Στενό συγγενή ο
Παπαγιάννης είχε στην Έσπιε, τον αδελφό του τον Κωστή, με την γυναίκα
του την Ελένη. Ο Κωστής ήταν μεγαλύτερος στην ηλικία και λίγο ασθενικός. Ζούσαν
πολύ αγαπημένα και τα σπίτια τους ήσαν πολύ κοντά το ένα με το άλλο. Τα σπίτια
τους είχαν κοινό φράχτη και ελεύθερα τα παιδιά μπορούσαν να πάνε από το ένα
σπίτι στο άλλο, χωρίς να βγουν από τον περιορισμένο με φράχτη αυλόγυρο.
Δυστυχώς η θεία Ελένη δεν απόκτησε ποτέ της
παιδιά, πράγμα που πολύ στεναχωρούσε την ίδια και τον Κωστή. Ευτυχώς τα παιδιά
του Παπαγιάννη μοίραζαν την χαρά και στο δικό τους σπίτι.
Ποτέ ο Κωστής και η Ελένη δεν μπορούσαν να
καταλάβουν την στεναχώρια του παπά, που δεν απόκτησε αγόρι. Ας είχαμε και εμείς
ένα παιδί, έλεγαν και ας ήταν κορίτσι. Έτσι είναι ο άνθρωπος.
Μόνον όταν στερηθεί
κάτι, τότε ικανοποιείται και ευτυχεί με το ελάχιστο. Η Ελένη ήταν πάντα στο
πλευρό της Κερεκής και τα παιδιά τα μεγάλωναν μαζί. Εξάλλου ήταν και για την
ίδια μεγάλη χαρά να ασχολείται με τα κοριτσάκια του παπά, μια και ο Θεός της
στέρησε την ευτυχία να αποκτήσει δικά της. Οι δύο συνυφάδες ήσαν τόσο αγαπημένες,
που πολλοί στο χωριό νόμιζαν, ότι ήσαν αδελφές. Aυτά όλα συνέβηκαν
στην Έσπιε το 1909. Το χωριό αυτό βρίσκεται κοντά στην Τρίπολη του Πόντου, στην
παραλία. Σήμερα είναι μια πόλη αλλαγμένη και μεγαλωμένη τόσο, που τίποτε δεν
θυμίζει πια το Χωριό του 1909. Μόνο τα βουνά στο βάθος νότια, η θάλασσα και η
πλούσια πράσινη βλάστηση δεν άλλαξαν και έμειναν ακριβώς όπως ήταν τότε. Ο
Παπαγιάννης και η γυναίκα του, η Κερεκή με τα τρία κορίτσια τους, ζούσαν την
ήσυχη ζωή της Έσπιε, με όλα τα προβλήματα της βιοπάλης.
Η ζωή ήταν πολύ
σκληρή και για τους δύο. Η ζήση έπρεπε να βγει από την γη και ξέρουμε πόσο
δύσκολη και σκληρή είναι η γεωργική ζωή, όταν μάλιστα έχεις να ταΐσεις τρία μικρά
παιδιά.
Χρόνια τώρα ο
Παπαγιάννης είχε μια ανεκπλήρωτη επιθυμία, να πάει στην Παναγία Σουμελά, αλλά η
καθημερινή πραγματικότητα της ζωής, συνέχεια τον ανάγκαζε να αναβάλει. Το 1913
όμως ορκίστηκε, χωρίς καμία αναβολή, να πάει ο ίδιος και η οικογένειά του, τον
Δεκαπενταύγουστο, να προσκυνήσουν εκεί την Θαυματουργή Εικόνα.
Το Μοναστήρι, αυτό,
από τα αρχαιότερα μνημεία του Πόντου και όλου του χριστιανικού κόσμου, κέντριζε
πάντα τον πόθο κάθε Μαυροθαλασσίτη Χριστιανού, να πάει εκεί να προσκυνήσει.
Στην άκρη της ψυχής του, ίσως υπήρχε και η ελπίδα, ότι αυτό που δεν πέτυχε με
την προσευχή του στον Θεό και τον Αγιο Γεώργιο, ίσως να τον άκουγε η Παναγιά.
Ήδη εδώ και ένα
χρόνο προετοιμάζεται για το ταξίδι αυτό και κάθε δυνατή οικονομία μπαίνει στο
πλάϊ, για να
συγκεντρωθούν τα έξοδα.
Μόνον δύο φορές τον
χρόνο έβγαινε ο Παπαγιάννης από την Έσπιε. Ήταν που πήγαινε στην διπλανή
Τρίπολη, μαζί με τον αδελφό του τον
Κωστή, για προμήθειες. Και αγόραζαν εκεί ό,τι
δεν υπήρχε στην Έσπιε. Κάθε φορά που κατέβαινε στην Τρίπολη, έπρεπε να πάει
και στο μαγαζί του Αρμένη, του Κιρκόρ Κιρετσιάν, να αγοράσει μπαχαρικά και
άλλα σπάνια προϊόντα
της Ανατολής, που δεν είχε η Έσπιε.
Η Τρίπολη ήταν πόλη και μάλιστα πολύ ωραία,
στους δε αρχαίους χρόνους, εκεί παραθέριζαν οι Αυτοκράτορες Κομνηνοί, γιατί το
κλίμα της ήταν το καλύτερο του Πόντου. Το μεγαλύτερο ταξίδι, που έκανε γι'
αυτόν, ήταν στην Τρίπολη. Πρώτη φορά ο Παπαγιάννης θα βγει πιο μακρυά από τα
όρια του χωριού του.
Ακόμη κι όταν
χειροτονήθηκε παπάς, είχε έρθει ο Δεσπότης και ποτέ δεν έφυγε πιο μακριά, αλλά
και να ήθελε οι ανάγκες ήταν τόσο σκληρές, για να του επιτρέψουν μια τέτοια πολυτέλεια. Όσο πλησιάζει ο Αύγουστος,
τόσο ανάβει ο πυρετός του προσκυνήματος.
Εκτός από τον
αδελφό του Κωστή και την νύφη του την Ελένη, άλλες τρεις οικογένειες της Έσπιε,
που είχαν μάθει την πρόθεση του Π απαγιάννη,
δήλωσαν ότι και αυτοί επιθυμούσαν να πάνε
μαζί του, εκεί στο βουνό του Μελά, με την θαυματουργή εικόνα της Παναγίας.
Ήθελαν να ζήσουν
μια φορά στην ζωή τους το μέγα πανηγύρι της Σουμελά. Και ήταν αυτό όνειρο
πολλών ποντίων χριστιανών, τους χρόνους εκείνους.
Όλα είχαν
ετοιμαστεί και το καΐκι ξεκίνησε από την Έσπιε με τους προσκυνητές και τον
Παπαγιάννη, με την οικογένειά του, για την Τραπεζούντα. Το καΐκι το έλεγαν
Καρτάλ και είχε ένα βλοσυρό Τούρκο καπετάνιο, τον Χασάν, που ήξερε με το βλέμμα
του να τιθασεύσει την άγρια Μαύρη Θάλασσα, όσες φορές αυτή αγρίευε. Και η Μαύρη
Θάλασσα αγριεύει συχνά μέχρι σήμερα, όπως και στα αρχαία χρόνια, που ήταν η
αγωνία και το αίνιγμα για τους Ποντοπόρους Έλληνες, που κατέφθαναν εκεί. Το
βλοσυρό όμως βλέμμα του Χασάν ησύχαζε τους απλούς χριστιανούς
χωρικούς, που παρόλο ότι ήσαν γεννημένοι δίπλα
στην θάλασσα, ποτέ δεν θέλησαν να είχαν σχέση μ'
αυτή. Ο Χασάν με το βλέμμα του, ήταν γι'
αυτούς ο καθησυχασμός του υποσυνειδήτου τους, ότι ελέγχει ακόμη και την θάλασσα και ας αγριεύει αυτή όσο θέλει.
Ο Χασάν ήταν εκεί.
Έτσι καθησυχασμένοι
πάνω στο καΐκι, διέσχισαν την Μαύρη Θάλασσα, κατά μήκος των ακτών, από Έσπιε
μέχρι Τραπεζούντα. Την ημέρα η θάλασσα φαινόταν πιο ήσυχη, αλλά, μόλις
βράδιασε, τους φάνηκε σαν κόλαση. Όσο ήταν ημέρα, θαύμασαν τις παραλίες με την
Τρίπολη και την Κερασούντα.
Μόλις
βράδιασε όμως, κούρνιασαν, όπως μπόρεσαν, για να κοιμηθούν και να ξεχάσουν την
Κόλαση γύρω τους. Αλλά που να τους πιάσει ο ύπνος.
Στο ταξίδι αυτό, η
Ταμάμα ήταν ήδη τεσσάρων χρονών και ήταν η πιο μικρή από τους προσκυνητές της Έσπιε.
Οι άλλες οικογένειες είχαν μεγαλύτερα παιδιά.
Στην Τραπεζούντα,
κατέβηκαν στις 11 Αυγούστου 1913 και εκεί τους περίμενε ο Ηρακλής Φουντουκίδης,
που ζούσε στην Δαφνούντα, το λιμάνι της Τραπεζούντας. Η γυναίκα του Ηρακλή,
ήταν αδελφή της παπαδιάς.
Το Καρτάλ έφτασε
στην παραλία της Τραπεζούντας τα ξημερώματα της 11 Αυγούστου 1913 και έπλεε
παράλληλα με την ακτή, σε πολύ μικρή απόσταση από την παραλία. Θεόρατα βράχια,
λες και στήριζαν την Τραπεζούντα αμυντικά στις οποιεσδήποτε άγριες διαθέσεις
της Μαύρης Θάλασσας, δέσποζαν στην παραλία.
Η Τραπεζούντα πρόβαλε λίγο πιο ψηλά, εκεί που
τέλειωναν τα βράχια. Ήδη το Καρτάλ περνάει μπροστά από τη περίφημη Σχολή του
Ελληνικού Γένους, το φημισμένο σε όλη την Ανατολή Φροντιστήριο.
Πρώτη φορά στη ζωή
του, είδε ο Παπαγιάννης, τέτοιο μεγαλόπρεπο κτίριο. Είχε ακούσει πολλά για το
Φροντιστήριο, αλλά αυτό που έβλεπε μπροστά του ξεπερνούσε τα όσα μπορούσε να
φαντασθεί ο άμοιρος. Κάθε φαντασία του, να το συγκρίνει με τα σπίτια της Έσπιε,
είχε ξεπεραστεί.
Βέβαια κάθε χρόνο,
δύο φορές, πήγαινε ο Παπαγιάννης, με
τον Κωστή, στην Τρίπολη, που ήταν πόλη με μεγάλα σπίτια και μαγαζιά, κτισμένη
καλλιτεχνικά πάνω σε δύο λόφους, σκέτη ζωγραφιά. Τα σπίτια στην Τρίπολη ήσαν
μεγάλα, αλλά και πάλι δεν μπορούσαν να συγκριθούν, με αυτά που βλέπει τώρα στην
Τραπεζούντα.
Η Τραπεζούντα ήταν
μια πολύ αρχαία πόλη, που πρωτοκτίστηκε από Έλληνες αποίκους, πολλά χρόνια,
προτού γεννηθεί ο Χριστός. Τα βιβλία έγραφαν, ότι η πόλη κτίστηκε το 756 π.Χ. δηλαδή πιο μπροστά και από την Ρώμη και
από το Βυζάντιο.
Έγινε λαμπρή
πρωτεύουσα και εμπορικό κέντρο την εποχή, που οι Κομνηνοί, με έδρα την
Τραπεζούντα, ίδρυσαν την Αυτοκρατορία των Κομνηνών και χώρισαν από το Βυζάντιο,
που είχε πέσει σε χέρια Λατίνων.
Το όνομα της - Τραπεζούς - το πήρε από την
εικόνα που εμφανίζει από την θάλασσα το έδαφός της, γιατί μοιάζει σαν τραπέζι
και έτσι την πρωταντίκρισαν οι Έλληνες άποικοι, ή από το χωριό Τραπεζούντα της
Αρκαδίας, όπου σε μετέπειτα αρχαίους χρόνους, οι κάτοικοι είχαν εξαναγκασθεί να
το εγκαταλείψουν και αφού περιπλανήθηκαν, κατέληξαν στην Τραπεζούντα.
Όπως και να είναι, όλοι οι Πόντιοι αισθάνονταν
μια περηφάνεια για την αρχόντισσα πόλη τους. Μια πόλη γεμάτη μνημεία και
εκκλησίες, από την εποχή, που μαρτύρησε για την Πίστη στο Χριστό, ο Ευγένιος,
μέχρι σήμερα. Ο Ευγένιος έγινε Αγιος και είναι ο Πολιούχος στην Τραπεζούντα.
Μόλις μπήκαν οι Τούρκοι, με τον Σουλτάνο Μωάμεθ στην Τραπεζούντα, τα πράγματα
άλλαξαν και οι νέοι έποικοι, μαζί με όσους αλλαξοπίστησαν, ανέλαβαν την νέα
εξουσία.
Πολλές εκκλησίες
αρχαίες έγιναν τζαμιά. Έτσι η εκκλησία του Αγίου Ευγένιου έγινε τζαμί, όπως
είναι και μέχρι σήμερα, με το όνομα Γενή Τσουμά Τζαμί. Το τζαμί της νέας
Παρασκευής. Ο Μωάμεθ Β' μπήκε μέσα στην
Τραπεζούντα και την Παρασκευή της ίδιας εβδομάδας, βάσει εντολής του, η εκκλησία
είχε μετατραπεί σε τζαμί και την Παρασκευή μπήκε μέσα ο ίδιος για να προσευχηθεί.
Την ίδια τύχη είχαν
και όλες οι αρχαίες εκκλησίες της πόλης. Η Χρυσοκέφαλος έγινε τζαμί του Μεγάλου
Πορθητού.
Αλλά να που τώρα
και χάρις στα Προνόμια του Σουλτάνου, αλλά περισσότερο, χάρη στη δύναμη της Πίστης των
Χριστιανών, σε κάθε μαχαλά, ξεφύτρωσε και μία και δύο εκκλησίες.
Και έχει η Τραπεζούντα εννέα Μαχαλάδες. Οι
Χριστιανοί, σε κάθε μαχαλά, έχουν δώσει και το όνομα από την εκκλησία που ήταν
εκεί. Έχει και γειτονιές, με τα παλιά ονόματα, όπως Εξώτειχα, όπου η αρχαία
εκκλησία της Αγίας Σοφίας, τώρα τζαμί Αγιασοφιά, Φάρος, Μώλος, Κεμερκαγιά
κ.τ.λ.
Μια πόλη, γεμάτη ζωή και ανταγωνισμό.
Ανταγωνισμό εθνικό, θρησκευτικό, εμπορικό, οικονομικό. Η έντονη ζωή και ο
πλούτος, χαρακτηρίζει όλους τους Τρα- πεζούντιους, είτε αυτοί είναι
Μουσουλμάνοι, είτε είναι Ρωμιοί, ή είναι Αρμένιοι. Και ζούσαν όλοι αρμονικά με
σύμπνοια, γιατί όλοι ήσαν και αισθάνονταν σαν Τραπεζούντιοι.
Φέτος, 1913,
εμφανίσθηκαν τα πρώτα σύννεφα της πολιτικής σκοπιμότητας, στην πόλη της
Τραπεζούντας. Π ιάστηκαν χάρτες σε χέρια Αρμενίων, που έδειχναν την Μεγάλη
Αρμενία, που έφτανε από τον Καύκασο, μέχρι την Σαμψούντα.
Οι διαδόσεις μέσα
στην πόλη έδιναν και έπαιρναν. Οι Μουσουλμάνοι μιλούσαν για αποθήκες όπλων,
που βρέθηκαν σε μοναστήρια Αρμενίων. Το μίσος άρχισε να απλώνεται ανάμεσα σε
Αρμένιους και Μουσουλμάνους.
Και οι Ρωμιοί; Οι περισσότεροι ήθελαν να
πιστεύουν σ' αυτές τις διαδόσεις. Πάντα υπήρχε μια καχυποψία στους Ρωμιούς, για
τους Αρμενίους. Εξάλλου ήσαν και στο εμπόριο οι κύριοι αντίπαλοι. Έτσι οι
Αρμένιοι, μεμυημένοι και μη, πλούσιοι, ή φτωχοί, άρχισαν να ζουν μια ανησυχία,
γιατί μέσα στην μέχρι τότε ειρηνική Τραπεζούντα,
άρχισαν να αισθάνονται, το μίσος των Μουσουλμάνων και την αντιπάθεια των Ρωμιών.
Κάτι είχε ακουστεί
για το αρμενικό θέμα και στην Έσπιε, αλλά τόσο έντονα, όπως το έζησε ο
Παπαγιάννης στην
Τραπεζούντα, δεν ήταν.
Εξάλλου από την θάλασσα δεν γινόταν δυνατόν να γίνει
αντιληπτό, τι εθνικο-θρησκευτικά ρεύματα έβραζαν μέσα στην Τραπεζούντα, την πρωτεύουσα της Μαύρης θάλασσας. Ο Παπαγιάννης χάζευε την
Τραπεζούντα, για την οποία μέχρι τότε μόνον διηγήσεις είχε ακούσει.
Δεξιά στο βάθος
ορθώνονταν η εκκλησία της Αγίας Σοφίας, τζαμί σήμερα, μπροστά του το
Φροντιστήριο και λίγο πιο αριστερά, η μεγαλόπρεπη εκκλησία του Αγίου Γρηγορίου
και ο δεσπότης Χρύσανθος, είχαν φήμη, που ξεπέρασε πολύ τα όρια της
Τραπεζούντας.
Πολλά λέγονταν και
στην Έσπιε για την εκκλησία αυτή και τον λαμπρό ιεράρχη, και το έργο του,
κοινωνικό, θρησκευτικό και εθνικό.
Ο Χρύσανθος, χωρίς να είναι Πόντιος -
καταγόταν από την Κομοτηνή - αγάπησε τον Πόντο
και την Τραπεζούντα, όσο λίγοι. Σπουδασμένος στην Λειψία της Γερμανίας, πέραν
της Θεολογικής Σχολής Κωνσταντινουπόλεως, μορφωμένος και διπλωματικότατος,
γνώστης της Ιστορίας, και γερμανομαθής, ήταν πολύ σεβαστός και στην Τουρκική
Διοίκηση, έχοντας ιδιαίτερη φιλία με τον Βαλή της Τραπεζούντας και τους άλλους
αξιωματούχους.
Κάθε Κυριακή, η εκκλησία όπου λειτουργούσε ο
Δεσπότης, ήταν κατάμεστη πιστούς, που κρεμασμένοι από το στόμα του, ήθελαν να
ακούσουν, αυτά που είχε να κηρύξει. Ποτέ Δεσπότης δεν αγάπησε την πόλη του
τόσο, αλλά και να αγαπήθηκε από το Ποίμνιο του τόσο, όσο ο Χρύσανθος.
Ο Χρύσανθος
φρόντιζε για τις εκκλησίες, τα σχολεία, τους φτωχούς και μοναχικούς γέρους της
κοινότητας. Μεγαλύτερη του φροντίδα ήταν το Φροντιστήριο και το έμψυχο υλικό
που έβγαινε από εκεί. Το Υλικό αυτό,
ήσαν οι μέλλοντες δάσκαλοι, ιερείς και γενικά η πνευματική του Γένους ελίτ.
Το
Φροντιστήριο λειτουργούσε στην Ανατολή, ήδη από το 1675. Το σημερινό
μεγαλοπρεπές κτίριο κτίστηκε το 1900-1902. Κόστισε 10.000 χρυσές λίρες. Είχε τέσσερις ορόφους και 40 περίπου αίθουσες
διδασκαλίας. Είχε εγκαταστάσεις
καλοριφέρ και αρχιτεκτονική τέτοια -έργο του Τραπεζούντιου αρχιτέκτονα Κακουλίδη- ώστε όλες οι αίθουσες, να έχουν
πρόσβαση στο φως του ήλιου. 1.000 χρ. λίρες κόστισε και ο
εξοπλισμός του, σε υλικά διδασκαλίας.
Όλα αυτά τα χρήματα ήσαν προσφορά των Χριστιανών ρωμιών της Τραπεζούντας και
των ξενιτεμένων της, στην Ρωσσία, που πάντοτε φρόντιζαν για την πρόοδο της
πατρίδας τους.
Ατοκα δάνεια έδωσαν για το κτίσιμο και οι
τράπεζες Τραπεζούντας, που ήσαν ρωμαίικης ιδιοκτησίας. Τα χρόνια αυτά τέσσερις
Ελληνικές τράπεζες λειτουργούν στην Τραπεζούντα, δίπλα στην μόνη κρατική
Οθωμανική τράπεζα. Αυτές είναι: α) Καπαγιαννίδη, β) Θεοφυλάκτου, γ) Φωστηρόπουλου,
δ) Τράπεζα Αθηνών. Βέβαια το κτίσιμο
του νέου Φροντιστηρίου, ήταν καύχημα για τους Χριστιανούς και ίσως ζήλεια για τους
άλλους κατοίκους. Αλλά ποτέ δεν προκάλεσε φθόνο. Μάλλον έγινε κίνητρο, ώστε και
οι άλλες κοινότητες να φροντίσουν για δικά τους μεγαλεπήβολα έργα. Ευγενής
άμιλλα, για το καλό της Τραπεζούντας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου