Πέμπτη 22 Νοεμβρίου 2012

H Άλωση της Τραπεζούντας

Βησσαρίων (1403-1472)

Στις παραμονές του μεγάλου κινδύνου, ο Βησσαρίων προσπαθούσε να υποκινήσει τον πάπα της Ρώμης Πίο Β’ (1458-1464), να ετοιμάσει μια σταυροφορία στη Δύση για να σωθεί η πατρίδα του, όπως είχε κάνει και πριν, αλλά και μετά την άλωση της, για την Κωνσταντι­νούπολη.
Για το σκοπό αυτό έγραψε λόγους ε­ναντίον των Τούρκων, μετέφρασε στα λατινι­κά τον Α' Ολυνθιακό του Δημοσθένη και ανέ­λαβε διπλωματικές αποστολές προς τους ηγε­μόνες της Δύσης.
Όταν κατάφερε να πείσει τον πάπα, ο οποίος ανέλαβε αυτοπροσώπως την οργάνωση της σταυροφορίας εναντίον των Τούρκων το 1459, ο Πόντιος λόγιος πήγε από τη Ρώμη, όπου διέμενε, στην Μάντουα και μί­λησε για τον αγώνα που ανέλαβε ο Πίος Β'.
Το ίδιο έκανε πηγαίνοντας και στη Γερμανία, ό­που έφτασε το Φλεβάρη του 1460, όπως και στη Βιέννη, όπου πήγε το Μάρτη του ίδιου χρό­νου, καθώς και στη Βενετία, όπου κατευθύν­θηκε τον Ιούλιο του 1463, όταν είχε πέσει κιό­λας η Τραπεζούντα. Κανένα στράτευμα όμως ή σταυροφορία δεν κινήθηκε στο μεταξύ από τη Δύση.
Η μόνη από όλες τις μακροχρόνιες ενέργειες του Βησσαρίωνα για την Κωνσταντίνουπολη και την Τραπεζούντα, που είχε ευωδοθεί κάπως, ήταν εκείνη η παλιά που έγινε πριν πέ­σει ακόμα η βασιλεύουσα.
Τότε, ο καρδινάλιος Φραγκίσκος έκανε ναυτική εκστρατεία μαζί με τον βασιλιά της Ουγγαρίας Λαδισλάβο,  που ξεκίνησε από το βορρά, εναντίον του Μωάμεθ Β'. Ωστόσο και κείνη η σταυροφορία δεν  είχε καλό τέλος. Το Νοέμβριο του 1444, κοντά ]στη Βάρνα ο ουγγρικός στρατός έπαθε πανωλεθρία.
Έτσι, οι προσπάθειες για τη σωτηρία του  Ελληνισμού έμειναν κυριολεκτικά στα χαρτιά  δηλαδή στο στάδιο των λόγων και των υποσχέσεων και, κυρίως, της ανταλλαγής επιστολών ανάμεσα στο Βησσαρίωνα και τους ηγεμόνες της Δύσης, καθώς και ανάμεσα στον  Πάπα Πίο Β' και τον τελευταίο αυτοκράτορα Δαβίδ Κομνηνό, ή ανάμεσα στον Δαβίδ και τό  δούκα της Βουργουνδίας Φίλιππο τον Καλό.
Τελικά ο Δαβίδ, για να αποτρέψει τον φο­βερό κίνδυνο από την πλευρά των Τούρκων, οι  οποίοι απειλούσαν το κράτος του, αποφάσισε  να συνεχίσει τις προσπάθειες του προκατόχου του αυτοκράτορα Ιωάννη Δ' για τη συμμαχία της Τραπεζούντας με τους Ασπροπροβατάδες του Τουρκομάνου ηγέτη της Αμίδης (Διάρμπεκιρ) Ουζούν Χασάν.
 Και μάλιστα ήθελε να δώσει τέ­τοια έκταση στη συμμαχία ώστε να περιλάβει, εκτός από αυτούς, και όλους τους λαούς από τον Καύκασο κατ τον Τίγρη ποταμό μέχρι τη Βουργουνδία, και από τα Καρπάθια όρη μέχρι τα νησιά της Μεσογείου. Μόνο έτσι πί­στευε ότι θα μπορούσε να αποτραπεί ο τουρκικός κίνδυνος που απειλούσε την ελευθερία του ανατολικού κόσμου.
Αρχίζοντας την κινητοποίησή του για την πραγματοποίηση του μεγαλεπή­βολου σχεδίου, επισφράγισε πρώτα πρώτα τη συμμαχία του με τους Ασπροπροβατάδες της Αμίδης με έναν γάμο: τον γάμο του Ουζούν Χασάν με την περίφημη για την ομορφιά της κόρη τού αυτοκράτορα Ιωάννη Δ', τη Θεοδώρα, την οποία ο πατέρας της, πριν πεθάνει, είχε, όπως ξέρουμε, αρραβωνιάσει με τον ηγέτη των Ασπροπροβατάδων. Η Θεοδώρα έγινε αργότερα γνωστή με το ό­νομα Δέσποινα Χατούν.
 Κατόπιν ο Δαβίδ προέτρεψε σε συμμαχία τους ηγεμόνες της Μιγγρελίας, της Ιμερετής, της Αβγαζίας, της Αλανίας, της Αρμενίας στην Κιλικία, του σουλτάνου της Καραμανίας κατ του άρχοντα της Σινώπης Ισμαήλ. Επίσης, έστειλε επιστολές για συμμαχία, όπως αναφέ­ραμε πιο πάνω, στον Πάπα Πιο Β' και στον Φίλιππο τον Καλό, δούκα της Βουργουνδίας.
Αλλά οι τελευταίες ενέργειες προς τη Δύση δεν απέδωοαν, γιατί ο Δαβίδ δεν είχε την πνοή κατ το κύρος των παλαιότερων αυτοκρατόρων της Τραπεζούντας ώστε να εμψυχώσει μια συμ­μαχία εναντίον των Τούρκων. Το ίδιο συνέβη­κε και με τις άλλες απόπειρές του για συμμα­χία με τους γειτονικούς λαούς. Έτσι, η Τρα­πεζούντα βρέθηκε τελικά ολότελα μόνη και ε­τοιμαζόταν να αντιμετωπίσει τον Μωάμεθ Β' τον Πορθητή με τις δικές της αποκλειστικά δυ­νάμεις. Και η κρίσιμη ώρα δεν άργησε να ση­μάνει.
Ο Πορθητής, μετά την κατάληψη της Βαλ­κανικής και της Κωνσταντινούπολης, σχεδία­σε την εκστρατεία για την κατάληψη και του τελευταίου ελληνικού κράτους, της ποντιακής αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας
 Στη Βιθυνία 80.000 πεζοί και 60.000 ιππείς περίμεναν τη διαταγή του για την πορεία, ενώ 300 πλοία, ε­κτός από τις φορτηγίδες, έπλεαν εναντίον της Σινώπης. Όταν τα πλεούμενα αυτά έφτασαν ε­κεί, ο αλλοεθνής άρχοντας της πόλης δεν μπό­ρεσε να αντισταθεί.
 Ήρθε αμέσως σε συμφωνία και παραδόθηκε. Τότε, με νέα διαταγή του σουλτάνου, ο στόλος έπλευσε εναντίον της Τρα­πεζούντας και την πολιόρκησε. Ο ίδιος ο Πορ­θητής, εξάλλου, μπήκε επικεφαλής του πεζι­κού στρατού του και πορεύτηκε εναντίον του «εξ αγχιστείας» συγγενή του Δαβίδ Κομνηνού, του Ουζούν Χασάν.
Ο τελευταίος όμως, μόλο που είχε δώσει το λόγο του και είχε συνάψει συμφωνία συμμαχίας με τον Έλληνα αυτο­κράτορα, δεν αντιστάθηκε. Δείλιασε και έστειλε τη μητέρα του να συζητήσει τους όρους της παράδοσής του.
Απ' την άλλη μεριά, ο βασιλιάς της Τραπε­ζούντας, νομίζοντας ακόμα πως ο ανατολικός δρόμος που οδηγούσε στην περιοχή του Πό­ντου φυλαγόταν από τον Ουζούν Χασάν, προ­σπαθούσε με το στρατό και το λαό να απο­κρούσει τους Τούρκους πεζοναύτες που πο­λιορκούσαν στενά την πρωτεύουσα.
Οι Τραπεζούντιοι πράγματι διεξήγαγαν τον αμυντικό αγώνα τους γενναία και με αρκετή επιτυχία.
Στο μεταξύ, ο πρωτοβεστιάριος Γεώργιος Αμηρούτζης, ο οποίος αναφέρεται ότι είχε και τον τίτλο του Μεγάλου Λογοθέτη, πολιτεύτη­κε, όπως γράφει ο Χρύσανθος, δόλια, και προς τον αυτοκράτορα και προς την πατρίδα του, στις κρίσιμες εκείνες ημέρες, όταν ο τουρκι­κός στόλος απειλούσε την πρωτεύουσα του Πό­ντου
Τα γεγονότα εξελίχθηκαν ραγδαία. Οι Τούρκοι πεζοναύτες πυρπόλησαν τα προάστια της Τραπεζούντας και έζωσαν ολούθε το κά­στρο της για 32 μέρες.
 Στο μεταξύ, ο στρατη­γός Μαχμούτ πασάς, που είχε έρθει με το πε­ζικό, προελαύνοντας από την Προύσα στην Αμάσεια και το Ερζιγκιάν, στρατοπέδευσε κο­ντά στην Τραπεζούντα, στη θέση Σκυλολίμνη (Γκιολ-τσαΐρ).
Χωρίς να χάσει καιρό κατόπιν, έστειλε απεσταλμένο στην πόλη, «πρός τον αύτού εξάδελφου πρωτοβεστιάριον, ειπείν τω βασιλεί Δαβίδ ότι εάν μεν αμέσως παραδώση την πόλιν, ό σουλτάνος θά δώση αυτώ χώραν», όπως είχε κάνει και με τον ηγεμόνα της Πελο­ποννήσου Δημήτριο.
 «Έάν δε, μή πειθόμενος, θελήση ό αυτοκράτωρ Δαβίδ νά άντιστή, και ή πόλις Τραπεζούς θά εξανδραποδισθή ού πολλώ ύστερον, και αυτός ό Δαβίδ και πάντες αίσχίστω θανάτω θά παραδοθώσιν».
Έτσι ωμά έθεσε ο Μαχμούτ το δίλημμα στον Δαβίδ: ή παράδοση της πόλης και σωτη­ρία του ίδιου και του λαού η αντίσταση και θά­νατος του ίδιου και των πολιτών του.
 Αλλά οι Τραπεζούντιοι, που για 32 μέρες (ή σαράντα, κατά τον Αμηρούτζη) απέκρουαν γενναία τις επιθέσεις του τουρκικού στόλου, πίστευαν πως θα αντιστέκονταν για πολύν καιρό και στις ε­πιθέσεις αυτών που θα εφορμούσαν από τη στεριά.
Ο τάφος της Γκιουλμπαχάρ
Την πεποίθησή τους αυτή τη στήριζαν και στο γεγονός ότι οι Τούρκοι στρατιώτες εί­χαν περάσει τα απόκρημνα ποντιακά βουνά χωρίς να φέρουν μαζί τους πολιορκητικές μη­χανές και τηλεβόλα, αλλά, σχεδόν, και χωρίς να διαθέτουν ιππικό.
Αντίθετα, η Τραπεζούντα διέθετε γενναίους πολεμιστές, στρατιώτες και λαό, δυνατά τηλεβόλα και την οχυρή τοποθεσία με τα ψηλά τείχη, που δεν ήταν εύκολο να κυριευτούν με έφοδο.
 Επιπλέον οι Τραπεζούντιοι έλπιζαν ότι η έλλειψη ζωοτροφών θα κα­τέστρεφε τους Τούρκους ή θα τους ανάγκαζε να αποχωρήσουν από τη χώρα. Οι ιστορικοί  Δούκας και Σααεντίν συμφωνούν ότι ο σουλτάνος Μωάμεθ IV, κατά την κάθοδο του από την Αρμενία στην Τραπεζούντα, είχε αφήσει  πίσω του απόρθητα φρούρια και οχυρές θέσεις και ότι είχε χάσει, στο δρόμο, πολλούς άντρες του από έλλειψη τροφών.
Αλλά και ο ίδιος ο τουρκικός στόλος, εξαιτίας του χειμώνα  που πλησίαζε, και από φόβο για τις άγριες τρικυμίες της Μαύρης Θάλασσας, πιθανόν να αναγκαζόταν σε λίγον καιρό να λύσει την πο­λιορκία και να αποπλεύσει.
 Όλα τα παραπάνω έχουν οδηγήσει μερι­κούς στο συμπέρασμα ότι ο αυτοκράτορας Δα­βίδ προδόθηκε από τον πρωτοβεστιάριο Αμηρούτζη, ο οποίος έπεισε, χωρίς σοβαρό λόγο, τον Κομνηνό, να παραδώσει, χωρίς αντίσταση, την πόλη.
 Κι αυτό ίσως είναι πολύ πιθανό, γιατί, όπως ειπώθηκε, ο Αμηρούτζης ήταν πρώ­τος ξάδελφος του Μαχμούτ. Οι μητέρες τους ή­ταν αδελφές και κατάγονταν από την Τραπε­ζούντα.
Η μητέρα του Μαχμούτ είχε ακολου­θήσει μια Τραπεζούντια πριγκίπισσα, πήγε στην αυλή του Δεσπότη της Σερβίας και εκεί παντρεύτηκε έναν από τους μεγιστάνες της χώ­ρας εκείνης.
 0 Αμηρούτζης, λοιπόν, εξαιτίας του μεγά­λου αξιώματος του, μπορούσε, υποστηρίζει ο Χρύσανθος, να εκφοβίσει τον δειλό αυτοκρά­τορα, να παραλύσει την άμυνα της χώρας, εμπνέοντας αποθάρρυνση στους στρατιώτες, και να ετοιμάσει το έδαφος για την παράδοση και την υποταγή της πρωτεύουσας του Πόντου στον Πορθητή, όπως μπορούσε να κάνει και τα αντίθετα.
Απ' την άλλη πλευρά, οι μεγάλες τιμές που «απήλαυσε» ο Αμηρούτζης αργότερα, μετά την άλωση της Τραπεζούντας, από μέ­ρους του σουλτάνου -ενώ οι υπόλοιποι συνάρχοντές του είχαν θανατωθεί- ενισχύουν την υ­πόνοια για την προδοσία του.
Ο μητροπολίτης Χρύσανθος αναφέρει τα παραπάνω στηριζό­μενος στον παθιασμένο εχθρό του πρωτοβεστιάριου Δωρόθεο Μονεμβασίας αλλά και στον Κωνσταντίνο Σάθα και στον Ιταλό Marini που υποστηρίζουν την άποψη ότι η Τραπεζούντα έπεσε πιο πολύ με δόλο παρά με τα όπλα.
Όπως μας ιστορούν οι σύγχρονοι της Άλω­σης συγγραφείς: Κριτόβουλος, Χαλκοκονδύ­λης, Δούκας και Φραντζής, μόλις παραδόθηκε η πρωτεύουσα του Πόντου στις 2 του Μάρτη, μπήκε μέσα ο Πορθητής και περιόδευσε στο εσωτερικό της παρατηρώντας τη θέση της, την οχύρωσή της και τον άλλο εξοπλισμό της, κα­θώς και τα οικοδομήματα και το πλήθος του κόσμου.
Κατόπιν ανέβηκε στα ανάκτορα και θαύμασε την οχύρωση της ακρόπολης, τα διά­φορα χτίσματα και τη λαμπρότητά τους. Με διαταγή του χαράχτηκε στην ανατολική πλευ­ρά του αυτοκρατορικού πύργου της Ακρόπο­λης, που βρισκόταν στο ανατολικό φαράγγι, μια επιγραφή, η οποία αποθανάτισε το γεγο­νός της νίκης του.
Ύστερα από αυτό, σύμφωνα με τις περι­γραφές των παραπάνω ιστορικών, πρόσταξε στο βασιλιά (Δαβίδ Κομνηνό) και σε όλους τους αυλικούς του, και μάλιστα αυτούς που είχαν δύναμη και πλούτο, όπως ο Αμηρούτζης, μαζί με τις γυναίκες, τα παιδιά και τους θησαυρούς τους, να βγουν έξω από το παλάτι και να μπουν στα πλοία. Ταυτόχρονα διάλεξε από την πόλη και τα περίχωρα 1.500 περίπου έφηβους και τους έμπασε κι αυτούς στα πλοία.
Κατόπιν, α­φού χάρισε πολλά δώρα στους αρχηγούς των καραβιών, δηλαδή στους «τριηράρχους και τους ναυάρχους», όπως τους ονομάζουν οι Βυ­ζαντινοί ιστορικοί, αλλά και στους κυβερνήτες και τους κελευστές και στους άλλους, πρόστα­ξε να αποπλεύσουν για την Κωνσταντινούπολη, όπου θα κατέληγε και ο ίδιος αργότερα.
Φτά­νοντας στην Πόλη, ο Δαβίδ και η οικογένειά του, μαζί με τον Αμηρούτζη, μεταφέρθηκαν στη Στράντζα της Αδριανούπολης, όπου τους δόθηκαν από το σουλτάνο εκτεταμένοι τόποι για να τους καλλιεργήσουν, να τους εκμεταλλευτούν και να ζήσουν.
Στο μεταξύ, στην Τραπεζού­ντα, αμέσως μετά την αναχώρη­ση του Δαβίδ, ο Πορθητής ανέ­θεσε στο ναύαρχο Κασίμη, διοι­κητή της Καλλίπολης, τη διακυ­βέρνηση της πρωτεύουσας των Κομνηνών, και τοποθέτησε στην Ακρόπολη Γενίτσαρους.
Ύστερα από αυτά, έστειλε το διοικητή της Αμάσειας Χιτήρη και υπέταξε τους τόπους γύρω α­πό την Τραπεζούντα, καθώς και το Μεσοχάλδιο, περιοχές που ανήκαν στους άρχοντες Καβασίτες, στο βασιλιά και στα παι­διά του. Κατά τον ίδιο τρόπο υπέταξε και την Κερασούντα.
Την Τραπεζούντα, στη συνέχεια, τη μοίρα­σε σε κομμάτια και υποδούλωσε τον πληθυσμό της. Από τους νέους, άλλους τους έκαμε «σιλικτάριους» (ξιφοφόρους, κάτι σαν τάγμα υπα­σπιστών), άλλους «σπαχογλάνους» (δηλαδή κα­βαλάρηδες), άλλους τους κράτησε στην αυλή του για διάφορες υπηρεσίες, άλλους τους χά­ρισε στα παιδιά του για δούλους και τους με­τέφερε στην Κωνσταντινούπολη, και άλλους, γύρω στους οχτακόσιους, τους έκανε Γενίτσα­ρους.
 Επίσης, κράτησε για τον εαυτό του μιαν από τις θυγατέρες του Δαβίδ, την οποία, αρ­γότερα, μετά το σφαγιασμό του πατέρα της, την έριξε στο χαρέμι του με άλλες νεαρές Τραπεζούντιες.
Σύμφωνα με τον Τούρκο ιστοριογράφο Σακίρ Σεβκέτ, μια άλλη από τις θυγατέρες του Δαβίδ, τη Μαρία, που ήταν πολύ όμορφη, γι' αυτό και ονομάστηκε από τους Τούρκους Γκιουλμπαχάρ (τριαντάφυλλο της άνοιξης), ο Πορθητής την όρισε για γυναίκα του γιου του  και διαδόχου Μπαγιαζίτ Β'.Από αυτήν γεννήθηκε κατόπιν ο Σελίμ Α. 
Αργότερα, η Μα­ρία Γκιουλμπαχάρ, επειδή κατηγορήθηκε ότι προστάτευε τους χριστιανούς, απομακρύνθη­κε, μαζί με το γιο της, από την Κωνσταντι­νούπολη και εξορίστηκε στην Τραπεζούντα, όπου και πέθανε το 1505.
Προς τιμήν της χτίστηκε ένα μαυσωλείο στην Τραπεζούντα και ένα τζαμί, που ονομάστηκε για χάρη της «Χατουνιέ», δηλαδή τέμενος της αρχόντισσας. 0 ίδιος ιστορικός ωστόσο δεν παραδέχεται τη λαϊκή ελληνική παράδοση, σύμφωνα με την οποία η πανέμορφη Γκιουλμπαχάρ ήταν κόρη αγροτών από τη Λιβερά (Δουβερά) της Μα­τσούκας, καθώς και ότι την ερωτεύτηκε ο σουλτάνος συναντώντας την σε μια βρύση, ό­που σταμάτησε καταϊδρωμένος για να πιει νε­ρό. Κι αυτό γιατί στα φιρμάνια των προνομίων  δεν αναφέρεται το γεγονός.
 Παραδέχεται μονάχα ότι η Γκιουλμπαχάρ ήταν Ελληνίδα αρχόντισσα.
Στο γυναικωνίτη του ο σουλτάνος έκλεισε και τη γυναίκα του Αλεξάνδρου ή Σκαντάριου, δευτερότοκου γιου του αυτοκράτορα Αλεξίου Δ', η οποία ήταν θυγατέρα του Φράγκου δού­κα της Μυτιλήνης Γατελούζου.
 Η γυναίκα τού­τη, που ήταν το ίδιο πολύ όμορφη, είχε χάσει τον άντρα της, ο οποίος πέθανε στην Τραπε­ζούντα και είχε μείνει χήρα μ' ένα παιδί. Και το παιδί αυτό το πήρε ο σουλτάνος στην υπη­ρεσία του.
Το ίδιο έκανε και με το γιο του πρώ­ην βασιλιά της Τραπεζούντας Ιωάννη Δ' του Καλογιάννη (1446-1458), το «δελφίνο» Αλέξιο Ε' που δεν πρόλαβε να ανέβει στο θρόνο, γιατί, ό­πως είδαμε, τον παραγκώνισε άνομα ο θείος του Δαβίδ Κομνηνός.
 Επίσης, τη θυγατέρα του Δαβίδ, την Άννα, που την κράτησε κοντά του ο Πορθητής με δια­ταγή του, την έδωσε για γυναίκα στον ύπαρχο της Κάτω Μακεδονίας και συγγενή του στρα­τηγό Ζάγανο ή Ζαγανός ή Ζαανός, ο οποίος διακρίθηκε για τη γενναιότητά του κατά την πολιορκία της Τραπεζούντας.
Για το γεγονός αυτό, άλλωστε, ο σουλτάνος έδωσε το όνομά του και σε μια πύλη της πόλης, τη Ζάνος-καπουσούύλη του Ζαανός). Αργότερα ο Πορ­θητής την απέσπασε από το στρατηγό και την ανάγκασε να γίνει μουσουλμάνα.
Το υπόλοιπο, ένα τρίτο, του πληθυσμού της Τραπεζούντας, ο Μωάμεθ Β' το άφησε να ζή­σει στην πόλη, αλλά όχι μέσα στο κάστρο. Το μετακίνησε έξω από τα τείχη, στις ενορίες της Αγίας Σοφίας και του Αγίου Φιλίππου. Για πολλά χρόνια κατόπιν δεν επιτρεπόταν στους Έλληνες να περνάνε τις δυο γέφυρες και να μπαίνουν στην οχυρωμένη πόλη. Τέλος, τις δυο όμορφες εκκλησίες, τη Χρυσοκέφαλη και τον Άγιο Ευγένιο, τις μετέτρεψε σε τζαμιά.
Ο Πορθητής παρέμεινε στην Τραπεζούντα όλο το χειμώνα. Την άνοιξη όμως του 1462, α­φού είδε να εκτελούνται όλες οι διαταγές του, να στεριώνει το κράτος του στην πόλη και να εξαφανίζεται κάθε ίχνος από την τελευταία τούτη ελληνική αυτοκρατορία, έφυγε.
Αλλά, και μετά την αναχώρησή του, τόση μεγάλη ση­μασία και σπουδαιότητα είχε γι' αυτόν η Τρα­πεζούντα, ώστε τη διοίκησή της, μαζί και της Αμάσειας, την ανέθεσε στο μεγαλύτερο γιο του και διάδοχο Μπαγιαζίτ. Και όταν ο τελευταί­ος έγινε σουλτάνος, τη διοίκηση της πρώην πρωτεύουσας των Κομνηνών την παραχώρη­σε κι εκείνος στο δικό του γιο και διάδοχο, το Σελίμ.
Έτσι, και οι δυο πρίγκιπες, με τη δια­κυβέρνηση της πρωτεύουσας της μικρής τού­της ελληνικής αυτοκρατορίας, προπαιδεύτηκαν στη διοίκηση, ώστε να είναι έτοιμοι να γί­νουν αργότερα σουλτάνοι ολόκληρης της με­γάλης οθωμανικής αυτοκρατορίας.
 Για το λό­γο αυτό ο Σελίμ, όταν διοικούσε την Τραπε­ζούντα, ένιωθε σαν άμεσος διάδοχος των Κο­μνηνών, και σε μια επιστολή του προς τους Βε­νετούς, αποκάλεσε τον εαυτό του «Βασιλέα του Πόντου και δεσπότη Τραπεζούντος».
Ωστόσο, ο σουλτάνος Μωάμεθ Β', παρ' όλο που τακτοποίησε τα πάντα κατά τη θέλησή του, δεν ησύχαζε, ενόσω ο Δαβίδ ήταν ζωντανός, γιατί αυτός ήταν, έτσι κι αλλιώς, ο τελευταίος νόμιμος Έλληνας βασιλιάς στον οποίο απέ­βλεπε ο υπόδουλος ποντιακός ελληνισμός.
Μωάμεθ (Μεχμέτ) Β' ο Πορθητής
Γι' αυτό, ο Πορθητής, επιθυμούσε να τον εξαφα­νίσει το γρηγορότερο. Η αφορμή δόθηκε όταν η ανεψιά του Δαβίδ, η Θεοδώρα, θυγατέρα του πρώην αυτοκράτορα Ιωάννη Δ' και γυναίκα του ηγεμόνα των Ασπροπροβατάδων της Αμί­δης Χασάν του Μακρού, η επονομαζόμενη και Δέσποινα Χατούν, έγραψε γράμματα στην Αδριανούπολη με τα οποία ζητούσε να της στείλουν στη Μεσοποταμία το γιο του Δαβίδ ή τον ανεψιό του Αλέξιο, γιο του Αλεξάνδρου (Σκαντάριου) και της θυγατέρας του ηγεμόνα της Μυτιλήνης Γατελούζου.
Τα γράμματα αυ­τά τα παρέλαβε ο συνεξόριστος του Δαβίδ Γε­ώργιος Αμηρούτζης και τα παρέδωσε στο σουλ­τάνο, από φόβο μήπως ακουστεί ότι έπεσαν στα χέρια του και δεν του τα έδωσε, οπότε πι­θανόν να πάθαινε κακό. Τα γράμματα όμως αυτά δημιούργησαν την υπόνοια στον Μωά­μεθ Β' ότι ο Δαβίδ εξακολουθούσε να κάνει μυ­στικές συνεννοήσεις με το σύμμαχο του Ου­ζούν Χασάν και ότι ο πρώτος υποκινούσε το δεύτερο σε πόλεμο εναντίον των Οθωμανών για να εξασφαλίσει τη δική του απελευθέρωση και την ανόρθωση της βασιλείας του.
Έτσι, με διαταγή του σουλτάνου, ο Δαβίδ και οι τρεις γιοι του, ανάμεσα στους οποίους και ο εξισλαμισμένος γιος του Γεώργιος και ο ανεψιός του Αλέξιος Ε', πιάστηκαν και οδηγή­θηκαν στην Κωνσταντινούπολη, όπου θανα­τώθηκαν όλοι, στις 26 Μαρτίου (ή 1η Νοεμ­βρίου) του 1463.
Τραγικότερη ήταν η τύχη της αυτοκράτει­ρας Ελένης Καντακουζηνής, δεύτερης γυναί­κας του Δαβίδ Κομνηνού, που παραβρέθηκε στην σφαγή του άντρα και των παιδιών της. Και σαν να μην έφτανε αυτό, ο σουλτάνος διεταξε να μείνουν άταφοι οι νεκροί, για να γί­νουν τροφή στα όρνια.
Η γενναία αυτοκράτει­ρα, όμως, σαν άλλη Αντιγόνη, αψηφώντας τη διαταγή, φύλαξε τα πτώματα των αγαπημένων της προσώπων και τη νύχτα, με τα ίδια της τα χέρια, έσκαψε το χώμα και τα έθαψε. Κατόπιν φόρεσε το μοναχικό σχήμα και κλείστηκε σε μιαν αχυρένια καλύβα. Η άθλια ζωή της, βουτηγμένη μέσα στην άφατη θλίψη και τον  πόνο, δεν κράτησε πολύ και έσβησε.
Δυο μονάχα μέλη της οικογένειας των Μεγάλων Κομνηνών της Τραπεζούντας βρήκαν χάρη από το σουλτάνο: η θυγατέρα του δούκα της Μυτιλήνης και γυναίκα του Αλεξάνδρου (Σκαντάριου) Κομνηνού και ο μοναχογιός της Αλέξιος. Και αυτό έγινε, όπως λέγεται, εξαιτίας της ομορφιάς των δυο αυτών προσώπων.
Στο μεταξύ στον Πόντο, μετά την Άλωση 1 της Τραπεζούντας, πάρα πολλοί κάτοικοι από τα παράλια και από άλλες γειτονικές περιοχές κατέφυγαν στα απρόσιτα μέρη της Ματσούκας και στα βουνά της Χαλδίας, ενώ πολλές
αρχοντικές οικογένειες έφυγαν ή μεταφέρθη­καν αναγκαστικά στην Κωνσταντινούπολη.
Η τύχη, ωστόσο, του προδότη, όπως θεωρήθηκε, Γ. Αμηρούτζη, δεν ήταν αυτή που του ταίρια­ζε. Από την Αδριανούπολη κιόλας, το 1462, έ­στειλε ένα γράμμα στο Βησσαρίωνα, στο ο­ποίο, παρασιωπώντας τις δόλιες ενέργειές του, θρηνούσε για την πτώση της «κοινής πατρίδος» και ανέφερε ότι η Τραπεζούντα δοκίμασε τα χειρότερα δεινά, μόλο που παραδόθηκε με συμβιβασμό, γιατί έπαθε παρόμοια με τις πόλεις που κυριεύτηκαν έπειτα από ένοπλη αντί­σταση.
Και επειδή, εκτός από τον γαμπρό του, «είχεν εξανδραποδισθεί ύπό των Τούρκων και ό ύιός αύτού Βασίλειος», τον οποίον ο Βησσα­ρίων είχε βαφτίσει όταν βρισκόταν στην Τρα­πεζούντα, ο Αμηρούτζης παρακαλούσε τον καρδινάλιο να του στείλει χρήματα για να ε­ξαγοράσει το γιο του.
Αγία Σοφία - Τραπεζούντας

Στο ίδιο γράμμα ο πρώην πρωτοβεστιάριος ζητούσε από το Βησσαρίωνα να του αποστέλνει τα χρήματα είτε στην Αδριανούπολη είτε στην Κωνσταντινούπολη, όπου μπορούσε να κατεβαίνει εύκολα και να τα παίρνει. Πράγμα που σήμαινε, κατά τον Χρύσανθο, ότι ο Αμη­ρούτζης ήταν ο μόνος από τους εξόριστους στην Αδριανούπολη που είχε το δικαίωμα, με εύνοια του σουλτάνου, να μετακινείται ελεύ­θερα.
Κι όχι μόνο αυτό. Αργότερα ο Αμηρούτζης προσκαλέστηκε από τον Πορθητή στην Κων­σταντινούπολη, όπου και εγκαταστάθηκε μό­νιμα. Είχε μάλιστα και συχνές συνομιλίες με το σουλτάνο, ο οποίος του επέτρεπε να μπαι­νοβγαίνει στο παλάτι του ελεύθερα και να συ­ζητάει μαζί του διάφορα θεολογικά και φιλο­σοφικά ζητήματα. Στον Αμηρούτζη άλλωστε ανέθεσε ο Μωάμεθ Β' την έκδοση του γεω­γράφου Πτολεμαίου και τη σύνταξη, σε έναν ε­νιαίο χάρτη, των χαρτών του αρχαίου γεωγρά­φου.
Ο Πόντιος λόγιος δούλεψε ολόκληρο κα­λοκαίρι και «διέγραψε δέ άριστα και έπιστημονικώτατα πάσαν την της οικουμένης περίοδον έν ενί πέπλω και πίνακι γης και θα­λάσσης όμού, ποταμούς τε και λίμνας και νή­σους και όρη και πόλεις και πάντα απλώς παραδούς εν τούτω και κανόνας και μέτρα και αποστάσεις... εκτίθεται δε τά ονόματα των χωρών και τόπων και πόλεων αραβικώς έν τω πινάκι», στον οποίο χρησιμοποίησε ο Αμη­ρούτζης ως «έρμηνέα τον υίόν αύτού καλώς ήσκημένον την Αράβων και Ελλήνων (γλώσ­σα)».
Ο γιος του Αμηρούτζη είναι γνωστός από το μουσουλμανικό όνομά του Μεχμέτ Βέης. Καρπός, εξάλλου, των συζητήσεων του Αμη­ρούτζη με τον Μωάμεθ Β' ήταν το θεολογικό σύγγραμμά του «Διάλογος περί της εις Χριστόν πίστεως μετά του βασιλέως τών Τούρ­κων».
 Το βιβλίο αυτό μεταφράστηκε και στη λατινική και σώζεται στον κώδικα Parisinus Latin. 3395 F 83 recto, με τον τίτλο: «Georgii Ameruzae, Magni Trapezuntis Logothetae, Dialogus de fide in XPVM habitus cum rege Turcar. Tittulus Dialogi Philosophus vel de fide».
Ο Αμηρούτζης έγραψε και πέντε ποιήμα­τα, από τα οποία τα τρία είναι αφιερωμένα στο σουλτάνο, ενώ τα άλλα δύο έχουν ως θέμα τον έρωτά του προς την όμορφη «Μουχλιώτισσα», χήρα του τελευταίου δούκα των Αθηνών, του
Φράγκου Ατσαγιόλι, που ήταν κόρη του Δη­μητρίου Ασάν.
Ο Αμηρούτζης ήθελε να την πα­ντρευτεί κιόλας, μολονότι ζούσε ακόμα η νό­μιμη σύζυγος του. Ο τότε οικουμενικός πα­τριάρχης, όμως, ο Ιωάσαφ Κόκκας (1464- 1466), αρνήθηκε να επιτρέψει τον παραπάνω γάμο, οπότε ο Αμηρούτζης, για να τον εκδικη­θεί, κατάφερε, μέσω του Μωάμεθ Β', να του «αποκοπεί η γενειάδα».
 Για τον ίδιο λόγο τι­μώρησε, μέσω του σουλτάνου πάλι, και τον εκκλησιάρχη Μανουήλ με «ρινοτομία», δηλαδή με κόψιμο της μύτης του, επειδή δεν είχε καταφέρει να πείσει τον πατριάρχη να του δώσει την άδεια για τον παράνομο γάμο. Ωστόσο, και χωρίς τη θέληση του πατριάρχη, ο Αμη­ρούτζης παντρεύτηκε τη δούκισσα, διώχνοντας ταυτόχρονα τη νόμιμη γυναίκα του, με την ά­δεια του πασά.
Η παράδοση λέει, τέλος, ότι ο πολυπράγμονας τούτος άνθρωπος, μαζί με τους γιους του, τελικά αλλαξοπίστησε και έγινε μουσουλ­μάνος. Ο ένας μάλιστα, γιος του, ο Αλέξανδρος, έγινε και υπουργός των οικονομικών της Τουρ­κίας με το όνομα Ισκεντέρ βέης.

Χρήστος Σαμουηλίδης
 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah