Απ' το ανέκδοτο ιστόρημα των αναμνήσεων που έγραψε τα τελευταία χρόνια ο οπλαρχηγός Παντελής Αναστασιάδης θα μεταφέρω μερικές χαρακτηριστικές σελίδες:
«Την εποχή που πολύ νεαρός ακόμα μπήκα στο αντάρτικο, σημειώνει, οι Τούρκοι άρχισαν να κινούνται πολύ δραστήρια εναντίον μας. Μερικά παιδιά κατέβηκαν μια νύχτα σε κάποια παραλία της Σαμψούντας για να παραλάβουν τα όπλα που είχε φέρει ένα ρούσικο αντιτορπιλλικό, αλλά επιστρέφοντας τις πρωινές ώρες δέχτηκαν επίθεση κοντά στον συνοικισμό Αλάν κιοϊ.
Εσπεύσαμε μαζί με τον αείμνηστο καπετάνιο μικράς ομάδος Πατμάν‐Ανέστη στον τόπο όπου τα πυρά. Εμάθαμε ότι ήταν ένας εισπράκτορας με 8 τζανταρμάδες, τους κυκλώσαμε και ύστερα από μάχη μιας ώρας αναγκάστηκαν να παραδοθούν. Είχαν όπλα γκρα των εννέα σφαιρών. Ήταν η πρώτη μάχη που είδα. Τους πήγαμε στο αρχηγείο του Χαραλαμπίδη, όπου ήταν κι ο καπετάν Ιωακείμ ‐αγάς εκ του χωρίου Δεύκερις. Μετά από σύσκεψη, οι αρχηγοί τους επέστρεψαν τα όπλα και τους άφησαν ελεύθερους. Από εκεί αλλάξαμε λημέρι και εγκατασταθήκαμε στον Άγιο Ηλία, κοντά στο χωριό μας Τσιμενλή και Καράπερτζον. Ο τούρκικος στρατός άρχισε να συγκεντρώνεται στην Σαμψούντα, Τσαρααμπά και Έρπαα. Είχαμε πληροφορίες πως θα μας χτυπήσει.
Τον
Μάιο του 1917, μάθαμε ότι ο Βασίλ ‐ Ουστάς γύρισε απ' την Τραπεζούντα κι έφερνε
μαζί του περίπου 2.000 όπλα και πολεμοφόδια. Αποβιβάσθηκε στην ακρογιαλιά Ταφλάν ‐ κιοΐ της Πάφρας, αλλά έγινε αντιληπτός απ' τους Τούρκους. Στρατεύματα έφθασαν αμέσως και συνήφθη μεγάλη μάχη με τον Βασίλ ‐Ουστά και τον οπλαρχηγό Αντών ‐ Πασά, αρχηγό
της περιοχής του Νεπιού.
Η μάχη ήταν σκληρή και κράτησε τρεις μέρες. Οι Τούρκοι κατάφεραν να πάρουν τον μισό οπλισμό, αλλά ευτυχώς σώθηκε ο υπόλοιπος. Ο αρχηγός μας έστειλε επειγόντως τον καπετάν Χατζή απ' το χωριό Τσινίκ, να πάη με 15 άνδρες για να συναντήσει τον Βασίλ Ουστά και να μάθει τι νέα έφερνε απ' την Τραπεζούντα και που βρισκόταν η κατάσταση. Ο καπετάν Χατζής γύρισε μετά δέκα μέρες μαζί με τον Βασίλ Ουστά.
«Εις την περιοχήν Σαμψούντος (Αμισού), Τσαρσαμπά και Κοτζά νταγ είχε τα λημέρια του ο ξακουστός οπλαρχηγός Στυλιανός Κοσμίδης (Ιστύλ αγάς) με υπαρχηγούς τους Ιορδάνην Χασαρήν, επεσλήν Κώσταν Αθανασιάδην, Χαράλαμπον Δεληγιαννίδην και Μπαρμπαζαχαρέαν. Ο θρυλικός ως άνω αρχηγός Ιστύλ αγάς όταν είδε να αυξάνεται ημέρα τη ημέρα ο αριθμός εκείνων που ανέβαινον εις τα βουνά, συνεκρότησε χωριστάς ομάδας ανταρτών με αρχηγούς και υπαρχηγούς, και τους εταξινόμησε κατά κατηγορίας ως κάτωθι:
Στα μέρη όπου άρχισε τη
δράση του
—περιοχή Αγιού τεπέ— ήταν γενικός αρχηγός
ο Δημήτριος Χαραλαμπίδης, καπνέμπορος της Αμισού, κι όλοι οι
καπεταναίοι του τόπου υπάκουαν στις διαταγές του. Κάτω απ' την ηγεσία του Χαραλαμπίδη τάχθηκε κι ο Αναστασιάδης που πήρε αργότερα τ'
όνομα καπετάν Παντέλ αγάς.
«Την εποχή που πολύ νεαρός ακόμα μπήκα στο αντάρτικο, σημειώνει, οι Τούρκοι άρχισαν να κινούνται πολύ δραστήρια εναντίον μας. Μερικά παιδιά κατέβηκαν μια νύχτα σε κάποια παραλία της Σαμψούντας για να παραλάβουν τα όπλα που είχε φέρει ένα ρούσικο αντιτορπιλλικό, αλλά επιστρέφοντας τις πρωινές ώρες δέχτηκαν επίθεση κοντά στον συνοικισμό Αλάν κιοϊ.
Εσπεύσαμε μαζί με τον αείμνηστο καπετάνιο μικράς ομάδος Πατμάν‐Ανέστη στον τόπο όπου τα πυρά. Εμάθαμε ότι ήταν ένας εισπράκτορας με 8 τζανταρμάδες, τους κυκλώσαμε και ύστερα από μάχη μιας ώρας αναγκάστηκαν να παραδοθούν. Είχαν όπλα γκρα των εννέα σφαιρών. Ήταν η πρώτη μάχη που είδα. Τους πήγαμε στο αρχηγείο του Χαραλαμπίδη, όπου ήταν κι ο καπετάν Ιωακείμ ‐αγάς εκ του χωρίου Δεύκερις. Μετά από σύσκεψη, οι αρχηγοί τους επέστρεψαν τα όπλα και τους άφησαν ελεύθερους. Από εκεί αλλάξαμε λημέρι και εγκατασταθήκαμε στον Άγιο Ηλία, κοντά στο χωριό μας Τσιμενλή και Καράπερτζον. Ο τούρκικος στρατός άρχισε να συγκεντρώνεται στην Σαμψούντα, Τσαρααμπά και Έρπαα. Είχαμε πληροφορίες πως θα μας χτυπήσει.
Γρήγορα άρχισαν οι κινήσεις
προς τα λημέρια μας. Επειδή δε το λημέρι μας δεν ήταν κατάλληλο για μάχη, την νύχτα τραβηχθήκαμε προς την Αγιού ‐ τεπέ. Ξημερώνοντας φάνηκαν τα πρώτα τμήματα στρατού και βρεθήκαμε κυκλωμένοι. Παρακολουθώντας με τα κιάλια βλέπαμε να τοποθετούνται κανόνια και να παρατάσσεται για μάχη μεγάλος όγκος στρατού».
Η
κατάσταση ήταν δύσκολη. Γιατί οι αντάρτες είχαν μαζί τους και πλήθος γυναικόπαιδα
που τους ακολουθούσαν, κι έπρεπε με κάθε τρόπο να τα προστατέψουν. Δεν άργησε η
επίθεση. Τέσσαρα ήσαν τα κανόνια που άνοιξαν φωτιά μαζί με τρία μυδραλλιοβόλα που κροτάλιζαν ασταμάτητα, ενώ ο
στρατός ορμούσε με κραυγές:
—Αλλάχ, Αλλάχ!
—Μαρς, ιλερί!...
«Εμείς αρχίσαμε την άμυνα, αλλά με μεγάλη
οικονομία στο υλικό.
Οι καπετάνιοι μας
διέταζαν να μη ρίχνουμε άσκοπα τις σφαίρες, που φυσικά δεν μας περίσσευαν.
Κατά το μεσημέρι η μάχη αγρίεψε και γινότανε με πείσμα. Βλέπαμε
τους Τούρκους αξιωματικούς με τα πιστόλια στο χέρι ν' απειλούν ή και να ρίχνουν στον κάθε στρατιώτη που θα ήθελε να
κάνει προς τα πίσω. Είμεθα όλοι κι όλοι οι οπλίται 47, γυναικόπαιδα άνω των 2.000 και όμως έπρεπε να πολεμήσωμε
με τόση δύναμη των Τούρκων που διαθέταν και κανόνια.
Κακό, πανδαιμόνιο, να βουίζουν τ' αυτιά σου, να κουνιέται ο τόπος και οι πέτρες από τον κρότο των οβίδων. Τελικά, κατά το βράδυ, με ορμητική κι αιματηρή έφοδο (Μαρς Ιλερί ‐ Ιλερί), έφθασαν σχεδόν στην μια πλευρά του υψώματος, όπου πολεμούσε ο Δημοσθένης, ο γυιός του αρχηγού Χαραλαμπίδη, που απέκρουε την επίθεση με χειροβομβίδες. Αλλά μια μοιραία σφαίρα τον πήρε στο μέτωπο κι έπεσε νεκρός.
Κακό, πανδαιμόνιο, να βουίζουν τ' αυτιά σου, να κουνιέται ο τόπος και οι πέτρες από τον κρότο των οβίδων. Τελικά, κατά το βράδυ, με ορμητική κι αιματηρή έφοδο (Μαρς Ιλερί ‐ Ιλερί), έφθασαν σχεδόν στην μια πλευρά του υψώματος, όπου πολεμούσε ο Δημοσθένης, ο γυιός του αρχηγού Χαραλαμπίδη, που απέκρουε την επίθεση με χειροβομβίδες. Αλλά μια μοιραία σφαίρα τον πήρε στο μέτωπο κι έπεσε νεκρός.
Ειδοποιηθείς ο αρχηγός και βλέποντας τον κίνδυνο, με διέταξεν από κατάλληλο μέρος,
πάση θυσία ν' ανοίξωμε πέρασμα για τα γυναικόπαιδα,
να βγουν απ' τον κλοιό. Γρήγορα
πήρα μαζί μου το πρωτοπαλλήκαρο της μάχης Γιώργο Καπαθανάση, συγχωριανό μας, με αλλά 8 παιδιά
και ξεκινήσαμε για την οδό της εξόδου.
Ο Γιώργος κι εγώ γλιστρούσαμε σαν φίδια, ενώ τα άλλα παιδιά πυροβολούσαν σε ορισμένο σημείο για να σκορπίσουν τον εχθρό. Φθάσαμε εκεί που έπρεπε και πιάσαμε θέσεις δεξιά ‐ αριστερά του δρόμου. Ρίχνοντας συνεχώς σκορπίσαμε τους Τούρκους που νόμισαν ότι κυκλώθηκαν. Έφθασαν και τα αλλά 8 παιδιά κι ελευθερώθηκε το πέρασμα για τον κόσμο. Σε μια ώρα τα γυναικόπαιδα βγήκαν έξω απ' τον κλοιό και πήραν την δασώδη ρεματιά προς τους μύλους του Καρά ‐ περτζίν. Άρχισαν τότε να κατεβαίνουν και οι οπλίτες κατά ομάδες. Εγώ και ο Γιώργος ανεβήκαμε στο ύψωμα για να συναντήσωμε τον αρχηγό».
Ο Γιώργος κι εγώ γλιστρούσαμε σαν φίδια, ενώ τα άλλα παιδιά πυροβολούσαν σε ορισμένο σημείο για να σκορπίσουν τον εχθρό. Φθάσαμε εκεί που έπρεπε και πιάσαμε θέσεις δεξιά ‐ αριστερά του δρόμου. Ρίχνοντας συνεχώς σκορπίσαμε τους Τούρκους που νόμισαν ότι κυκλώθηκαν. Έφθασαν και τα αλλά 8 παιδιά κι ελευθερώθηκε το πέρασμα για τον κόσμο. Σε μια ώρα τα γυναικόπαιδα βγήκαν έξω απ' τον κλοιό και πήραν την δασώδη ρεματιά προς τους μύλους του Καρά ‐ περτζίν. Άρχισαν τότε να κατεβαίνουν και οι οπλίτες κατά ομάδες. Εγώ και ο Γιώργος ανεβήκαμε στο ύψωμα για να συναντήσωμε τον αρχηγό».
Τον βρήκαν και του είπαν ότι πέρασαν τα γυναικόπαιδα κι
ότι είναι εκτός κινδύνου. Κι ακολουθεί εδώ μια τραγική
σκηνή. Ο καπετάνιος είχε πει να κάνουν μια
έρευνα στην
περιοχή για να δουν μήπως τυχόν
και ξέμεινε καμιά γυναίκα ή παιδί. Καθώς
λοιπόν φέρναν βόλτα το ύψωμα, απότομα σταμάτησαν. Μπροστά
τους είδαν
ξαπλωμένο τον γιο του
καπετάνιου.
Δεν ήξερε ακόμα ο Χαραλαμπίδης ότι είχε σκοτωθεί. Βλέποντας ξαφνικά το παιδί του πεσμένο, με την αρματωσιά και το τουφέκι πλάι του, το πρόσωπο πλημμυρισμένο στο αίμα, σταμάτησε, στηρίχτηκε στο όπλο του, δάκρυσε κι άναψε ένα τσιγάρο. Ύστερα κάνοντας το σταυρό του, είπε με φωνή πνιγμένη:
Δεν ήξερε ακόμα ο Χαραλαμπίδης ότι είχε σκοτωθεί. Βλέποντας ξαφνικά το παιδί του πεσμένο, με την αρματωσιά και το τουφέκι πλάι του, το πρόσωπο πλημμυρισμένο στο αίμα, σταμάτησε, στηρίχτηκε στο όπλο του, δάκρυσε κι άναψε ένα τσιγάρο. Ύστερα κάνοντας το σταυρό του, είπε με φωνή πνιγμένη:
—Αιωνία σου η μνήμη παλληκάρι μου... Κι εμείς
θα σε
ακολουθήσουμε.
«Δεν μπορούσαμε όμως να μείνουμε περισσότερο γιατί η μάχη συνεχιζόταν: «Εμπρός, τραβάτε», ακούστηκε να λέη ο καπετάνιος.
Πήραμε μόνο το όπλο του σκοτωμένου και προχωρήσαμε. Άρχισε
να σκοτεινιάζει.
Σε λίγα λεπτά είμασταν όλοι έξω του κλοιού, ενώ επάνω στο ύψωμα χαλούσε ο τόπος. Κανόνια, μυδράλλια, πολυβόλα, φωνές, δεν είχαν αντιληφθεί πως βγήκαμε και ρίχναν ακόμα με μανία επί δυο ώρες μέσα στη νύχτα. Εις το διάστημα αυτό εμείς βρήκαμε τον καιρό και απομακρυνθήκαμε στους μύλους Καρά ‐ περτζίν. Εκεί έγινε επιθεώρησις των οπλιτών.
Είχαμε απώλειες εις νεκρούς 4, τραυματίας 3, μεταξύ αυτών και ο μικρότερος αδελφός του αρχηγού Θεόδωρος εις το αριστερό του χέρι βαρέως, 2 γυναίκες και 3 παιδιά, εις δε πολεμικόν υλικόν 150 σφαίρες ο κάθε οπλίτης, και 8 χειροβομβίδες, παρ' όλες τις οικονομίες μας. Οι Τούρκοι, όπως μάθαμε αργότερα, είχαν απώλειες 120 στρατιώτες».
Σε λίγα λεπτά είμασταν όλοι έξω του κλοιού, ενώ επάνω στο ύψωμα χαλούσε ο τόπος. Κανόνια, μυδράλλια, πολυβόλα, φωνές, δεν είχαν αντιληφθεί πως βγήκαμε και ρίχναν ακόμα με μανία επί δυο ώρες μέσα στη νύχτα. Εις το διάστημα αυτό εμείς βρήκαμε τον καιρό και απομακρυνθήκαμε στους μύλους Καρά ‐ περτζίν. Εκεί έγινε επιθεώρησις των οπλιτών.
Είχαμε απώλειες εις νεκρούς 4, τραυματίας 3, μεταξύ αυτών και ο μικρότερος αδελφός του αρχηγού Θεόδωρος εις το αριστερό του χέρι βαρέως, 2 γυναίκες και 3 παιδιά, εις δε πολεμικόν υλικόν 150 σφαίρες ο κάθε οπλίτης, και 8 χειροβομβίδες, παρ' όλες τις οικονομίες μας. Οι Τούρκοι, όπως μάθαμε αργότερα, είχαν απώλειες 120 στρατιώτες».
Μια
βδομάδα έμεινε ο στρατός κι αφού κατάστρεψε
τα πάντα, πήρε τα ζώα, έκαψε τα
σπίτια των χωριών και έφυγε.
Οι αντάρτες έφυγαν κι εκείνοι γι' άλλη περιοχή. Την άνοιξη ξαναγύρισαν στα λημέρια του Αγιού τεπέ όπου έμαθαν ότι οι Τούρκοι είχαν συστήσει ομάδες ενόπλων για το κυνήγημα των Ελλήνων ανταρτών και ρήμαζαν τον άοπλο πληθυσμό. Ανάμεσα σ' αυτούς ο πιο άγριος ήταν ένας Μολλά Μουσταφάς απ' το χωριό Κεπί, που με τη συμμορία του οργίαζε στα γύρω. Ο Έλληνας οπλαρχηγός φώναξε τον καπετάνιο Ανέστη Πατμάν και τον Αναστασιάδη:
Οι αντάρτες έφυγαν κι εκείνοι γι' άλλη περιοχή. Την άνοιξη ξαναγύρισαν στα λημέρια του Αγιού τεπέ όπου έμαθαν ότι οι Τούρκοι είχαν συστήσει ομάδες ενόπλων για το κυνήγημα των Ελλήνων ανταρτών και ρήμαζαν τον άοπλο πληθυσμό. Ανάμεσα σ' αυτούς ο πιο άγριος ήταν ένας Μολλά Μουσταφάς απ' το χωριό Κεπί, που με τη συμμορία του οργίαζε στα γύρω. Ο Έλληνας οπλαρχηγός φώναξε τον καπετάνιο Ανέστη Πατμάν και τον Αναστασιάδη:
—Θέλω, τους είπε, σήμερα κιόλας να μου φέρετε τον Μολλά Μουσταφά ή το πτώμα του.
Πάρτε μαζί σας όσα παιδιά θέλετε και ξεκινήστε.
Παίρνουν αμέσως ο καθένας τους από 12 παλληκάρια, ξεκινάνε σε δυο ομάδες, και μετά
τρεις ώρες φτάνουν από μια δασώδη ρεματιά στο χωριό Κεπί και το κυκλώνουν. Μέσα βρισκόταν ο Μολλά Μουσταφάς, ο γυιος του, ένας εισπράκτορας κι ένας τζανταρμάς. Ο
ίδιος με το γιο του και την οικογένειά του κλείστηκε στο σπίτι του κι ο τζανταρμάς με τον εισπράκτορα σ' ένα σπίτι πλαϊνό, για άμυνα.
«Αφού πλέον ενύκτωσε καλά εδώσαμε διαταγή:
—Φωτιά σ' όλα τα σπίτια του χωριού. Τα γυναικόπαιδα να συγκεντρωθούν, με φύλακες
υπεύθυνους.
Καίονται όλα τα σπίτια, περίπου 15, εκτός από τα δυο απ' όπου προβάλλεται
η άμυνα. Ύστερα από κάμποση
ώρα, ο τζανταρμάς
με τον εισπράκτορα παραδόθηκαν. Ο Μολλά Μουσταφάς επ' ουδενί λόγω. Μεταξύ των γυναικών που κρατούσαμε χωριστά ήταν και η
κόρη του. Την στείλαμε να πάει στο σπίτι και να πει να βγουν από μέσα οι γυναίκες
και τα παιδιά, γιατί θα το καίαμε οπωσδήποτε.
Έτρεξε εκείνη, τα είπε, αλλά ο πατέρας της την επυροβόλησε και την σκότωσε. Τότε διατάξαμε επίθεση από δυο μεριές και να καεί το σπίτι. Πήρε φωτιά το σπίτι, αλλά εκείνοι εξακολουθούσαν να ρίχνουν από μέσα μέχρι τελευταίας στιγμής, ώσπου καήκαν όλοι και γίνηκαν στάχτη.
Έτρεξε εκείνη, τα είπε, αλλά ο πατέρας της την επυροβόλησε και την σκότωσε. Τότε διατάξαμε επίθεση από δυο μεριές και να καεί το σπίτι. Πήρε φωτιά το σπίτι, αλλά εκείνοι εξακολουθούσαν να ρίχνουν από μέσα μέχρι τελευταίας στιγμής, ώσπου καήκαν όλοι και γίνηκαν στάχτη.
Τον εισπράκτορα και τον τζανταρμά τους σκοτώσαμε, τα δε γυναικόπαιδα τ' αφήσαμε
ελεύθερα. Ξημερώνοντας ξεκινήσαμε για τον αρχηγό, που ελυπήθηκε πολύ επειδή δεν
φέραμε ζωντανό τον Μουσταφά. Εν τω
μεταξύ έφθασαν και άλλα
παράπονα από την περιοχή Τσαλ ‐ Κογιουμτζάντων,
όπου
υπήρχε μια 50μελής συμμορία εις το χωριό Πεγιουκλή.
Αρχηγός της ήταν ένας Χοκέλ, που ελυμαίνετο τα γύρω χωριά ανενόχλητος. Μετά 10 μέρες ξεκινήσαμε και φθάσαμε σ' εκείνη την περιοχή, όπου κατά τα ξημερώματα, μέσα Φεβρουαρίου 1915, μας ειδοποίησαν πως έρχονται. Δεν μας κατάλαβαν και η εμπροσθοφυλακή τους από 4 άνδρες βρέθηκε στην αγκάλη μας. Με τους πρώτους πυροβολισμούς πέσανε νεκροί και οι 4, ενώ οι άλλοι έντρομοι έφυγαν προς τις ρεματιές και μπήκαν στα χωριά τους. Ύστερα αλλάξαμε πάλιν λημέρι, απομακρυνθέντες προς τα ορεινά.
Αρχηγός της ήταν ένας Χοκέλ, που ελυμαίνετο τα γύρω χωριά ανενόχλητος. Μετά 10 μέρες ξεκινήσαμε και φθάσαμε σ' εκείνη την περιοχή, όπου κατά τα ξημερώματα, μέσα Φεβρουαρίου 1915, μας ειδοποίησαν πως έρχονται. Δεν μας κατάλαβαν και η εμπροσθοφυλακή τους από 4 άνδρες βρέθηκε στην αγκάλη μας. Με τους πρώτους πυροβολισμούς πέσανε νεκροί και οι 4, ενώ οι άλλοι έντρομοι έφυγαν προς τις ρεματιές και μπήκαν στα χωριά τους. Ύστερα αλλάξαμε πάλιν λημέρι, απομακρυνθέντες προς τα ορεινά.
Η μάχη ήταν σκληρή και κράτησε τρεις μέρες. Οι Τούρκοι κατάφεραν να πάρουν τον μισό οπλισμό, αλλά ευτυχώς σώθηκε ο υπόλοιπος. Ο αρχηγός μας έστειλε επειγόντως τον καπετάν Χατζή απ' το χωριό Τσινίκ, να πάη με 15 άνδρες για να συναντήσει τον Βασίλ Ουστά και να μάθει τι νέα έφερνε απ' την Τραπεζούντα και που βρισκόταν η κατάσταση. Ο καπετάν Χατζής γύρισε μετά δέκα μέρες μαζί με τον Βασίλ Ουστά.
Συναντήθηκαν οι αρχηγοί, τα είπαν κι ύστερα ο Βασίλ Ουστά έφυγε με τα παλληκάρια του προς την ακρογιαλιά,
για το σημείο όπου γινόταν η επικοινωνία
με τα ρούσικα αντιτορπιλλικά. Αναχωρώντας για την Τραπεζούντα άφησε τον οπλισμό
που διασώθηκε στον Αντών πασά και τους λοιπούς καπεταναίους. Εμείς παραμείναμε στην περιοχή Αγιά Αχλάλαν επί τρεις περίπου μήνες.
Μια μέρα ο καπετάν
Χότζας μας κάλεσε στο ελληνικό
χωριό Χούζουρλη και
καθώς πηγαίναμε, στα σύνορα του χωριού αυτού και των τούρκικων χωριών, συναντήσαμε τον
τουρκοκαπετάνιο Τσακίρογλου με τους άνδρες του. Αρχίσαμε αμέσως τη μάχη και τους καταδιώξαμε μέσα στα τουρκοχώρια
τους. Γρήγορα όμως πρόλαβε ένα τάγμα στρατού που έσπευσε προς ενίσχυσή τους.
Η μάχη αγρίεψε, οι Τούρκοι μας απώθησαν απ' τις θέσεις μας, κι αναγκασθήκαμε να οπισθοχωρήσουμε με σοβαρές απώλειες. Τραυματίστηκε στο στόμα ο αρχηγός μας, ο δε καπετάν Χατζής το γενναίο παληκάρι, χτυπημένος βαριά στην κοιλιά, εξέπνευσε καθώς τον μεταφέραμε.
Η μάχη αγρίεψε, οι Τούρκοι μας απώθησαν απ' τις θέσεις μας, κι αναγκασθήκαμε να οπισθοχωρήσουμε με σοβαρές απώλειες. Τραυματίστηκε στο στόμα ο αρχηγός μας, ο δε καπετάν Χατζής το γενναίο παληκάρι, χτυπημένος βαριά στην κοιλιά, εξέπνευσε καθώς τον μεταφέραμε.
Το τραύμα του αρχηγού μας ήταν
άσχημο. Η σφαίρα του
έσπασε το δεξιό
μέρος της οδοντοστοιχίας και χώθηκε κάτω απ' το δέρμα πίσω απ' τ' αυτί του. Ο πρακτικός γιατρός που είχαμε μαζί μας, την μεν σφαίρα
την έβγαλε μ' ένα ξυράφι, την δε σπασμένη
οδοντοστοιχία την τράβηξε με μια τανάλια. Τρία άλλα παλληκάρια
μας σκοτώθηκαν. Το
πλήγμα ήταν πολύ μεγάλο για την ομάδα μας. Αφού καταφέραμε να συγκεντρωθούμε,
θάψαμε τους νεκρούς μας και τα ξημερώματα φύγαμε απ' το μέρος εκείνο γιατί ο στρατός ήταν πολύς κι εξακολουθούσε να μένη στις θέσεις του».
Πολλές τέτοιες συμπλοκές και μάχες αναφέρει ο Αναστασιάδης.
Σε μια απ' αυτές καθώς ο τουρκοκαπετάνιος Χόκελ ετοιμαζόταν να επιτεθεί, κατάφεραν
να
τον
κυκλώσουν
οι
αντάρτες και να του σκοτώσουν
14 απ' τους άντρες του μαζί με τον ανεψιό του Μεμέτ τσαούς. Δρούσε κι ο άλλος
συμμορίτης
Τσακίρογλου
που λεηλατούσε
κι αφάνιζε τα
ελληνικά χωριά, προ πάντων το
Μοσκοβάντων. Έφτασαν εκεί και περίμεναν τους
Τούρκους:
«Καθόμασταν σε τρία ‐ τέσσερα σπίτια που δεν είχαν καεί ακόμα. Περιμέναμε, αλλά ο
καιρός ήταν βροχερός, ομίχλη και δεν βλέπαμε τίποτα γύρω. Ξαφνικά όμως εμφανίστηκε
μια ομάδα από δέκα άνδρες, που
χωρίς
να
μας ιδεί και
ούτε καν να αντιληφθεί την
παρουσία μας, μπήκε στο χωριό. Τρομαγμένη η
σπιτονοικοκυρά τρέχει και μας λέει:
—Ήλθαν, ήλθαν, τι
θα γίνουμε τώρα;
Οι Τούρκοι ήσαν στις χαρές τους για τα εγκλήματα που είχαν
κάνει και πιάσαν το χορό.
Τους
βλέπαμε απ' τα παράθυρα, τους βάλαμε
σημάδι και με τους πρώτους πυροβολισμούς πέφτουν
οι εννιά. Ο δέκατος, τραυματισμένος
στο
πόδι, κατάφερε να μας φύγει από μια
χαράδρα και να ειδοποιήσει τους άλλους. Άρχισαν να ρίχνουν αλλά μέσα στην ομίχλη, χωρίς να βλέπουν. Ακούοντας τους πυροβολισμούς, έφτασε προς ενίσχυσή μας ο Πατμάν
Ανέστης με τα παλληκάρια του».
—Τι κάθεστε, τους λέει, γιατί δεν τους ρίχνεστε;
—Ομίχλη, δεν τους βλέπουμε. Από που να τους ριχτούμε;
Κάμποση ώρα κράτησε αυτό όταν ο καπετάνιος
έχασε την υπομονή του και είπε να
κατεβούν στη ρεματιά και να τους επιτεθούνε από πίσω: «Αυτό επετεύχθη
κατά
το βράδυ. Τους αρχίσαμε από πλάγια τα πυρά μας ώστε αιφνιδιάστηκαν
και αναγκάστηκαν να τραπούν σε άτακτη φυγή.
Τους κυνηγήσαμε και τους βάλαμε με ρωσικά και γερμανικά όπλα από μεγάλη απόσταση μέχρι που να μπουν στο τουρκοχώρι Κιοβτζή τερέ. Έτσι έληξε η μάχη χωρίς κανένα θύμα δικό μας. Περιήλθαν στα χέρια μας 4 μάουζερ και 3 γκρα. Αφού απαλλάξαμε τους κατοίκους απ' τους συμμορίτες Τούρκους, τραβήξαμε πάλι προς το λημέρι Αγιά Αχλάλαν όπου μείναμε περίπου ενάμιση μήνα».
Τους κυνηγήσαμε και τους βάλαμε με ρωσικά και γερμανικά όπλα από μεγάλη απόσταση μέχρι που να μπουν στο τουρκοχώρι Κιοβτζή τερέ. Έτσι έληξε η μάχη χωρίς κανένα θύμα δικό μας. Περιήλθαν στα χέρια μας 4 μάουζερ και 3 γκρα. Αφού απαλλάξαμε τους κατοίκους απ' τους συμμορίτες Τούρκους, τραβήξαμε πάλι προς το λημέρι Αγιά Αχλάλαν όπου μείναμε περίπου ενάμιση μήνα».
Όταν αργότερα τραυματίσθηκε πάλι βαρύτερα ο Χαραλαμπίδης και ύστερα έφυγε για την Τραπεζούντα ανάλαβε την ηγεσία της ομάδας ο Αναστασιάδης, παίρνοντας κατά τη συνήθεια της εποχής τ' όνομα Παντέλ αγάς.
Σε μερικά ιστορήματα Ποντίων αναφέρονται ξεχωριστά τ' αντάρτικα σώματα με τους οπλαρχηγούς και υπαρχηγούς — θα μεταφέρω μερικές γραμμές απ' το βιβλίο του Ιωάν. Παπαδόπουλου απ' την Κερασούντα, που περιγράφοντας τα δεινά της πατρίδας του μαζί με τα δικά του, δίνει κι ενδιαφέρουσες πληροφορίες για την συγκρότηση και την κατανομή των αντάρτικων ομάδων στις διάφορες περιφέρειες. Στο βιβλίο τούτο («Σελίδες από την ιστορίαν της Κερασούντος και τα τερατουργήματα του αιμοσταγούς Τοπάλ Οσμάν») σημειώνει ο συγγραφέας:
Σαμψούντα |
«Εις την περιοχήν Σαμψούντος (Αμισού), Τσαρσαμπά και Κοτζά νταγ είχε τα λημέρια του ο ξακουστός οπλαρχηγός Στυλιανός Κοσμίδης (Ιστύλ αγάς) με υπαρχηγούς τους Ιορδάνην Χασαρήν, επεσλήν Κώσταν Αθανασιάδην, Χαράλαμπον Δεληγιαννίδην και Μπαρμπαζαχαρέαν. Ο θρυλικός ως άνω αρχηγός Ιστύλ αγάς όταν είδε να αυξάνεται ημέρα τη ημέρα ο αριθμός εκείνων που ανέβαινον εις τα βουνά, συνεκρότησε χωριστάς ομάδας ανταρτών με αρχηγούς και υπαρχηγούς, και τους εταξινόμησε κατά κατηγορίας ως κάτωθι:
Εις την περιφέρειαν Ανδριάντων, υπό τον οπλαρχηγόν Ιορδάνην Παπούλην με υπαρχηγούς τους Δελή Γιάννην Καραχισαρλίδην και τον αδελφόν του Τσακήρ Παντελήν, τον Λευτέρην Σαμλίδην και Βασίλειον Χησίρην. Εις την περιοχήν του χωρίου Αλάνκιοϊ, με καπετάνιον τον Τσαγκάλ Γιωρίκαν και υπαρχηγούς τους Χαράλαμπον Γιαντσή και Παναγιώτην. Εις την περιφέρειαν του χωρίου Σαμάν, με αρχηγόν τον Σταύρον Γιαμανλήν και υπαρχηγόν τον Γοτσά Βασίλ. Εις την περιοχήν του χωρίου Τεβ Κιρίς με καπετάνιον τον Κώσταν Παναγιωτίδην (Τσάκαλον) με υπαρχηγούς τους Πανίκαν Τσαρσάμπαλην, Θεόδωρον Καραταΐδην, Γιάγκον Καραπαντελίδην και Σάββαν Βασιλειάδην.
Εις τας περιοχάς του όρους Αγιού τεπέ υπό την αρχηγίαν του Αιμιλίου Κατόγλου (Καδήογλου) και Αλέξη Νίκου, με υπαρχηγούς τους Τσιμενλή Δημήτρην Χαραλαμπίδην τέως καπνέμπορον, τον Παντελή Αναστασιάδην (Παντέλ αγάν), Γαρά Δημήτρην και τους καπνεμπόρους και τροφοδότας των ανταρτικών σωμάτων αδελφούς Γιάγκον και Θανάσην Αμπατζόγλου.
Η δράσις των ως άνω ανταρτικών ομάδων κατηυθύνετο από τον Ιστύλ αγάν, με τον όποιον ευρίσκοντο εις στενήν συνεννόησιν όταν επρόκειτο να αντιμετωπίσουν μεγάλας και ισχυράς μονάδας καταδιωκτικών αποσπασμάτων. Πλην των ανωτέρω καπετανέων υπήρχον άλλα ανταρτικά σώματα με άλλους οπλαρχηγούς και υπαρχηγούς, που έδρασαν εις τας εξής περιφερείας: Εις την περιοχήν Κάβζας — Μερζιφούντος είχε τα λημέρια του ο οπλαρχηγός Βασίλειος Ανθόπουλος (Βασίλ αγάς) και ο Στυλιανός (Κισά μπατσάκ) με υπαρχηγούς τους Γιώργον Κοτσά ‐ μπουγιούκ (Μεγαλομύστακα), Ελευθέριον Τσακήρ Γαλιόν και τον Θεόδωρον Τσερκέζην.
Εις την περιφέρειαν του Νεπίν υπό τον οπλαρχηγόν Νικολούν Αναστάς και με υπαρχηγούς τους Μαζαλήν Αβράμ, Αχτακιλή Αλέκο, Αντίκ Γιώργη, Αντύπαν και Καρά Ιστύ, Σιδηρόπουλον. Εις τον τομέα Καπού Καγιά, υπό τον οπλαρχηγόν Ταστσόγλου Σάββαν, με υπαρχηγούς τους Τσοραχλή Στράτον, Τσοραχλή Ναούμ και Σαρχοσούν Φιλλός. Εις τον τομέα Κοτσά νταγ, υπό τον οπλαρχηγόν Απανόζ Γιώργην, με υπαρχηγούς τους Δελκή Πογαζλή Αναστάσην, Τσατάλμπαση Σάββαν, Δόκτωρ Γιώργην, Καμουλήν Στάθην, Ιωάννην Τοπάλ Εσκιέ, Γεώργιον Κεχαγιά, Ιπποκράτην Σεδέογλου και Καλπάκην Γεώργιον.
Μεμονωμένα ανταρτικά σώματα εσχηματίσθησαν και εις τινα ενδότερα μέρη του Πόντου. Ούτω εις την περιφέρειαν Έρπαα είχε τα λημέρια του με 600 οπλίτας ο οπλαρχηγός Αναστάσιος Παπαδόπουλος (Κοτσά Αναστάς) ο οποίος με τον υπαρχηγόν του Σωκράτ αγάν όχι μόνον ετρομοκράτησε τους Τούρκους της περιοχής εκείνης με την γενναίαν δράσιν του,
αλλά και πολλές φορές όταν παρίστατο ανάγκη έσπευδε εις ενίσχυσιν των ανταρτικών σωμάτων της Κάβζας και Μερζιφούντος. Ο εις την περιφέρειαν Επεσίου οπλαρχηγός Βασίλ Ουστάς με τον υπαρχηγόν του Κοστάν αγάν εκινήθη περισσότερον εις τα πέριξ της Αμισού.
Ο περιλάλητος οπλαρχηγός Αντών πασάς είχε το βασίλειόν του εις τα βουνά της περιοχής Πάφρας, όπου και έδρασε μετά της συζύγου του Πελαγίας. Ήσαν αμφότεροι άριστοι σκοπευταί και ανδρείοι πολεμισταί».
Πολύ λίγα είναι τα όσα γράφηκαν για την μορφή του Αντών πασά και για τα πολλά του κατορθώματα. Ήταν, λένε, τόσο άφοβος ώστε κι όταν ακόμα βρισκόταν με λιγοστά παλληκάρια του και τύχαινε να πέση επάνω σε γερό τούρκικο απόσπασμα δεν δείλιαζε ποτέ παρά χυμούσε ακράτητος κι έφερνε στους Τούρκους το φευγιό και την τρομάρα. Μια τέτοια μάχη αναφέρουν της λίμνης Παλίκ ‐ κιολί, όπου είχε φτάσει, με τον σκοπό να πάρη ψάρια για την τροφοδοσία του σώματός του. Καθώς το μάθανε οι Τούρκοι τρέξαν και του ρίχτηκαν μ' ένα πολύ μεγάλο απόσπασμα. Το πιο φρόνιμο, βέβαια, θάταν να τα παρατήση και να φύγη, αλλά κάτι τέτοιο ήταν έξω απ' τις συνήθειές του, αφήνει τα ψάρια και ρίχνεται με μανία πάνω στους Τούρκους με τους λίγους συντρόφους του, ανάβει το τουφεκίδι ώρες, λυγίζουν εκείνοι κι ύστερα παίρνουν δρόμο και τους κυνηγά επί δυο μερόνυχτα ως πού τα καταφέρνουν και γλυστρούν προς το βουνό Καληνλήχ νταγ, όπου και βρίσκουν τον σωσμό τους.
Από τους Ρώσους εφοδιαζόταν με όπλα κι ο Αντών πασάς. Αλλά οι Τούρκοι έχοντας αποχτήσει πείρα αγρυπνούσαν τώρα σ' όλες τις ακτές, κι έτσι όταν κάποτε ο αρχηγός παίρνει ειδοποίηση ότι την τάδε του μηνός θα φτάση φορτίο στις ακτές της Πάφρας, ξέρει ότι δεν είναι εύκολη δουλειά η παραλαβή του. Του χρειαζόταν ένα γερό σώμα για να μπορέση να κατέβη απ' τα βουνά στην Πάφρα γι' αυτό και γρήγορα στέλνει ανθρώπους του στις γύρω αντάρτικες ομάδες, ζητώντας απ' τους οπλαρχηγούς νάρθουν σ' ενίσχυσή του.
Νάσου, λοιπόν, και ξεκινάνε απ' τα λημέρια τους πολλές ομάδες, άλλοι καβαλαρέοι και άλλοι ποδαράτοι, περνάνε τις ρεματιές και τα φαράγγια, σκορπώντας στα ελληνοχώρια την ελπίδα και στα τουρκοχώρια τον φόβο. Μαζεύονται σιγά ‐ σιγά στο λημέρι του αρχηγού, τους βλέπει εκείνος, τους μετράει, κι όταν κρίνη ότι η δύναμή του είναι αρκετή δίνει το σύνθημα να ξεκινήσουν.
Οπλαρχηγοί, υπαρχηγοί, πρωτοπαλλήκαρα, παίρνουν τα μονοπάτια και ροβολάνε κατά κάτω, γεμίζουν οι βουνοπλαγιές από τις μαύρες φορεσιές —τα ξέρουν καλά τα μέρη οι αντάρτες, πέτρα με πέτρα, δέντρο με δέντρο— πολλά απ' τα παλληκάρια είναι Παφρινοί καλοί πολεμιστές και ψυχωμένοι, δοκιμασμένοι στην κλεφτουριά και στο τουφέκι. Περήφανος απάνω στ' άλογό του ο Αντών πασάς και πλάι του άλλη Αμαζόνα του αντάρτικου, η ξακουστή γυναίκα του Πελαγία. Ώρες και ώρες η πορεία κι άξαφνα νάτη που φαίνεται απ' τα ψηλώματα της Πάφρας η γαλάζια θάλασσα, λίγο ακόμα κι οι αντάρτες φτάνουν στον προορισμό τους.
Ήρθε το ρούσικο πολεμικό με το φορτίο των όπλων, αλλά φτάσαν μαζί και τούρκικες δυνάμεις που πιάσανε τα πόστα για να χτυπήσουν τούτους τους ελεεινούς γκιαούρηδες, που δεν σκύβουν το κεφάλι για να τους σφάξουν, παρά έχουν το θράσος ν' αρματώνωνται και να τους βάζουν σε μπελάδες. Δύσκολη θάναι τούτη η μάχη και θα κρατήση μέρες, γιατί είναι πολύς ο τούρκικος στρατός και κάμποσοι οι Έλληνες αντάρτες, που ταμπουρώθηκαν στα γύρω κι είν' έτοιμοι όχι μονάχα να κρατήσουνε την άμυνα, αλλά να πέσουν απάνω στον εχθρό, να τον λιανίσουν.
Ξεφορτώνει το καράβι κι αντιλαλά ο τόπος απ' την αντάρα της μάχης. Αγώνας ζωής και θανάτου είν' αυτός — αγώνας των Τούρκων για το δικαίωμά τους ν' αφανίζουν τους Χριστιανούς και των Ελλήνων να προστατέψουν την ζωή και την τιμή τους, να πέσουν απάνω στον εχθρό, να τον λιανίσουν.
Πολλές μέρες κράτησε η μάχη, μ' επιμονή, με λύσσα, με όλο και νέες ενισχύσεις των Τούρκων, που ωστόσο κρατήθηκαν μακρυά, θριάμβεψε η αντρειωσύνη του Αντών πασά και το αλάθητο βόλι των παλληκαριών του. Φρυάξανε για μια φορά ακόμα οι τούρκικες αρχές καθώς οι αντάρτες ξαναπήραν τα βουνά, έχοντας και τα φορτία με τα όπλα, φόβος και θρύλος έγινε τ' όνομα του ψυχωμένου οπλαρχηγού, που όσοι γράψανε γι' αυτόν τον λένε
«Πόντιο Κολοκοτρώνη».
Αλλά η πιο σκληρή μάχη του Αντών πασά δόθηκε όταν οι τούρκικες αρχές βάζοντας πείσμα να τον εξοντώσουν, αποφασίζουν να τον χτυπήσουν μέσα στην ίδια τη φωλιά του και στέλνουν απόσπασμα από 800 άντρες που κυκλώνουν το λημέρι του. Η κατάσταση ήταν πιο δύσκολη τώρα, γιατί οι Τούρκοι χτυπούσαν απ' όλες τις μεριές κι ο Αντών πασάς έβλεπε ότι είναι κυκλωμένος. Γιουρούσια και κόντρα γιουρούσια, πείσμα από δω, λύσσα από κει, η μάχη κράτησε πολλές μέρες και στο τέλος οι Τούρκοι μη μπορώντας ν' ανθέξουν περισσότερο στην ορμή των παλληκαριών του Αντών πασά, τα παρατάνε και φεύγουν ντροπιασμένοι, δίνοντάς του μια ακόμα μεγάλη νίκη.
Άλλος τρόπος, λοιπόν, δεν έμενε παρά η πονηριά, αλλιώς ήταν αδύνατο να γλυτώσουν απ' τον καταραμένο τούτον γκιαούρη, που εξευτέλιζε το τούρκικο μιλέτι. Έτσι, πιάσαν και φτιάξαν μια επιτροπή απ' τον μητροπολίτη Αμισού και πρόκριτους Έλληνες, ν' ανέβη στο λημέρι του, να του προτείνει... ειρήνη. Γιατί να χτυπιούνται άδικα Έλληνες και Τούρκοι; Αδέλφια δεν ήσαν; Ανάθεμα στον Ρώσο —καχρολσούν— που τους έβαλε να μαλώνουν και να χύνουν τζάμπα και βερεσέ το αίμα τους.
Ειδοποιήθηκε ο Αντών πασάς, ότι έρχεται στα λημέρια του μια επιτροπή από σεβάσμιους πατριώτες του και τους καλοδέχεται στο στρατηγείο του. Τους βάζει να καθήσουν κι εκείνοι του λένε, ότι του φέρνουν προτάσεις των τούρκικων άρχων για συνεννόηση. Και ποιες, λοιπόν, είναι οι προτάσεις; Πρώτον, οι Τούρκοι τα συγχωράνε μεγαλόκαρδα όλα όσα πάθαν και δίνουν αμνηστία. Δεύτερον, να σταματήση κάθε εχθροπραξία και να γίνουν φίλοι Έλληνες και Τούρκοι. Για να γίνει, όμως, αυτό —τρίτον— θα πρέπει, βέβαια, να παραδώσουνε τα όπλα τους. Τέταρτον, να μην ανησυχή καθόλου ο Αντών πασάς, γιατί οι τούρκικες αρχές θα φροντίσουν ν' αποκαταστήσουν όλους τους άντρες του στα σπίτια τους, όπου θα μπορούν να ζήσουν ήσυχη ζωή κι ούτε θα τολμήση κανείς να τους πειράξη. Πέμπτον και τελευταίον — τι άλλο θέλουν;— μέχρι και γρόσια θα τους δώσουν για να τα φέρουν βόλτα.
Ρωτά ο δεσπότης:
—Λοιπόν;
Σκέφτεται ο αρχηγός. Δεν είναι άσχημες οι προτάσεις, μόνο που έχουν ένα κακό: Εκείνοι που τις κάνουν είναι Τούρκοι. Ξέρει ο Αντών πασάς τους Τούρκους και τι ζυγίζει ο λόγος τους.
—Όχι.
Παίρνει τον δρόμο πίσω η επιτροπή και φέρνει στην Αμισό την απάντηση που κάνει τους Τούρκους να σκυλιάσουν. Τότε η τούρκικη κυβέρνηση αποφασίζει την επικήρυξή του και τοιχοκολλά: Πενήντα χιλιάδες λίρες θα πάρη όποιος σκοτώση τον γκιαούρη αρχιληστή και φέρει το κεφάλι του. Μια μέρα —Αύγουστος του 1917— ο ξακουστός οπλαρχηγός σκοτώνεται. Απ' άκρη σ' άκρη των βουνών αντιλαλά το κλάμα της κλεφτουριάς που έχασε το πιο γενναίο παλληκάρι της. Αλλά δεν είναι καιρός για κλάματα. Την θέση του παίρνει αμέσως άλλος, και ο αγώνας συνεχίζεται.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου