Κυριακή 4 Νοεμβρίου 2012

Οι Εποχές σην Σαντά

Οι εποχές στη Σαντά ήσαν τρεις: άνοιξη, φθινόπωρο και χειμώνας. Κα­λοκαίρι, όπως το εννοούμε, δηλ. αίθριος, ξερός και ζεστός καιρός χωρίς ομί­χλες και πολυήμερες βροχές δεν υπήρχε.
Η άνοιξη άρχιζε από τα μέσα Απριλίου. Πριν ακόμα λιώσουν τα κουρτούκια (χιονοστιβάδες) άρχιζαν να φυτρώνουν σον κώλον άτουν (κολλητά) κίτρινα ανοιχτόχρωμα λουλούδια, τα χιονολύτας, πού κατά παραφθορά ονο­μάζονταν χιονολύτας συνεχώς ύστερα μέχρι τέλους του Αυγούστου και αργό­τερα, φύτρωναν λογής λογής λουλούδια, όχι μόνο στα χορτολίβαδα, αλλά παντού στις πλαγιές και επάνω στα οροπέδια (ραχιία) και στις κορυφές ακόμα των βουνών. Κάθε τοπίο ήταν και ιδιαίτερο πολύχρωμο χαλί.
1905:Θερισμός στην Σαντά 

Μαζί με τα λουλούδια φύτρωνε και τo χόρτο, και καθ' όλον τον καιρό της άνοιξης και των αρχών του φθινοπώρου, τo πράσινο με τις αποχρώσεις του (βαθύ, ανοιχτό) δεν έλειπε κι αυτό γιατί οι βροχές ήσαν πάρα πολλές. 

Την υγρασία από τις βροχές συμπλήρωνε η δείσα (ομίχλη) που ήταν κυριο­λεκτικά «η μάστιγα του τόπου» διότι κατά τη μισή άνοιξη δεν έλειπε , σπά­νια δε ήταν ξεροδείσα δηλ. χωρίς μεγάλη υγρασία .
Τις περισσότερες φορές ήταν με υγρασία, ώστε νόμιζε κανείς πώς ψιλόβρεχε. Τζιλτεύ' (κατουράει) ή δείσα σατιρίζοντας έλεγαν  
Από τις πολλές βροχές και την ομίχλη το χόρτο ήταν άφθονο  στις πλα­γιές γύρω από τα χωριά, έφθανε τους 50-60 πόντους (χολχόνια) επάνω στα οροπέδια ήταν κοντότερο, αλλά πυκνότερο και σε μερικά μέρη τόσο κον­τό και σκληρό (ζουούδ), ώστε δυσκολεύονταν να το θερίσουν με την κερεντήν (κόσα).
Το φθινόπωρο άρχιζε από 15 Αυγούστου και διαρκούσε το πολύ μέχρι τέλους Οκτωβρίου. Φυσούσαν άνεμοι, που έδιωχναν τη βροχή και την ομίχλη  και ξέραιναν τα λίγα προϊόντα. Τότε ωρίμαζαν και έπεφταν και οι κώνοι των ελάτων (κουθούρια), πού τα παιδιά τα μάζευαν για προσάναμμα του μακρού χειμώνα. Εννοείται δεν έλειπε πότε πότε και το χιόνι, κάποτε μάλιστα από τα τέλη Αυγούστου, πού αμέσως έλιωνε. Τότε και η δείσα ερχόταν λιγότερες φορές.
Ο χειμώνας άρχιζε από το Νοέμβριο και διαρκούσε ως τον Απρίλιο ήταν συνεχής και σκληρός αγώνας με τα στοιχεία: το χιόνι, τον άνεμο, το κρύο, την ομίχλη. Το χιόνι έπεφτε άφθονο, όχι λίγες φορές έφθανε το 1 μέτρο και περισσότερο, κι επειδή οι δρόμοι ανάμεσα στα σπίτια ήσαν στενοί, γι' αυτό ξεχιονώνοντας δεν έβρισκαν μέρος να το πετάξουν.
Αυτό όμως δεν ήταν τίποτε  πολλές φορές φυσούσε άνεμος δυνατός (αγρανεμία) και δημιουργούσε αληθινή κόλαση  όλο το χιόνι ανέμιζε εμποδίζον­τας τους ανθρώπους να ξεμυτίσουν από τα σπίτια τους  και αλλού μεν δεν άφηνε τίποτε, αλλού δε σχημάτιζε χιονοστιβάδες, σωστούς λόφους  και αυτή ακόμα ή μεταφορά νερού για την οικιακή χρήση και το πότισμα των ζώων καταντούσε πρόβλημα.
Τα σχολεία έκλειναν, ή συγκοινωνία με τα άλλα χωριά και την Τραπεζούντα σταματούσε, ωσότου να κοπάσει ο άνεμος, οπότε με ξυλόφτυαρα πετούσαν το χιόνι και άνοιγαν το δρόμο.
Ποταμος Γιαμπολης

Άφευκτος(σ.σ. Αναπόφευκτος) θάνατος πε­ρίμενε εκείνον πού περνούσε το βουνό, αν ξαφνικά φυσούσε άνεμος και σήκωνε το χιόνι. Σε παρόμοια περίπτωση πνίγηκε ο Μελέτιος με τις δυο θυγατέ­ρες του.

 Καμιά ηλιόλουστη μέρα ή προς την άνοιξη που φυσούσε ο λίβας, έλιωνε η επιφάνεια του χιονιού στους δρόμους  τη νύχτα πάγωνε και την άλλη μέρα ήταν αδύνατο να βαδίσει κανείς, χωρίς τον κίνδυνο να πέσει και να σπάσει κανένα μέλος τού σώματος.  
Σε τέτοιες περιπτώσεις έκοβαν τον πάγο με τσεκούρια, έκαμναν σκαλοπάτια, γιατί πολλοί δρόμοι ήσαν ανηφορικοί  και όχι μόνο τούς δρόμους ανάμεσα στα σπίτια, αλλά και ανάμεσα στα χω­ριά, αλλιώς ούτε διαβάτες ούτε ζώα μεταφορικά μπορούσαν να περάσουν.
Κάποτε γινόταν κάτι άλλο τρομερό  σε μερικά μέρη ο άνεμος στοίβα­ζε το χιόνι σε δύο, τρεις ή περισσότερες χιονοθύελλες  οι χιονοστιβάδες αυ­τές δεν συγκολλούσα αναμεταξύ τους  όταν λοιπόν ο διαβάτης χτυπούσε με τη φτέρνα του τη σκληρή επιφάνεια τής χιονοστιβάδας για να πατήσει στέ­ρεα, τύχαινε να κοπεί ένα μεγάλο μέρος από τη χιονοστιβάδα (στάδ') και να παρασύρει και τους διαβάτες, εκατοντάδες μέτρα μακριά, με βέβαιο το θά­νατο τους.
 Έτσι στην ενορία Ισχανάντων μια τέτοια χιονοστιβάδα πού κό­πηκε μοναχή της παρέσυρε δύο οικίες «άς ση Γιαμάκ τό ρακάν», τη μιά τη Τιμόθεονος με όλους τούς 4 ένοικους της και τις αγελάδες τους και τη γειτο­νική χωρίς ενοίκους.
Στην τοποθεσία Κατσά, άλλο στάδ' παρέσυρε έναν Τούρ­κο και τον Πούμπουρον, κοντά δε στο σπίτι τη Κούρτσονος (Κοσλαράντων) παρόμοιο στάδ' παρέσυρε την Θυμίαν τη Τσίρ' σε απόσταση 500-600 μέ­τρων και τήν σκέπασε. Όλη ή Σαντά έτρεξε και ύστερα από κόπους την έβγα­λαν ζωντανή, τότε έγινε και το σατιρικό δίστιχο:

«Τό ρακάν βοΐζ' βοΐζ' την Άϊσέν καταβοΐζ'
 Άϊσέ εσταδώθεν κ' ή Χαβά έστραγκαλώθεν».
 Εσταδώθεν για την ομοιοκαταληξία αντί εσταδιάεν (παρασύρθηκε από το στάδ'). Άϊσέ ήταν η Θυμία πού εσταδάεν, και Χαβά ή αδελφή της, που έ­κανε τρέλες από τη λύπη της.
Το χειμώνα η συγκοινωνία με την Τραπεζούντα αραίωνε, γιατί η κακο­καιρία, ο φόβος μήπως ληστευθούν από τους Τούρκους, και η διήμερη πεζοπο­ρία έκανε τους ανθρώπους διστακτικούς ν' αποφασίσουν.
Η συγκοινωνία με την ΄Αρτασσα, από την οποία ήταν εξαρτημένη διοικητικώς, έπαυε το Νοέμ­βριο για να ξαναρχίσει τέλη Απριλίου, κι αυτό ήταν μεγάλο ευεργέτημα προπάντων κατά τον πόλεμο, διότι, σ' όλο αυτό το διάστημα οι φυγόστρατοι έμεναν ακαταδίωκτοι και όλοι οι άλλοι ήσυχοι από επισκέψεις κρατικών υπαλ­λήλων, χωροφυλάκων για είσπραξη φόρων, εισφορών κ.λπ. Κατά το χει­μώνα έρχονταν οι σουλατζήδες (ξενιτιάντ) και γίνονταν οι αρραβώνες, οι γά­μοι, οι βαπτίσεις. Κάποια κίνηση, ζωή και χαρά- το Πάσχα έφευγαν και η πίκρα έσφιγγε τις καρδιές όλων.



 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah