Η Μαρτυρική Πορεία των Ποντίων μέχρι να
φτάσουν στην Καλαμαριά αποτυπώνεται στο βιβλίο του Σίμου Λιανίδη «Η επιστροφή
των Αργοναυτών», όπου, επίσης, εκφράζεται η αντίσταση του ανθρώπου στη συμφορά
και η αγάπη του για την Καλαμαριά.
«Όλη η οικογένεια
βρισκόμαστε πάνω σε ένα κάτασπρο ρωσικό νοσοκομειακό πλοίο. Εγώ σουφρώνω από
φόβο στην αγκαλιά της μητέρας μου. Εκείνη, κουρνιασμένη σε μια γωνιά, δίπλα
στα δέματα των υπαρχόντων μας, με κρατά στην αγκαλιά της. Μ' έχει τυλίξει με
το μάλλινο σάλι της. Φυσάει ένα απογευματινό κρύο αεράκι. Ακούγονται οι αλυσίδες που ανεβάζουν τις
άγκυρες ... Σαλπάρουμε ... Η Τραπεζούντα φεύγει προς τα δεξιά μας και πίσω ...
Η μητέρα
μου κλαίει και με φιλεί ...».
Κων/νος Βολανάκης 1837-1907: Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΑΡΓΟΝΑΥΤΩΝ" |
Η μεγάλη έξοδος του
ποντιακού ελληνισμού, «Η επιστροφή των Αργοναυτών», όπως τιτλοφορεί ο Σίμος
Λιανίδης το βιβλίο του, αρχίζει. Μέσα από τη ματιά ενός δεκάχρονου αγοριού -
στην ηλικία που ρουφάς κυριολεκτικά τις γύρω σου εντυπώσεις και τις καταγράφεις
βαθιά, ανεξίτηλα στη μνήμη και στην καρδιά - περνούν πρόσωπα, τόποι, ιστορικά
γεγονότα και επεισόδια, κατά τη μακρά δραματική περιπλάνηση του ποντιακού λαού
στον ξεριζωμό του 1921-1922.
Ένα ιστορικό
αφήγημα, βιωματικό κατά το μεγαλύτερο μέρος του, στο οποίο ο Σίμος Λιανίδης, ο
Συμιόντς τη Λιάν, κατά την ποντιακή διάλεκτο, κατορθώνει, με θαυμαστή
δεξιοτεχνία, να μετατρέψει το ατομικό σε γενικό. Η αποσπασματικότητα προέρχεται
από το όραμα ενός όλου.
Ο λόγος του
ζωντανός, εύηχος, βαθύπλουτος, ποτάμι ορμητικό, που βρήκε διέξοδο και χύμηξε
από τις στοιβαγμένες από χρόνια αναμνήσεις. Ισχυρή η συγκινησιακή φόρτιση, που
τη μεταδίδει αβίαστα στον αναγνώστη και πραγματοποιεί την απόλυτη συναισθηματική
επικοινωνία μαζί του. Αν τύχει, μάλιστα, να ανήκεις στη μεγάλη οικογένεια του
ξεριζωμένου ελληνισμού, σε διαπερνά ένας πόνος, μια άφατη λύπη, ένας μυστικός λυγμός
γι' αυτόν τον Γολγοθά, που υπέστησαν αμέτρητοι πρόσφυγες των γαλήνιων τόπων
της Ανατολής, των ειρηνικών και υπερήφανων αυτών ανθρώπων, της εργατικότητας,
του πολιτισμού και της ανθρωπιάς.
Εύστοχα και με
μαστοριά, ο συγγραφέας διανθίζει συχνά το κείμενο με παρεμβολές της ποντιακής
διαλέκτου, για να προσφέρει δυνατότερη και οικειότερη προσέγγιση στον Πόντιο
αναγνώστη.
Ο Σίμος Λιανίδης,
φιλόλογος, ποιητής, λαογράφος, θεατρογράφος και πεζογράφος, που κατέθεσε πολυάριθμα
βιβλία στην ελληνική γραμματεία και βραβεύτηκε και από την Ακαδημία Αθηνών,
χαρίζει μια ακόμη πνευματική δημιουργία με τη χρυσή του πένα και παράλληλα καταλείπει
πολύτιμη ιστορική μαρτυρία για τον προσφυγικό κόσμο.
Σε όλο το μάκρος
της αφήγησης για τη μεγάλη, τη θλιβερή αυτή περιπέτεια, το νιώθεις πως η
γραφίδα του βουτάει στον πόνο της καρδιάς και στο δάκρυ, αλλά ως ρωμαλέα
πνευματική προσωπικότητα, που είναι ο Σίμος Λιανίδης, αντιστέκεται με το
χιούμορ, χαρακτηριστικό ευφυΐας και ψυχικής αντίστασης και, πολλές φορές,
εισβάλλει με τη δροσιά και την τρυφερότητα των παιδικών του χρόνων, για να
μυήσει τον αναγνώστη στην ξεχασμένη πια παιδική αθωότητα και τη γλυκιά εποχή
των φλογερών ονείρων και της ανεμελιάς.
Το βιβλίο διαθέτει
πολλές αρετές: Ξαναθυμίζει τον χαμένο παράδεισο της οικογενειακής θαλπωρής,
τότε που οι παππούδες και οι γιαγιάδες είχαν μια σημαντική θέση μέσα στο σπίτι,
βοηθούσαν με την πείρα και τη σοφία τους, στόλιζαν τα παιδικά μας βράδια με τα
νοσταλγικά παραμυθια τους και η παράδοση περνούσε μαλακά από τον πατέρα στον γιο, στα εγγόνια.
-Παραδίδει σημαντικά λαογραφικά στοιχεία.
«Ζωγραφίζει»
εικόνες βουκολικής ομορφιάς και ολοζώντανες περιγραφές της ιδιαίτερης πατρίδας
του, της Σάντας και του Πόντου. «... Τα βουνά του Πόντου. Βουνά κατάφυτα,
παραλίες όμορφες, μέσα στην πλούσια βλάστηση της χώρας. Είναι η γη του Πόντου,
η πανέμορφη, η αγαπημένη. Εκεί τώρα μένουν πολιτείες ιστορικές, χωριά καμένα,
σπίτια έρημα,
τάφοι προγόνων, βουνά ελατόσπαρτα, κάμποι καρπίσιοι, λιμάνια γαληνά,
ακρογιαλιές όμορφες, χωρίς τους ανθρώπους τους, όμως, χωρίς τραγούδι, νοτισμένα
ακόμη από το δάκρυ ενός λαού ολάκερου, που ξεριζώνεται».
Παρέχει πολλές και
σαφείς πληροφορίες για την ομογένεια που κατέφυγε στη Ρωσία, στις πόλεις
Βατούμ, Καρς, Κουταΐς, όλες ποντιακές εστίες. Ιδιαίτερα για το Κουταΐς, τόπο προσωρινής
παραμονής του συγγραφέα, όπου η ελληνική κοινότητα ήταν ανθηρή και καλά οργανωμένη.
Πόλεις, όπου εγκαταστάθηκε το κατατρεγμένο
ανθρωπομάνι του Πόντου, για να σωθεί από την τουρκοτσέτικη χατζάρα.
Συγχρόνως, βέβαια,
χαράσσει στον χάρτη και την οδυνηρή πορεία από την Τραπεζούντα στην Ελλάδα.
Συγκινεί τόσο με τις εικόνες μητρικής τρυφερότητας και λατρείας.
Η μάνα του, η
Ευρύκλεια , κατέχει περίοπτη θέση στο βιβλίο αυτό. Στερνοπαίδι της ο Συμιόντς,
τον περιβάλλει με περισσή στοργή και θωπείες. Κι εκείνος, σκαρφαλωμένος στην
αγκαλιά της, κοιμάται κάθε νύχτα πλάι στον μυρωμένο κόρφο της μάνας, το πιο σίγουρο, το πιο θερμό
λιμάνι του κόσμου.
Τελειώνει με την
περιγραφή της προσφυγικής Καλαμαριάς, των θαλάμων, που οριζόταν του καθενός η
γωνιά με τσουβαλοχωρίσματα.
Και ω! ποια αντίθεση, πάνω σε ένα σκαμνί η
παλιά βυζαντινή εικόνα μεγίστης αξίας, κειμήλιο του Λιανιδέικου, που έστησε η
γιαγιά Ζωή, με σβηστό το καντήλι, γιατί δεν υπήρχε λάδι. Και η μάχη με την ανελέητη
καθημερινότητα της πείνας, του κρύου, της λάσπης...
Έξω από το τι θα
είχε να πει κανείς για το αισθητικό και το πνευματικό θεμέλιο του βιβλίου αυτού
του Σίμου Λιανίδη, η γνώση, η παρατήρηση και προπάντων η ευαισθησία του πάνω σε
ένα τόσο απέραντο και τόσο πολύτιμο υλικό για τον προσφυγικό ελληνισμό,
κατατάσσει την «Επιστροφή των Αργοναυτών», έκδοση των Αφών Κυριακίδη, στην πρώτη
σειρά του χρονικού αυτού.
Στο τέλος του
βιβλίου, ο Σίμος Λιανίδης, με πολλή σεμνότητα, σημειώνει: «Εγώ ό,τι μπόρεσα, έκανα.
Θα μπορούσα να κάνω περισσότερα, αλλά τα χρόνια με πήραν και δεν μπορώ ... Ας
συμπληρώσουν και ολοκληρώσουν οι μεταγενέστεροι από εμάς, που θα ασχοληθούν με
το τεράστιο αυτό θέμα, που λέγεται προσφυγικός κόσμος»
Αγγελικη Στεργιου
δημοσιογράφος, λογοτέχνης και ποιήτρια, σπούδασε γαλλική φιλολογία και
ασχολήθηκε με την ιστορική λογοτεχνία με κύρια θέματα το γυναικείο
ζήτημα και το ρόλο της Γυναίκας στην Ιστορία.
Υπήρξε συνιδρυτικό μέλος
του Συνδέσμου για τα Δικαιώματα της Γυναίκας (κατά τη μεταπολίτευση) και
μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Αρχείου Προσφυγικού Ελληνισμού
(Καλαμαριά).
Είναι μέλος της Ένωσης Λογοτεχνών (Θεσσαλονίκη), της
Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών (Αθήνα) και της Ένωσης Λογοτεχνών (Αθήνα)
από όπου τιμήθηκε με χρυσό μετάλλιο.
Βασικά έργα της: "Οδοιπορικό της
Γυναίκας" (1982), "Γυναίκα και πολιτική" (1983), "Μισογυνία στο μύθο,
την ιστορία, τη θρησκεία" (1985), "Αμαζόνες" (1985), "Παραλλαγές"
(1989), "Καλαμαριά - μνήμη - φως" (1992), "Επιφανείς Γυναίκες της
Αρχαίας Μακεδονίας. Ολυμπιάδα, Θεσσαλονίκη, Αρσινόη, Φίλα Α΄" (1996),
"Εγκώμια και θρήνοι για τις αλησμόνητες πατρίδες" (1997), "Ελληνίδες της
διασποράς.
Το εθνικό και πολιτιστικό τους έργο (1453-1875)" (1997), "Ο
μυστικός μου κήπος" (1997), "Αρετσού - Νέο Ρύσιο" (1998), "Κριτικά
σημειώματα" (2001), "Βυζαντινές Αρχόντισσες. Κασσιανή, Θεοφανώ,
Τσαρίτσα Άννα, Θεοφανώ (κόρη), Άννα Δαλασσηνή, Άννα Κομνηνή, Σοφία-Ζωή
Παλαιολογίνα." (2003).