς ξεπηδά τόσο επιτυχημένα από εκεί που δεν το περίμενε, ίσως, κανείς.
Μια δεύτερη έκπληξη αποτέλεσε ο Α. I. Αγαθαγγέλου, της δεύτερης προσφυγικής γενιάς αυτός, αρκετά μεγαλύτερος από τον Διαμαντίδη, με τη νουβέλα του «Οι μειζετέρ'». Ο πρώτος βοηθήθηκε αρκετά στη σωστή διατύπωση των διαλεκτικών λέξεων από τον γνώστη της ποντιακής διαλέκτου Χριστόφορο Στ. Χριστοφορίδη, ενώ ο δεύτερος, σύμφωνα με την άποψη και του επίσης καλού γνώστη της ποντιακής διαλέκτου φιλόλογου και συγγραφέα Δημήτρη Νικοπολιτίδη, είναι άριστος γνώστης της ποντιακής και συγκεκριμένα του ιδιώματος που μιλιόταν στην περιοχή του Καρς. 
Και κάτι που εντυπωσιάζει ιδιαίτερα, όσον αφορά την ορθογραφία, είναι ότι ο Α. I. Αγαθαγγέλου ξέρει να χρησιμοποιεί τα σημεία στίξης, που είναι εντελώς απαραίτητα για την κατανόηση του κειμένου, σε αντίθεση με την πλειοψηφία των Ποντίων λογοτεχνών, που αδιαφορούν για αυτά ή δεν ξέρουν να τα χρησιμοποιήσουν.
Ωστόσο, όπως μπορεί ο καθένας να διαπιστώσει από το δημοσιευμένο  απόσπασμα από το μυθιστόρημα «Οι μειζετέρ'», υπάρχουν σε αυτό αρκετά από τα συνηθισμένα λάθη — πιθανόν του τυπογραφείου , όπως αντί του γ 'προσώπου του ενικού αριθμού του ρήματος «εκανείτο» (έφτανε, αρκούσε) μπήκε το γ' πρόσωπο του πληθυντικού «εκανείντον» (έφταναν, αρκούσαν), ή η αντωνυμία «ατ'ς» (ατούς, αυτούς), που μπήκε τη μια ως «ατ'ς» και την άλλη ως «ατς». 
Ύστερα, είναι και ο ορθογραφικός ορισμός, που λέει ότι όλες οι ξένες προς την ελληνική λέξεις γράφονται όσο πιο απλά γίνεται. Ιστορική ορθογραφία είναι ανεκτή μόνον για μερικά ονόματα, πολύ διακεκριμένων ανθρώπων, όπως π. χ. ο Γκαίτε, ο Σαίξπηρ ή καθιερωμένων ορθογραφικά τόπων, όπως π. χ. η Λωζάννη, η Νυρεμβέργη κ. ά. Γιατί, λοιπόν, να γράφουμε ταττάς (παραφθαρμένη, κάπως, η ρωσική λέξη τάτα. 
Ο Άνθιμος Παπαδόπουλος την αναφέρει στο Λεξικό του ως προερχόμενη από την αρχαιοελληνική φιλική ή τιμητική προσαγόρευση από νεότερο άτομο προς μεγαλύτερο τέττα);
Επιμένουμε σε αυτές τις λεπτομέρειες, επειδή η ποντιακή διάλεκτος δεν έχει διαμορφωθεί και παγιωθεί ακόμη στη γραφή της. Είναι μια διάλεκτος που δυσκολεύει τον σύγχρονο συγγραφέα, αφού κείμενα γραμμένα σωστά στην ποντιακή διάλεκτο υπάρχουν ελάχιστα. Όχι τα παλαιότερα, που είναι γεμάτα λάθη, αλλά τα σύγχρονα κείμενα. Χαρακτηριστικό της ποντιακής διαλέκτου που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας είναι το ιδίωμα της περιοχής Καρς, με το κάπα να γίνεται γάμα ή χι και με πολλές τουρκικές λέξεις, που δεν απαντώνται σε άλλα ιδιώματα της ποντιακής διαλέκτου.
Πραγματική ιστορία, δοσμένη με άρτια κείμενα και θαυμάσιες εικόνες, είναι η νουβέλα του Α. I. Αγαθαγγέλου «Οι μειζετέρ'», σε παραδεκτή ποντιακή διάλεκτο και σε όχι και τόσο επιτυχημένη νεοελληνική απόδοση (για να επιβεβαιωθεί για μια ακόμη φορά το γεγονός ότι τα λογοτεχνικά κείμενα δεν μπορεί να μεταφερθούν από τη γλώσσα που γράφηκαν σε μια άλλη), που κυκλοφόρησε πρόσφατα σε βιβλίο.
Μια παρατήρηση, που μάλλον δεν είναι υποκειμενική του γράφοντος, είναι ότι η γραφή και του Α. I. Αγαθαγγέλου δεν έχει εκείνη τη συγκλονιστική αφήγηση του Κώστα Διαμαντίδη, με την παράθεση λέξεων, εκφράσεων, καταστάσεων και εικόνων που δονούν σύγκορμα και σύψυχα τον αναγνώστη. Το ίδιο συγκλονιστική είναι η αφήγηση του Στάθη Χριστοφορίδη και της Βέρας Αντωνιάδου, ενώ δεν έχουν το χαρακτηριστικό αυτό οι παλαιότεροι Πόντιοι πεζογράφοι — λαογράφοι, όπως
ο πολύ καλός λογοτέχνης Γιώργος Ζερζελίδης — που συγκλόνισε, κάποτε, τον Ιορδάνη Παμπούκη και τον Νίκο Ανδριώτη , ο Παντελής Μελανοφρύδης, ο Ιωάννης Αβραμάντης, και οι νεότεροι Γ. I. Χατζόπουλος, Δέσποινα Πεϊμανίδου — Πολυχρονίδου, Βασίλης Ταρνανίδης κ. ά. 
Ολοι αυτοί γράφουν καλή λογοτεχνία — στην ποντιακή διάλεκτο, στην οποία μόνον αναφερόμαστε — αλλά δεν διαθέτει η γραφή τους εκείνο το ξεχωριστό, ίσως το αυθόρμητο, που διακρίνει κυρίως τους νέους, σε ηλικία, συγγραφείς και τους νέους ποιητές.
 Γιαυτό λένε ότι, συνήθως, δεν μπορεί να γράψει κανείς ποίηση, όταν η νιότη έχει περάσει. Είναι απαραίτητος πολύς αυθορμητισμός, πολύ νεανικό σφρίγος. Υπάρχει, όμως, σε όλους η θυμοσοφία, που συνοδεύει σχεδόν κάθε διήγηση, με γνωστά ή άγνωστα αποφθέγματα, με παροιμίες, με λαϊκές δοξασίες.
Χωρίς πολλές περιστροφές και με πολύ λίγα λόγια, θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κανείς τη νουβέλα του Α. I. Αγαθαγγέλου «Οι μειζετέρ» ως ένα σατιρικό «κατηγορώ» κατά των κακών ποντιακών εθίμων, που επιβίωσαν μέσα από την παράδοση και έφτασαν να ταλαιπωρούν, στα χωριά, πολλά μέλη της ποντιακής οικογένειας - ιδίως τις γυναίκες - μέχρι, σχεδόν τα μέσα του 20ού αιώνα.
«Οι μειζετέρ'», μειζέτεροι ή και μειζότεροι, από το μείζων, τον συγκριτικό βαθμό του επίθετου μέγας, μείζων, μέγιστος, έτερος, ο μεγάλος άλλος, είναι οι ηλικιωμένοι, αρχηγοί, συνήθως, πατριαρχικών οικογενειών, που ζουν κάτω από την ίδια στέγη, μαζί με τα παιδιά τους, τα εγγόνια και τα δισέγγονα τους.
Αυτοί οι μειζετέρ', με τις απαιτήσεις και τις παραξενιές τους, βασάνιζαν τις νεαρές γυναίκες, που έμπαιναν ως νύφες στην οικογένεια. Οι νεαρές νύφες δεν έπρεπε να έχουν άποψη (το μάσ' τις απαγόρευε να μιλάνε μπροστά στους ηλικιωμένους άντρες) και όφειλαν να πλένουν τα πόδια των αντρών κάθε βράδυ, όσο κουρασμένες κι αν ήταν από τις πολλές δουλειές στα χωράφια, στο στάβλο και στο σπίτι. Και να κοιμούνται, αφού πήγαινε να κοιμηθεί και ο τελευταίος άντρας της οικογένειας!
Όλη η διήγηση, εκτός από μερικές εικόνες της αρχής, που αναφέρονται στο χωριό Παλαιό Γυναικόκαστρο Κιλκίς (Αβράτισαρ το τουρκικό του όνομα), είναι ένα όνειρο, που βλέπει καθώς τον παίρνει ο ύπνος, δίπλα στο κοτέτσι, που είναι απάνεμο, ο ταλαιπωρημένος από τις δυσκολίες της προσφυγικής ζωής Γιακώφ'ς (Ιάκωβος), μέσα στις αγριότητες του εμφυλίου και ενώ ο τρελός αέρας, ο Βαρδάρης, λυσσομανά γύρω του.
Ο Γιακώφ'ς μεταφέρεται — στο όνειρο του - στο Καρς και στο χωριό του, το Πεπερέκ. Γράφει ο Α. I. Αγαθαγγέλου πολύ παραστατικά, τόσο που ο αναγνώστης να θεωρεί ότι όλα όσα συμβαίνουν στον Γιακώφ', τα βλέπει εκείνος:
Αναχάπαρα εφώταξεν το κατσίν ατ' και έναν χαμόγελον εζαπλάεφεν το σουφάτ'ν ατ'. Έρθεν εστάθεν έμπρα τ' εκείνε, η Δεσποινή, άμον τ' έτον σο χωρίον, το Πεπερέκ.
Έτσι, από την αρχή, ο αναγνώστης μπαίνει στα διαδραματιζόμενα της νουβέλας, που είναι άμεσα συνδεμένα με τον έρωτα του Γιακώφ και της Δεσποίνης, την εφηβική αγάπη, εκείνο το αίσθημα με τη γλυκόπικρη γεύση, που το αναπολούν ζωηρά αρκετές φορές, στην υπόλοιπη ζωή τους οι άνθρωποι που αγάπησαν και προδόθηκαν ή, ίσως, χάθηκε η αγάπη τους μέσα στις καθημερινές ταλαιπωρίες της δύσκολης ζωής. Είναι αισθήματα, είναι βιώματα, που περνάνε μέσα στην ύπαρξη του ανθρώπου, στην ψυχή του, και δεν σβήνουν.
Το βιβλίο του Α. I. Αγαθαγγέλου, το επαναλαμβάνουμε, που είναι γραμμένο στην ποντιακή διάλεκτο και στο ιδίωμα του Καρς, χαρακτηρίστηκε από κάποιους μυθιστόρημα, δεν είναι, όμως. Είναι νουβέλα, γιατί σε όγκο είναι κάτι περισσότερο από διήγημα και αρκετά λιγότερο από μυθιστόρημα.
Αλλά και γιατί δεν έχει τα κύρια χαρακτηριστικά του μυθιστορήματος, δηλαδή «εκτεταμένη και αληθοφανή αφήγηση, που αναπαριστάνει μια σειρά γεγονότων, διαρθρωμένων γύρω από μια πλοκή, με ιστορικό ή φανταστικό πλαίσιο». Είναι, επομένως, η διήγηση του Α. I. Αγαθαγγέλου νουβέλα, που χαρακτηρίζεται «από τη συντομία στην έκταση, τον ρεαλισμό του ύφους και την ύπαρξη συγκεκριμένης πλοκής».
Προλογίζοντας την «ιστορία αγάπης» της Βέρας Αντωνιάδου «Τς εγάπ'ς ο θεόν», ο Δημήτρης Τομπαΐδης (ομότιμος καθηγητής της γλωσσολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο), γράφει ότι τα πεζογραφήματα με λαογραφικά στοιχεία, επειδή απευθύνονται σε όλους τους Έλληνες, θα πρέπει να γράφονται στη νεοελληνική. Φαντάζεται, όμως, κανείς πόσο ψεύτικη θα ήταν στο ύφος, στην πλοκή, δηλαδή, των λέξεων και των φράσεων, στον τρόπο έκφρασης και στην προκαλούμενη γενική εντύπωση, και πόσο θα τη χαρακτήριζε η έλλειψη ζωντάνιας, αν η διήγηση του Α. I. Αγαθαγγέλου «Οι μειζετέρ'», που ακουμπάει περισσότερο στη λαογραφία, είχε γραφεί στη νεοελληνική; Το αποτέλεσμα θα ήταν αυτό που δείχνει η μετάφραση στη νεοελληνική, που παρατίθεται στο βιβλίο του Α. I. Αγαθαγγέλου, δίπλα στο διαλεκτικό ποντιακό κείμενο. Δηλαδή μια απλή διήγηση, με παντελή έλλειψη νεύρου. Θα έλειπαν το αλάτι και το πιπέρι, που δίνουν τη νοστιμάδα. 
Η ποντιακή διάλεκτος είναι εκείνη που δίνει στον Πόντιο συγγραφέα έναν πλούτο από εκφραστικές δυνατότητες, όταν η διήγηση αφορά Πόντιους και μάλιστα εκείνους που ζούσαν στον Πόντο και τη νότια Ρωσία. Για το ζήτημα «Γιατί στην ποντιακή;», στο οποίο αναφέρεται ο Δημήτρης Τομπαΐδης, έχουμε γράψει επανειλημμένα και θα ξαναγράψουμε σύντομα στη μελέτη μας «Αναγέννηση για τη τη λογοτεχνία».
Επαναλαμβάνεται και εδώ ότι είναι ενδιαφέρουσα — λαογραφικά, δηλαδή ηθών, εθίμων, γλώσσας, και κοινωνιολογικά — η διήγηση της ζωής των προσφύγων Ποντίων στο χωριό Πεπερέκ του Καρς, με ανοιχτά μέτωπα κατά των παλαιών εθίμων, που κρατούσαν δέσμιες, κυρίως τις γυναίκες. Η καλογραμμένη νουβέλα του Α. I. Αγαθαγγέλου (Αγαθάγγελος I. Αγαθαγγελίδης) «Οι μειζετέρ» (οι ηλικιωμένοι, οι προύχοντες, οι πρόκριτοι, οι εκτιμούμενοι, οι σεβαστοί), κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις των Αδελφών Κυριακίδη, αχρονολόγητο, αλλά, μάλλον, το 2011.

Πάνος Γ. Καϊσίδης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah