To όνομα του πρώτου χωριού, που βρισκόταν στην περιοχή
του Αρζρούμ, σήμαινε «Γεράκι». Το νέο χωριό ιδρύθηκε στο οροπέδιο, στους
πρόποδες των «Βρεγμένων Βουνών» στην Άνω Τσάλκα το 1830 από τις ελληνικές
οικογένειες, που ήρθαν από τη Μικρά Ασία.
Αν και η οικονομία
των κατοίκων του Κιαριάκ βρισκόταν σε κακή κατάσταση, αυτοί άρχισαν να
επισκευάζουν τις παλιές γεωργιανές εκκλησίες, που βρίσκονταν στο κέντρο του
χωριού.
Πρώτα αποφάσισαν να επισκευάσουν μια
εκκλησία, που βρισκόταν στην άκρη του χωριού. Αρχισαν την επισκευή το 1845,
τελείωσαν το 1846, και την αφιέρωσαν στο Μεγαλομάρτυρα Άγιο Γεώργιο.
Πρώτος ιερέας σ'
αυτήν την εκκλησία διορίστηκε ο Μιχαήλ Χάτσικοβ από την Τραπεζούντα, ο οποίος
ήξερε καλά τη μητρική του γλώσσα, στην οποία και τελούσε τη λειτουργία στην
εκκλησία.
Το μέγεθος της
εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου όμως ήταν μικρό και δεν ικανοποιούσε τις ανάγκες των πιστών, μια
και ο αριθμός των κατοίκων του χωριού αυξήθηκε, επειδή από τη Μικρά Ασία έρχονταν
συνεχώς οι συγγενείς.
Γι' αυτό από το
1848 οι πιστοί άρχισαν να μαζεύουν δωρεές για την κατασκευή καινούργιας
εκκλησίας. Πολλοί κάτοικοι έδιναν χρήματα και άλλα πολύτιμα πράγματα, που τα
έφεραν από τη Μικρά Ασία. Είχαν και πολλές εικόνες και εκκλησιαστικά είδη.
Οργανωτής αυτής της
υπόθεσης ήταν ο ιερέας Μιχαήλ Χάτσικοβ. Υπό τη διεύθυνσή του οι κάτοικοι
ετοίμασαν τα οικοδομικά υλικά και στις αρχές του 1866 οι αντιπρόσωποι του
χωριού έκλεισαν συμφωνία με τους μάστορες Ιωάννη Ασλάνοβ και Ιωάννη Δημήτριεβ,
που ζήτησαν για τη δουλειά 1500 ρούβλια σε ασήμι. Το σχέδιο της εκκλησίας
εγκρίθηκε επίσημα από τη γραμματεία του Έξαρχου της Γεωργίας.
Την άνοιξη του
ίδιου έτους οι μάστορες άρχισαν την κατασκευή, η οποία συνεχιζόταν ως το 1870.
Λόγω όμως της αφορίας της γης η κατασκευή της εκκλησίας σταμάτησε για λίγο.
Το 1871 ο ιερέας
Κυριάκοβ έκανε έκκληση προς τους κατοίκους της περιοχής Τσάλκας να βοηθήσουν με
χρήματα, για να χτιστεί η εκκλησία. Ο μάστορας Ρουμπτσόβ, για 700 ρούβλια σε
ασήμι, στόλισε τους εσωτερικούς τοίχους σύμφωνα με το σχέδιο της εκκλησίας
Μτατσμίντα.
Η εκκλησία της Παναγίας |
Μετά το τέλος της
κατασκευής στις 3 Σεπτεμβρίου του 1872 την εκκλησία του Κιαριάκ εγκαινίασε ο
Ιωάννης Κυριάκοβ αφιερώνοντάς την στην Παναγία.
Πάνω από την πόρτα
της εκκλησίας της Παναγίας υπήρχε επιγραφή στην ελληνική γλώσσα, που ανέφερε:
«Αν' ιξερον ο κασιτός ετών μάτι της κόμισος της υπέρ θεοτάκι δαπανια δεκτά του
προϊερέων I. Κυριάκοβ και των κατοίκων τη χορ Κερέκ αυτοκρατόρουν τος Αλεξάνδριτο».
Τελικά η εκκλησία
της Παναγίας στο χωριό Κιαριάκ χτίστηκε με πρωτοβουλία του πρώτου ιερέα I.Γ.Κυριάκοβ,
που καταγόταν από την περιοχή της Τραπεζούντας και με τη βοήθεια των πιστών. Να
σημειώσουμε ότι ο ιερέας I.Γ.Κυριάκοβ το 1874 έγινε πρωτεργάτης της κατασκευής
ελληνικής εκκλησίας στο χωριό Σάντα και στο Ελληνικό Τετζής.
Ο Κυριάκοβ ήταν
γιός ιερέα και τελείωσε το ιδιωτικό θεολογικό σχολείο στην Τραπεζούντα. Μετά
τη μετανάστευση στη Ρωσική Αυτοκρατορία ο Κυριάκοβ πέρασε στο εκκλησιαστικό
σχολείο της Τιφλίδας και αφού το τελείωσε με άριστα διορίστηκε στην περιοχή
του.
Για τη δραστηριότητά του αυτή άξιζε το σεβασμό
του Έξαρχου της Γεωργίας. Π.χ. μετά τον έρανο για την επισκευή του μοναστηριού
του Αχτάλ, το 1851, ο Κυριάκοβ βραβεύτηκε με τη ζώνη των ιερέων. Αργότερα από
τον ίδιο τον Έξαρχο πήρε πολύτιμο σταυρό για ενθύμιο του πολέμου 1853-1856. Τελικά
το 1861 ο ιερέας I.Γ.Κυριάκοβ διορίστηκε από τον Έξαρχο της Γεωργίας πρόεδρος
των ελληνικών εκκλησιών της περιοχής Τσάλκας. Αργότερα τιμήθηκε με το βραβείο
του Κόκκινου Στρατού για τις υπηρεσίες του στον πόλεμο 1877-1878.
Το 1887 ο ιερέας
I.Γ.Κυριάκοβ ήταν 70 χρονών. Έστειλε τότε αίτηση προς τον Έξαρχο της Γεωργίας
ζητώντας να διορίσει στη θέση του το γιό του Ξενοφώντα, απόφοιτο της ιερατικής
σχολής της Τιφλίδας. Η επιθυμία του αυτή πραγματοποιήθηκε.
Αργότερα ο
Ξενοφώντας έγινε ιδρυτής του πρώτου εκκλησιαστικού σχολείου στην προαναφερθείσα
εκκλησία. Σ' αυτό το σχολείο ο Ξενοφώντας Κυριάκοβ δίδασκε την ελληνική γλώσσα
και τα ελληνικά γράμματα στα παιδιά των πιστών. Εξαιτίας του η νέα γενιά των
Ελλήνων αυτού του χωριού έμαθε να γράφει και να διαβάζει καλά τα ελληνικά.
Το επιβεβαιώνουν τα
εκκλησιαστικά έγγραφα που βρίσκονταν στην εκκλησία της Παναγίας. Στις αρχές
του 20ου αιώνα, με βάση αυτό το σχολείο, άνοιξε το κοσμικό σχολείο, στο οποίο
οι ντόπιοι ιερείς δίδασκαν τη μητρική γλώσσα. Οι τοπικές αρχές όμως έστειλαν
εκεί ένα δάσκαλο γνώστη της Ρωσικής γλώσσας, τον Μ.Μ.Σαρικάτζε.
Αυτό το γεγονός
βεβαιώνει ότι οι Έλληνες δεν ήθελαν να ξεχάσουν τη μητρική τους γλώσσα, αλλά
τους ανάγκαζαν να το κάνουν.
Στην εκκλησία της
Παναγίας βρέθηκαν και ιερά βιβλία στα ελληνικά, που εκδόθηκαν στη Βενετία κατά
τους 17ο - 18ο - 19ο αιώνες. Μεταξύ αυτών των βιβλίων φυλάχθηκε η Καινή
Διαθήκη στα ταταρικά με αραβική γραφή, που εκδόθηκε το 1890 στην πόλη Καζάν.
Όλες οι σημειώσεις
που κράτησαν οι ιερείς από τα 1840 καταστράφηκαν στα 1920. Χωρισμένα φύλλα που
ανήκαν στη Βίβλο έφτασαν ως τις μέρες μας. Βρέθηκε επίσης ένα μικρό βιβλίο
σημειώσεων του 1930. Εκεί αναφέρεται πως οι ντόπιοι ιερείς, κρυφά από τον
ελληνικό λαό, μοιράζονταν τα έσοδα μεταξύ τους.
Οι κάτοικοι του
Κιαριάκ μιλούσαν τουρκικά και αρμενικά, επειδή στη Μικρά Ασία οι Έλληνες και οι
Αρμένιοι ζούσαν στο ίδιο χωριό. Οι μεγαλύτεροι κάτοικοι ήξεραν και τη μητρική
γλώσσα.
Μετά την μετανάστευση
στην περιοχή Τσάλκας για κάποιο χρονικό διάστημα οι Αρμένιοι ζούσαν με τους
Έλληνες στο χωριό αυτό. Μετά βρήκαν ελεύθερα κρατικά χωράφια και
εγκαταστάθηκαν εκεί. Οι νέοι Έλληνες του χωριού μέχρι τα 1930-40 του αιώνα μας
μιλούσαν και αρμενικά.
Τελικά, η γνώση της
αρμενικής και τουρκικής γλώσσας, το ταταρικό και αρμενικό περιβάλλον στην
περιοχή Τσάλκας, η πίεση από την πλευρά των τοπικών αρχών και ιερέων, όπως και ο εκρωσισμός,
ήταν λόγοι
που οι Έλληνες ξεχνούσαν την ελληνική γλώσσα. Οι Έλληνες ήταν ξένοι εκεί.
Οι γείτονές τους
όμως ζούσαν εκεί σαν στο σπίτι τους χωρίς προβλήματα και συνέχιζαν να μιλάνε
στη γλώσσα τους.