Κυριακή 18 Νοεμβρίου 2012

Η ΣΑΝΤΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΝΑΚΑΤΑΛΗΨΗ

Ισχανάντων- Πινατάντων- Τερζάντων
Οι Σανταίοι ήξεραν ότι ανέκαθεν οι Τούρκοι τους μισούσαν:
 1. Για τη ζωή τους, που χωρίς σύγκριση ήταν καλύτερη από τη ζωή των γύρω τουρ­κικών χωριών τα σπίτια πέτρινα και μεγάλα, σαν φρούρια, η τροφή και η ενδυμασία καλύτερη.
 2. Για το φιλελεύθερο πνεύμα τους, εκατοντάδες χρό­νια πολέμησαν με τους γύρω Τούρκους, στους αγώνες δέ αυτούς πάντοτε υπερίσχυσαν αν πάλι κανένας Τούρκος ήθελε να κάμει τον παλικαρά, έφευγε δαρμένος ή πληγωμένος και καταντροπιασμένος.
3. Για τα όπλα τους  οι Τούρκοι πίστευαν πώς οι Σανταίοι είχαν πολλά και καλά όπλα, ακόμα δέ και κανόνια, που πήραν από τους Ρώσους στον πόλεμο τού 78.
Για όλα αυτά ανέκαθεν η Σαντά ήταν καρφί στα μάτια των Τούρκων, που είχαν διακαή επιθυμία να λεηλατήσουν τη Σαντά και μάλιστα να την καταστρέψουν.
Γι αυτό στον καιρό των τιμαριούχων ο Χατζή - Σαλόγλης έκαμε τη γνω­στή εκστρατεία πού είχε αποτέλεσμα να κάψουν οι Σανταίοι το κονάκι του. Για τον ίδιο λόγο αργότερα μετά την κατάληψη τού Βατούμ από τούς Ρώ­σους πολλοί άτακτοι Τούρκοι (γύρω στους 1.000) επιστρέφοντας από το μέτωπο είχαν μαζευτεί στη γειτονική Κολόσια για να κάμουν την επίθεση κατά της Σαντάς, όπως διηγήθηκε γέρος Τούρκος από την Κολόσια στο Σπύ­ρο Μαντίδη, όταν ό τελευταίος τον θεράπευε.
Οι Τούρκοι ήξεραν ότι οι Σανταίοι είναι γενναίοι και ότι και αυτές οι γυναίκες τους γνώριζαν να κάμουν χρήση των όπλων. Έκαναν  λοιπόν διά­φορα σχέδια, αλλά δίσταζαν να επιτεθούν. Τέλος ένας τους είπε: Εδώ κοντά έχουν οι Σανταίοι παρχάρι ας πάμε  μερικοί να πάρουμε μερικές πληροφορίες, και στο τέλος ας τους απειλήσουμε να δούμε τι θα κάμουν.
 Πήγαμε λοιπόν στο Κωφολείβαδο καμιά δεκαριά, και ζητήσαμε να μας ετοιμάσουν φαγί χωρίς χρονοτριβή· ενώ όμως μερικές ετοίμαζαν το φαγί, άλλες γλίστρησαν, κατέβηκαν χαμηλά και φώναξαν ζητώντας βοήθεια διότι οι Τούρκοι «επάτεσαν το παρχάρ'».
Ήταν  30 Ιουνίου και ο λαός πανηγύριζε στου Κοσλαράντων με τις πρώτες φωνές όλο εκείνο το πλήθος, αφού άρπαξε ο,τι βρήκε μπροστά του, όρμησε προς το Κωφολείβαδο. Πριν όμως το πλήθος αυτό πλησιάσει προς το παρχάρι η Πηλάβα, η Σονού και η Ναζλού μπροστά οπλισμένες και πίσω άλλες γυναίκες και άνδρες από του Ζουρνατσιάντων είχαν φθάσει.
Εμείς ακούοντας το θόρυβο βγήκαμε από τις καλύβες και μόλις αντικρίσαμε τις γυ­ναίκες με όπλα, φύγαμε πεινασμένοι και πληροφορήσαμε τους συντρόφους μας ότι λίγο έλειψε να μας λιντσάρουν οι γυναίκες. Έτσι όλοι φύγαμε για τα σπίτια μας.
Την ίδια εποχή πολλοί Τσερκέζοι γυρίζοντας από το μέτωπο του Ερζερούμ στάθμευσαν στο Τάσκιοπρι και έστειλαν μερικούς συντρόφους τους στη Σαντά να κατοπτεύσουν και να τους πληροφορήσουν αν μπορούν να τη λεηλατήσουν.
Οι κατάσκοποι έφθασαν στην ενορία Πιστοφάντων μουχτάρης ήταν ο Πότον ο Μαρούφς. Αυτός διέταξε να τους ετοιμάσουν τραπέζι, κάλεσε δε όλους πού είχαν όπλα να περάσουν συντεταγμένοι από το οίκημα, όπου φιλο­ξενούνταν οι Τσερκέζοι. Ειδοποίησε και των άλλων ενοριών τους μουχτάρηδες να στείλουν αμέσως όλους τους οπλίτες τους· αυτοί φτάνοντας στου Πιστοφάντων πέρασαν συντεταγμένοι μπροστά από τους  Τσερκέζους.
Όταν οι Τσερκέζοι ρώτησαν τον Πότον τι ήταν αυτοί και γιατί γυρί­ζουν συντεταγμένοι, τους είπε: Είναι οι φρουροί που φυλάγουν τα χωριά μας από τους περαστικούς.
—   Και είσθε πολλοί; ρώτησαν οι Τσερκέζοι.
— Είμαστε εφτά χωριά, κι αυτό είναι το πιο μικρό.
Οι Τσερκέζοι τόχαψαν κι έφυγαν στο Τάσκιοπρι φέρνοντας στους συν­τρόφους τους την πληροφορία ότι, εκατοντάδες οπλοφόροι φυλάγουν νύχτα μέρα και δεν είναι εύκολο να τους προσβάλουμε. Έτσι έφυγαν χωρίς να τολ­μήσουν να επιχειρήσουν επίθεση.

Υπάρχει και άλλη παράδοση που δεν ξέρουμε αν αναφέρεται στο ίδιο γεγονός ή σε άλλο παρόμοιο. Σύμφωνα με αυτή (διήγηση Λεωνίδα Δαμιανίδη) ο Πότον κάλεσε τον ατρόμητο Χαράλαμπο Δαμιανίδη, τον επονομαζό­μενο Ληστή, ο οποίος μάζεψε όλους τους άνδρες και τα όπλα, διάλεξε άπ' αυ­τά τα καλύτερα 10, τα έδωσε σε δέκα άνδρες και τους συμβούλευσε να πε­ράσουν συντεταγμένοι από το μέρος όπου ήσαν οι Τσερκέζοι και να επιστρέ­ψουν.
 Μόλις επέστρεψαν πήρε τα όπλα τους, τα έδωσε σε άλλους 10 και τους συμβούλευσε να κάμουν όπως και οι πρώτοι· Αφού επαναλήφθηκε το ίδιο αρκετές φορές, τους έστειλε στις διάφορες εισόδους του χωριού με την εντολή μόλις ακούσουν πυροβολισμό από το κέντρο του χωριού, όπου ήσαν οι Τσερκέζοι, να πυροβολήσουν και αυτοί και σιγά σιγά πυροβολώντας να πλη­σιάσουν ο ίδιος δε ο Ληστής με άλλους τρεις πήγε κοντά στους Τσερκέζους πυροβόλησε και φώναξε: Μην κινηθείτε, διότι είσθε κυκλωμένοι.
Οι Τσερκέζοι ακούγοντας και τους άλλους πυροβολισμούς παράδωσαν τα όπλα τους. Ο Πότον ειδοποίησε την Άρδασσα, στην οποία υπαγόταν η Σαντά. Ήρθαν έφιπποι χωροφύλακες, που πήραν τους Τσερκέζους και τα όπλα τους και έφυγαν έτσι ή Σαντά γλύτωσε από τη λεηλασία.
«Γνωρίζοντας τα παραπάνω οι Σανταίοι, γράφει ο Μιλτ. Νυμφόπουλος στην Ιστορία του, όταν άκουσαν ότι έρχεται ο τουρκικός στρατός για ανακατάληψη, σκέφθηκαν να κατεβούν στην Τραπεζούντα και να φύγουν στη Ρωσία, ο δε Χριστόφ. Μουρατχανίδης προθυμοποιήθηκε να μεσολαβήσει για να στεί­λουν οι Ρώσοι ένα λόχο στρατού, για να συνοδεύσει τον πληθυσμό της Σαντάς ως την Τραπεζούντα.
Αυτό όμως το εμπόδισαν οι τοπικοί παράγοντες δηλαδή ο Ροδοπόλεως Κύριλλος, ο Τραπεζούντος Χρύσανθος, ο Φίλ. Χειμωνίδης και ο Νίκος Καπετανίδης».
Γνωρίζοντας λοιπόν τις διαθέσεις αυτές των Τούρκων οι Σανταίοι μαζεύτηκαν στις 15 Δεκεμβρίου 1917 στου Κοσλαράντων και έκαμαν καταγρα­φή των όπλων πού ήσαν 180 χειροβομβίδες, φυσίγγια και δυναμίτιδα ά­φθονα.
Διάλεξαν επιτροπή, οπλαρχηγό σε κάθε χωριό και γενικό οπλαρχηγό το Γιάννη Σπαθάρο. Στις 18 έγινε εκδρομή στα Φτελένια όπου όρισαν οπλαρ­χηγούς· απαγόρεψαν τους άσκοπους πυροβολισμούς· τρεις πυροβολισμοί εί­χαν οριστεί για σημείο κινδύνου.
Έκαμαν χαρακώματα από τον τρανόν Άε θόδωρον - Κοιλάδ - Αρόζ - ποτάμι και συνέχεια στην αντικρινή πλευρά ως την κορυφή τού Κούπα·
Στις 18 ληστεύθηκαν Σανταίοι στη Σίμωνα. Την άλλη μέρα κατέβηκαν μερικοί στου «Κουτίτα το χάν», λήστεψαν μερικούς Τούρκους που έφερναν τρόφιμα στη Σαντά και τραυμάτισαν τρεις· ύστερα από αυτό η συγκοινω­νία με την Τραπεζούντα από τη Σίμωνα είχε διακοπεί όσες φορές το επέ­τρεπε ο καιρός πήγαιναν στην Τραπεζούντα από τη Γαλλίανα. Έστησαν φυλάκιο στα Φτελένια όπου φύλαγαν 10.
Στις 25 Ιανουαρίου Τούρκοι κύκλωσαν του Κοπαλάντων άνδρες και γυναίκες αμύνονταν ,μόλις έφθασε βοήθεια από τη Σαντά οι Τούρκοι σκόρ­πισαν αφού άφησαν 10 νεκρούς· από τους δικούς μας σκοτώθηκαν δυο άν­δρες. Αμέσως τα Φτελένια μεταφέρθηκαν στη Σαντά, οι κοντινοί Τούρκοι λεηλάτησαν τα πράγματα που δε μπόρεσαν να μεταφέρουν οι Σανταίοι.
Στην κρίσιμη εκείνη περίσταση ο μητροπολίτης Χρύσανθος με το ι­σχυρό κύρος του επεβλήθη στο Βεχίπ πασά (αρχιστράτηγο) που αμέσως έστειλε το λοχαγό Φαΐκ - μπέη με 10 στρατιώτες να προλάβει την καταστρο­φή· τους οδήγησαν ο Φίλ. Χειμωνίδης και Κωνστ. Σιδηρόπουλος που αργότερα είχε επιφορτισθεί πιο επικίνδυνες αποστολές. Ήταν μέσα του Φεβρουα­ρίου. Την ίδια μέρα έφθασε και από μέρους του μητρ. Κυρίλλου ο Ζαχαρί­ας Γιαμάκ διορισμένος μουδίρης για να συμβουλέψει υποταγή.
Στις 19 παρουσιάσθηκαν στο Φαΐκ - μπέη μερικοί Τούρκοι τσετέδες και τον έπεισαν να μπουν στη Σαντά οι 300 σύντροφοι τους που ήσαν κρυμ­μένοι σον Αγιάννεν είχαν αρχηγούς τον Αλή - Ριζά και τον Κάλφα. Έγινε πρωτόκολλο παραδόσεως στην ενορία Τερζάντων πού υπέγραψε ο Θεοδόσιος Χειμωνίδης. Όσοι κρατούσαν όπλα είχαν φύγει στο δάσος, άλλοι στη Χαρτωτή και άλλοι στο Μαρέτεν, και από κει συνεννοούνταν με τους προ­κρίτους.
Οι Σανταίοι περιποιήθηκαν τους Τούρκους όσο μπορούσαν καλύτερα. Μετά δύο μέρες ο Φαΐκ - μπέης πληροφόρησε τους προκρίτους ότι οι Τούρ­κοι είχαν σκοπό να πιάσουν το Θεοδόσιο Χειμωνίδη και το Γιάννη Σπαθάρο πιστεύοντας πως έτσι θα παραλύσουν οι άλλοι.·
 Μια όμως επιστολή από μέρους των οπλοφόρων ότι, αν τυχόν και πειράξουν κανένα, αυτοί θα πιάσουν το γεφύρ' Αγιαννί  και δεν θα γυρίσει κανείς Τούρκος στο σπίτι του, τους εμπόδισε. Οι τσετέδες έστειλαν απεσταλμένους στους οπλοφόρους καλών­τας τους να παραδοθούν γύρισαν πολλοί σχεδόν χωρίς όπλα έμειναν στο δάσος 20 άνδρες και 4 γυναίκες, έκαμαν λημέρι τ' Άσπρα τα Καπάνια" .
Στις 25 οι Τσετέδες ξεκίνησαν εναντίον τους, πλησίασαν στο λημέρι, αντάλ­λαξαν μερικούς πυροβολισμούς και γύρισαν στη Σαντά στου Πιστοφάντων και Ισχανάντων λεηλάτησαν μερικά σπίτια, στου Τσακαλάντων δέ θέλησαν νά βιάσουν γυναίκες.
Ο Δαμιανός Σωτηρόπουλος και ο Γεώργιος Εφραιμίδης κατέβηκαν στην Τραπεζούντα και πληροφόρησαν το Χρύσανθο για το κρίσιμο τής κατάστασης. Την άλλη μέρα έφυγε για την Τραπεζούντα κι' ο Φαΐκ - μπέης φέρνον­τας μαζί του και το Φίλιππο και το Θεοδόσιο Χειμωνίδη, το Γιάννη Σπαθά­ρο και τον Κωνσταντίνο Σιδηρόπουλο.
Με τις ενέργειες του Χρύσανθου α­μέσως στάλθηκε στη Σαντά ο Ισμαήλ Χακού, αξιωματικός τής χωροφυλακής που έδιωξε τους τσετέδες και το Ζαχαρία, ζήτησε να παρουσιαστούν για να γίνει καταγραφή των όπλων, ζήτησε να έρθουν και εκείνοι πού ήσαν στο δά­σος, διότι αλλιώς θα εκτοπίζονταν οι οικογένειες τους.
Ο Χρύσανθος ειδοποίησε τούς αντάρτες μας νά παρουσιαστούν στον αξιωματικό της χωροφυλακής πού είχε διαταγή να τους αφήσει ελεύθερους· έκρυψαν τα καλύτερα από τα όπλα καί έφεραν τα άχρηστα πού τα παρέδωσαν.
Ο Ισμαήλ Χακού ήταν πολύ αυστηρός αλλά και αμερόληπτος· δεν επέτρεπε σε κανένα Τούρκο να μπαίνει στη Σαντά με όπλο. Διόρισε σε κά­θε χωριό μουχτάρη, αζάδες και αγροφύλακα, απαγόρεψε την αγοραπωλησία ζώων χωρίς να ειδοποιηθεί αυτός  και όταν μερικοί θέλησαν να τον δωροδοκήσουν τούς ξύλισε και τούς έστειλε συνοδεία στην Τραπεζούντα.
Η οικονομική κατάσταση ήταν άθλια τρέφονταν μόνο με πατάτες και λάχανα.
Τον  Απρίλιο ο Χατζή - Μετσίτ έφέντης (ανώτερος κληρικός) μάζεψε για το στρατό αρκετό βούτυρο και κρέας στη μισή τιμή.

Στάθης Αθανασιάδης
(Γεροστάθης)
 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah