Δευτέρα 3 Δεκεμβρίου 2012

Προετοιμασία της Πόντιας νοικοκυράς για τον χειμώνα


Από τον Πόντο, όπου ζού­σαν βαρύτατους χειμώνες διαρ­κείας, οι Έλληνες μετέφεραν στη νέα τους πατρίδα, την Ελλάδα, τις συνήθειες και προπαντός τις εργασίες, που αφορούσαν το γέ­μισμα του κελαριού τους (απο­θήκη τροφίμων) με τρόφιμα που αφθονούσαν κατά την περίοδο του καλοκαιριού.
 Ήταν αναγκασμένοι να εξασφαλίσουν την αυτάρκεια τροφίμων για να πε­ράσουν τον βαρύ χειμώνα.
Άρχιζαν από τα τσίρα, τους αποξηραμένους καρπούς (δα­μάσκηνα, κορόμηλα, μήλα) και συνέχιζαν με τα γαλακτοκομικά, που ήταν άφθονα.
Αρχές φθινοπώρου, οπότε ωρίμαζαν τα αχράδα, τα αγριόκορτσα, που αφθονούσαν, μάζευ­αν τους καρπούς και τους μετέφε­ραν, ακόμη και με τα κάρα, για να φτιάξουν από αυτούς το πετιμέζι (πετμέζ’).
Με το νοστιμότατο αυτό γλυκό παρασκεύασμα γέμιζαν ειδικά τεράστια πιθάρια και τα τοποθετούσαν μέσα στο κελάρι για τον χειμώνα. Στο κελάρι τοποθετούσαν, σε διάφορα δοχεία, και τουρσιά, λάχανα, πιπεριές, μελιτζάνες, που τις γέμιζαν με ψιλοκομμένα άλλα λαχανικά και μαϊντανό με καρυκεύματα.
Όταν έφτανε ο Σεπτέμβριος, οπότε, κατά κανόνα, τελεί­ωνε ο αλωνισμός , άρχιζε η προετοιμασία των πληγουριών και των κορκότων. Η προετοιμασία για την Παρασκευή πληγουριών και κορκότων έδινε ξε­χωριστό χρώμα στην καθημερινότη­τα των χωριών του Πόντου.
Άρχιζαν τα κοπανίσματα των πληγουριών και των κορκότων, δηλαδή του σταριού, που οι νέοι τα έβλεπαν ως γιορτή. Και ήταν γιορτή, γιατί τους δινόταν η ευκαιρία να συναντιούνται νέοι και νέες στον χώρο της εγδής.  Ήταν η εγδή μια σχετικά μεγάλη πέτρα, με αρκετό λαξευμένο χώρο, μέσα στον οποίο τοποθετούσαν το αποξηραμένο, μετά το βράσιμο και στέγνωμα, σιτάρι.
Από εδώ και πέρα, έπρεπε να αποφλοιω­θεί με τα συνεχή χτυπήματα μέσα στην εγδή. Το κοπάνισμα ήταν δουλειά των νεαρών, αγοριών και κοριτσιών. Τα κο­ρίτσια, μάλιστα, κοπανούσαν με το κοπάλ' μέσα στην εγδή ναζιάρικα και κουνιστά.
 Το κοπάλ ήταν ένα ξύλο κυλινδρικό και αρκετά χοντρό, μέσα στο οποίο και κάθετα έμπαινε και στερεωνόταν η λαβή του, που την κρατούσε ο χειριστής σαν τσεκούρι. Την παρέα των κοπανιστών την αποτελούσαν, συνήθως, αγόρια και κορίτσια μαζί. Κάθε Κυριακή, που κατά κανόνα γίνονταν τα κοπανίσματα, ο χώρος της εγδής μετατρεπόταν σε νυφοπάζαρο.
Το κοπάνισμα γινόταν με τη σειρά στην κοινή εγδή του χω­ριού. Τη σειρά του κάθε νοι­κοκυριού να χρησιμοποιήσει την εγδή, την καθόριζε ο ή η κάτοχος της.
Το δεύτερο στάδιο εργασιών και προετοιμασίας των πληγουριών ήταν πολύ πιο ενδιαφέρον, για τους νέους και τις νέες πάντα.
Ήταν τα αλέσματα. Το πληγούρι και το κορκότο, μετά την προετοιμασία τους, έπρεπε να αλε­στούν στους χειρόμυλους (χερομύλα), που ήταν δύο κυκλικές πέτρες, η μία πάνω στην άλλη.
Η από πάνω πέτρα είχε στο κέντρο της μια τρύπα, αρκετά μεγάλη, από την οποία έριχνε με τις χούφτες, κατά μικρά χρονικά διαστήματα, το σιτάρι, η ταΐστρα νέα της παρέας.
Οι τέσσερις νέες κάθονταν, συνήθως, γύρω από το χερομύλ' και πιάνοντας την κάθετη ξύλινη λαβή, που ήταν στερεωμένη σε μια άκρη της περιφέρειας της επάνω πέτρας, τη γύριζαν. Έτσι γινόταν η άλεση (το άλεσμαν), με τραγούδια και γέλια. Η βραδιά έπαιρνε μια γιορταστική όψη.
Η νοικοκυρά του σπιτιού ετοίμαζε το τραπέζι, το οποίο στρωνόταν όταν τελείωνε το άλεσμα και με πρώτο πιάτο το πιλάφι με πληγούρι της νέας παραγωγής και με ζωμό κόκορα. Απαραίτητη ήταν, συνήθως, και η πίτα ή κάτι άλλο σχετικό από την ποντιακή κουζίνα.
Τη βραδιά εκείνη γινόταν και το έθιμο «Τη φαΐ το κλέψιμον.





Χρήστος Παπαδόπουλος
Εκπαιδευτικός-Συγγραφέας
Γρεβενά
 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah