Για αρχαίες μονές, πόλεις, φρούρια κλπ.
υπάρχουν πάντοτε διάφοροι εκδόσεις περί της ονομασίας των, της ιστορίας των
συνεπώς δεν πρέπει να μας ξενίσει το γεγονός, ότι άλλην παράδοσιν προβάλλω εγώ και άλλην ο Κάνις (σ. σ.
Γεώργιος Κανδηλάπτης 1881-1971).
Τουναντίον να συνδυάσωμεν τας διαφόρους
εκδοχάς και να προσεγγίσωμεν στην αλήθειαν.
Η Παναγία Γουμερά στον Ποντο |
Α.
Έγραψα σε διάφορες μελέτες μου — πού να τις σκαλίσω τώρα; — για την Γουμεράν
και επιμένω στην παράδοσιν, την οποίαν ήκουσα( από μορφωμένους γέροντας του χωριού μου Αδύσης.
Όπισθεν
του υπερκειμένου
λόφου «ο Τσηλέβας» - η ηλέβγα, η ανατολή δηλαδή» εις την νοτίαν απότομον και πετρώδη πλευράν του
βουνού «τ' Αδιανού το ποδάρ'», που χωρίζει τας περιοχάς Αδύσσης — Τσίτης σώζονται τα ερείπια
βυζαντινού ναού — η βόρεια πλευρά ολόκληρος σχεδόν σκεπασμένη με τοιχογραφίες —
και μονής ερημωθείσης εκ κατολισθήσεως του εδάφους.
Την λέγαμε «Τ' οπίσ' η Παναγία» ή «Όλισμαν».
Κατ' έτος δε την ημέραν της Ζωοδόχου Πηγής ετελείτο
εκεί παράκλησις. Λοιπόν, λέγει η παράδοσις του χωρίου μας, ότι οι μοναχοί της
διαλυθείσης μονής, ιδρυθείσης κατά Δ 'ή Ε' αιώνα επήγαν εις τοποθεσίαν έναντι της Τσίτης, που
ελέγετο «Τ' Ηγουμερά» εκ του ονόματος του ιδοκτήτου της Ηγουμερά και ίδρυσαν νέαν μονή.
Σημειωτέον ότι και μέχρι των ημερών μας η
ύπερθεν της μονής δασώδης έκτασις ελέγετο από τουςΤσιτενούς και τους καλογήρους
«Ηγουμερά». Εξ αυτού η ονομασία της μονής «Τ' Ηγουμερά το μοναστήρ'», ή απλώς
«Γουμερά».
Β. Η
νότια πλευρά του βουνού «Τ' Αδιανού το ποδάρ'», απότομος βραχώδης, ήτο άλλοτε γήλοφος
καλλιεργήσιμος και απετέλει εκτεταμένον αμπελώνα. Σώζονται εισέτι αι ρίζαι των κλημάτων.
Αι βροχαί όμως παρέσυραν το χώμα και εγκατελείφθη έρημον.
Γ. Απέναντι
της μονής της «Ζωοδόχου Πηγής» — Όλισμαν — υπήρχενχεν άλλοτε συνοικισμός πλησιέστερος προς το
χωρίον, του οποίου
διετηρήθη το όνομα «Δώματα».
Διακρίνονται ερείπια οικιών. Τελευταίως η έκτασις
εκαλύφθη από λαχανοκήπους — ιδία πατάτας — της οροθεσίας γενομένης επί τη βάσει παραδόσεων, ότι κατείχοντο από μακρυνούς
συγγενείς.
Δ. Η
εκδοχή του Κάνεως είναι επίσης αξία προσοχής. Δεν αποκλείεται να υπάρχη αλήθεια
και εις τας δύο εκδοχάς. Το υπό Νικολάου Λουκά εκδοθέν Ημερολόγιον «Η ΑΥΓΗ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ», που ευρίσκεται
νομίζω εις την Εθνικήν Βιβλιοθήκην, έχει
χρησίμους πληροφορίας.
Ε. Οι καλόγηροι της μονής μου διηγήθηκαν τα εξής δια μίαν περιπέτειαν της Γουμεράς. Προ
ετών, τέλη του IZ'αι.. ή αρχάς η μονή υπέστη
ερήμωσιν από ληστρικάς επιδρομάς και οι μοναχοί εζήτησαν καταφύγιον εις το οχυρόν και
απρόσιτον μοναστήριον
του Αγίου Γεωργίου Περιστερεώτη, — Τη Περιστερά το μοναστήρ' — όπου προθύμως τους
περιέθαλψαν.
Πόσα
έτη έμειναν εκεί, είναι άγνωστον. Όταν αποκατασταθείσης καποιας ηρεμίας επανήλθον εις
την παλαιάν μονήν των, οι Περιστερεώται τους εφοδίασαν με ρουχισμόν, άμφια και ,εκκλησιαστικά βιβλία
χειρόγραφα.
Εις το ντουλάπι του ναού, που με επέτρεψε ο Ηγούμενος
Γερβάσιος να ερευνήσω, εύρον πολλά άγραφα ΙΖ' και ΙΗ' αι. με κομψό και στερεό
δέσιμο — στάχωμα
— καλλιγραφικά με ωραίες μινιατούρες στα αρχικά κεφαλαία γράμματα, ιδίως μουσικά με την επιγραφή
«Κτήμα της Μονής
του Αγίου Γεωργίου Περιστερεώτα».
Ο
Ηγούμενος έλυσε απορίαν μου, διηγηθείς την ανωτέρω εκτεθείσαν περιπέτειαν της μονής.
ΣΤ. Δια τον τελευταίον Ηγούμενον, τον δραστήριον και ρέκτην Ιάκωβον, ενδημήσαντα εις
Κύριον το 1896 και ουχί το 1890, ως γράφει ο Κάνις, τον οποίον και ενθυμούμαι με το υψηλόν σαν κυπαρίσι και επιβλητικόν του
ανάστημα, απολαμβάνοντα γενικού σεβασμού, προσθέτω ότι μικρός τότε και μη αποχωρισμένος από τον παππού μου Αρχιμανδρίτην
Αγαθάγγελον, εις εορτήν του Δεκαπενταυγούστου, εις ήν προΐστατο και ο Μητροπολίτης Γερβάσιος, με πήρε από το
χέρι, άνοιξε το ιδιαίτερο του ντουλάπι και γέμισε τον κόρφο μου με λεπτοκάρυα.
Είχα τότε την
τιμήν να παρακαθήσω
στο Δεσποτικό τραπέζι δίπλα στον παππού μου. Ο Ιακωβος απολαμβάνων ιδιαιτέρας εκτιμήσεως του Μητροπολίτου, της υπακοής των
μοναχών και της εκτιμήσεως των περιοίκων, έκαμε πολλά έργα εν οις και το νέον Ηγουμενείον, επέφερε την τάξιν και την
πείθαρχίαν μεταξύ των μοναχών.
Ζ.Ο παλαιός ναΐσκος ετιμάτο
εις την μνήμην της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, εις το υπόγειον του οποίου το οστεοφυλάκιον, έξωθεν του Αγίου
Βήματος ήτο τοποθετημένον το κομψόν κενοτάφιον εκ λίθου πελεκητού του Μητροπολίτου Σιλβέστρου Β’
Η. Το σωζόμενον χειρόγραφον Ευαγγέλιον επί μεμβράνης του ΙΕ’ αι.., το σπουδαιότερον
κειμήλιον της μονής, απωλέσθη, δυστυχώς, κατά την πολεμικήν περίοδον. Γνωστόν δε ότι και προηγουμένως εσυλήθη η μονή
από αρχαιοκαπήλους, όπως γράφομεν εις άλλην μελέτην μας.
Θ. Η
τύχη των καλλιτεχνικών εικόνων, της βιβλιοθήκης — όλης της σειράς των λόγων του
Χρυσοστόμου, χρυσόδετος εκδ. ΜΙΛΝ και των λοιπών κειμηλίων αγνοείται.
Ι.
Πού εξετρύπωσεν ο ευλογημένος — εννοεί τον Κάνι — τα άγνωστα ονόματα Κλητή —
Τσίτη και άλλα; Εμείς (σ. σ. μάλλον λείπει το ρήμα γνωρίζομεν) την Τσίτην, ίσως
Σίδην από την παράλιον αρχαίαν πόλιν δυτικά της Κερασούντος.
Μάλιστα, πολύ αμφιβάλλω δια την υπό πολλών
υποστηριζομένην γνώμην, ότι έχει σχέσιν με την Τσίταν των Σουρμένων, η οποία,
ως με εβεβαίωσαν οι κάτοικοι της, εγκατεστημένοι εδώ εις την Πτολεμαΐδα, προέρχεται
από την φλούδα της λεπτοκαρυάς του χλωρού κλάδου και την οποίαν εμείς ελέγαμε
«τσόνια». Δεν πρέπει δε να μας διαφύγη, ότι η τοποθεσία έναντι της Τσίτης,
μεταξύ Γουμεράς και του χωρίου Βαράντων, ελέγετο Τζιτ.
Παντελής Μελανοφρύδης