Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου 2012

Η επιβίωση του ελληνισμού στον Πόντο κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας (1461-1924)

Η άλωση της Τραπεζούντας από τους Τούρκους σήμανε βέβαια για τον ελληνισμό του Πόντου το τέλος της πολιτικής ελευθερίας και ανεξαρτησίας του, αλλά όχι και της εθνικής συνείδησης.
 Η τελευταία δε χάθηκε, δεν έσβησε, γι' αυτό και ο ποντιακός ελληνισμός δεν εξαφανίστηκε, όπως συνέβηκε με δεκάδες φυλές και εθνότητες της Μικρασίας, που τούρκε­ψαν, που εξισλαμίστηκαν και έλειψαν για πά­ντα από το πρόσωπο της ιστορίας.
Οι Έλληνες του Πόντου, συντηρώντας τη λαϊκή και λόγια παράδοση τους, μόλο που είχαν χάσει την ε­θνική τους ανεξαρτησία, συνέχισαν να διατη­ρούν, κάτω από την οθωμανική κατοχή, τη συνείδηση της ελληνικότητας τους.
Διατήρησαν πρώτα πρώτα τη θρησκεία και τη γλώσσα τους: Στον Ανατολικό και στον Κε­ντρικό Πόντο, ιδίως στον παραλιακό, φύλαξαν, στη μεγάλη πλειοψηφία τους, την ορθόδοξη πίστη τους.
Τη διαφύλαξαν είτε, κατά το πλείστον, θαρραλέα και φανερά είτε, σε μικρή σχετική κλίμακα, στα κρυφά, με την προσποί­ηση του διπλού θρησκευτικού προσώπου.
Το δεύτερο το έκαναν σε δύσκολες κατα­στάσεις και περιόδους, οπότε, στα φανερά πα­ρίσταναν το μουσουλμάνο, ενώ στα κρυφά πα­ρέμεναν χριστιανοί. Κι αυτό το πετύχαιναν έ­χοντας δυο ονόματα: ένα μουσουλμανικό (το ψεύτικο) φανερά, κι ένα χριστιανικό (το βα­φτιστικό τους) κρυφά.
Επίσης, βαφτίζονταν, παντρεύονταν και κηδεύονταν με δυο τελετές: μια φανερή, μουσουλμανική, και μια χριστια­νική, κρυφή. Κι αυτό για δυο και παραπάνω αιώνες, διατηρώντας κρυφές εκκλησίες, κρυ­φά εικονίσματα, μυστικούς παπάδες και κρυμ­μένα ευαγγέλια.
Ώσπου κάποτε, όταν ήρθαν πιο ελεύθεροι καιροί, φανερώθηκαν ομαδικά. Οι Κρυφοχριστιανοί, όπως ονομάστηκαν, πή­ραν τότε το όνομα «κλωστοί» (γυρισμένοι) ή, τουρκικά, «τενεσούρ», που σήμαινε αυτούς οι οποίοι άλλαξαν, αλλαξοπίστησαν, επειδή θε­ωρήθηκαν από τους Τούρκους ότι άλλαξαν πί­στη κατ από Μωαμεθανοί έγιναν Χριστιανοί, ε­νώ ποτέ δεν υπήρξαν πραγματικοί Μουσουλ­μάνοι.

Νικόπολη-Sebin-Karahisar

Οι Κρυφοχριστιανοί ονομάστηκαν και Σταυριώτες, παίρνοντας το όνομα αυτό από το κατεξοχήν κρυφοχριστιανικό χωριό, το Σταυρίν της Αργυρούπολης.
Στο Δυτικό Πόντο, τον παραλιακό και το μεσογειακό, ένα μεγάλο μέρος του Ελληνισμού δεν άντεξε στη βία και την καταπίεση ή στον πειρασμό του συμφέροντος, και εξισλαμίστηκε, εκτός από μερικές νησίδες, στις πόλεις και τα μεγάλα χωριά, προπάντων της παραλίας δηλ. τα λιμάνια.
 Έτσι, οι μεγάλοι πληθυσμό που σώθηκαν ήταν αυτοί του Ανατολικού Πόντου, παραλιακού και μεσογειακού. Κι αυτό γιατί συγκεντρώθηκαν γύρω στα μεγάλα μο­ναστήρια, όπως της Παναγίας Σουμελά, το Αγίου Γεωργίου Περιστερεώτα και του Aγίου Ιωάννη Βαζελών, και, κυρίως, γύρω από τα μεγάλα μεταλλεία, όπως της Αργυρούπολης (Γκιουμουσχανέ) και της Νικόπολης (Σεμπίν-Καραχισάρ), στα οποία ο σουλτάνος έδωσε ειδικά προνόμια για να μπορούν να χρησιμοποιούνται οι μοναδικοί και αναντικατάστατοι Πόντιοι μεταλλουργοί και τεχνικοί στην εξόρυξη των πολύτιμων μεταλλευμάτων.
Σε μια περιφέρεια του Δυτικού Πόντου, τη Πάφρα, οι Έλληνες κάτοικοι της έχασαν τη γλώσσα τους και μίλησαν την τουρκική, ενώ κράτησαν με φανατισμό τη θρησκεία και τη εθνικότητά τους.
Αντίθετα, σε χωριά του Ανατολικού Πόντου, στον Όφι και στην Τόνια, έγινε το αντίθετο: Οι κάτοικοί τους έχασαν τη θρησκεία τους αλλά κράτησαν τη γλώσσα τους
Γενικά, ο Ελληνισμός του Πόντου, διατήρησε τις παραδόσεις του, τους θρύλους του,τα παραμύθια του, τα τραγούδια του, τους χορούς του, τα ήθη και έθιμα του. Διατήρησε την έφεση για μάθηση και παιδεία, ιδρύοντας σχολεία και γυμνάσια, διατήρησε την κοινοτική  του αυτοδιοίκηση.
Όλα αυτά, μαζί με τα διά­φορα προνόμια που παραχώρησαν οι κατά καιρούς σουλτάνοι, με βάση τις διεθνείς συνθήκες και την πίεση της ομόδοξης Ρωσίας, επέτρεψαν στον Ελληνισμό του Πόντου να επιβιώσει και αργότερα να προοδεύσει κιόλας.
 Συγκεκριμένα, όπως ο Πατριάρχης, έτσι και οι κατά τόπους μητροπολίτες αναγνωρίστηκαν από τους Τούρκους, από τα πρώτα κιόλας χρό­νια ύστερα από την άλωση της Τραπεζούντας, ως εθνάρχες (τουρκικά: μιλέτ-μπασί), με την έννοια αρχηγών θρησκευτικού έθνους, του έθνους των Ρούμ ή Ρωμαίων, όπως ονομάζονταν όλοι οι ορθόδοξοι Χριστιανοί στην Ανατολή. Στους εθνάρχες αυτούς δόθηκαν από τους Τούρκους αρκετά και, πολλές φορές, τα ίδια δικαιώματα και προνόμια που είχαν κατά την περίοδο του Βυζαντίου.
Έτσι, μετά την κατάλυση του ελληνικού κράτους της Τραπεζούντας, απέμεινε η θρησκεία να συγκρατεί την ενότητα των ορθόδοξων Ελλήνων και να διατηρεί την ελπίδα για την εθνική τους επιβίωση, ενώ τα μεγάλα μεταλλεία της Αργυρούπολης και η γύρω από τον Κάνη ποταμό περιοχή, όπως και τα μεταλλεία της Νικόπολης, αποτέλεσαν τα μεγάλα καταφύγια, όπου συγκεντρώθηκαν οι κατατρεγμένοι του Πόντου για να βρουν σωτηρία, δουλειά και προνόμια.
Προνόμια και ατέλειες απολάμβαναν και τα χωριά της Ματσούκας, όσα ασχολούνταν με τον καθαρισμό του μεταλλεύματος των ορυ­χείων της Αργυρούπολης, το οποίο επεξεργάζονταν στα μεταλλουργικά καμίνια τους.
Άγιος Ιωάννης Βαζελώνος

Αλλά και στη Σινώπη δόθηκαν προνόμια, γιατί η ανάγκη για τη ναυπήγηση πολεμικών πλοίων υποχρέωσε τους Τούρκους να καλο­πιάσουν τους Έλληνες τεχνίτες της περιοχής, όπως είχε συμβεί, άλλωστε, και σε άλλες πα­ραλιακές περιοχές της Μικρασίας και των νη­σιών του Αιγαίου, όπου οι κάτοικοι τους ήξεραν να ναυπηγούν σκάφη.
Όλοι, λοιπόν, οι κατα­σκευαστές πλοίων του Δυτικού Πόντου μαζεύ­ονταν στη Σινώπη για να βρουν ανάλογη δου­λειά και να επιβιώσουν.
Τέλος, και στα Κόραλλα (Γκιόρελε) και στην Τρίπολη και στην Κερασούντα και στην Οινόη διατηρήθηκε ένα μέρος του Χριστιανι­σμού, γιατί οι άρχοντες των παραθαλάσσιων αυτών πόλεων -είτε ντερεμπέηδες (γαιοκτή­μονες των κοιλάδων) ήταν αυτοί είτε άλλου εί­δους τιμαριούχοι- διατηρούσαν μεγάλες βάρ­κες για διασκέδαση ή για επίθεση ο ένας ενα­ντίον του άλλου και χρησιμοποιούσαν τους έ­μπειρους Έλληνες ναυτικούς για πλήρωμα.
 Οι βάρκες αυτές, πολλές φορές ήταν εικοσαθέσιες, όπως εκείνες που λέγονταν «κοντζαμπάσια», στις οποίες κυβερνήτες ήταν Έλληνες, γιατί μόνο αυτοί ήταν επαγγελματίες θαλασ­σινοί.
Με αυτόν τον τρόπο, οι κατακτημένοι Ρωμιοί έβρισκαν δουλειά και προστασία κο­ντά στους τιμαριούχους, όσο κι αν αυτή η δου­λειά ήταν σκληρή και οι αφέντες τους τυραν­νικοί. Το γεγονός όμως ότι έτσι γλίτωναν από την καταδυνάστευση των άλλων αρχόντων, των ξένων, τους ανακούφιζε και τους έσωζε.
Το τουρκικό τιμαριωτικό σύστημα, όμως, είχε εγκαθιδρυθεί, προπάντων, στα μεσογειακά μέρη του Πόντου από τις αρχές ακόμα του 16ου αιώνα. Οι Έλληνες κάτοικοι των περιο­χών αυτών που ζούσαν κάτω από τους γαιο­κτήμονες, περνούσαν πολύ άσχημα, σχεδόν αφόρητα, προπάντων κατά την περίοδο της ε­ξουσίας των ντερεμπέηδων, των σκληρών φε­ουδαρχών του 17ου αι., οι οποίοι διοικούσαν τα χωριά των με­γάλων κοιλάδων (ντερέδων) του Ανατολικού Πόντου.
Τότε εξισλαμίστηκαν πολλοί Έλληνες ή έγιναν Κρυφοχριστιανοί. Ένας πασίγνωστος ντερέμπεης ήταν ο Εγιουπλή Απτή αγάς της Ματσούκας, γιος του Εγιούπ. Ο τελευταίος ή­ταν εγγονός του εξωμότη Εγιούπ ή Συμεών Κουλίνογλη από το χωριό Μουλάκα, ο οποίος στην αρχή, μαζί με τον αδελφό του, εξαιτίας του ομαδικού εξισλαμισμού ενός μέρους του πληθυσμού των ορεινών χωριών Μουλάκας, Πόπαρας, Πογατσιού, Γερής και Παπάρτζας, κατέφυγαν στο χωριό Σπέλια για να διατηρή­σουν τη θρησκεία των πατέρων τους, όπως έ­καναν και άλλοι συγχωριανοί τους, που είχαν καταφύγει σε άλλα χωριά της Ματσούκας.
 Εκεί όμως, στη Σπέλια, ήρθαν σε διάσταση τα δυο αδέλφια για ασήμαντη αφορμή και  ο Συμεών, θυμωμένος, αρνήθηκε τη χριστιανι­κή θρησκεία, αλλάζοντας και το όνομά του σε Εγιούπ.
Ύστερα από αυτό, ο Συμεών-Εγιούπ, τιμήθηκε ιδιαίτερα και αμείφθηκε από την τουρκική εξουσία. Κατόπιν παντρεύτηκε μια τσιγγάνα και έγινε ο γενάρχης της φερώνυμης οικογένειας των Εγιουπλήδων.
Αξίζει να υπογραμμιστεί, όμως, ότι, γενικά, όπως προαναφέραμε, τη θρησκευτική και κοι­νοτική οργάνωση, που υπήρχε επί Βυζαντίου, την αναγνώρισε τώρα και ο Μωάμεθ Β', που παραχώρησε στις ελληνικές κοινότητες και στην ορθόδοξη εκκλησία προνόμια και δικαι­ώματα. Κι αυτά δεν τα έδωσε ο Πορθητής α­πό μεγαλοψυχία ή από ευλάβεια, όπως μας ε­ξηγεί ο ιστορικός της άλωσης Γεώργιος Φρα­ντζής, αλλά για να προσελκύσει μ' αυτά τοις φυγάδες Έλληνες, ώστε να έρθουν και να κα­τοικήσουν μέσα στις ερημωμένες από τον πό­λεμο πόλεις. 
Επιπλέον, προσθέτει ο μητρο­πολίτης Χρύσανθος, τα προνόμια και τα δι­καιώματα στην ελληνική εκκλησία οφείλονταν και στη διαφορά της χριστιανικής από την μου­σουλμανική θρησκεία, η οποία διαφορά επέ­βαλλε σε καθένα από τα δυο έθνη ιδιαίτερη δι­οικητική και δικαστική νομοθεσία, πράγματα απαραίτητα για την υπόσταση τους
Έτσι, η ορθόδοξη εκκλησία με την οργάνωσή της έγινε κράτος εν κράτει, και μάλιστα με την ανοχή του σουλτάνου. Τα προνόμια της εκκλησιαστικής αυτονομίας επέτρεπαν στους ιεράρχες και στα μέλη της εκκλησίας την α­πόλυτη ελευθερία στη διοργάνωση του πολι­τεύματος της εκκλησίας καθώς και στη διοί­κηση και την ανεξέλεγκτη διαχείριση της εκ­κλησιαστικής περιουσίας.
Τα προνόμια πάλι της θρησκευτικής αυτονομίας, επέτρεπαν στην εκκλησία την πλήρη ελευθερία στην άσκηση της λατρείας και της σχετικής μ' αυτή φιλαν­θρωπίας. Επίσης, επέτρεπαν την ελεύθερη χρήση και καλλιέργεια της γλώσσας και της παιδείας, καθώς και τη δικαστική αυτονομία: οι κατά τόπους μητροπολίτες, όπως συνέβαινε και με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, είχαν το δικαίωμα να δικάζουν τις προσωπικές υποθέσεις των ομοεθνών τους, όσες σχετίζονταν με το γάμο, τα διαζύγια, τη διατροφή, την προίκα, την κληρονομιά, αλλά και να ερμηνεύουν το θρησκευτικό νόμο που τα ρύθμιζε όλα αυτά. Και ο οποίος νόμος ήταν το βυζαντινό δίκαιο.
Απ'την άλλη μεριά οι Χριστιανοί, σύμφωνα με την παράδοση που κληρονόμησαν από το Βυ­ζάντιο, αναφέρονταν στους αρχιερείς για όλες τις υποθέσεις του ενοχικού δικαίου, ακόμα και του ποινικού. Τέλος, η εκκλησία είχε το δικαί­ωμα και της φυλάκισης του ενόχου, γι' αυτό μέσα σε κάθε μητρόπολη υπήρχαν και φυλακές.
Και συνέβαινε και τούτο το παράξενο. Όσοι Χριστιανοί φοβούνταν τη δικαιοσύνη του εκκλησιαστικού δικαστηρίου και προσέφευγαν στον Τούρκο καδή και στα «πολιτικά» ή δη­μόσια δικαστήρια των Τούρκων, τιμωρούνταν από την εκκλησία με «εξωεκκλησιασμό», δηλαδή με αποκλεισμό από την εκκλησία. Πράγ­ματι, λοιπόν, η εκκλησία, στην περίοδο της Τουρκοκρατίας, με τη δικαστική και διοικητική εξουσία των ιεραρχών της, έγινε σωστό κρά­τος μέσα στο τουρκικό κράτος.
Αργυρούπολη

 Κάποτε μάλι­στα, συνέβαινε και το ακόμα πιο παράδοξο: Μουσουλμάνοι και Αρμένιοι της Τραπεζού­ντας, όταν είχαν διαφορές με Έλληνες, προ­σέφευγαν στο ορθόδοξο χριστιανικό εκκλη­σιαστικό δικαστήριο της μητρόπολης και όχι στο τούρκικο πολιτικό, και συμμορφώνονταν με τις αποφάσεις του. Αλλά και στις εκκλη­σιαστικές επαρχίες συνέβαινε το ίδιο: τα δι­καστήρια τα αποτελούσαν μητροπολίτες, πα­πάδες και αιρετά μέλη της δημογεροντίας.
Ως εφετείο και Άρειος πάγος για τις υποθέ­σεις που είχαν δικαστεί στις μητροπόλεις, χρη­σιμοποιούνταν το Οικουμενικό Πατριαρχείο, το οποίο ήταν και το κέντρο κάθε κίνησης και ζωής του υπόδουλου ελληνισμού.
Όμως, και η κοινοτική αυτοδιοίκηση έπαι­ξε τον εθνικό συσπειρωτικό ρόλο της. Γιατί, ό­πως τον καιρό του Βυζαντίου, έτσι και στην Τουρκοκρατία, τα χωριά της κάθε εκκλησια­στικής επαρχίας, οι κωμοπόλεις και οι πόλεις είχαν τους προϊσταμένους τους, τους «πρωτόγερους» ή «δημογέροντες».
 Είχαν τα συμβούλια της δημογεροντίας, που τα αποτελούσαν ο μουχτάρης (πρόεδρος του χωριού) και οι σύμ­βουλοι (αζάδες), οι οποίοι ήταν όλοι αιρετά πρόσωπα. Εξάλλου, οι «χωρίτες» πλήρωναν τους φόρους είτε άμεσα στο δημόσιο εισπρά­κτορα (ταχσιλντάρ) είτε, το πιο συχνά, με τη μεσολάβηση των δημογερόντων. Στο επαρχια­κό διοικητικό συμβούλιο που ασχολούνταν με τους φόρους, συμμετείχε και ο μητροπολίτης ή ένας αρχιερατικός επίτροπος.
Για τα εκκλησιαστικά και εκπαιδευτικά πράγματα της κοινότητας κάθε χωριού, υπεύ­θυνοι ήταν οι επίτροποι της εκκλησίας, οι έφο­ροι του σχολείου και ο παπάς, οι οποίοι ενι­σχύονταν και από τους δημογέροντες. 
Και αυ­τοί όλοι ήταν επίσης αιρετοί. Ανώτατος άρχο­ντας και στη διοίκηση των κοινοτήτων και στην υπηρεσία των επιτρόπων ήταν ο μητροπολίτης της επαρχίας, ο οποίος και έκανε έλεγχο, έδινε οδηγίες και συμβίβαζε τις διαφορές επιτόπου, κάνοντας ετήσιες περιοδείες στα χωριά.
Το ίδιο γινόταν και στις πόλεις, με συνθε­τότερη όμως μορφή. Κάθε πόλη χωριζόταν σε ενορίες, οι οποίες, με τους επιτρόπους τους, διαλεγμένους από το λαό, διαχειρίζονταν τα οικονομικά των εκκλησιών και έδιναν λόγο πά­λι στο λαό.
 Τις γενικές υποθέσεις της πόλης τις φρόντιζε η δημογεροντία, που εκλεγόταν κι αυ­τή από τους Χριστιανούς πολίτες και προοδρευόταν από το μητροπολίτη.
 Αυτή ήταν το συμβουλευτικό σώμα για τις εθνικές υποθέσεις της ίδιας της μητρόπολης αλλά αποτελούσε και το δικαστικό σώμα.
Η διοίκηση εξάλλου των σχολείων της πόλης ήταν ανατεθειμένη σ' ένα συμβούλιο από τα μέλη του οποίου οριζόταν η εφορεία. Την προεδρία του συμβουλίου των σχολείων και την ευθύνη τους απέναντι στην τουρκική κυβέρνηση την είχε πάλι ο μητρο­πολίτης. Τέλος, σύμφωνα με τους νεότερους κοινοτικούς κανονισμούς, το ανώτατο κοινοτι­κό σώμα το αποτελούσε μια αντιπροσωπεία που την εξέλεγε ο λαός για μια τετραετία.
Η α­ντιπροσωπεία προοδρευόταν από το μητρο­πολίτη και ήταν ένα είδος βουλής της κοινό­τητας. Αυτή νομοθετούσε, συνέτασσε ή αναθε­ωρούσε τους κοινοτικούς κανονισμούς, ενέ­κρινε τον προϋπολογισμό των σχολείων, έλεγχε όλη τη διοίκηση και τη διαχείριση της δη­μογεροντίας και του συμβουλίου των σχολείων και, επιπλέον, αυτή εξέλεγε τα δύο τελευταία κοινοτικά όργανα.
Η μητρόπολη της Τραπεζούντας μάλιστα προχώρησε, το 1826, μαζί με την ελληνική κοι­νότητα, σε ένα σύστημα είσπραξης των δημό­σιων φόρων που απέβλεπε στην απαλλαγή των φτωχότερων τάξεων από τη δυσκολία της πλη­ρωμής των οφειλών τους και από την κατα­πίεση των δημόσιων εισπρακτόρων και κλη­τήρων.
Το σύστημα αυτό ονομάστηκε «πολιτική κάσσα». Σύμφωνα με αυτό, βάση της κατα­νομής του φόρου στους πολίτες, ήταν, όχι ο α­ριθμός των οικογενειών της κοινότητας, αλλά η περιουσία του καθενός, η δουλειά του και ε­πομένως η δυνατότητά του να πληρώσει ή όχι το φόρο.
 Όποιος δεν είχε καμιά περιουσία ή δεν κέρδιζε τίποτε από τη δουλειά του, απαλ­λασσόταν από κάθε υποχρέωση. Ο εργατικός κόσμος πλήρωνε ελάχιστο φόρο, ενώ το ποσό που του αναλογούσε από το συνολικό της κοι­νότητας, όσο απαιτούσε το τουρκικό δημόσιο, το πλήρωναν οι πλουσιότεροι.
 Έτσι, οι υπεύ­θυνοι παράγοντες της εκκλησίας και της κοι­νότητας, εφάρμοζαν το βυζαντινό φορολογικό δίκαιο που επικρατούσε στα προαναφερμένα ποντιακά «ελευθερικά χωρία». Την είσπραξη των φόρων, που μοιράζονταν μ' αυτόν τον τρόπο, την αναλάμβανε η ίδια η κοι­νότητα. Με τη σύσταση της «πολιτικής κάσ­σας» καθιερώθηκε ο αφορισμός εναντίον εκείνου που έκρυβε τα περιουσιακά στοιχεία ή τα κέρδη από τη δουλειά του.
Η απειλή του α­φορισμού συγκρατούσε τους πολίτες από κάθε κατάχρηση ή ξεγλίστρημα. Κάθε Κυριακή στή­νονταν στο νάρθηκα της εκκλησίας κάσσες («κάλπες»), μέσα στις οποίες, μετά την απόλυ­ση, έριχναν οι πολίτες το ποσό που αναλογού­σε στον καθένα από την περιουσία ή τη δουλειά του, χωρίς να τον ελέγχει κανείς, παρά μό­νο η συνείδησή του.
Αργότερα, όταν η φωνή της συνείδησης δεν είχε αρκετή δύναμη και ο φόβος του αφορισμού δεν ήταν αρκετός να α­ποτρέψει τις καταχρήσεις, συστάθηκαν τακτι­κά βιβλία, όπου καταγράφονταν όλοι οι φορο­λογούμενοι. Μ' αυτό τον τρόπο γινόταν συχνά έλεγχος της περιουσίας και της δουλειάς του καθενός, και εισπράτοταν ανάλογα ο φόρος.
Η πολιτική κάσσα λειτούργησε μέχρι το 1844, κι όταν διαλύθηκε, άφησε περίσσευμα που δαπανήθηκε για την ανέγερση του νέου κτιρίου του Φροντιστηρίου της Τραπεζούντας.
 Έτσι, λίγον καιρό μετά την άλωση και το σταμάτημα των απελευθερωτικών αγώνων, οι Έλληνες του Πόντου άρχισαν να ανασυντάσσονται, να ανασυγκροτούνται και να οργανώ­νονται. Άρχισαν να επιδίδονται στα ειρηνικά και δημιουργικά τους έργα, τη γεωργία, την κτηνοτροφία, το εμπόριο, τη ναυτιλία, την αλιεία, την κηπουρική, τη βιοτεχνία και τη μεταλλευτική. Άρχισαν να δουλεύουν σκληρά και να προοδεύουν.





Χρήστος Σαμουηλίδης
"ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΠΟΝΤΙΑΚΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah