Σάββατο 9 Μαρτίου 2013

ΤΑΜΑΜΑ Μέρος 1ο


  13 Αυγούστου 1973. Η ώρα ήταν 12 μεσημέρι κι η ζέστη ανυπόφορη. Ποτέ η Αγκυρα δεν είχε τέτοια ζέστη. Η θερ­μοκρασία ξεπερνούσε τους 40 βαθμούς και αλλοίμονο σ' όποιον βρίσκονταν κάτω από τις καυτερές ακτίνες του ηλίου. 
Η αφυδάτωση θα ήταν σίγουρη και η ηλίαση πολύ πιθανή. Η ζέστη ήταν πράγματι αφόρητη. Η άπνοια κυ­ριαρχούσε σ' όλη την πόλη και παρέλυε κάθε διάθεση για δουλειά. Όσοι από ανάγκη βρέθηκαν στο δρόμο, μακριά από τα σπίτια τους -λιγοστοί βέβαια- έτρεχαν βιαστικά, καταϊδρωμένοι να φτάσουν σε κάποιο καταφύγιο σκιάς. Ούτε εκεί, ούτε και μέσα στα σπίτια βρίσκανε καλύτερη ατμόσφαιρα. Η κατάσταση ήταν ανυπόφορη. Ο ήλιος θέριζε όλες τις συνοικίες και τους δρόμους της Αγκυρας.
Το Τάτογκαν, μια όμορφη, γιομάτη δέντρα, συνοικία της Αγκυρας, άστραφτε κυριολεκτικά από το διάφανο φως του λαμπρού καλοκαιριάτικου ήλιου. Πάνω δέσποζε ο τερά­στιος λόφος, με το μνημείο-μαυσωλείο του μεγάλου αναμορφωτή της χώρας, του Κεμάλ Ατατούρκ.
Σ' ένα κομψό διαμέρισμα, στην συνοικία Τάτογκαν, η νεαρή δασκάλα Σέλμα περιμένει τον άνδρα της Καϋχάν, να γυρίσει από την δουλειά του.
Είναι μια όμορφη, μελαχροινή, με αμυγδαλωτά μάτια, με στρογγυλό πρόσωπο, με γιομάτα χείλη, πάντα χαμογελαστά. Γιατί να μην είναι χαρούμενη; Έχει ένα όμορφο άνδρα που την λατρεύει και μια χαριτωμένη κορούλα, ένα όμορφο σπιτικό. Δεν είναι αυτά αρκετά να γιομίσουν ευτυχία την ψυχή μιας ερωτευμένης γυναίκας;
Το πρωί -κάθε πρωί- σηκώνεται νωρίς μαζί με τον άντρα της. Του ετοιμάζει το πρωινό του, κάθεται μαζί του να πιουν το τσάι τους και να συζητήσουν για διάφορα αδιάφο­ρα πράγματα συνήθως, ή και να μείνουν σιωπηλοί, μα με μια σιωπή, τόσο γεμάτη που πιότερο τους ενώνει.
Είναι λίγες στιγμές συνηθισμένες μα τόσο ευτυχισμένες. Έτσι και σήμερα κατευόδωσε τον άντρα της και όπως πάντα νοερά μέσα της, προσευχήθηκε στον Αλλάχ, να τον έχει πάντα καλά, και ύστερα καταπιάστηκε με την λάτρα του σπιτιού της.
Η κορούλα της ξύπνησε κατά τις 10 η ώρα, έφαγε το πρωινό της και κάθισε σε μια άκρη στο καθιστικό, αράδιασε τις κούκλες της σε μια σειρά, έβγαλε και τ' άλλα παιχνίδια και άρχισε να παίζει μ' αυτά και να τα μιλά, σα νάταν ζω­ντανά, που συμμετείχαν στο παιχνίδι της.
Αφού τελείωσε η Σέλμα τη λάτρα του σπιτιού και μόλις ετοίμασε το αγαπημένο φαγητό του Καϋχάν, κάθισε αποκαμωμένη σε μια πολυθρόνα της τραπεζαρίας κι άφησε τη ματιά της να πλανηθεί έξω από το παράθυρο, απέναντι στο λόφο, όπου άστραφτε, κάτω από τόν ήλιο, το μαυσωλείο του Κεμάλ Ατατούρκ.
Ένιωθε πολύ κουρασμένη, όχι μόνο από τις δουλειές του σπιτιού, αλλά κυρίως ήταν εξουθενωμένη από τη ζέστη την αφόρητη, που τούτη την ώρα 2 μ.μ. ξεπέρασε τους 42 βαθμούς. Ο ιδρώτας έτρεχε στην ραχοκοκαλιά της και το χνούδι πάνω από τα παχιά της χείλη ήταν υγρό.
Έκανε όμως μια προσπάθεια ακόμη να στρώσει το τραπέζι. Έβαλε τρία σερβίτσια με τρία κρυστάλλινα ποτή­ρια, που έλαμπαν από πάστρα και τα επάργυρα μαχαιρο- πήρουνα δίπλα στα πιάτα. Σε λίγο θα γυρνούσε ο Καϋχάν θάταν κουρασμένος και μπαϊλντισμένος από τη ζέστη, θα ήθελε να φάει και να κοιμηθεί.
Του άρεσε του Καϋχάν και τις καθημερινές μέρες ακόμη, να βρίσκει το τραπέζι στρωμένο με τα καλά σερβίτσια. Το θεωρούσε ανόητο, να έχουν τα καλά σερβίτσια μόνο για τους ξένους.
Ήθελε το καθετί όμορφο, που υπήρχε μέσα στο σπίτι, να το απολαμβάνει και να το χαίρεται μαζί με την οικογένειά του, κι η Σέλμα δεν του χαλούσε ποτέ το χατήρι.
Μικρές χαρές. Μα τί παραπάνω είναι η ευτυχία, εκτός από πολλές-πολλές μικρές και σύντομες χαρές;
Σαν έμπαινε στο σπίτι του, όλος ο χώρος φωτίζονταν από το πλατύ του χαμόγελο. Ήταν πάντα γελαστός και πάντα είχε έναν καλό λόγο να πει στη γυναίκα του. Αρπαζε στα δυνατά του χέρια την κόρη του, την σήκωνε ψηλά, την στριφογύριζε στον αέρα κι έδινε δύο τρανταχτά φιλιά στα ρόδινα της μάγουλα κι η μικρή γελούσε με την καρδιά της κι έδειχνε τόσο ευτυχισμένη.
Αφού τέλειωσε με το στρώσιμο του τραπεζιού η Σέλμα, έβγαλε την παλιά ρόμπα της δουλειάς, πλύθηκε, άλλαξε, χτένισε τα πλούσια μακριά μαλλιά της, έβαλε μια ιδέα ρουζ στα μάγουλα της και λίγο κραγιόν στα χείλη της κι έτσι περιποιημένη και καθαρή κάθισε κοντά στο πικάπ με τους δίσκους. Έβαλε έναν δίσκο και απαλά μέσα στο δωμάτιο ξεχύθηκε μια νοσταλγική ανατολίτικη μελωδία, απόμακρη και γλυκειά.
Η ώρα έγινε 3 μ.μ. και πάντα τέτοια ώρα ερχόταν ο Καϋχάν σπίτι. Πάντα τέτοια ώρα η Σέλμα ένιωθε μια γλυκειά αναστάτωση.
Ήταν τόσο ερωτευμένη με τον άντρα της, όπως τον πρώτο καιρό, που τον παντρεύτηκε και με την ίδια πάντα λαχτάρα τον περίμενε.
Η ώρα έγινε 3.30 κι ο Καϋχάν δεν φάνηκε ακόμη. Η αναστάτωση έγινε αγωνία. Δεν την χωρά ο τόπος. Έφερνε ένα γύρο στο δωμάτιο, από το πικάπ στο παράθυρο και πάλι πίσω στο πικάπ. Ούτε που θυμάται πόσους γύρους έκανε κι ο ωροδείκτης στο ρολόι αδυσώπητα προχωρούσε, χωρίς να νοιάζεται για τις ανθρώπινες αγωνίες.
Ο Καϋχάν ήταν τόσο τυπικός, σαν κουρντισμένο ρολόϊ, ποτέ δεν ξέφευγε από την ώρα του. Τι να συνέβη;- συλλογί­ζεται η Σέλμα. Ένιωσε μια πικρή γεύση στο στόμα της, ένας κόμπος έφραξε τον λαιμό της κι ένιωσε στα μάτια της την αλμυρή γεύση των δακρύων κι όταν η ώρα έγινε 4.30 μ.μ. η αγωνία της έγινε απόγνωση. Τα πόδια της δεν την βαστούν πια. Πέφτει βαριά στην πρώτη πολυθρόνα, που βρίσκεται μπροστά της, σκεπάζει με τα χέρια της το πρόσωπό της, μα το κεφάλι της είναι άδειο, δεν μπορεί πια να σκεφτεί. Σαν να άκουσε την κορούλα της να κλαίει στο βάθος του δωματίου, μα νιώθει αδύναμα τα πόδια της να κάνουν έστω και μια κίνηση και ξάφνου να το θάμα, ακούει τον γνώριμο ήχο του κλειδιού, καθώς ο Καϋχάν ανοίγει την πόρτα.
Θέλει να τρέξει, η καρδιά της χοροπηδά από χαρά, μα  κάτι την παγώνει. Ο Καϋχάν στέκει εκεί στην πόρτα χλω­μός, αλλοπαρμένος κι ένα νευρικό τικ κουνάει ασυναίσθητα τα χείλη του.
Ποιό είναι αυτό το κακό, που απορρύθμισε κυριο­λεκτικά τον τόσο ήρεμο Καϋχάν; Αλλά η Σέλμα δεν μπορεί να ρωτήσει τίποτε. Μπορεί να έγινε δασκάλα, αλλά ο νόμος και οι παραδόσεις της Ανατολής συνεχίζουν να ισχύουν. Αν δεν ήξερε τον άντρα της για πιστό μουσουλμάνο, θα πίστευε ότι ήταν μεθυσμένος. Προσπαθεί μόνο με τα μάτια της, που τον κοιτάζουν ικετευτικά, να αντλήσει κάποια εξήγηση.
Αλλά τίποτα δεν βοηθά. Η Σέλμα πλησιάζει δειλά τον Καϋχάν. Προσπαθεί να τραβήξει το βλέμμα του επάνω της, μα ο Καϋχάν δεν φαίνεται να την βλέπει. Σέρνοντας τα βήματά του πέφτει πάνω σε μια πολυθρόνα, το βλέμμα του άδειο προσηλώνεται σε κάποιο σημείο και μένει ακίνητο και τρομαγμένο, σα να βλέπει ένα φάντασμα. Η Σέλμα απορεί. Μήπως συμβαίνει τίποτα κακό με την μάνα Ραϊφέ;
Ναι, η μάνα Ραϊφέ ήταν άρρωστη στο νοσοκομείο, μα οι γιατροί, που την εξέτασαν διεπίστωσαν μελαγχολία και συμπτώματα μαλάκυνσης στον εγκέφαλο, όμως η κατά­σταση της ήταν κάπως βελτιωμένη κι έτσι δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί αυτή η ψυχολογική κατάσταση του Καϋχάν. Η Σέλμα ήξερε, ότι ο Καϋχάν σήμερα, μετά το γραφείο, θα περνούσε από το νοσοκομείο, να δει την θεία του Ραϊφέ, που από μικρό παιδί συνήθιζε να την φωνάζει Μάνα, γιατί γιαυτόν υπήρξε μια δεύτερη μάνα.
Η Ραϊφέ, καθώς ήξερε η Σέλμα, ήταν μακρινή εξαδέλφη της μητέρας του Καϋχάν, της πεθεράς της, της Αϊσέ.
Η Ραϊφέ ορφάνεψε 10 χρόνων κι ο πατέρας της Αϊσέ, που ήταν στρατιωτικός, την πήρε μαζί του και την μεγά­λωσε μαζί με την κόρη κι ούτε ποτέ την ξεχώρισε από το παιδί του. Ήταν χηριός και η Αϊσέ ήταν 14 χρόνων και 10 χρόνων η Ραϊφέ. Προσπάθησε ν' αναθρέψει τα δύο κορίτσια μόνος του, δεν θέλησε να ξαναπαντρευτεί. Σα στρατιωτικός καριέρας, έζησε όλες τις περιπέτειες και τις μεταθέσεις της υπηρεσίας του, ακολουθούμενος πανιού από τις δύο κόρες του, όπως τις αποκαλούσε. Έτσι οι ξαδέλφες μεγάλωσαν σαν αδελφές και δέθηκαν συναισθηματικά πιότερο.
Ο πατέρας πέθανε νωρίς, μόλις είχε προλάβει να παντρέψει την μεγάλη την Αϊσέ, μ' έναν νεαρό αξιωματικό και φυσικά η Ραϊφέ συνέχισε να μένει με την ξαδέλφη της.
Από το γάμο της, η Αίσε απόκτησε τρία παιδιά. Τον Καϋχάν, την Χούλια και την Γκιούλ.
Η Ραϊφέ δεν παντρεύτηκε κι αφοσιώθηκε μαζί με την Αϊσέ, που και αυτή νωρίς χήρεψε, στο μεγάλωμα των τριών παιδιών.Τα παιδιά γνώρισαν και τις δύο σαν μάνες και δεν τις ξεχώριζαν ποτέ. Ο Καϋχάν μάλιστα είχε ιδιαίτερη αδυ­ναμία στην Ραϊφέ, γιατί αυτή τού καμνε όλα του τα χατήρια και τον κάλυπτε, προστατεύοντάς τον, κάθε φορά, που η μαμά Αϊσέ ήθελε, για κάποια αταξία, να τον τιμωρήσει.
Και στην γειτονιά, αλλοίμονο σε κείνον, που θα 'θελε να πειράξει τον Καϋχάν, θα 'χε να κάνει με την μάνα Ραϊφέ.
Μετά την χηρεία της Αϊσέ, οι δύο γυναίκες, με τα παιδιά, βρέθηκαν στην Αγκυρα και εκεί οι δύο μαζί αγωνίστηκαν και μεγάλωσαν τα τρία παιδιά. Όταν ο Καϋχάν έφτασε σε ηλικία γάμου, τον πάντρεψαν με την Σέλμα, την όμορφη δασκάλα και η μάνα Ραϊφέ έκλαιγε από χαρά και συγκίνη­ση, καθώς έβλεπε τον κανακάρη τους γαμπρό.
Έβαλε η Σέλμα κατά μέρος την ντροπή και δειλά δειλά ρωτά:
-     Συμβαίνει τίποτα σοβαρό στην μάνα Ραϊφέ;
Ο Καϋχάν υψώνει επιτέλους τα μάτια του επάνω της, μα δεν την κοιτά. Είναι σα να βλέπει κάτι τρομερό, πέρα απ' αυτήν και τραυλίζοντας μονολογεί.
-     Δεν είναι δυνατό, δεν είναι δυνατό.
-     Καϋχάν - ακούγεται δειλά και παρακλητικά η φωνή της Σέλμα. Δυό δάκρυα ανάβλυσαν στις άκρες των ματιών του Καϋχάν, νευρικά και κάπως ντροπιασμένα τα σκουπίζει, σκύβει το κεφάλι και η φωνή του σπασμένη και κάπως σφυριχτή βγαίνει από τα χείλη του.
- Η Ραϊφε είναι ρωμιά. Είναι χριστιανή, την λένε Ταμάμα...
Αυτό ήταν το μεγάλο μυστικό της οικογένειας Οκάϋ. Η Ραϊφέ δεν είχε καμιά συγγένεια μαζί τους, ήταν ένα χαμένο παιδί, κάποιας ρωμέϊκης οικογένειας, που το είχε περιμα­ζέψει από τους δρόμους και την ορφάνια, ο πατέρας της Αίσέ, το 1919. Την έλεγαν Ταμάμα και ήταν τότε μόλις 10 χρόνων.
Ο Καϋχάν τώρα μόλις τόμαθε και μέσα του αντι­μάχονταν χιλιάδες συναισθήματα, που τον εξουθένωσαν.

Δεν τους απασχολούσε ο χωρισμός τους σε μαχαλάδες. Ετσι τα βρήκαν από τον παππού τους και αυτός από τον δικό του. Εξάλλου όλα τα χωριά της Μαύρης Θάλασσας είχαν το ίδιο χαρακτηριστικό γνώρισμα. Γύρω από την εκκλησία δημιουργούσαν οι χριστιανοί την συνοικία τους και δίπλα στο τζαμί οι μουσουλμάνοι τον δικό τους μαχα­λά. Ηταν κάτι το αυτονόητο.
Μέσα στη χριστιανική συνοικία υψώνονταν η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, με παπά τον Παπαγιάννη τη Κοτράντων. Σήμερα θα τον λέγαμε, ο πατήρ Ιωάννης Κοτρίδης, στο ποντιακό όμως ιδίωμα και την συνήθεια της εποχής, ήταν ο Γιάννες, της οικογενείας των Κοτράντων.
Νιόπαντρος ο παπα-Γιάννης, με την παπαδιά του την Κυριακή,- έκτιζε στην Εσπιέ το σπιτικό του. Στα χωράφια με την παπαδιά, φρόντιζε για την επιβίωση της οικογένειάς του και στην εκκλησία φρόντιζε για την πνευματική τροφή όλων των χριστιανών της Έσπιε. Ήταν ένας αγαπητός παπάς. Ο πανάγαθος θεός του χάρισε για πρώτο παιδί μία όμορφη κορούλα, την Μαρικούλα. 
Για ένα χωρικό Πόντιο, ήταν η πρώτη κρυάδα της ζωής του, γιατί όνειρο και μεγάλη επιθυμία όλων και του Παπαγιάννη ήταν, το πρώτο παιδί να είναι αγόρι. Γρήγορα όμως η όμορφη Μαρικούλα απάλυνε την πικρία του πρώτου σοκ. Κρυφά μέσα στην εκκλησιά του Αγίου Γεωργίου, ο Παπαγιάννης, ανάμεσα στις καθημερινές προσευχές, με πόνο ψυχής, παρακαλούσε τον Θεό, το δεύτερο παίδι να είναι αγόρι. Η Παπαδιά ήταν ήδη έγκυος και από ώρα σε ώρα ερχόταν ο καιρός να γεννήσει. Η αγωνία του Παπαγιάννη, για το αναμενόμενο παιδί ήταν τρομερή.
Ήταν όμως βέβαιο, ότι ο Θεός τον οποίο υπηρετούσε, θα άκουγε τουλάχιστον στην μία από τις τόσες προσευχές, που με πόνο ψυχής, επί μήνες τώρα, Του απηύθυνε. Τι δυστυχία όμως, όταν η μαμή ξεγέννησε την Κυριακή, την παπαδιά, που πάλι γέννησε κορίτσι;
 Η Συμέλα ήταν το δεύτερο κορίτσι του Παπαγιάννη. Δύο χρόνια αργότερα η παπαδιά περίμενε πάλι παιδί. Αυτή τη φορά ο Παπαγιάννης δεν ήξερε τι να κάμει. Να προσευχηθεί, ή όχι; Μήπως ο Θεός τον άκουσε τις προηγούμενες φορές;
 Η Π ίστη του κλονί­στηκε. Ζούσε την βουβή αγωνία του, μέχρι την ημέρα, που η παπαδιά γέννησε το τρίτο παιδί και πάλι κορίτσι. Ο παπάς το βάπτισε και έδωσε το όνομα ΤΑΜΑΜΑ. Όνομα άγνωστο μέχρι τότε στους χριστιανούς. 
Βγαίνει από τα τούρκικα και σημαίνει κάτι σαν "φτάνει πια". Αγανάκτησε ο Παπαγιάννης και με το Θεό του και σαν εκδίκηση το βάπτισε και έδωσε όνομα άγνωστο για κορίτσι και μάλιστα στα τούρ­κικα, σαν να του έλεγε "θεέ μου, φτάνει πια".

Γεώργιος Ανδρεάδης


 γεννήθηκε στις παράγκες της Καλαμαριάς το 1936. Φοί­τησε στο Αμερικανικό Κολέγιο ΑΝΑΤΟ­ΛΙΑ, με υποτροφία Fulbright και μετά σπού­δασε Πολιτική Οικονομία στο Πανεπιστήμιο του Φράιμπουργκ, στη Γερμανία.
 Ασχο­λούμενος με τα εθνικά μας θέματα, έχει επι­σκεφθεί τη γη των προγόνων μας, στη Μαύρη Θάλασσα, 52 φορές, από το 1960 μέχρι το 1998 και έχει δημοσιεύσει μέχρι τώρα 36 βιβλία, σχετικά με τον χώρο εκείνο, πολλά από τα οποία κυκλοφόρησαν και στην αγ­γλική, γερμανική, ρωσική, τουρκική, αρμε­νική, κουρδική και κινεζική γλώσσα.
Το βιβλίο του, ΤΑΜΑΜΑ, βραβεύτηκε το 1992 στην Κωνσταντινούπολη, με το Βρα­βείο ΙΠΕΚΤΣΗ, αλλά και απελάθηκε ο ίδιος από την Τουρκία, στις 5 Δεκεμβρίου 1998, εξ' αιτίας της επιρροής που επέφεραν έξι από τα βιβλία του, σε τουρκική έκδοση, στο χώρο της διανόησης και της νεολαίας, στη γείτονα χώρα.
 Τον Δεκέμβριο του 2000, η Ακαδημία Αθηνών, βράβευσε τον συγγρα­φέα Γεώργιο Ανδρεάδη, διά χειρός του Προ­έδρου της Δημοκρατίας κ. Κωστή Στεφανόπουλου, διά το συγγραφικό του έργο, αλλά και διά την αφύπνιση των εναπομεινάντων εξισλαμισθέντων Ποντίων της Μαύρης Θά­λασσας. 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah