Δευτέρα 14 Ιανουαρίου 2013

ΜΕΡΟΣ ΕΒΔΟΜΟ : Η ΓΙΑΓΙΑ ΜΟΥ Η ΕΛΕΝΗ



1939. Ένα αυτοκίνητο ταξί σταμάτησε μπροστά στο μαγαζί του Λεωνίδα, στη Τριανταφυλλιά Σερ­ρών. Ο Λεωνίδας βλέποντας τον κυρ-Αντώνη, μαζί μ' έναν ξένο άνδρα, έτρεξε και τους καλωσόρισε.
Ο ξένος κοντοστάθηκε λίγο και είπε στον Λεωνί­δα:
"Είμαι ο Μουράτ από την Τραπεζούντα, ο θείος σου και αδελφός του πατέρα σου ".
, ο αδελφός του πατέρα μου, του Γιώργου ", είπε ο Λεωνίδας και συγκινημένος τον καλωσόρισε.
Φωνάξανε αμέσως και τον Μιχάλη, που το σπίτι του ήταν δίπλα. Ο θείος από την Τουρκία έβγαλε α­πό την τσέπη του ένα ρολόι και το έδωσε στον Λεω­νίδα. Εκείνος το αναγνώρισε.
"Του πατέρα μου είναι", είπε.
Το χάιδεψε, το φίλησε και το έβαλε στην τσέπη του γιλέκου του, όπως ακριβώς το φορούσε κι ο πα­τέρας του.
Κι ένα δαχτυλίδι έβγαλε ο θείος και το έβαλε στο δάχτυλο του Μιχάλη. Ο Μιχάλης ρώτησε τον Λεω­νίδα σε ποιο χέρι το φορούσε ο πατέρας. Δεν θα το έβγαζε ποτέ ξανά από το χέρι του.
"Καημό είχε ο πάππος σας να σας τα φέρει εκεί­νος, αλλά τον χάσαμε, πέθανε, κι έτσι ήρθα εγώ στη θέση του", τους είπε.
"Μα εσείς πολύ καλά ζείτε", συνέχισε να τους λέ­ει. "Αφερίμ, άρχοντες είστε, άρχοντες!".
Και κοιτάζοντας αριστερά και δεξιά, έλεγε: "Σπίτι και μαγαζί ο Λεωνίδας, σπίτι και αυτοκίνη­το κι ο Μιχάλης. Μπρε, ας ζούσε ο πατέρας κι η μάνα σας να σας καμαρώσουν. Ας κολσούν, τζάνουμ, πολύ καλά ζείτε! Παδιά έχετε;".
Τριανταφυλλια 1939 (Μιχάλης & Χριστίνα)
"Βέβαια", του απάντησαν. "Και Γιώργους, κι Ελένες και Όλγα ".
Βιαστικά έφυγε ο θείος. Έπρεπε να προλάβει το βραδινό τρένο από τις Σέρρες για την Τουρκία, γιατί δεν είχε χρονικά περιθώρια για διανυκτέρευση. Κι όταν το ταξί απομακρύνθηκε, ο Λεωνίδας είπε:
"Έφυγε ο ξένος".
"Λεωνίδα, θέλεις να πεις για τον κυρ-Λντώνη", του είπε ο Μιχάλης.
"Όχι, Μιχάλη, ο κυρ-Αντώνης είναι φίλος, για τον Τούρκο λέω ".
"Μα, ο Τούρκος είναι θείος μας! Αφού είναι ο α­δελφός του πατέρα μας", του είπε ο Μιχάλης λίγο α­πορημένος.
"Τι λες, Μιχάλη, τι λες;" του απαντά ο Λεωνίδας, θυμωμένος. πατέρας μας βαφτίστηκε χριστιανός, γι' αυτό κι έγινε δικός μας. Λέω και το άλλο. Υπέφερε ο πατέρας μας σαν πιστός χριστιανός. Αν ήταν Τούρ­κος, θα τα υπέμενε όλ' αυτά;".
"Λεωνίδα", του λέει πάλι ο Μιχάλης. "Κι αυτός σαν καλός μου φάνηκε. Ύστερα από τόσα χρόνια μας έφερε τα δώρα, τα κειμήλια, του πατέρα μας".
"Μιχάλη, δεν καταλαβαίνεις, ήταν η τελευταία επι­θυμία του πατέρα μας, γι' αυτό τα έκανε όλ' αυτά. Κα­λός, καλός, Μιχάλη, ήταν ο πατέρας μας!".
Και το μικρό ρολόι, το "ρολόγι" της τσέπης του παππού μου, του Γιώργου του Μουράτ, τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής τού Λεωνίδα χτυπούσε νύχτα και μέρα, πάντα εκεί στο μικρό τσεπάκι του γιλέκου του, δίπλα στους χτύπους της καρδιάς, για να του λέει την ώρα όποτε εκείνος το ήθελε.
 Κι όταν ο πα­τέρας μου έφυγε από τη ζωή, εκείνο συνέχιζε να χτυπά "τικ τακ, τικ τακ". Ίσως να ήταν το μοιρολόγι του πατέρα του, ένα μοιρολόγι σαν τους χτύπους της καρδιάς του.

Στα κοιμητήρια της Σόφιας
Το 1972 ήλθα, γιαγιά μου Ελένη, στη Σόφια για να αποχαιρετήσω τη θεία Όλγα Συμεώνοβα που έ­φυγε από τη ζωή. Μετά τη νεκρώσιμη ακολουθία έ­ψαχνα, γιαγιά μου, μ' ένα καντηλάκι στο χέρι να βρω το μνήμα σου.
Μα δεν βρήκα τον τόπο όπου α­ναπαύεσαι. Ο θείος Συμεών μου εξήγησε πως πολλά πράγματα άλλαξαν μετά το 1926. Χάθηκαν κι άλλοι τάφοι. Έκλαψα, γιαγιά μου, και γι' αυτήν σου την α­τυχία.
Είχα τόσα πολλά, γιαγιά μου Ελένη, να σου πω ... Θα σου έλεγα για τους δυό σου γιούς, πως ζουν κα­λά. Επιτυχημένοι πολίτες, καλόψυχοι κι ευγενικοί είναι και οι δυο τους. Καλοί οικογενειάρχες και α­γαπημένα αδέλφια. Κράτησαν τις συμβουλές σου, γιαγιά μου. Και η γιαγιά η Τσόφα, η άλλη γιαγιά μου, από την μητέρα μου, ακούραστη εξακολουθεί να φροντίζει πάντα και τις δύο οικογένειες, του πα­τέρα μου Λεωνίδα και του θείου μου Μιχάλη.
Το 1939, γιαγιά μου, ήρθε στην Τριανταφυλλιά, στο νέο χωριό που κατοικούσαμε (λίγο πιο κάτω α­πό το παλιό μας χωριό, το Μαχμουτλί) ο αδελφός του παππού μου του Γιώργου κι έφερε το ρολόι στον πατέρα μου και το δαχτυλίδι στο θείο Μιχάλη, όπως, γιαγιά μου, σου το υποσχέθηκε στο γράμμα ο πατέ­ρας τους.
Πόσα ακόμη είχα να σου πω γιαγιά μου! Πάντα με το καντηλάκι στο χέρι σε έψαχνα, μα τίποτα. Έ­λειπε ο τάφος σου.
Ήθελα να σου πω, γιαγιά μου, πως στις αυλές και των δύο γιών σου παίζουν χαρούμενα παιδιά, Γιώργηδες και Ελένες.

Αριστερά τα δυο αδέλφια (Λεωνίδας & Όλγα) -Δεξιά ο Συμεών σύζυγος Όλγας και η Μελπομένη σύζυγος Λεωνίδα

Το 1940 ξαναέγινε πόλεμος, γιαγιά μου, ο Β' παγκόσμιος πόλεμος· και πάλι χαθήκαμε με την θεία Όλγα. Μα ύστερα από πολλές προσπάθειες και μέσω του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού την βρήκα­με. Από τότε ανταλάσσαμε επισκέψεις. Η χαρά μας ήταν μεγάλη όταν ερχότανε η θεία με την οικογένειά της στην Ελλάδα. 
Το αδελφικό αντάμωμα από την πολλή συγκίνηση κατέληγε σε κλάμα Η γιαγιά η Τσόφα τους φρόντιζε ιδιαίτερα. Αγαπήσαμε πολύ και τις δισέγγονές σου που γεννήθηκαν στη Σόφια, την Όλγα, τη Συμεόγκα και τη Βασιλίγκα, που σπούδασε γιατρός, αγάπησε έναν Έλληνα, παντρεύ­τηκαν και ζούνε στην Ελλάδα.
Ακριβή μου γιαγιά, τώρα που σου γράφω βρι­σκόμαστε στο έτος 2001. Μεγάλη γυναίκα πια κι ε­γώ, γιαγιά με εγγόνια, πήγα προσκυνήτρια στο Σιδη­ρόκαστρο, στον ελληνικό τόπο όπου εσύ και ο παπ­πούς ελπίζατε πως θα ζούσατε καλά. Οι κακές όμως συγκυρίες, οι βαλκανικοί πόλεμοι και ο πρώτος πα­γκόσμιος πόλεμος, άλλαξαν τραγικά τα σχέδιά σας.
Δύστυχη γιαγιά μου Ελένη, θλιμμένη και ταλαι­πωρημένη γυναίκα της προσφυγιάς! Πόση πίκρα και πόση δυστυχία ένοιωσες σ' όλη σου τη ζωή! Εγώ, γιαγιά μου, πήγα στο Σιδηρόκαστρο τον Αύγουστο του 1999. Έγινε μια πανέμορφη πόλη με ωραίες οι­κοδομές. Γνώρισα ανθρώπους ευγενικούς και φιλό­ξενους. Είδα παιδιά να παίζουνε χαρούμενα σε λου­λουδιασμένα πάρκα. Έφηβους να διασκεδάζουν και εκκλησίες, γεμάτες από μικρούς και μεγάλους, να παρακολουθούν τη θεία Λειτουργία, να δοξάζουν και να υμνολογούν τον πανάγαθο Θεό.
Δίπλα από την πόλη, όπως ξέρεις, γιαγιά μου, περνάει ο Στρυμόνας ποταμός, που στο πέρασμά του εκείνα τα δύσκολα χρόνια ποιός ξέρει πόσα είδε και πόσα άκουσε. Μα, μου φαίνεται πως τά 'ρίξε όλα ευτυχώς στη θάλασσα για να ξεχαστούν.
Τώρα κυλά τα νερά του ειρηνικά και κάνει εύφο­ρη όλη την περιοχή.
Τάμα το είχα να ακολουθήσω τα βήματά σου, μέ­χρι τα ελληνοβουλγαρικά σύνορα, όπως τότε που κί­νησες ολομόναχη για να ανταμώσεις την κόρη σου Όλγα.
Ήθελα ν' ανάψω κεριά, πολλά κεριά, στα σημεία του δρόμου που περπάτησες, που ταλαιπωρήθηκες και ιδιαίτερα εκεί στον αχυρώνα όπου προσευχήθη­κες.
Με ταξί ξεκίνησα, γιαγιά μου, από το Σιδηρόκα­στρο μια μέρα συνεφιασμένη σαν και τότε που ξεκί­νησες κι εσύ πεζή. Περάσαμε από το φυλάκιο που ήταν τα χρόνια εκείνα ο φόβος και ο τρόμος των κα­τοίκων. Τώρα το λένε Πύργο. Η γκιόλα δεν υπάρχει, την αποξηράνανε κι έγινε καλλιεργήσιμη γη.
"Πολύ σκεφτική σε βλέπω, κυρά μου", μου είπε ο οδηγός του ταξί.
"Ναι", του απάντησα και του είπα λίγα λόγια για το σκοπό του ταξιδιού μου.
"Αχ, αχ, κυρά μου, ταξιτζής είμαι, κόσμο και κό­σμο μεταφέρω εδώ επάνω. Ακούω ιστορίες και τρο­μάζω με τις θηριωδίες των ανθρώπων. Ναι, ναι, οι Μακεδόνες υπέφεραν πολύ, πολύ σου λέω, κυρά. Μαρτύρησαν οι συμπατριώτες μας, γιατί εδώ ήταν το πέρασμα του εχθρού!
Οι Βούλγαροι λύσσαξαν με την οπισθοχώρησή τους και όλη τη λύσσα και τη θηριωδία τους την πλή­ρωσε ο τόπος μας με αίμα και θάνατο, θάνατο, κυρά! Σφάξανε όσους βρέθηκαν μπροστά τους, ατίμασαν κορίτσια που ύστερα από το κακό που έπαθαν σιγόσβηναν σε σκοτεινές κάμαρες, ντροπιασμένες για την ατυχία που τους έλαχε. Και ήσαν πολλές, πάρα πολ­λές, κυρά. Και πολλούς τους έσυραν στον τόπο τους οι Βούλγαροι, τους κακοποίησαν, τους σημάδεψαν, για να μη γυρίσουν πίσω. Κι όλα αυτά για να τους έ­χουν στη δούλεψή τους.
Υπέφερε, η γιαγιά σου, κυρά, μα οι περισσότεροι είδαν και χειρότερα. Δύσκολα χρόνια, κυρά, κι άσχη­μοι καιροί. Να μην ξανάρθουν ποτέ πια!
Φαντάσου, συνέχισε να μου λέει, πού κατάντησε το ένδοξο γένος των Μακεδόνων. Ποτέ, ποτέ να μην ξα­νάρθουν τέτοιες μέρες, για να μην ξαναγίνουν αυτά που έγιναν".
Τον άκουγα, γιαγιά μου, μ' ενδιαφέρον, μα σκε­φτόμουν τη δική σου μαρτυρική διαδρομή από τη Σάντα στην Τραπεζούντα, μετά στην Κωνσταντι­νούπολη, στο Σιδηρόκαστρο και τέλος στη Σόφια, και καθώς το αυτοκίνητο ανέβαινε με τα φώτα α­ναμμένα, στα δεξιά μου έβλεπα σκιές. Σκούρες σκιές, πολλές σκιές.
Με το χάραμα της μέρας οι σκιές είδα πως ήταν σύννεφα γκρίζα, χαμηλά, πολύ χαμηλά, σε σχήμα ο­μάδας γυναικών, και καθώς ήμουν επηρεασμένη και θλιμμένη, ένοιωσα τόσο δέος, που φαντάστηκα πως γινότανε λιτανεία νεκρών. Έψαχνα να βρω και τη δική σου μορφή.
Πόνεσα, γιαγιά μου, πόνεσα πολύ.
Ο οδηγός, ευγενικός καθώς ήταν, μου είπε.
"Πάμε, κυρά, πάμε στο μονοπάτι που συνάντησε η Ελένη την κόρη της".
Τον παρακάλεσα να μείνουμε λίγο.
Ανέτειλε ο ήλιος και τα σύννεφα γίνανε λευκά, κατάλευκα και με το ελαφρύ φύσημα του αέρα ανέ­βαιναν ψηλά στον ουρανό.
Το μονοπάτι που συναντηθήκατε με την θεία Όλ­γα, δεν υπάρχει. Στη θέση του έγινε πάρκο που φτά­νει ως τις μπάρες των συνόρων.
Εκεί πάνω, γιαγιά μου, η μία εικόνα διαδέχεται την άλλη.
Πριν πάρουμε τον δρόμο για την επιστροφή, απέ­ναντι και αρκετά μακριά, σε βουλγαρικό έδαφος, μέσα σε χαράδρα, είδα κάτι λευκό. Ρώτησα τον οδη­γό τι ήταν κι εκείνος μου απάντησε αδιάφορα.
, ένα συννεφάκι είναι που ξέμεινε. Εδώ επάνω, βλέπεις, έχει άπνοια".
Τον παρακάλεσα να μείνουμε λίγο για να δούμε τι θα κάνει το συννεφάκι.
"Τι μας νοιάζει, κυρά μου, αφού το συννεφάκι εί­ναι βουλγάρικο", μου είπε.
", του είπα, "όχι, όχι, τα συννεφάκια όλα είναι τ' ουρανού ".
Το συννεφάκι άρχισε να κουνιέται κερδίζοντας ύψος. Και όσο ανέβαινε ψηλά, αραίωνε, αραίωνε κι ερχότανε προς τη διαχωριστική γραμμή. Πέρασε πά­νω από τις ράμπες και καθώς αραίωνε, πήρε, γιαγιά μου, το σχήμα το δικό σου. 
Μου φάνηκε πως ήσου­να εσύ με το τσεμπέρι, ψηλόλιγνη σιλουέτα όταν α­νέβαινες τότε, το 1913, στο τελευταίο χωριό κοντά στα σύνορα. Έκανε μεγάλες δρασκελιές, κι ο μποχτσάς στον ώμο. Τώρα το χωριό το λένε Προμαχώ­να. Εκεί που προσευχήθηκες, γιαγιά μου.
Η ψυχή μου ταρακουνήθηκε. "Δύσμοιρη γιαγιά μου", σκέφτηκα, "ακόμη δεν ηρέμησες!".
Αυτή τη φορά νόμισα πως έψαχνες τους γιούς σου.
"Ηρέμησε, γιαγιά μου Ελένη, οι γιοι σου αναπαύο­νται μαζί με τις γυναίκες τους, ύστερα από μια όμορ­φη ζωή στην Τριανταφυλλιά, σε δική τους γη που τό­σο πολύ αγάπησαν. Είναι μαζί τους και η γιαγιά η Τσόφα. Πήγαινε, γιαγιά μου, κι εσύ, θα χαρούν που θα σ' έχουν κοντά τους.
Μα, γιαγιά μου Ελένη, τώρα που η ψυχή σου είναι ελεύθερη και δεν φοβάται εχθρούς και σύνορα, πή­γαινε, αν θέλεις, κοντά στον παππού τον Γιώργο, α­φού κι εκείνος αναπαύεται σε τόπο χριστιανικό. Κι από κει είναι κοντά και η Σάντα μας.
Καλό κατευόδιο, γιαγιά μου Ελένη και η σκέψη μου θα σε συντροφεύει όπου κι αν βρίσκεσαι.
Γιαγιά μου, κάτι ακόμα έχω να σου πω. Πως ό,τι ξέρω για τη ζωή σου, για σένα, τα περισσότερα η για­γιά μου η Τσόφα μου τα διηγήθηκε. Πότε με βουρκω­μένα μάτια κι άλλοτε πολύ σκεφτική. Την εκτίμηση και την αγάπη που σου είχε την μετέδωσε και σε μένα.
Θαρρώ, γιαγιά μου, πως κι αυτό πρέπει να σου το πω. Είμαι νύφη του αείμνηστου Μιλτιάδη Νυμφόπουλου, του δασκάλου και συγγραφέα της ιστορίας της Σάντας μας, γιού της αδελφής σου, της Μαρούλας! Το 'φερε έτσι η τύχη και παντρεύτηκα τον εγγονό της, τον Κώστα Νυμφόπουλο. Ο άντρας μου είναι το μικρότε­ρο παιδί του από την πρώτη του γυναίκα, την Ελένη.
Γιαγιά μου Ελένη, ανέβηκα άλλες δύο φορές στα σύνορα με τις δύο κόρες μας, την Ελένη και τη Σοφία. Τίποτα δεν θύμιζε το 1913, το 1914-18, τότε που "τα έσκιαζε όλα η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά".
Η μεθοριακή γραμμή είναι ειρηνική, τα ακριτικά χωριά ήσυχα και πανέμορφα. Οι ακρίτες δεν φοβούνται πια! Ζούνε σε φωτεινά σπίτια με λουλουδιασμένες αυλές. Καλλιεργούν τη γη τους με σύγχρονα μηχανήματα που κι αυτά τα ποτίζουν με πετρέλαιο και παίρνουν τρι­πλάσια σοδιά από την εύφορη γη. Ενώ απέναντι, για­γιά μου, στην άλλη πλευρά οι άνθρωποι υποφέρουν ακόμη. 
Προσδοκούμε όμως πως η Ενωμένη Ευρώπη, που διαμορφώνει σήμερα, μαζί με την πατρίδα μας, ένα νέο ενωτικό και ισχυρό πρόσωπο, σύντομα θα συ­μπεριλάβει στους κόλπους της και τους υπόλοιπους λαούς των Βαλκανίων, για να μη γνωρίσουν, ποτέ πια, οι επερχόμενες γενιές τα δυσάρεστα και απάν­θρωπα δεινά, που η δική σου γενιά γνώρισε!
Καλή μου γιαγιά Ελένη, πόσο βασανίστηκες, πόσο πόνεσες! Από τη Σάντα του Πόντου έφθασες στην Ελ­λάδα και μετά βρέθηκες στη Σόφια της Βουλγαρίας για να συναντήσεις την κόρη σου Όλγα όπου και άφη­σες την τελευταία σου πνοή.
Γιαγιά μου,
Όσο θα ζω θα σε μνημονεύω και θα σε αγαπώ.
Η εγγονή σου,


 Όλγα Νυμφοπούλου
 κόρη του Λεωνίδα και της Μελπομένης Ξανθοπούλου.
Θεσ/νίκη, Φθινόπωρο του 2001

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah