Δευτέρα 25 Φεβρουαρίου 2013

Οι διωγμοί σε βάρος των Ελλήνων του Πόντου.

Την επισφαλή , γενικά, ζωή των Ποντίων την τάραζαν, από καιρό σε καιρό, οι εντονότεροι διωγμοί των Τούρκων αρχόντων σε βάρος των Χριστιανών που κάποτε ήταν τόσο άγριοι, ώστε ανάγκαζαν πολλούς από  αυτούς να λυγίζουν και να γίνονται Μουσουλμάνοι. Αρκετοί , βέβαια, ξαναγύριζαν σε λίγο στη χριστιανική θρησκεία και η εκκλησία τους δεχόταν πάλι με χαρά στους κόλπους της.
Αλλά οι Τούρκοι αντιδρούσαν, όπως είπαμε πιο πάνω, βίαια εναντίον τους και μερικούς τους θανάτωναν, γιατί η μουσουλμανική θρησκεία, που τους θεωρούσε δικούς της πια, απαγόρευε, με ποινή θανάτου, την «εξόμωση». Μ' αυτό τον τρόπο δημιουργήθηκαν οι νεομάρτυρες της εκκλησίας στον Πόντο.
Η επιστροφή στη χριστιανική θρησκεία γινόταν και με έναν άλλο τρόπο, τον «κρυφοχριστιανικό». Πολλοί, δηλαδή, που μετάνιωναν και γυρνούσαν στο Χριστιανισμό, φοβούνταν να φανερώσουν την πραγματική πίστη τους. 
Έτσι, εξακολουθούσαν εξωτερικά να παριστάνουν τους Μουσουλμάνους, όπως οι παλαιότεροι προαναφερμένοι Κρυφοχριστιανοί, και να τηρούν τους τύπους της μωαμεθανικής θρησκείας. 
Μιλούσαν όμως την ελληνική γλώσσα, και, κρυφά, ακολουθούσαν όλα τα χριστιανικά έθιμα και τα μυστήρια της θρησκείας που πίστευαν συνειδητά. Κοντά στους παλιούς Κρυφοχριστιανούς, λοιπόν, προστέθηκαν και οι νέοι τούτης της κατηγορίας.
 Μ' αυτόν τον τρόπο σώθηκαν για τον ελληνισμό πολλοί κάτοικοι των χωριών Σταυρίν και Κρώμνη και αρκετοί άλλοι από τις περιφέρειες της Άρδασας, της Δορύλης (Τορούλ), της Γημωράς (Γεμουράς), της Ματσούκας και των Σουρμένων.
Στα αμιγή χωριά, όπου όλοι οι κάτοικοι ήταν Έλληνες, τα πράγματα ήταν πιο εύκολα και η τήρηση των χριστιανικών εθίμων και τύπων, πιο απλή και χωρίς κινδύνους. Ο παπάς, μεταμφιεσμένος σε δερβίση ή χότζα, έμπαινε σας υπόγειες εκκλησίες που είχαν οι Κρυφοχριστιανοί και λειτουργούσε κανονικά, χριστιανικά.
 Επίσης, τους βάφτιζε, τους πάντρευε, και τους κήδευε κρυφά. Στα μεικτά χωριά όμως, με Χριστιανούς και Μουσουλμάνους κατοίκους, τα πράγματα ήταν πιο δύσκολα και επικίνδυνα, γιατί οι τουρκικές αρχές, όταν μάθαιναν ότι κάποιος, που τον ήξεραν για Μουσουλμάνο, ασκούσε κρυφά χριστιανικές τελετουργίες, τον θανάτωναν. Το ίδιο βέβαια πάθαινε και ο παπάς που συλλαμβανόταν να παντρεύει ή να κηδεύει Κρυφοχριστιανούς, που οι Τούρκοι τους θεωρούσαν Μουσουλμάνους.
Γκραβούρα του Ερζερούμ (από την συλλογή του Α. Αρτόπουλου)

Οι νεομάρτυρες του Πόντου, επομένως, μπορούν να διαιρεθούν σε τρεις κατηγορίες:
 α) Σε κείνους που από την αρχή, μολονότι βασανίστηκαν από τους Τούρκους για να γίνουν Μουσουλμάνοι, αρνήθηκαν να αλλάξουν την πίστη τους και βρήκαν μαρτυρικό θάνατο, 
β) Σε κείνους που εξισλαμίστηκαν βίαια, αλλά ξαναγύρισαν στη χριστιανική θρησκεία και γι αυτό θανατώθηκαν. Και 
γ) στους δήθεν Μουσουλμάνους, που πιάστηκαν καθώς ασκούσαν κρυφά τα χριστιανικά τους καθήκοντα και σκοτώθηκαν.
Τέτοιοι νεομάρτυρες υπήρξαν πολλοί στον Πόντο. Ενδεικτικά αναφέρουμε το νεαρό παπά Πέτρο, που μαρτύρησε αμέσως μετά την άλωση της Τραπεζούντας, τον Ιωάννη Τραπεζούντιο που ήταν Κρυφοχριστιανός λόγιος και πρόκριτος της Τραπεζούντας και θανατώθηκε το 1500, μόλις αποκαλύφθηκε η πίστη του, τον Ιορδάνη Τραπεζούντιο που μαρτύρησε στις 2 Φεβρουαρίου του 1650, τον Συμεών Τραπεζούντιο που μαρτύρησε στις 14 Αυγούστου του 1653, τον Παρασκευά, δημογέροντα της Τραπεζούντας, που κρεμάστηκε την 1η Μαρτίου του 1650, και τον Ηλία, γιο παπά από το Κρυονέρι (Σοούκ-σου) της Τραπεζούντας που μαρτύρησε στις 27 Φλεβάρη του 1749.
Οι διωγμοί εναντίον των Χριστιανών συνεχίστηκαν σ' όλη τη διάρκεια του 17ου αι. και εντάθηκαν με αγριότητα. Συνέπεια αυτής της αγριότητας ήταν ο μητροπολίτης Τραπεζούντας Ιγνάτιος (1610-1620) να κινδυνεύσει να χάσει τη ζωή του και ο μητροπολίτης Φιλόθεος (1659-1665) να δειλιάσει, να παρατήσει το ποίμνιο του και να φύγει. Στη φυγή το έριξαν και οι δυο μεγάλες ποντιακές οικογένειες των Υψηλαντών και των Μουρούζηδων, όπως θα δούμε παρακάτω.
Αποκορύφωμα της δυστυχίας των ραγιάδων του Πόντου απετέλεσε η εμφάνιση των Ντερεμπέηδων, των τοπικών Τούρκων τιμαριούχων, που τυράννησαν άγρια τους Χριστιανούς.
 Οι δυνάστες αυτοί παρουσιάστηκαν στην περιοχή κατά τα μέσα του 17ου αιώνα και βρίσκονταν σε διαρκή στάση απέναντι στο κράτος, αλλά και σε διάσταση με τους ομοίους τους. Έτσι, άλλοτε πολεμούσαν μεταξύ τους, άλλοτε κατάτρεχαν τους Χριστιανούς κι άλλοτε στρέφονταν εναντίον της κεντρικής εξουσίας. 
Ωστόσο, σε κάθε περίπτωση, τα θύματα ήταν πάντα οι Έλληνες. Τέτοιοι Ντερεμπέηδες παρουσιάστηκαν στη Γωνία, κοντά στο Βατούμ, στη Ριζούντα, στον Όφι, στα Σούρμενα, στη Ματσούκα, στα Πλάτανα, στα Κόραλλα (Γκιόρελε), στην Τρίπολη και στην Κερασούντα.
Ακόμα και η Τραπεζούντα ήταν τότε χωρισμένη σε τρία τιμάρια τριών Ντερεμπέηδων, που διέθεταν και δικούς τους νυχτοφύλακες ο καθένας. Οι τελευταίοι, από τις τρύπες που υπήρχαν στα συνοριακά τους τείχη, παρατηρούσαν και σκότωναν όποιον τολμούσε να περάσει από το ένα φέουδο στο άλλο.
Σε κάποιον από τους συχνούς εμφύλιους πολέμους ανάμεσα στους Ντερεμπέηδες, κατά τον 17ο αιώνα, ο λοφίσκος του Αγίου Ευγενίου, στην πόλη της Τραπεζούντας, έγινε το στήριγμα εναντίον της μερίδας των πυροβολητών Γενιτσάρων του Μέσου φρουρίου που αντιστέκονταν στην Ακρόπολη. Σαν φρούριο χρησιμοποιούνταν και το μοναστήρι της Θεοσκέπαστης. 
Συνέπεια των συγκρούσεων αυτών ήταν να καούν και να καταστραφούν ολοκληρωτικά τα ανάκτορα των Κομνηνών, μαζί με όλα τα άλλα κτίσματα ολόγυρά τους, που η ανέγερση τους αναγόταν σ' όλη τη διάρκεια της εποχής των βασιλέων του Πόντου.
Εξαιτίας των πιέσεων, καταπιέσεων και δεινών που προκαλούσαν οι Ντερεμπέηδες, καθώς και των διωγμών που έγιναν τον καιρό του σουλτάνου Μεχμέτ Δ' (1648-1687) και των μεγάλων Βεζίρηδων Μεχμέτ Κιοπρουλού (1656-1661) και Αχμέτ Κιοπρουλού (1661-1676), εξισλαμίστηκαν ομαδικά ολόκληροι πληθυσμοί από την περιοχή του Άκαμψη ποταμού (Τσορόχ) ως τις περιοχές Τραπεζούντας, Ριζούντας, Όφι, Σουρμένων και Γημωράς (Γεμουράς). 
Η παράδοση μάλιστα λέει ότι πολλοί Χριστιανοί της περιφέρειας Όφι εξισλαμίστηκαν μαζί με τον επίσκοπο τους Αλέξανδρο, που μετονομάστηκε σε Ισκεντέρ, ενώ άλλοι πολλοί αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν στη Σινώπη και άλλοι τόσοι στη Ρωσία. Αλλά και από την Κερασούντα αναγκάζονταν τότε να φεύγουν και να μεταναστεύουν αλλού.
Γκραβούρα της Τραπεζούντας ( Από την συλλογή του Τάσου Κυριακίδη)

Ο πατριάρχης Ιεροσολύμων Δοσίθεος που επισκέφτηκε τον Πόντο στα 1681, περιγράφει ως εξής τη θλιβερή αυτή κατάσταση στο βιβλίο του Ιστορία περί των έν Ιεροσολύμοις Πατριαρχευσάντων. «Από Σουρμένων έως Γκουρίας (Γεωργίας) και του ποταμού Τσορόχι, πρό εβδομήκοντα έτών ήρχισαν οι Λαζοί σαρακηνίζειν (να εξισλαμίζονται) και ούκ έμεινεν ουδέ μία εκκλησία ή ιερεύς έν όλη έκείνη τή έπαρχία, αλλά μόνον γυναίκες τινές (χριστιανές)».
 Τον ίδιο καιρό εξισλαμίστηκαν και οι κάτοικοι νότια από τη Ριζούντα, στην περιφέρεια Χεμσίν όπου ζούσαν Έλληνες και Αρμένιοι, καθώς και οι συμπαγείς ελληνικοί πληθυσμοί της περιοχής Θοανίας (Τόνιας), οι οποίοι όμως, μέχρι σήμερα, όπως και οι εξισλαμισμένοι του Όφι, μιλάνε την ελληνική ποντιακή διάλεκτο.
Από τους παραπάνω εξισλαμισμένους, μόνο στην περιφέρεια Σουρμένων και Γημωράς (Γεμουράς) απέμειναν λίγοι Κρυφοχριστιανοί. Όλοι οι υπόλοιποι έγιναν πια φανερά και κρυφά Μουσουλμάνοι. 
Από αυτούς, οι Λαζοί και οι εξισλαμισμένοι των Σουρμένων και της Γημωράς, μαζί με τη θρησκεία έχασαν και την ελληνική γλώσσα τους. Όσοι όμως κατοικούσαν γύρω στον Ψυχρό ποταμό (Μπαλτατζή-ντερέ), δηλαδή οι Οφίτες (τουρκικά Οφλήδες, κάτοικοι της περιοχής Όφι), διατήρησαν την ελληνική γλώσσα και τα ελληνικά έθιμα και θυμούνται ακόμα την ελληνική καταγωγή τους.
 Οι τελευταίοι είναι οι πιο ήμεροι από τη φυλή των εκχριστιανισμένων και εξελληνισμένων Λαζών και, σύμφωνα με την πατρογονική τους παράδοση, ασχολούνται με τα γράμματα και τη θεολογία.
 Για πολύ καιρό μάλιστα, οι μουσουλμανικές, θεολογικές και ιερατικές σχολές του Όφι ήταν οι τελειότερες σ' όλη την Οθωμανική αυτοκρατορία. Οι εξισλαμισμένοι άντρες στον Όφι ξέρουν και την τουρκική γλώσσα, λόγω της επαφής τους με την πόλη, με τις αρχές και λόγω της θητείας τους στον τουρκικό στρατό, αλλά οι γυναίκες τους, όπως και οι ίδιοι μέσα στα σπίτια τους, μιλάνε μόνο την ελληνική ποντιακή διάλεκτο, και μάλιστα πολύ καθαρότερα από τα άλλα μέρη του Πόντου, όπως το διαπίστωσα και ο ίδιος με προσωπική κουβέντα μαζί τους σ' ένα ταξίδι μου.
 Επιπλέον, και τα χωριά τους, μέχρι σήμερα, διατηρούν τις παλιές ελληνικές ονομασίες: Παλαιοχώριν, Μεσοχώριν, Ξένος,Φωτεινός, Χαλάεσσα, Γοργορά, Κοντού, Χωλός, Όκελος, Αληθινός, Υψηλή ή Υψηλάντων, από όπου προήλθε η ομώνυμη οικογένεια των Υψηλάντων (με τον ποντιακό τονισμό) ή Υψηλαντών (με το λόγιο τονισμό).
Στα εξισλαμισμένα αυτά χωριά σώζονται πολλοί ναοί, χειρόγραφα και εικόνες του ελληνικού τους παρελθόντος.
Ο μητροπολίτης Χρύσανθος αναφέρει ότι πολλές οικογένειες Οφιτών (Οφλήδων) φυλάγουν τα ευαγγέλια και τα εικονίσματα που έχουν κληροδοτηθεί σ' αυτούς από τους πατέρες τους σαν ιερά λείψανα. Στα 1917, κατά την ρωσική κατοχή της Τραπεζούντας, παρουσιάστηκαν στον ίδιο, που περιόδευε στον Όφι και βρισκόταν στο ελληνικό χωριό Γίγα, 300 μπέηδες, ιμάμηδες και χοτζάδες, μαζί με τον μουσουλμάνο δήμαρχο της πόλης Όφι για να τον χαιρετήσουν και να τον ευχαριστήσουν για την προστασία την οποία τους πρόσφερε η εκκλησία της Τραπεζούντας απέναντι στο ρωσικό στρατό και τις ρωσικές αρχές. 
«Η φυσιογνωμία τους», παρατηρεί ο μητροπολίτης, «σε τίποτε δε διέφερε από τη φυσιογνωμία των Οφιτών που είχαν παραμείνει χριστιανοί. 
Και, επιπλέον, οι ελληνόφωνοι τούτοι μουσουλμάνοι Οφίτες ήξεραν την ιστορία της αλλαξοπιστίας των προγόνων τους και γι' αυτό, εκτός από τις ευχαριστίες τους, αντάλλαξαν λόγια συμπάθειας, στοργής και αγάπης, και συμπεριφέρθηκαν, γενικά, σαν να είχαν μπροστά τους έναν δικό τους ποιμενάρχη».
Ελληνόφωνοι, αλλά όχι τόσο ήμεροι, όπως οι Οφίτες, είναι οι εξισλαμισμένοι χριστιανοί της Θοανίας (Τόνιας), οι Τονιαλήδες, παρ' όλο που και αυτωνών τα χωριά διατήρησαν τα ελληνικά ονόματά τους: Κατωχώριν, Μεσοπλάγιν, Μεσοπέδιν κλπ.
Κάτω από τις αφόρητες συνθήκες που επικράτησαν από τα μέσα του 17ου αιώνα με τους Ντερεμπέηδες, πολλοί Έλληνες, για να αποφύγουν τις πιέσεις, την τυραννία και τον εξισλαμισμό που επιβαλλόταν με τη βία, κατέφυγαν, όχι μόνο στην Κωνσταντινούπολη, αλλά και στη Ρωσία και τη Μολδοβλαχία, όπου συγκρότησαν ελληνικές κοινότητες, οι οποίες με τον καιρό προόδευσαν πολύ.
 Στη Μολδοβλαχία, ιδιαίτερα, επί δύο ολόκληρους αιώνες, τον 17ο και 18ο, οι Πόντιοι λόγιοι έγιναν πρωτεργάτες της πνευματικής κίνησης και της αναγέννησης που συντελέστηκε εκεί.
Έτσι, λοιπόν, με τους βίαιους εξισλαμισμούς και τη φυγή των Ελλήνων του Πόντου είχε σχεδόν ερημωθεί η χώρα. Μάρτυρας της κατάστασης αυτής στάθηκε στα 1681 ο προαναφερμένος πατριάρχης Ιεροσολύμων Δοσίθεος που μας την περιγράφει ως εξής: 
«... ότι έν τή Άμάστριδι είσί πολλαί έκκλησίαι και καμπαναρεία, αλλ' ουδείς έστι χριστιανός. Ότι Τίειον, Κρώμνα καί Κοτύωρα έρημα. Ότι έν τη Οίωνοπόλει (Ίωνοπόλει, Ίνεπόλει) ήν καί Άβώνου τείχος λέγει ό Λουκιανός, είσί πέντε χωρία ορθόδοξα, έως εις όγδοήκοντα οικίας ποσούμενα, καί έκεί εύρον πεντηκοστάριον, έχον έν ταίς της έβδομάδος ήμέραις Τριώδια αναστάσιμα, έν δέ τω Τριωδίω της Πεντηκοστης θεολογείται λαμπρώς το Πνεύμα τό άγιον έκ πατρός μόνου. 
Οτι ή Στεφάνη υπό Ρώσων ήρημώθη. Άπήλθομεν δέ Μαρτίου ένδεκάτη (1681) εις Σινώπην, καί την είκοστήν δευτέραν έξήλθομεν... Ότι ή 'Αμισός, Μιλησίων κτίσμα πρώτον, καί ύστερον  Αθηναίων, ούκ έχει δέ χριστιανόν ούτε ένα, αλλά χωρίον έστί πλησίον αύτής έν καί μόνον χριστιανικόν. Ότι ό ποταμός Ιρις (Τζαρσαμπάς), χριστιανόν ούκ έχει, ούτε ή Νεοκαισάρεια, αλλ' έν μόνη τή Άμασεία είσίν όλιγοστοί... 
Ότι τό Ίνεον έστί τό Πολεμώνιον, καν άγνοούμενον ύπό τών νυνί γράφηται καί λέγηται διαφόρως, καί μάχεται ό Νεοκαισαρείας μετά τού Άμασείας περί αύτού, ότι δέ τού Νεοκαισαρείας έστίν, άναντίρρητόν έστιν... Ότι έν τη Κερασούντι ευρίσκονται μερικοί χριστιανοί, ομοίως καί έν Τριπόλει, ότι καί έν τω της Τριπόλεως κάστρω ούκ έστιν χριστιανός τις, άλλα μόνον ναός τις της Θεοτόκου άξιόλογος, όν βουληθέντες σαρακηνίσαι οι Οθωμανοί, έκωλύθησαν δείμασι (άπό φόβους, προλήψεις, δεισιδαιμονίες) πασιδήλοις, όθεν εκάστη Κυριακή οι χριστιανοί εισερχόμενοι, λειτουργούσιν εκεί λαμπρώς έως της σήμερον. Εισήλ-θομεν δε εις Τραπεζούντα Απριλίου έκτη (1681)».
Οι πιέσεις και οι διωγμοί, καθώς και οι ερημώσεις από τους Ντερεμπέηδες συνεχίστηκαν και κατά τον 18ο αιώνα. Σε μια ενθύμηση που ήταν σημειωμένη σ' ένα χειρόγραφο νομοκάνονα της κοινότητας Κερασούντος αναφέρονται τα παρακάτω σχετικά: 
«Κατά τω χιλιοστώ» έπτακοσιοστώ εξηκοστώ τετάρτω (1764) έτει, κατά μήνα Αύγουστον, ήμερα έκτη της αγίας Μεταμορφώσεως ήχμαλωτίσθη ή πολιτεία της Κερασούντος ύπό Χατζίπεγιν, καί έβάσταξεν ό πόλεμος ήμέρας οδ' (74) καί ύστερον έκαταπόντισεν τον Τιστάρογλην (ντερέμπεην Κερασούντας) καί επήραν τό κάστρον καί κατερήμαξαν την πολιτείαν, ομοίως καί την έκκλησίαν έρήμαξαν καί... μένους χριστιανούς τούς... καί ό Κύριος νά τους ελεήσει».
Γκραβούρα της Τραπεζούντας (Συλλογή του Α. Αρτόπουλου)

Αλλά και πολύ κατοπινά συνεχίστηκε η εσωτερική αναστάτωση στον Πόντο. Έτσι, στις αρχές του 19ου αιώνα, η ελληνική κοινότητα των Κοράλλων (Γκιόρελε) καταστράφηκε, ενώ η ίδια η πόλη Κόραλλα ανασκάφτηκε κατά τις συγκρούσεις των Ντερεμπέηδων μεταξύ τους. Συγκεκριμένα, στα 1811, όταν Γενικός Διοικητής (βαλής) της Τραπεζούντας ήταν ο φρούραρχος της Φάσιδας (Πότι) Χαζινεντάρ ζαδέ Σουλεϊμάν πασάς, οι Ντερεμπέηδες της Γωνίας, της Ριζούντας, του Όφη, και των Σουρμένων, συμμάχησαν με τους Ντερεμπέηδες της Τραπεζούντας, των Κοράλλων, της Τρίπολης, και της Κερασούντας. 
Κατά την απουσία του Χαζινεντάρ στη Φάσιδα, οι παραπάνω σύμμαχοι κατέλυσαν τις νόμιμες αρχές και έγιναν κύριοι όλης της παραλίας, από τη Γωνία ως την Κερασούντα.
 Ο Χαζινεντάρ ζαδέ Σουλεϊμάν πασάς ωστόσο δεν το έβαλε κάτω. Επιβίβασε στα πλοία του πολύν στρατό και πολεμοφόδια και έπλευσε από τη Φάσιδα στα Κόραλλα. Φτάνοντας εκεί, αποβιβάστηκε στο λιμάνι και σε μάχη που έδωσε κατόπιν, σύντριψε όλους τους αντιπάλους του. Κατόπιν κατέσκαψε και την πόλη.
Οι Ντερεμπέηδες αυτοί εκτός από τα άλλα, άρπαζαν συχνά τα σπίτια και τα χωράφια των ελεύθερων καλλιεργητών και μετέτρεπαν τους πρώην ιδιοκτήτες τους σε δουλοπάροικους.
Ωστόσο, υπήρχαν και εξαιρέσεις ανάμεσα στους Ντερεμπέηδες, όπως ήταν οι προαναφερμένοι τιμαριούχοι της Ματσούκας, οι Εγιουπλήδες λεγόμενοι, οι οποίοι ήταν μαλακότεροι και επέτρεπαν στους Έλληνες να είναι οπλισμένοι για να τους παίρνουν μαζί τους στις εκστρατείες τους εναντίον άλλων Ντερεμπέηδων.
 Αλλά, εκτός από τους Εγιουπλήδες της Ματσούκας, βρίσκονταν και άλλοι ήπιοι τιμαριούχοι και κάποτε φιλοχριστιανοί, όπως ήταν ο Οσμάν πασάς Σιατήρ ζαδέ της Τραπεζούντας, που έσωσε τους Έλληνες της περιοχής από την εκτέλεση της απόφασης (του σουλτάνου) για τη σφαγή των Χριστιανών κατά την Ελληνική Επανάσταση του 1821. Επίσης, παρόμοιο κίνδυνο αποσόβησε ο ίδιος και κατά την εποχή του ρωσοτουρκικού πολέμου του 1828. Αλλά ο Οσμάν, κατά τον I. Κιουρτσίδη, δεν ήταν άλλος από τον γιο του Απτή, ο οποίος ήταν γιος του Εγιούπ, από την εξισλαμισμένη οικογένεια των Εγιουπλήδων, που αλλαξοπίστησαν από τις αρχές του 16ου αιώνα και κατάγονταν από το χωριό Μουλάκα της Ματσούκας.
Κάποια ανακούφιση στα δεινά των υπόδουλων Ελλήνων του Πόντου σημειώθηκε μετά το 1853, όταν, με την πίεση των Ρώσων και των άλλων Μεγάλων Δυνάμεων, η Τουρκία χαλάρωσε τις πιέσεις και υποσχέθηκε να διατηρήσει τα παλιά προνόμια που είχε δώσει ο Πορθητής. 
Η χαλάρωση αυτή μεγάλωσε, όταν ο σουλτάνος Μετζίτ εξέδωσε στις 18 Φεβρουαρίου του 1856, κάτω από την πίεση των παραπάνω Δυνάμεων, το περίφημο «Χάττι χουμαγιούν» (αυτοκρατορικό διάταγμα), με το οποίο εγγυόταν το προνομιακό καθεστώς που είχε παραχωρηθεί στους Έλληνες από τον Μωάμεθ Β'.
Από τότε άρχισε κάποια κίνηση και ζωή στον Πόντο. Αυξήθηκε ο πληθυσμός του και σταμάτησε το μεταναστευτικό ρεύμα, ιδιαίτερα αυτό που κατευθυνόταν προς τη Ρωσία. Επίσης, μετά το 1856 και την έκδοση του Χάττι χουμαγιούν, 4 χιλιάδες Κρυφοχριστιανοί της Τραπεζούντας, της Κρώμνης, της Ματσούκας, των Σουρμένων και της Γημωράς (Γε-μουράς), ξεθάρρεψαν και φανερώθηκαν. Μόνο όσοι από αυτους ζούσαν στα απόκεντρα μέρη δεν τόλμησαν να επωφεληθούν από τη διακήρυξη της ανεξιθρησκίας. Παρέμειναν Κρυφοχριστιανοί, από φόβο μήπως, αν αποκαλύψουν την πίστη τους, τους εκδικηθούν οι Τούρκοι.
Τους πρώτους Κρυφοχρισττανούς που φανερώθηκαν τους ακολούθησαν και άλλοι, όπως αυτοί του Κοβάς (Κοάς), της Πάρτης (Παρτίν), της περιοχής Γιαγλίτερε, του Σταυρίν, της Μούζενας, του Στύλου, της Χάραβας, του Ταντουρλού, της Σήσε, της Ποντίλας, της θέρσας, της Άγουρσας, της Λαραχανής, του Καπίκιοϊ, της Γαλίανας, της Χατζάβερας, της Κάβαρας και άλλων χωριών. Το σύνολο τοον Κρυφοχρισιιανών που φανερώθηκαν τότε έφτασε τελικά τις 20.000.


Χρηστος Σαμουηλιδης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah