Τρίτη 11 Δεκεμβρίου 2012

Αιχμάλωτον


 Οι Τούρκ’ όνταν έκούρσευαν την Πόλ', την Ρωμανίαν,
επάτνανε τα εγκλησιάς κι επαίρναν τα εικόνας,
επαίρνανε χρυσά σταυρούς κι αργυρά μαστραπάδες,
επαίραν καί τη μάνα μου, σ' εμέν έμποδος ετον.
Ση φυλακήν κοιλοπονά, σα σίδερα πιάνει
 καί σά σκάλας τ' Εμίρ' Αλή, ατέ εμέν γεννάει.
Εμέναν επεσλάευεν με το μέλ', με  το γάλαν,
με το γάλαν και με το μέλ' και με τ' αρνί το κρέας.
 Σα φανερά ταντίνιζεν, σα κρυφά διαρμενεύ'με.
-Υιέ μ' άν ζής καί γίνεσαι, σήν Ρωμανίαν φύγον,
εκεί έεις κυρ' Ανδρόνικον, καλαδελφόν Ξαντίνον.
Εγέντον ο αιχμάλωτον, εγέντον κι ερματώθεν,
επαίρεν τ' ελαφρόν σπαθίν, τ' ελλενικόν κοντάρι,
'τοιμάσκεται αιχμάλωτον καί σή Δενίς τή στράταν.
στρίτσια μ', χαμηλώσετεν, φεγγάρι μ' κάθαν έλα
καί την στράταν γιά δείξτε με, ντό πάει σήν Ρωμανίαν.
 Οι άστροι εχαμέλυναν, οι φέγγοι κάθαν έρθαν,
εδειξαν άτον τη στράταν, ντό πάει σή Ρωμανίαν.
Ας το επαρακούρσεψεν σα γαίματα λουσμένος,
 κύρην και γιόν επέντεσεν απάν' σο σταυροδρόμι.
Ο κύρ'ς άτ' εκοιμούτονε, ο γιόκας εν σα ξύπνια.
Διαβαίν', καλημερίζ' άτον, καλημέραν 'κ' επαίρεν,
 έσυραν τα σπαθία τουν, νά κρούγνε τ' έναν τ' άλλο,
τσακώθαν τα σπαθία τουν,'κί κρούγνε τ' έναν τ' άλλο,
έσυραν τα κοντάρια τουν, να κρούγνε τ' έναν τ' άλλο,
τσακώθαν τα κοντάρια τουν, 'κί κρούγνε τ' έναν τ' άλλο.
Έρχουνταν κι ανταμούντανε και κρούγνε μουστουνέας.
 Άς ση μουστί' το χτύπεμαν εγνέφιξεν ο κύρ'ς άτ'.
-Υίέ μ', κανείς 'κ' εντώκε σε, εσέν κανείς 'κί κρούει,
 κατά π' έλέπ'ν τ' ομμάτια μου, ατός έχ'σε καί πάει.
 Γιά στα κι άς ερωτούμ' άτον, τα γονικά τ' άπ' όθεν.
-Σόν Θό σ', σόν Θό σ', Γενίτσαρε, τα γονικά σ' άπ' όθεν;
 Κι αιχμάλωτον εσκάλωσεν και λέει την ιστορίαν.
-'Κί' ξέρ'τς, όνταν εκούρσευαν τήν Πόλ', τήν Ρωμανίαν,
επάτνανε τα εγκλησιάς κι έπαιρναν τα εικόνας,
επαίρνανε χρυσά σταυρούς κι άργυρα μαστραπάδες.
 Κούρσευαν τον Ανδρόνικον κι επαίρνανε τή μάνα μ',
επαίρνανε τη μάνα μου, σ' εμέν έμποδος έτον,
έπαιρναν άτεν κι έφευαν σ' Εμίρ' Άλή τά σκάλας,
όθεν εκοιλοπόνεσεν κι ατέ εμέν εποίκεν.
Ο κύρ' εχαμοπέταξεν, φτιλάξεν η καρδία τ',
κλώσκεται σην Ανατολήν κι εφτάει τρία μετάνοιας,
κλώσκεται κι αγκαλιάσκεται τα δύο τα παιδία τ'
 καί σίτια κλαίει καί σίτια λέει ο ταλαιπωρεμένον:
- Παιδίν έμνε κι εγέρασα, ζευγάρ' γεράκια 'κ' είχα,
κι ατώρα ας εγέρασα, ζευγάρ' γεράκια 'χτέθα.
Χριστέ μ', να ποδεδίζω Σε, αξίωσό με άτώρα,
 να κρούγω τον Εμίρ' Αλή και παίρ' οπίσ' την κάλη μ'.
Τόν λόγον άτ 'κ' έπλέρωσεν, τόν λόγον άτ 'κ' εξείπεν,
όνταν τερεί τό πέραν κιάν, φουσάτον κατηβαίνει.
 Μηδέ πολλά, μηδέ λίγον, κάν εννέα χιλιάδες.
Επαίρεν τα γεράκια του, εκείν'τς εκεί εντώκεν.
Εκεί πού κρούει ο Ξάντινον, το αίμαν ους τή μέσεν,
εκεί που κρούει αιχμάλωτον, το αίμαν ους τη γούλαν.
 — Οπίσ', οπίσ', Εμίρ Αλή, οπίσ' κι εσέν μη κρούγω,
 τ' ομμάτια μ' εθαμπούρωσαν και το σπαθί μ' έχ' άφναν.
Αν κρούγω και σκοτώνω σε, θα λέγνε με φονέαν
κι αν 'κί σκοτώνω σε, Εμίρ', θά λέγνε εφοβέθεν.
Κι Εμίρ' Αλής ο ζαβαλής, βαρέα εντροπιασμένος,
 μενεί και φέρνε σον παρόν τ' Αντρόνικου την κάλην,
τή μάναν τήν χιλιάκλερον, τσακοφτερουλιγμέντσα.

Σημ. Η παραλλαγή αυτή, κατά τη γνώμη μας, είναι η πιο σωστή και ολοκληρωμένη.



κούρσευαν = κυρίευαν, λεηλατούσαν,
Πόλ' = Κωνσταντινούπολη, Τραπεζούντα,
μαστραπάδες = ασημένια ποτήρια (εκκλησιαστικά),
έμποδος = έγκυος,
επεσλάευεν = ανέτρεφε, μεγάλωνε,
ταντίνιζεν = έκανε να χοροπηδάει,
διαρμενεύει = συμβουλεύει, νουθετεί,
Δενίς = ονομασία περιοχής,
κάθαν = κάτω, προς τα κάτω,
φέγγοι = φεγγάρια, φεγγάρι,
επαρακούρσεψεν = έδωσε πολλές μάχες,
τσακώθαν = σπάσαν, τσακίστηκαν,
μουστουνέας = χτυπήματα με γροθιές,
μουστί = γροθιάς,
εγνέφιξεν = ξύπνησε,
εσκάλωσεν = άρχισε, ξεκίνησε,
φτιλάξεν = συγκινήθηκε πολύ, σπαρτάρησε,
κλώσκεται = γυρίζει, στρέφεται,
αγκαλιάσκεται = αγκαλιάζει,
γεράκια = γιούς (μεταφορικά),
'χτέθα = απόκτησα,
ποδεδίζω = ικετεύω, θερμοπαρακαλώ,
επλέρωσεν = συμπλήρωσε, τέλειωσε,
εξείπεν = αποτέλειωσε,
εθαμπούρωσαν = θάμπωσαν, θόλωσαν,
άφναν = οξύτατη κόψη, αιθέρας, ατμός,
ζαβαλής = κακόμοιρος, δυστυχής,
χιλιάκλερον = έρημη, καημένη,
τσακοφτερουλιγμέντσα = μέ σπασμένα φτερά, παραγερασμένη.


ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΣΧΟΛΙΑ
Τό διηγηματικό τούτο ποίημα γίνεται εύκολα αντιληπτό καί σέ κείνον, πού δεν κατέχει την ποντιακή διάλεκτο. Ο αναγνώστης βοηθιέται, άλλωστε, από την ερμηνεία όλων σχεδόν των ιδιωματικών λέξεων του κειμένου. Γι' αυτό ακριβώς, δεν παραθέτουμε μετάφραση του. Συντρέχει πρός τούτο και το γεγονός, ότι τό ποίημα χαρακτη­ρίζεται από μια λεπτομερή περιγραφικότητα, πού αφορά σ' ένα δραματικό περιστατικό της ζωής, τό οποίο μιλάει από μόνο του.
Θυμίζουμε απλώς το μύθο του τραγουδιού, για να υπενθυμίσουμε και τονίσουμε τα ιστορικά περιστατικά της εποχής.
Κουρσεύουν οι τούρκοι την Τραπεζούντα. Κατακτούν κεντρικά σημεία της χώρας. Αιχμαλωτίζουν και μια έγκυο γυναίκα. Ο άντρας της μαζί με το γιό της ξεφεύγουν την αιχμαλωσία και φεύγουν στον ελεύθερο χώρο του Πόντου.
Η αιχμάλωτη όμως γυναίκα μένει πιστή στις εθνικές καί οικογενειακές παραδόσεις. Κρατάει μέσα στά σπλάχνα της ένα μικροσκοπικό Έλληνα. Τον γεννάει με δύσκολες συνθήκες.
Το ελληνόπουλο μεγαλώνει μέσα σε αλλόθρησκο καί αλλόφυλο περιβάλλον. Είναι αιχμαλωτισμένο. Όμως, η ανατροφή του γίνεται μέ ελληνοπρεπή τρόπο καί συστηματικά. Η μάνα τό συμβουλεύει καί τό νουθετεί. «Εσύ —του λέει— είσαι ελληνόπουλο. Έχεις πατέρα, πού ονομάζεται Ανδρόνικος και αδελφό με τ’ όνομα Ξαντίνος. Αυτοί ζουν. Είναι στή Ρωμανία, στις ελεύθερες περιοχές του Πόντου. Σάν μεγαλώσεις, νά πάς νά τούς βρεις».
Μεγαλώνει τό παιδί. Γίνεται αναγκαστικά γενίτσαρος. Έχει όμως πάντοτε ελληνική συνείδηση. Φεύγει λοιπόν μια μέρα για τη Ρωμανία καί συναντιέται τυχαία στά βουνά του Πόντου μέ δύο ανθρώπους. Ο ένας είναι γέροντας και κοιμάται. Ο νέος δεν κοιμάται, (είναι πατέρας καί γιός). Ο γενίτσαρος τον καλημερίζει, μα εκείνος δεν ανταποδίδει τόν χαιρετισμό. ' Αλληλοκοιτάζονται σαν εχθροί και αρχίζει η μονομαχία. Δεν αλληλοσκοτώνονται. Επειδή είναι αδέλφια, η μοίρα τούς προστατεύει.
Ξυπνάει ο γέροντας. Απορεί βλέποντας το γιό του νικημένο. Ρωτώντας τόν γενίτσαρο, ποιά είναι τα γονικά του κλπ., πληροφο­ρείται ότι δεν είναι τούρκος. Είναι ο δεύτερος γιός του, πού ήταν αιχμάλωτος στα σπλάχνα της γυναίκας του! Επακολουθούν συγ­κινητικές στιγμές. Ο γέροντας πατέρας αγκαλιάζει τά δύο «γεράκια» του ευχαριστώντας τόν Θεό.
Στή συνέχεια, συγκρούονται μέ τόν Έμίρ' Αλή. Νικητές είναι ό γέροντας μέ τά παλληκάρια του. Απελευθερώνεται ή γυναίκα του Ανδρόνικου, η γερόντισσα μάνα τών παλληκαριών. Τήν ψυχική αγωνία διαδέχεται η λύτρωση και η δικαίωση τών ευγενών πόθων.
Τό περιστατικό τοποθετείται μάλλον στην, μετά την πτώση της Τραπεζούντας, περίοδο. Η προσπάθεια, να καθοριστεί το συγκεκρι­μένο πρόσωπο του Εμίρ' Αλή καί να προσδιοριστεί ο ακριβής χρόνος του ύπ' όψιν γεγονότος, είναι μάταιη καί χωρίς σημασία.
Ο λαϊκός ποιητής δανείζεται πολλές φορές ιστορικά ονόματα οποιασ­δήποτε εποχής, γιά νά δώσει έμφαση στο δημιούργημά του. Άλλωστε, το όνομα Εμίρ' Αλής δεν μπορούν να το διεκδικήσουν τούρκοι ορισμένης μόνο χρονικής περιόδου.

Στάθης Ευσταθιάδης
 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah