Τετάρτη 7 Νοεμβρίου 2012

ΕΞΟΝΤΩΤΙΚΕΣ ΕΞΟΡΙΕΣ


ΤΟ ΓΕΝΑΡΗ TOY 1917 οι τουρκικές αρχές σήκωσαν βίαια και έριξαν στους χιονισμένους δρόμους της εξορίας τους άντρες της Σαμψούντας και τα γυναικόπαιδα του Κα­τήκιοϊ και του Ελέσκοϊ.
 Λίγες μέρες μετά τον εκτοπισμό, άρχισε μια άγρια λεηλασία των ρωμαίικων νοικοκυριών. Συμμορίες αλητών και μανιασμένων Τούρκων, που θαρρείς και τους έκρυβε ως τώρα στα μαύρα σπλάχνα της η γή, ρί­χτηκαν ομαδικά στα έρημα προάστια και τα ρήμαξαν.
 Άδειασαν τα σπίτια και τα μαγαζιά, κατάστρεψαν τις περιου­σίες, σήκωσαν ότι μπορούσε να κουβαληθεί και στο τέλος ξήλωσαν και τα πορτοπαράθυρα για να τα μεταφέρουν στα σπίτια τους.
Μέρες ολόκληρες λεηλατούσαν οι άρπαγες και συχνά έρχονταν στα χέρια μεταξύ τους, την ώρα που μοιρά­ζονταν την εύκολη λεία.
Μετά τον εκτοπισμό των κατοίκων του Κατήκιοϊ και του Ελέσκοϊ, οι τούρκικες αρχές αποφάσισαν να εξορίσουν και τ' άλλα χωριά της περιφέρειας. Ετσι τον ίδιο μήνα, αποσπάσματα ζαπτιέδων και στρατού ρίχτηκαν στα κοντινά ρωμαίι­κα χωριά, τα κύκλωσαν και όσους κάτοικους βρήκαν τους έπιασαν και τους κατέβασαν στην πόλη.
Μετά από τούτη την εξόρμηση νέα αποσπάσματα ζαπτιέ­δων ξεχύθηκαν στα μακρινότερα χωριά της περιφέρειας και τα κύκλωσαν. Όσους χωρικούς πέτυχαν στα σπίτια, γέρους, παιδιά και αρρώστους, τους μάζεψαν και τους κατέβασαν στη Σαμψούντα.
Εκεί τους έσμιξαν με όσους είχαν συγκεν­τρώσει από τα κοντινά χωριά και σχηματίζοντας δέκα με­γάλα σεφκιέτ, τους έστειλαν στους εξοντωτικούς δρόμους της εξορίας.
Εκατοντάδες γυναικόπαιδα ρίχτηκαν μ' αυτό τον τρόπο στις χειμωνιάτικες στράτες, αφήνοντας πίσω τους τα σπίτια και τις αποθήκες τους, τα εργαλεία και τα ζώα τους, πλούσια και ελκυστική λεία στους Τούρκους πού ορμούσαν από τα γειτονικά χωριά για να την καρπωθούν.
Ως τά τέλη του Γενάρη, όλα τα χωριά στην περιοχή της Σαμψούντας και από τα μακρινά, όσα έπεφταν πάνω στούς μεγάλους δρόμους, αφανίστηκαν ολότελα. Μόνο τά χωριά πού προστάτευαν οι αντάρτες σώθηκαν από τήν καταστροφή, γιατί οι Τούρκοι, ένοπλοι και άοπλοι, δεν τολμούσαν να τα σιμώσουν.
Στις 18 του Γενάρη, έγινε μπλόκο και στη γειτονική Πάφρα, πιάστηκαν όλοι οι άντρες και στάλθηκαν αμέσως εξορία στην Κασταμονή. Την ίδια τύχη είχαν και οι παραλιακές πόλεις της Μαύρης Θάλασσας, που βρίσκονταν στα χέρια των Τούρκων.
Οι Ρωμιοί της Σινώπης, το Τσαρσαμπά, της Οινόης, της Τέρμες, της Φάτσας, των Κοτυώρων, της Κερασούντος και της Τρίπολης, κάθε ηλικίας και τάξης, ξεσπιτώθηκαν βίαια και όδευαν μέσα στο χειμώνα και τα χιόνια, ανάμεσα στα ψηλά βουνά και τους κάμπους:
Γυμνοί, πεινα­σμένοι, δαρμένοι και εξαντλημένοι, σέρνονταν προς τα μεσό­γεια, ώσπου να βρουν τον εξοντωτικό λευκό θάνατο μέσα στις χαράδρες, τα φαράγγια και τα ρέματα. Ο τάφος και η πείνα καρτερούσαν πάντα σ' ένα απόμακρο σημείο του Γολγοθά για να σαρώσουν κατά δεκάδες και εκατοντάδες τους τραγι­κούς οδοιπόρους.
Στο μεταξύ οι κρότοι των τυμπάνων, τα σαλπίσματα και οι βροντές των πυροβόλων του Παγκόσμιου Πολέμου που βρισκόταν στο φόρτε του, σκέπαζαν τις οιμωγές, τα κλάματα και τις διαμαρτυρίες των εξόριστων, ενώ η οσμή της άπειρης μπαρούτης που καιγόταν στα ευρωπαϊκά πεδία των μαχών, έπνιγε τη δυσωδία της πτωμαΐνης που ανέδιναν τα χιλιάδες κουφάρια των Ποντίων πού σάπιζαν πάνω στο παγωμένο χιόνι.
Οι ψυχροί κακούργοι του κομιτάτου των Νεότουρκων είχαν βρει επιτέλους την ευκαιρία πού ζητούσαν για να εφαρμόσουν το μυστικό τους πρόγραμμα, να ξεριζώσουν και να αφανίσουν την ποντιακή φυλή, που με τη συμπαγή μάζα της, τη σφιχτοδεμένη ψυχική ενότητα και την εργατικότητα της προόδευε θαυμαστά μέσα στην καθυστερημένη και ρά­θυμη Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Το έγγραφο, με την αποτρόπαια διαταγή του Ταλαάτ στις 28 Δεκεμβρίου του 1916, «άμεσος αφανισμός όλων των ανδρών των πόλεων από 14 - 60 ετών και γενική εξορία όλων των γυναικόπαιδων των χρι­στιανικών χωριών στα ενδότερα της Ανατολής με πρόγραμ­μα σφαγής και εξόντωσης», εφαρμόστηκε κατά γράμμα και ξεπεράστηκε σε ωμότητα και έκταση.
Αμέτρητες φάλαγγες Ποντίων σέρνονταν σα φίδια στους ατέλειωτους και ανηφορικούς δρόμους του Εσωτερικού. Οι εξόριστοι, σκυμμένοι κάτω από το βάρος του μποχτσά που σήκωναν στην πλάτη τους, βάδιζαν ασταμάτητα με τα πρη­σμένα από την κούραση πόδια τους.
Παλιο σπιτι στην ΛΙΒΕΡΑ

 Τις νύχτες συνωστίζον­ταν και μάλωναν μεταξύ τους για να καταφέρουν να μπουν στα σαραβαλιασμένα χάνια, που τους μάντριζαν. Παγωμένοι και λασπωμένοι κουλουριάζονταν o ένας πάνω στον άλλο για να ζεσταθούν, μια και δε μπορούσε να γίνει λόγος για στοι­χειώδη θέρμανση.
Οι πιο πολλοί ωστόσο μένανε άπ' έξω και τουρτούριζαν. Στήνανε πρόχειρες σκηνές με σεντόνια, κιλίμια και κουρελούδες, και χώνονταν από κάτω για να γλιτώσουν από το αγιάζι, το χιόνι και τη βροχή.
Τήν άλλη μέρα, χαράματα, ρίχνονταν πάλι στο δρόμο, με την υπόκρουση της καταραμένης προσταγής:
—  Γιούρουνουζ!. . . Γιούρουνουζ!. . . Βαδίζετε!. . .
Όσοι ήταν άρρωστοι και δε μπορούσαν να βαδίσουν, απόμεναν στο δρόμο και αφήνονταν στο έλεος του Θεού!... Όσοι δεν προχωρούσαν καί βραδυπορούσαν, έτρωγαν άγριο ξύλο με τους υποκόπανους. Σε στιγμές πάλι μεγάλης απόγνωσης, όταν οι εξόριστοι αποφάσιζαν να κάνουν στάση, γινόταν σω­στός χαλασμός: Φωνές, βρισιές, ξύλο και προσταγές:
—  Γιούρουνουζ ! Γιούρουνουζ!.. Προχωρείτε!..
Τό πλήθος σάλευε, κλονιζόταν, ταλαντευόταν, μόλις και κινιόταν, θαρρείς και από στιγμή σε στιγμή θα το έπαιρνε ο άνεμος όλο μαζί και θα το πετούσε σε καμιά από κείνες τις  βαθιές, σαν την κόλαση, χαράδρες, που έχασκαν δίπλα του. Κι όμως προχωρούσε. . .
Περνούσε κάμπους, περνούσε βουνά, περνούσε διάσελα, φυσούσε άγριος βοριάς, παγωμένος, που έκοβε την ανάσα των τραγικών πεζοπόρων, έκοβε τα πόδια, έκοβε τα ήπατα, έκο­βε την ψυχή, μα η καταραμένη προτροπή δεν έπαυε να ηχεί στ' αυτιά:
—  Γιούρουνουζ! Γιούρουνουζ! Γιούρουνουζ!. . .
ΤΟΣΗ ΗΤΑΝ Η ΑΓΡΙΟΤΗΤΑ και η έκταση των σχεδια­σμένων τούτων διωγμών κατά του Ελληνισμού του Πόντου, ώστε ακόμα και ο ίδιος ο Πρόξενος της Αυστρίας Κβιατκόβσκι αναγκάστηκε, από λόγους στοιχειώδους ανθρωπισμού, να ανεβοκατεβεί πολλές φορές στο κονάκι του Γενικού Διοι­κητή και να συμβουλέψει το Ραφέτ πασά να περιορίσει τους εκτοπισμούς.
Τά διαβήματά του όμως δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα, γιατί ο Τούρκος Διοικητής έπαιρνε αυστηρές διατα­γές από την κυβέρνηση της Ισταμπούλ, από τον ίδιο τον Εμ­βέρ και τον Ταλαάτ, να συνεχίσει την εξόντωση των Ρωμιών του Πόντου.
Μια μέρα που ξανανέβηκε στο κονάκι ο Πρόξενος, με σκο­πό να διαμαρτυρηθεί εντονότερα για τη συνέχιση των εκτοπισμών, ο Ραφέτ προσπάθησε να δικαιολογηθεί:
—Ακούστε, χέρ Κβιατκόβσκι. Σας βεβαιώ ότι υπάρχει ανάγκη να λαμβάνονται τα προληπτικά αυτά μέτρα. Πρέπει να διαλυθούν οι συμμορίες των εχθρών μας.
—  Μα δε μιλώ για τις εκτελέσεις και την καταπολέμηση των συμμοριτών. Αυτές οι αντιδράσεις των τουρκικών αρχών, όσο κι αν είναι αυστηρές, σάν εκπρόσωπος συμμαχικής δυ­νάμεως, τις θεωρώ αναγκαίες και δικαιολογημένες.
 Εγώ μιλώ για τις υπερβάσεις και τις αδικίες σε βάρος γυναικόπαιδων. Για την τιμωρία των Ρωμιών αδιακρίτως ενόχων ή αθώων. Τούτο αντιβαίνει προς τις διεθνείς συνθήκες και τις αρχές του πολιτισμού.
— Μα, κύριε Πρόξενε, επέμενε ο Ραφέτ πασάς, όλα αυτά γίνονται γιά λόγους προληπτικούς.
—Υπάρχει όμως ένα όριο στα προληπτικά μέτρα. Διότι τα μέτρα αυτά, όταν ξεπεράσουν ένα ορισμένο όριο, φέρνουν αντίθετα αποτελέσματα. Χάνεται η εμπιστοσύνη των αρχών και οι υφιστάμενοι τις αδικίες και τη βία προβαίνουν σε απελπισμένες ενέργειες και σε ανταρσίες.
Ο Ραφέτ έμεινε γιά λίγο συλλογισμένος και κατόπιν, με ύφος εμπιστευτικό και σαν παρακλητικό, είπε:
— Μπορεί να έχετε δίκιο, κύριε Πρόξενε, αλλά έχω αυ­στηρές και σαφείς εντολές νά ενεργώ όπως ενεργώ. Καταλά­βατε;
Ο Αυστριακός διπλωμάτης κατάλαβε τις δυσκολίες πού είχε ν' αντιμετωπίσει στο διάβημά του, μια καί επρόκειτο γιά σχεδιασμένη και επίμονη θέληση της τουρκικής κυβέρνησης, αλλά προσπάθησε, τουλάχιστον, να επηρεάσει τον Τούρκο Διοικητή για να μειώσει τις συνέπειες από την εφαρμογή των εντολών του Ταλαάτ. Πήρε λοιπόν ευγενικό ύφος, κοίταξε στα μάτια τον Ραφέτ και είπε:
—  Ξέρετε πόσο η Κυβέρνηση της χώρας μου στέκεται στο πλευρό σας. Ξέρετε ακόμα πόσο εγώ ο ίδιος προσωπικά, χρό­νια τώρα, συμπαθώ και συμπαρίσταμαι στα έργα της νεο­τουρκικής κυβέρνησης.
Αλλά, επιτρέψτε μου να σας πω ότι εδώ, τώρα, πρόκειται πια γιά ζήτημα ανθρωπισμού. Τι λό­γο έχει, επί παραδείγματι ,ο γενικός εκτοπισμός των Ρωμιών από τα παράλια στα μεσόγεια, μέσα στην καρδιά του χειμώ­να; Πρέπει να σας πω ότι έχω σοβαρές αντιρρήσεις στο μέ­τρο αυτό.
Αντιρρήσεις που μου τις υπαγορεύουν λόγοι πολι­τικοί, οικονομικοί και ανθρωπιστικοί. Και πιστεύω ότι πα­ρόμοια παράσταση και διάβημα θα έγινε και από μέρους του Γερμανικού Προξενείου.
—Αγαπητέ Πρόξενε, είπε χαμογελώντας πλατειά ο Ρα­φέτ, δεν θα πρέπει να είστε καλά ενημερωμένος για τις δια­θέσεις της Κυβέρνησης και των ηγετών της Γερμανίας.
— Πώς τολμάτε να το λέτε αυτό, είπε σε κάπως έντονο ύφος ο Κβιατκόβσκι. Καμιά χριστιανική χώρα, όσο σύμμα­χος κι αν είναι, δεν. . .
—Έχω εδώ ένα έγγραφο, είπε διακόπτοντας ο Ραφέτ πασάς, που πήρα από τήν Κυβέρνησή μου.
— Καί τι λέει τό έγγραφο;
Λιμαν φον Σαντερς
—Ότι το μέτρο των εκτοπισμών τού χριστιανικού πλη­θυσμού της Τουρκίας το εμπνεύστηκε και μας το σύστησε ο ίδιος  ο Γερμανός στρατάρχης μας, ο Λίμαν φον Σάνδερς 
Ο Πρόξενος έμεινε άφωνος. Κοίταξε με βλέμμα πληγω­μένου ζαρκαδιού το συνομιλητή του και όταν συνήλθε από το σοκ, ξέσπασε ασυγκράτητος:
— Μα, αυτό είναι σωστή ηθική αυτουργία σ' ένα ομαδικό, σ' ένα πρωτοφανές έγκλημα!
—Ακούστε, χέρ Κβιατκόβσκι, είπε ο Ραφέτ με κυνισμό, οφείλετε νά ξέρετε ότι πρέπει να ξεκαθαρίσουμε τους λογα­ριασμούς μας με τους Ρωμιούς μια για πάντα, όπως το κά­ναμε και με τους Αρμένιους και ησυχάσαμε.
— Μα αυτό είναι τρομερό! Θα προκαλέσει μεγάλο ξεση­κωμό στην πολιτισμένη ανθρωπότητα, αν οι διωγμοί των Ποντίων λάβουν τη μορφή των αρμενικών.
—  Πρέπει να τελειώνουμε και με τους Ρωμιούς, επανέ­λαβε σταθερά και αποφασιστικά ο Τούρκος Διοικητής. Σή­μερα κιόλας έστειλα στα περίχωρα ολόκληρα τάγματα για να σκοτώνουν πάνω στο δημόσιο δρόμο όποιο Ρωμιό συναντούν !
— Δε σας αναγνωρίζω, Ραφέτ πασά! είπε με τη φρίκη ζωγραφισμένη στο πρόσωπο του ο Πρόξενος της Αυστρίας. Σας ήξερα γιά ήπιο άνθρωπο και για λογικό. Μά έχασα κάθε παρόμοια ιδέα με τη σημερινή συνομιλία μας.
Λέγοντας αυτά τα λόγια ο χέρ Κβιατκόβσκι, τράβηξε ίσια για την πόρτα και, δίχως να χαιρετήσει, έφυγε.
Οι εξοντωτικές εξορίες συνεχίστηκαν σε μεγαλύτερη έκ­ταση, αλλά δεν προκάλεσαν, δυστυχώς, όπως έλπιζε ο Αυστριακός Πρόξενος, «μεγάλο ξεσηκωμό στην πολιτισμένη ανθρωπότητα», για τρεις κυρίως λόγους: Πρώτο, γιατί η ίδια η «πολιτισμένη» ανθρωπότητα βρισκόταν στο φόρτε της
αλληλοσφαγής της , Δεύτερο, γιατί οι διωγμοί των Ποντίων δεν «έλαβαν την μορφή των αρμενικών», επειδή πολλοί Πόν­τιοι αντιστάθηκαν και αυτοπροστατεύτηκαν ένοπλα.
Καί τρί­το, γιατί οι Τούρκοι δήμιοι και οι Γερμανοί εμπνευστές τους τελειοποίησαν τις εγκληματικές μεθόδους τους, βελτίωσαν τη μορφή της σφαγής, αποφεύγοντας τη γρήγορη και φανερή γενοκτονία, όπως έγινε με τους Αρμένιους, και εφαρμόζοντας την αργή και προσχηματισμένη εξολόθρευση.


Χρηστος Σαμουηλιδης


Απο το βιβλιο του "ΜΑΥΡΗ ΘΑΛΑΣΣΑ"
 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah