Κυριακή 25 Νοεμβρίου 2012

Tα κάλαντα (Εθιμα Πρωτοχρονιας)

Πριν να χαράξει  η Ανατολή, πήγαιναν να καλαντιάζνε τό πεγάδ  (βρύση)  και τις νεράιδες, πού το κατοικούν και να πάρουν νερό, καλαντόνερον,  αμίλητοι  κατά  τη μετάβαση  και επιστροφή.
 Χάριζαν δηλ. στη βρύση φρούτα, έπαιρναν όμως εκείνα με τα οποία ο προηγούμενος εκαλαντίασεν τό πεγάδ, λέγοντας:
Κάλαντα, καλός καιρός, πάντα και του χρόνου.
Άμον ντο τρέχχ τό νερόν να τρέχχ και ή ευλοΐα.
To βράδυ και τό πρωί έδιναν άφθονο χόρτο στα ζώα, γιά να έχουν αφθονία όλο το χρόνο. Βιάζονταν δε να ποτίσουν πρώτοι τά ζώα τους, προπάντων εκείνοι που ήσαν κοντά στη βρύση. Δεν θεωρούσαν καλό  (ογουρλήν) να δώσουν  κάτι σέ ξένο.
Τό πρωί η νοικοκυρά σκόρπιζε διάφορους σπόρους στο στάβλο, και εκαλαντίαζεν τά ζά, κόβοντας λίγο τις τρίχες τής ουράς τους, χτυπούσε ελαφρά με μιά βίτζα τά ζώα και τά παιδιά λέγοντας: Άλλαξον το χούϊ ‘σ (τις ιδιοτροπίες σου).
Τά κορίτσια εκαλαντίαζαν τά μαλλία 'τουν δηλ. τά έκοβαν λιγάκι στις άκρες γιά να μεγαλώσουν, κρατούσαν έναν σκουλίν μαλλίν (μπούκλα) κάτω από τή βρύση, να παίρει ατο και τρέχχ και τρανύννε τά μαλλία 'τουν και  τρέχχ και ή τύχη άτουν.
Την ημέρα αυτή δοκίμαζαν τό ποδαρικόν του πρώτου πού θα έμπαινε στο σπίτι, δηλ. θυμούνταν ποιος μπήκε πρώτος, και πώς πέρασε ή χρονιά, ευτυχισμένα ή όχι. Γι' αυτό μερικοί φρόντιζαν πρωί πρωί να βάλουν στο σπίτι ένα παιδάκι που είναι ανημάρτωτον (αναμάρτητο) αν τό χρόνο εκείνο συνέβαινε στο σπίτι κακό, ατύχημα, τον άλλο χρόνο καλούσαν άλλο παιδί.
Τήν Πρωτοχρονιά απέφευγαν να αναφέρουν βλαβερά ζώα ή έντομα για να μη πληθύνονται, απέφευγαν επίσης κακολογίες και μαλώματα, για να μη μαλώνουν όλο τό χρόνο.
 Μετά τήν απόλυση τής εκκλησίας τά παιδιά γύριζαν τά συγγενικά σπίτια μ' ένα μήλο ή πορτοκάλι γιά να καλαντιάζνε τους άντρες πού κάρφωναν στο πορτοκάλι μερικά καπίκια η μονόγροσα δίγροσα δηλ. μιά ή δύο σημερινές δραχμές. Μεταφορικά καλαντιάζω σημαίνει δέρνω, βρίζω. Πάντα κάλαντα ‘ κ έν. Όλα έχουν τον καιρό τους, την ευκαιρία τους.

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah