Το πρόβλημα του αδιαχώρητου σε όλα τα κέντρα υποδοχής ήταν πιο οξύ στο λιμάνι της Πάτρας όπου ήδη ένας στους τέσσερις κατοίκους ήταν πρόσφυγας και λίγο πριν τα Χριστούγεννα τρία μεγάλα εμπορικά πλοία που μετέφεραν 6.000 ανθρώπους έφτασαν στο λιμάνι. Στα φιλοβασιλικά οχυρά της Πελοποννήσου όπως η Πάτρα, οι νεοφερμένοι ήλθαν αντιμέτωποι με τη λαϊκή δυσαρέσκεια καθώς θεωρήθηκε, σωστά, ότι η άφιξη τους θα αύξανε τη δύναμη του Βενιζέλου και των δημοκρατικών στην περιοχή.
Η πικρή προφορική μαρτυρία μιας γυναίκας από την Κερασούντα, στα παράλια της Μαύρης Θάλασσας, η οποία αποβιβάστηκε στην Πάτρα στα τέλη Δεκεμβρίου είναι αποκαλυπτική.
Χειμώνας καιρός. Χριστουγεννιάτικα. Τί σπουδαίοι άνθρωποι κι εκείνοι! Άπονοι, πολύ άπονοι άνθρωποι οι Πατριναίοι. Πεινασμένοι, κουρασμένοι και ταλαιπωρημένοι από το δρόμο, ακούσαμε να μας καλωσορίζουν. «Τι θέλετε στον τόπο μας, Τουρκόσποροι; Να πάτε στο Βενιζέλο σας».
Ως το τέλος Μαρτίου η ελληνική κυβέρνηση συμφώνησε να άρει τους περιορισμούς σχετικά με την άφιξη προσφύγων από τη Μαύρη Θάλασσα, αφού πήρε διαβεβαιώσεις ότι στην Τουρκία θα σταματούσαν οι απελάσεις των Ελλήνων. Για την ακρίβεια, οι απελάσεις είχαν ελάχιστα μειωθεί. Ο ηθικός αυτός εκβιασμός της χρήσης «πλοίων τύφου» ως όπλων, δίνει μία εικόνα της ατμόσφαιρας καχυποψίας μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας παρά τις όποιες αναλαμπές στρατηγικής συνεννόησης που υπήρχε ανάμεσα στους ηγέτες τους.
Όποια και να ήταν τα αισθήματά της απέναντι στην Τουρκία, η ελληνική κυβέρνηση δεν μπορούσε να αγνοήσει τις συμβουλές των δυνάμεων της δύσης από τις οποίες ήταν δυστυχώς όλο και περισσότερο εξαρτημένη λόγω της επιδείνωσης της κρίσης. Στις 27 Μαρτίου του 1923 ο απεσταλμένος της Ελλάδας στην Ισταμπούλ πληροφόρησε την Αθήνα ότι στην πόλη η κατάσταση είχε φτάσει στο απροχώρητο. Το παραδοσιακό δίκτυο ιατρικής και κοινωνικής περίθαλψης, κάποτε πολύ εντυπωσιακό, βρισκόταν σε οριακό σημείο.
Ο διοικητής του μεγαλύτερου ελληνικού νοσοκομείου είχε πεθάνει από τύφο και πολλοί από το νοσηλευτικό προσωπικό ήταν βαριά άρρωστοι. Οι 'Ελληνες της Ισταμπούλ ζητούσαν από την Αθήνα να ενισχύσει οικονομικά την κατασκευή ενός νέου πρόχειρου νοσοκομείου. Η Αθήνα δεν μπορούσε φυσικά να συνδράμει αλλά χρησιμοποίησε αυτή την έκκληση για να ζητήσει χέρι βοήθειας από την Κοινωνία των Εθνών.
Δεν πέρασαν λίγες μέρες και η Αμερικανική κυβέρνηση, με λίγη πίεση από τον Αμερικανικό Ερυθρό Σταυρό και εν μέρει λόγω της «κόπωσης» των χρηματοδοτών της· προειδοποίησε την Ελλάδα ότι η έκτακτη βοήθεια θα έπαυε σε λίγους μήνες. Υπήρχε ανάγκη άμεσης και μακροπρόθεσμης λύσης για το πρόβλημα των Ελλήνων προσφύγων και δεν μπορούσε να βρεθεί χωρίς την εκτεταμένη εισαγωγή εμπειρίας, αλλά και μετρητών, από το εξωτερικό.
Ως τα μέσα του 1923 είχαν γίνει ορισμένα βήματα για την καταπολέμηση της ευλογιάς, μιας επιδημίας που αντιδρά θετικά στον εμβολιασμό. Ο τύφος όμως, ο οποίος εξαπλώνεται ταχύτατα από τις ψείρες που κυκλοφορούν μεταξύ ανθρώπων που ζουν σε συνθήκες περιορισμού, εξακολούθησε να ταλαιπωρεί τους νεοφερμένους πρόσφυγες .
Αν το ποσοστό θανάτων από αυτή την μάστιγα μειώθηκε κάποια στιγμή αυτό οφείλεται j κατά μέγα μέρος στη μικρότερη και λιγότερο γνωστή από τις τρεις Αμερικανικές αποστολές που δρούσαν στην Ελλάδα. Μία εντελώς ανεξάρτητη οργάνωση με βάση τη Νέα Ι Υόρκη που είχε ιδρυθεί από γυναίκες γιατρούς το 1911 και ονομαζόταν Νοσοκομεία Αμερικανίδων Γυναικών.
Στην Ελλάδα, επικεφαλής ήταν κάποια Έσθερ Λαβτζόι, μία εξωστρεφής και ευφυής προσωπικότητα, της οποίας τα απομνημονεύματα με τίτλο Oρισμένες Σαμαρείτισσες περιέχει μερικές από τις καλύτερες περιγραφές της κατάστασης.
Αφού έζησε την καταστροφή της Σμύρνης και την απέλαση δύο εβδομάδες αργότερα των γυναικόπαιδων που είχαν επιζήσει από αυτή την φρικαλεότητα, επέστρεψε στη Νέα Υόρκη για να βρει χρηματοδότες. Ταξίδεψε στην τρίτη θέση, εφαρμόζοντας τη θεωρία της ότι αυτός ήταν ο μόνος τρόπος για να εξοικονομήσει χρήματα και να βοηθήσει ους πρόσφυγες. Ως το τέλος του 1922 η ίδια και οι συνάδελφοι της είχαν εγκατασταθεί και εργάζονταν κανονικά στα υπερχειλισμένα ιατρεία των νησιών του ανατολικού Αιγαίου. Ο ντόπιος πληθυσμός παρακολουθούσε κατάπληκτος και πλήρης σεβασμού ένα σύστημα όπου όλη η δύναμη, συμπεριλαμβανομένης και της έκδοσης επιταγών, βρισκόταν σε γυναικεία χέρια.
Το βαρύτερο φορτίο που επωμίστηκαν αυτές οι γιατρέσσες από την Αμερική ήταν η εποπτεία της Μακρονήσου, ενός θλιβερού, ανεμοδαρμένου και συνήθως ακατοίκητου νησιού εννέα χιλιομέτρων, που βρισκόταν σε μικρή απόσταση από την παραλία της Αττικής και είχε οριστεί από τις αρχές ως τόπος καραντίνας για τους πρόσφυγες που είχαν προορισμό την Αθήνα.
Στα απομνημονεύματα της η Λαβτζόι περιγράφει πολύ ζωντανά την επίσκεψη της στο νησάκι μία θυελλώδη μέρα τον Φεβρουάριο του 1923. Το πλοίο «Ιωνία» ήταν αγκυροβολημένο στα ανοιχτά χωρίς να μπορεί να προσεγγίσει τη στεριά και λίγες μέρες νωρίτερα ο καπετάνιος είχε στείλει σήμα:
«Τέσσερις χιλιάδες πρόσφυγες. Χωρίς νερό. Χωρίς τροφή. Ευλογιά και τυφοειδής πυρετός μεταξύ των επιβατών». Την επομένη μέρα που κόπασε επιτέλους η καταιγίδα και οι επιβάτες μεταφέρθηκαν στη στεριά, η Λαβτζόι παρατήρησε:
[Μια] τραγική πομπή αποτελούμενη από γυναίκες, παιδιά, ηλικιωμένους και ελάχιστους αρτιμελείς άνδρες προχωρούσε με δυσκολία στην άμμο φορτωμένη με μπόγους. Πολλοί από τους ηλικιωμένους ήταν τόσο εξαντλημένοι που χρειάστηκαν βοήθεια για να κατευθυνθούν προς το στρατόπεδο των «ακάθαρτων» όπου όλοι οι νεοφερμένοι ήταν αναγκασμένοι να παραμείνουν μέχρι να ξεψειριαστούν και να απολυμανθούν τα λιγοστά τους υπάρχοντα.
Η ομάδα των Αμερικανίδων είχε ήδη συγκροτήσει και θέσει σε λειτουργία τρία πρόχειρα νοσοκομεία. Ένα για ευλογιά, ένα για τύφο και ένα για μη μεταδοτικές ασθένειες, αν και «πολλοί πέθαιναν μετά την αποβίβαση τους, οι περισσότεροι από εξάντληση που οφειλόταν στην έλλειψη φαγητού ή νερού και στις κακουχίες που προκάλεσε αυτή η εφιαλτική έξοδος».
Ένας Αμερικανός που ήταν μέλος κάποιας άλλης φιλανθρωπικής αποστολής και ταξίδευε με το «Ιωνία» προσπάθησε μάταια να πείσει την Λαβτζόι ότι ήταν πολύ επικίνδυνο να αφήσει μία χούφτα γυναίκες μόνες τους σε ένα νησί, οι προσωρινοί κάτοικοι του οποίου είχαν σχεδόν χάσει τα λογικά τους από τις δοκιμασίες του ταξιδιού. Πολλών τα παιδιά είχαν πεθάνει και είχαν υποστεί το μαρτύριο να βλέπουν τα σωματάκια να πετούνται στη θάλασσα και ύστερα να επιπλέουν γύρω από το καράβι.
Αν ποτέ το νησί απομονωνόταν λόγω κακοκαιρίας και τελείωνε το νερό, αυτοί οι άνθρωποι μπορεί να παραφρονούσαν και να τις σκότωναν. Αυτή η προειδοποίηση καθόλου δεν πτόησε την γιατρό που ήταν υπεύθυνη του νοσοκομείου του νησιού, την κυρία Όλγα Στάσνι από την Όμαχα, η οποία του απάντησε ότι «τα παιδιά μου έχουν μεγαλώσει και παντρευτεί [...] Δεν έχω άλλα καθήκοντα εκτός από τα καθήκοντά μου εδώ».
Τελικά η κυρία Στάσνι παρέμεινε στη Μακρόνησο για άλλους πέντε μήνες περίπου. Ο βασικός βοηθός της Δρ. Πόμπουρας πέθανε από τον τύφο αλλά η ίδια βγήκε ζωντανή από την περιπέτεια 1 και κάποτε μπόρεσε να επιστρέψει στην πατρίδα της τη Νεμπράσκα.
Η παραμονή της Λαβτζόι στη Μακρόνησο ήταν πολύ πιο σύντομη. Μερικές ώρες αφότου παρατήρησε τους πρόσφυγες να «περνούν ένας-ένας από τα τσουκάλια όπου έπαιρναν ένα κομμάτι μαύρο ψωμί και λίγη φασολάδα, βρέθηκε να γευματίζει στο πιο αριστοκρατικό ξενοδοχείο της Αθήνας, τη Μεγάλη Βρετανία. Περιγράφει τα αισθήματα της με αφελή ειλικρίνεια. «Μόλις είχα γυρίσει από τη Μακρόνησο και η ατμόσφαιρα αυτού του κολαστήριου ήταν ακόμα ζωντανή μέσα μου. Στο δωμάτιο έβλεπα πεινασμένα παιδιά [...] τα κοσμήματα που ήταν εκτεθειμένα στην τραπεζαρία θα μπορούσαν να ταίσουν τους παραδαρμένους του νησιού για ένα μήνα». Το ίδιο απόγευμα έστειλε μία αναφορά στο ΔΣ της οργάνωσης.
Οι συνθήκες των προσφύγων δεν περιγράφονται. Άνθρωποι, συνήθως γυναικόπαιδα, χωρίς πατρίδα, απόκληροι όλου του κόσμου. Ανίκανοι να μιλήσουν ελληνικά. Τους μαζεύουν και τους οδηγούν από τόπο σε τόπο σαν τα ζώα. Τους ρίχνουν σε σκοτεινές τρύπες και τρώγλες. Δεν έχουν φαγητό, πετρέλαιο, νερό, σκεπάσματα και ρούχα. Είναι παγωμένοι, πεινασμένοι και άρρωστοι.»
Η Λαβτζόι είχε πλήρη συναίσθηση της ανθρώπινης διάστασης της κρίσης και διέθετε την ικανότητα να προτείνει ρεαλιστικές λύσεις. Φτάνοντας στο λιμάνι του Ρεθύμνου στην Κρήτη, γρήγορα αντιλήφθηκε ορισμένες από τις αλλόκοτες συνέπειες της ανταλλαγής πληθυσμών. Η πόλη ήταν γεμάτη μουσουλμάνους που είχαν φτάσει από την ενδοχώρα φοβούμενοι αντίποινα από τους Χριστιανούς καθώς το Ρέθυμνο, όπου ορισμένοι μουσουλμάνοι κατείχαν αξιώματα στο δήμο, θεωρείτο σχετικά ασφαλές για να παραμείνουν μέχρι να απελαθούν στην Τουρκία.
Επίσης, χιλιάδες χριστιανοί της Ανατολίας που έφταναν στην Κρήτη είχαν κύρια γλώσσα τα τούρκικα και έτσι σαν αποτέλεσμα της «αμοιβαίας κάθαρσης» οι Τουρκόφωνοι έφταναν στην Ελλάδα και οι ελληνόφωνοι έφευγαν για την Τουρκία. Συγχρόνως, όπως φαίνεται από τη μαρτυρία της Λαβτζόι, η χρησιμοποίηση του θρησκεύματος αντί της γλώσσας ως κριτηρίου εθνικής ταυτότητας αντιστοιχούσε απόλυτα με το κοινό αίσθημα για το ποιό απ' τα δύο μετρούσε περισσότερο. Στο Ρέθυμνο οι χριστιανοί κάτοικοι φρόντιζαν τους ομόθρησκους τους, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που μιλούσαν Τούρκικα, και οι μουσουλμάνοι κάτοικοι φρόντιζαν τους δικούς τους που μιλούσαν Ελληνικά. Η επαφή μεταξύ μουσουλμάνων γινόταν στα Ελληνικά, τη μόνη γλώσσα που μιλούσαν οι Κρητικοί.
Στην Κρήτη, η Λαβτζόϊ συνεργάστηκε στενά με τη Μάριαν Κρούκσανκ, μία γιατρό με την οποία εκτός από τις ρίζες τους στο Όρεγκον μοιραζόταν την ικανότητα της πρακτικής και ψύχραιμης αντιμετώπισης των προβλημάτων.
Η Κρούκσανκ ανακηρύχθηκε από τους Κρητικούς «μάντισσα» όταν προειδοποίησε ότι θα ξεσπούσε επιδημία τύφου και ευλογιάς στο στρατώνα έξω από το λιμάνι του Ηρακλείου, όπου ήταν στοιβαγμένοι 3.000 νέοι πρόσφυγες. Όταν η επιδημία βρισκόταν στο ζενίθ η Κρούκσανκ βρήκε τρεις και τέσσερις ανθρώπους ξαπλωμένους στο ίδιο κρεβάτι, εγκαταλελειμμένους από τις έντρομες νοσοκόμες και με τις πληγές τους σκεπασμένες με βρωμερές προβιές. Η φήμη της Αμερικάνας γιατρού απογειώθηκε όταν τους έδειξε πώς να θέτουν υπό έλεγχο τον τύφο εγκαθιστώντας λουτρά και χώρους απολύμανσης από τις ψείρες.
Στο Ρέθυμνο η Λαβτζόι και η Κρούκσανκ βρήκαν προσφυγόπουλα να ζητιανεύουν κρέας έξω από ένα εστιατόριο, κάτι που εξόργισε την Κρούκσανκ η οποία αναφώνησε ότι πολύ θα ήθελε να δει τους πολιτικούς και τους διπλωμάτες που ήταν υπεύθυνοι για την ανταλλαγή πληθυσμών στη θέση των θυμάτων τους. Παρατηρώντας τα πιτσιρίκια, η γιατρός από το Όρεγκον είπε ότι «θα έπρεπε να τριγυρίζουν έξω από τη Βουλή των Κοινοτήτων στις όχθες του Τάμεση, στο εστιατόριο Κάπιτολ στην Ουάσινγκτον, στα καφενεία γύρω από τη Βουλή του Παρισιού και της Ρώμης και ιδίως στα παραλίμνια ξενοδοχεία του Ουσύ στη Λωζάνη».
Ήταν άραγε υπερβολικά σκληρή η κριτική; Υπερασπιστές του πρωτόκολλου της Λωζάνης θα ισχυρίζονταν ότι σκοπός του ήταν να φέρει τάξη και να θέσει κανόνες σε μία ανταλλαγή πληθυσμών που θα γινόταν έτσι κι αλλιώς - και ήδη συνέβαινε υπό τις πιο απάνθρωπες συνθήκες.
Σε κάθε περίπτωση, την ίδια ώρα που οι γιατρέσες αγωνίζονταν να θέσουν την επιστημονική τους κατάρτιση, τις δυνάμεις και το μυαλό τους στην υπηρεσία των προσφύγων για να αντιμετωπίσουν τουλάχιστον τις άμεσες ανάγκες τους, φάνηκε καθαρά ότι τα έκτακτα οικονομικά επιδόματα δεν έλυναν το πρόβλημα. Στα κεντρικά γραφεία της Κοινωνίας των Εθνών λίγα χιλιόμετρα έξω από τη Γενεύη, οι γραφειοκράτες μελετούσαν μία πιο μακροπρόθεσμη λύση στην πρόκληση της εγκατάστασης των προσφύγων και της σταθεροποίησης της κατάστασης στην ανατολική Μεσόγειο.
Η πικρή προφορική μαρτυρία μιας γυναίκας από την Κερασούντα, στα παράλια της Μαύρης Θάλασσας, η οποία αποβιβάστηκε στην Πάτρα στα τέλη Δεκεμβρίου είναι αποκαλυπτική.
Χειμώνας καιρός. Χριστουγεννιάτικα. Τί σπουδαίοι άνθρωποι κι εκείνοι! Άπονοι, πολύ άπονοι άνθρωποι οι Πατριναίοι. Πεινασμένοι, κουρασμένοι και ταλαιπωρημένοι από το δρόμο, ακούσαμε να μας καλωσορίζουν. «Τι θέλετε στον τόπο μας, Τουρκόσποροι; Να πάτε στο Βενιζέλο σας».
Ως το τέλος Μαρτίου η ελληνική κυβέρνηση συμφώνησε να άρει τους περιορισμούς σχετικά με την άφιξη προσφύγων από τη Μαύρη Θάλασσα, αφού πήρε διαβεβαιώσεις ότι στην Τουρκία θα σταματούσαν οι απελάσεις των Ελλήνων. Για την ακρίβεια, οι απελάσεις είχαν ελάχιστα μειωθεί. Ο ηθικός αυτός εκβιασμός της χρήσης «πλοίων τύφου» ως όπλων, δίνει μία εικόνα της ατμόσφαιρας καχυποψίας μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας παρά τις όποιες αναλαμπές στρατηγικής συνεννόησης που υπήρχε ανάμεσα στους ηγέτες τους.
Όποια και να ήταν τα αισθήματά της απέναντι στην Τουρκία, η ελληνική κυβέρνηση δεν μπορούσε να αγνοήσει τις συμβουλές των δυνάμεων της δύσης από τις οποίες ήταν δυστυχώς όλο και περισσότερο εξαρτημένη λόγω της επιδείνωσης της κρίσης. Στις 27 Μαρτίου του 1923 ο απεσταλμένος της Ελλάδας στην Ισταμπούλ πληροφόρησε την Αθήνα ότι στην πόλη η κατάσταση είχε φτάσει στο απροχώρητο. Το παραδοσιακό δίκτυο ιατρικής και κοινωνικής περίθαλψης, κάποτε πολύ εντυπωσιακό, βρισκόταν σε οριακό σημείο.
Ο διοικητής του μεγαλύτερου ελληνικού νοσοκομείου είχε πεθάνει από τύφο και πολλοί από το νοσηλευτικό προσωπικό ήταν βαριά άρρωστοι. Οι 'Ελληνες της Ισταμπούλ ζητούσαν από την Αθήνα να ενισχύσει οικονομικά την κατασκευή ενός νέου πρόχειρου νοσοκομείου. Η Αθήνα δεν μπορούσε φυσικά να συνδράμει αλλά χρησιμοποίησε αυτή την έκκληση για να ζητήσει χέρι βοήθειας από την Κοινωνία των Εθνών.
Δεν πέρασαν λίγες μέρες και η Αμερικανική κυβέρνηση, με λίγη πίεση από τον Αμερικανικό Ερυθρό Σταυρό και εν μέρει λόγω της «κόπωσης» των χρηματοδοτών της· προειδοποίησε την Ελλάδα ότι η έκτακτη βοήθεια θα έπαυε σε λίγους μήνες. Υπήρχε ανάγκη άμεσης και μακροπρόθεσμης λύσης για το πρόβλημα των Ελλήνων προσφύγων και δεν μπορούσε να βρεθεί χωρίς την εκτεταμένη εισαγωγή εμπειρίας, αλλά και μετρητών, από το εξωτερικό.
Ως τα μέσα του 1923 είχαν γίνει ορισμένα βήματα για την καταπολέμηση της ευλογιάς, μιας επιδημίας που αντιδρά θετικά στον εμβολιασμό. Ο τύφος όμως, ο οποίος εξαπλώνεται ταχύτατα από τις ψείρες που κυκλοφορούν μεταξύ ανθρώπων που ζουν σε συνθήκες περιορισμού, εξακολούθησε να ταλαιπωρεί τους νεοφερμένους πρόσφυγες .
Αν το ποσοστό θανάτων από αυτή την μάστιγα μειώθηκε κάποια στιγμή αυτό οφείλεται j κατά μέγα μέρος στη μικρότερη και λιγότερο γνωστή από τις τρεις Αμερικανικές αποστολές που δρούσαν στην Ελλάδα. Μία εντελώς ανεξάρτητη οργάνωση με βάση τη Νέα Ι Υόρκη που είχε ιδρυθεί από γυναίκες γιατρούς το 1911 και ονομαζόταν Νοσοκομεία Αμερικανίδων Γυναικών.
Έσθερ Λάβτζοϊ |
Αφού έζησε την καταστροφή της Σμύρνης και την απέλαση δύο εβδομάδες αργότερα των γυναικόπαιδων που είχαν επιζήσει από αυτή την φρικαλεότητα, επέστρεψε στη Νέα Υόρκη για να βρει χρηματοδότες. Ταξίδεψε στην τρίτη θέση, εφαρμόζοντας τη θεωρία της ότι αυτός ήταν ο μόνος τρόπος για να εξοικονομήσει χρήματα και να βοηθήσει ους πρόσφυγες. Ως το τέλος του 1922 η ίδια και οι συνάδελφοι της είχαν εγκατασταθεί και εργάζονταν κανονικά στα υπερχειλισμένα ιατρεία των νησιών του ανατολικού Αιγαίου. Ο ντόπιος πληθυσμός παρακολουθούσε κατάπληκτος και πλήρης σεβασμού ένα σύστημα όπου όλη η δύναμη, συμπεριλαμβανομένης και της έκδοσης επιταγών, βρισκόταν σε γυναικεία χέρια.
Το βαρύτερο φορτίο που επωμίστηκαν αυτές οι γιατρέσσες από την Αμερική ήταν η εποπτεία της Μακρονήσου, ενός θλιβερού, ανεμοδαρμένου και συνήθως ακατοίκητου νησιού εννέα χιλιομέτρων, που βρισκόταν σε μικρή απόσταση από την παραλία της Αττικής και είχε οριστεί από τις αρχές ως τόπος καραντίνας για τους πρόσφυγες που είχαν προορισμό την Αθήνα.
Στα απομνημονεύματα της η Λαβτζόι περιγράφει πολύ ζωντανά την επίσκεψη της στο νησάκι μία θυελλώδη μέρα τον Φεβρουάριο του 1923. Το πλοίο «Ιωνία» ήταν αγκυροβολημένο στα ανοιχτά χωρίς να μπορεί να προσεγγίσει τη στεριά και λίγες μέρες νωρίτερα ο καπετάνιος είχε στείλει σήμα:
«Τέσσερις χιλιάδες πρόσφυγες. Χωρίς νερό. Χωρίς τροφή. Ευλογιά και τυφοειδής πυρετός μεταξύ των επιβατών». Την επομένη μέρα που κόπασε επιτέλους η καταιγίδα και οι επιβάτες μεταφέρθηκαν στη στεριά, η Λαβτζόι παρατήρησε:
[Μια] τραγική πομπή αποτελούμενη από γυναίκες, παιδιά, ηλικιωμένους και ελάχιστους αρτιμελείς άνδρες προχωρούσε με δυσκολία στην άμμο φορτωμένη με μπόγους. Πολλοί από τους ηλικιωμένους ήταν τόσο εξαντλημένοι που χρειάστηκαν βοήθεια για να κατευθυνθούν προς το στρατόπεδο των «ακάθαρτων» όπου όλοι οι νεοφερμένοι ήταν αναγκασμένοι να παραμείνουν μέχρι να ξεψειριαστούν και να απολυμανθούν τα λιγοστά τους υπάρχοντα.
Η ομάδα των Αμερικανίδων είχε ήδη συγκροτήσει και θέσει σε λειτουργία τρία πρόχειρα νοσοκομεία. Ένα για ευλογιά, ένα για τύφο και ένα για μη μεταδοτικές ασθένειες, αν και «πολλοί πέθαιναν μετά την αποβίβαση τους, οι περισσότεροι από εξάντληση που οφειλόταν στην έλλειψη φαγητού ή νερού και στις κακουχίες που προκάλεσε αυτή η εφιαλτική έξοδος».
Ένας Αμερικανός που ήταν μέλος κάποιας άλλης φιλανθρωπικής αποστολής και ταξίδευε με το «Ιωνία» προσπάθησε μάταια να πείσει την Λαβτζόι ότι ήταν πολύ επικίνδυνο να αφήσει μία χούφτα γυναίκες μόνες τους σε ένα νησί, οι προσωρινοί κάτοικοι του οποίου είχαν σχεδόν χάσει τα λογικά τους από τις δοκιμασίες του ταξιδιού. Πολλών τα παιδιά είχαν πεθάνει και είχαν υποστεί το μαρτύριο να βλέπουν τα σωματάκια να πετούνται στη θάλασσα και ύστερα να επιπλέουν γύρω από το καράβι.
Αν ποτέ το νησί απομονωνόταν λόγω κακοκαιρίας και τελείωνε το νερό, αυτοί οι άνθρωποι μπορεί να παραφρονούσαν και να τις σκότωναν. Αυτή η προειδοποίηση καθόλου δεν πτόησε την γιατρό που ήταν υπεύθυνη του νοσοκομείου του νησιού, την κυρία Όλγα Στάσνι από την Όμαχα, η οποία του απάντησε ότι «τα παιδιά μου έχουν μεγαλώσει και παντρευτεί [...] Δεν έχω άλλα καθήκοντα εκτός από τα καθήκοντά μου εδώ».
Τελικά η κυρία Στάσνι παρέμεινε στη Μακρόνησο για άλλους πέντε μήνες περίπου. Ο βασικός βοηθός της Δρ. Πόμπουρας πέθανε από τον τύφο αλλά η ίδια βγήκε ζωντανή από την περιπέτεια 1 και κάποτε μπόρεσε να επιστρέψει στην πατρίδα της τη Νεμπράσκα.
Η παραμονή της Λαβτζόι στη Μακρόνησο ήταν πολύ πιο σύντομη. Μερικές ώρες αφότου παρατήρησε τους πρόσφυγες να «περνούν ένας-ένας από τα τσουκάλια όπου έπαιρναν ένα κομμάτι μαύρο ψωμί και λίγη φασολάδα, βρέθηκε να γευματίζει στο πιο αριστοκρατικό ξενοδοχείο της Αθήνας, τη Μεγάλη Βρετανία. Περιγράφει τα αισθήματα της με αφελή ειλικρίνεια. «Μόλις είχα γυρίσει από τη Μακρόνησο και η ατμόσφαιρα αυτού του κολαστήριου ήταν ακόμα ζωντανή μέσα μου. Στο δωμάτιο έβλεπα πεινασμένα παιδιά [...] τα κοσμήματα που ήταν εκτεθειμένα στην τραπεζαρία θα μπορούσαν να ταίσουν τους παραδαρμένους του νησιού για ένα μήνα». Το ίδιο απόγευμα έστειλε μία αναφορά στο ΔΣ της οργάνωσης.
Οι συνθήκες των προσφύγων δεν περιγράφονται. Άνθρωποι, συνήθως γυναικόπαιδα, χωρίς πατρίδα, απόκληροι όλου του κόσμου. Ανίκανοι να μιλήσουν ελληνικά. Τους μαζεύουν και τους οδηγούν από τόπο σε τόπο σαν τα ζώα. Τους ρίχνουν σε σκοτεινές τρύπες και τρώγλες. Δεν έχουν φαγητό, πετρέλαιο, νερό, σκεπάσματα και ρούχα. Είναι παγωμένοι, πεινασμένοι και άρρωστοι.»
Η Λαβτζόι είχε πλήρη συναίσθηση της ανθρώπινης διάστασης της κρίσης και διέθετε την ικανότητα να προτείνει ρεαλιστικές λύσεις. Φτάνοντας στο λιμάνι του Ρεθύμνου στην Κρήτη, γρήγορα αντιλήφθηκε ορισμένες από τις αλλόκοτες συνέπειες της ανταλλαγής πληθυσμών. Η πόλη ήταν γεμάτη μουσουλμάνους που είχαν φτάσει από την ενδοχώρα φοβούμενοι αντίποινα από τους Χριστιανούς καθώς το Ρέθυμνο, όπου ορισμένοι μουσουλμάνοι κατείχαν αξιώματα στο δήμο, θεωρείτο σχετικά ασφαλές για να παραμείνουν μέχρι να απελαθούν στην Τουρκία.
Επίσης, χιλιάδες χριστιανοί της Ανατολίας που έφταναν στην Κρήτη είχαν κύρια γλώσσα τα τούρκικα και έτσι σαν αποτέλεσμα της «αμοιβαίας κάθαρσης» οι Τουρκόφωνοι έφταναν στην Ελλάδα και οι ελληνόφωνοι έφευγαν για την Τουρκία. Συγχρόνως, όπως φαίνεται από τη μαρτυρία της Λαβτζόι, η χρησιμοποίηση του θρησκεύματος αντί της γλώσσας ως κριτηρίου εθνικής ταυτότητας αντιστοιχούσε απόλυτα με το κοινό αίσθημα για το ποιό απ' τα δύο μετρούσε περισσότερο. Στο Ρέθυμνο οι χριστιανοί κάτοικοι φρόντιζαν τους ομόθρησκους τους, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που μιλούσαν Τούρκικα, και οι μουσουλμάνοι κάτοικοι φρόντιζαν τους δικούς τους που μιλούσαν Ελληνικά. Η επαφή μεταξύ μουσουλμάνων γινόταν στα Ελληνικά, τη μόνη γλώσσα που μιλούσαν οι Κρητικοί.
Στην Κρήτη, η Λαβτζόϊ συνεργάστηκε στενά με τη Μάριαν Κρούκσανκ, μία γιατρό με την οποία εκτός από τις ρίζες τους στο Όρεγκον μοιραζόταν την ικανότητα της πρακτικής και ψύχραιμης αντιμετώπισης των προβλημάτων.
Η Κρούκσανκ ανακηρύχθηκε από τους Κρητικούς «μάντισσα» όταν προειδοποίησε ότι θα ξεσπούσε επιδημία τύφου και ευλογιάς στο στρατώνα έξω από το λιμάνι του Ηρακλείου, όπου ήταν στοιβαγμένοι 3.000 νέοι πρόσφυγες. Όταν η επιδημία βρισκόταν στο ζενίθ η Κρούκσανκ βρήκε τρεις και τέσσερις ανθρώπους ξαπλωμένους στο ίδιο κρεβάτι, εγκαταλελειμμένους από τις έντρομες νοσοκόμες και με τις πληγές τους σκεπασμένες με βρωμερές προβιές. Η φήμη της Αμερικάνας γιατρού απογειώθηκε όταν τους έδειξε πώς να θέτουν υπό έλεγχο τον τύφο εγκαθιστώντας λουτρά και χώρους απολύμανσης από τις ψείρες.
Στο Ρέθυμνο η Λαβτζόι και η Κρούκσανκ βρήκαν προσφυγόπουλα να ζητιανεύουν κρέας έξω από ένα εστιατόριο, κάτι που εξόργισε την Κρούκσανκ η οποία αναφώνησε ότι πολύ θα ήθελε να δει τους πολιτικούς και τους διπλωμάτες που ήταν υπεύθυνοι για την ανταλλαγή πληθυσμών στη θέση των θυμάτων τους. Παρατηρώντας τα πιτσιρίκια, η γιατρός από το Όρεγκον είπε ότι «θα έπρεπε να τριγυρίζουν έξω από τη Βουλή των Κοινοτήτων στις όχθες του Τάμεση, στο εστιατόριο Κάπιτολ στην Ουάσινγκτον, στα καφενεία γύρω από τη Βουλή του Παρισιού και της Ρώμης και ιδίως στα παραλίμνια ξενοδοχεία του Ουσύ στη Λωζάνη».
Ήταν άραγε υπερβολικά σκληρή η κριτική; Υπερασπιστές του πρωτόκολλου της Λωζάνης θα ισχυρίζονταν ότι σκοπός του ήταν να φέρει τάξη και να θέσει κανόνες σε μία ανταλλαγή πληθυσμών που θα γινόταν έτσι κι αλλιώς - και ήδη συνέβαινε υπό τις πιο απάνθρωπες συνθήκες.
Σε κάθε περίπτωση, την ίδια ώρα που οι γιατρέσες αγωνίζονταν να θέσουν την επιστημονική τους κατάρτιση, τις δυνάμεις και το μυαλό τους στην υπηρεσία των προσφύγων για να αντιμετωπίσουν τουλάχιστον τις άμεσες ανάγκες τους, φάνηκε καθαρά ότι τα έκτακτα οικονομικά επιδόματα δεν έλυναν το πρόβλημα. Στα κεντρικά γραφεία της Κοινωνίας των Εθνών λίγα χιλιόμετρα έξω από τη Γενεύη, οι γραφειοκράτες μελετούσαν μία πιο μακροπρόθεσμη λύση στην πρόκληση της εγκατάστασης των προσφύγων και της σταθεροποίησης της κατάστασης στην ανατολική Μεσόγειο.
BRUCE CLARK
"ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ ΞΕΝΟΣ"
"ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ ΞΕΝΟΣ"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου