Διαβάζοντας κανείς τις ποντιακές εφημερίδες και τα περιοδικά, καθώς και
τις μελέτες που έχουν γραφεί για τους Πόντιους και τον Πόντο - εκτός
από πολύ λίγες εξαιρέσεις - μένεις με την εντύπωση ότι οι έλληνες στον
Πόντο ζούσαν μέσα σ' έναν παράδεισο, όπου κυριαρχούσαν οι ιερωμένοι, τα
μοναστήρια, οι εκκλησίες, τα παρχάρια, και όπου διαρκώς χόρευαν και
τραγουδούσαν, λέγοντας αρκετές φορές και κανένα «ποντιακό ανέκδοτο»,
έτσι για ποικιλία και για να κάνουν τη ζωή τους ακόμη πιο ευχάριστη.
Για τους κατοπινούς Πόντιους, αυτούς, που ζουν στην Ελλάδα μετά την αναγκαστική ανταλλαγή των πληθυσμών του 1922-1923, Πόντιοι και μη, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, τα έχουν χαμένα και τους συγχέουν με τη λαογραφία, και κατ' επέκταση, και πάλι με τον χορό και το τραγούδι.
Στην πρώτη περίπτωση, δηλαδή για τους Έλληνες στον Πόντο, έχουν μείνει στη μνήμη των κατοπινών μόνον αυτά που έλεγαν δικαιολογημένα οι παππούδες και οι γιαγιάδες για τα «αχά τα καρτόφα», , «αχά τα πασκιτάνα». Όλα της πατρίδας ήταν μεγάλα για τους πρώτους πρόσφυγες, γιατί μικρή και μίζερη ήταν για δεκαετίες η ζωή τους «σό τσόλ', την Ελλάδαν». Τους ξερίζωσαν βίαια και τους υποχρέωσαν να ζήσουν συνήθως , σε αφιλόξενα - από κάθε άποψη- μέρη της «ιστορικής πατρίδας».
Οι πρώτοι πρόσφυγες, παρά τις τεράστιες δυσκολίες που αντιμετώπισαν, στάθηκαν όρθιοι και άφησαν για όλους τους Έλληνες πολύτιμη κληρονομιά, που την αποτελούν, ναι, οι χοροί και τα τραγούδια, ναι, τα ανιστορημένα μοναστήρια και οι εκκλησίες, ναι, το θέατρο που έπαιζαν στη νότια Ρωσία, κυρίως , ναι, η λαογραφία, και η γλώσσα τους, η γλυκιά ποντιακή διάλεκτος.
Αυτοί, αυτά μπόρεσαν και έκαναν και τα έκαναν με άφατο πόνο ψυχής, με νοσταλγία- την αροθυμία- να τους ξυπνά στον ύπνο τους ή να μην τους αφήνει να κλείσουν μάτι, αναπολώντας το χωριό τους ή την πόλη τους, το βουνό ή το παρχάρι τους, το μοναστήρι, την εκκλησία τους και το σχολείο τους.
Το σπουδαιότερο, όμως , ήταν ότι μερικοί από τους πρώτους πρόσφυγες, εγγράμματοι και ευνοημένοι από τις συγκυρίες, έγραψαν πολλά, σε εφημερίδες, περιοδικά και βιβλία, τόσα που όσα χρόνια και αν τα μελετούν οι κατοπινοί, δεν θα τελειώσουν ποτέ.
Ωστόσο , οι πρώτοι πρόσφυγες, ιδιαιτέρως οι απλοί άνθρωποι, είπαν και μερικές αλήθειες, που ξεχάστηκαν ή αποσιωπήθηκαν σκόπιμα. Αυτές οι αλήθειες αφορούν τη ζωή των Πόντιων στον ευρύτερο Πόντο, ιδιαιτέρως, όμως, στο πέρα από τις παραλιακές πόλεις φτωχό εσωτερικό, όπου προερχόταν η συντριπτική πλειοψηφία των ξενιτάντων, που κατέφευγαν στη νότια Ρωσία, όχι για να γαζανεύ'νε και να πλουτίσουν, αλλά για να εξασφαλίσουν μια καλύτερη ζωή για τον εαυτό τους και τις οικογένειες τους.
Όπως, ακριβώς , έκαναν περίπου σαράντα χρόνια αργότερα στις αρχές της δεκαετίας του 1960, τα παιδιά τους, που καταδικάστηκαν και αυτά να πάρουν τον δρόμο της πικρής ξενιτιάς, γιατί το «μεγαλόψυχο» ελληνικό κράτος των συντηρητικών κυβερνήσεων δεν ήταν σε θέση να τους εξασφαλίσει μια ανθρώπινη ζωή εδώ, στην «ιστορική Πατρίδα».
Και όχι μόνον αυτό, αλλά τους έκλεβε κιόλας με διάφορους τρόπους(με τη «δεκάτη», με τα γεώμορα, με την παράνομη κατοχή της ανταλλάξιμης περιουσίας, που μοίρασαν, λες και ήταν δική τους, σε διάφορους στυλοβάτες τους) για να πλουτίζουν οι «ξύπνιοι» υποστηρικτές τους.
Δεν μίλησαν, λοιπόν, για τη ζωή στον Πόντο οι περισσότεροι από αυτούς που ασχολήθηκαν με την ιστορία του ποντιακού ελληνισμού.
Δεν ήθελαν να πουν για τους χωριάτες, που φορτώνονταν στην πλάτη τους τα αγροτικά ή κτηνοτροφικά τους προϊόντα, και, βαδίζοντας επί ώρες, ανάμεσα σε άγριους μουσουλμάνους κακοποιούς, προμήθευαν την Τραπεζούντα, την Τρίπολη, την Κερασούντα, την Οινόη, τη Σαμψούντα και τις άλλες πόλεις με τα απαραίτητα.
Ούτε μια λέξη δεν ανέφεραν για την σκληρή αγροτική ζωή με το
ξύλινο υνί ή την ζωή των σκληρά εργαζομένων στις μεγάλες πόλεις, που
εκμεταλλεύονταν οι πλούσιοι συμπατριώτες τους- έχει γράψει για την
εκμετάλλευση αυτή σειρά άρθρων ο εθνομάρτυρας Νίκος Καπετανίδης , το
1919-1920, στην εφημερίδα «Εποχή» της Τραπεζούντας- οι οποίοι έκαμναν
ποτέ και καμία δωρεά, έτσι για τα μάτια.
Αναφερόμαστε στους εκμεταλλευτές, βεβαίως, και όχι στους ευεργέτες, που ήταν αρκετοί και τα ονόματα τότε είναι γνωστά. Η ενίσχυση άλλωστε, της εκκλησίας, του σχολείου, του ορφανοτροφείου, των ανήμπορων, δεν ήταν αποκλειστικότητα έργο λίγων πλούσιων, αλλά ευγενική και άδολη προσφορά των απλών Πόντιων, που έδιναν, μόλις αποκτούσαν κάποιο περίσσευμα ή, αρκετές φορές, και από το υστέρημα τους.
Οι καλόγεροι , που γύριζαν από τόπο σε τόπο για να μαζέψουν προμήθειες για τα μοναστήρια, στους απλούς Πόντιους απευθύνονταν, άλλοτε μέσα στον Πόντο και άλλοτε στη νότια Ρωσία, όπου ο απλός Πόντιος δεν ήταν άρχοντας, όπως αρέσκονται να γράφουν μερικοί, αλλά σκληρά εργαζόμενος για ένα κομμάτι ψωμί.
Πολλές φορές έπαιρναν και από αυτούς που δεν είχαν
να ταΐσουν τα παιδιά τους, τόση ήταν η εκμετάλλευση του απλού Πόντιου.
(Για τη δυστυχία στην ξενιτιά γράφει αρκετά ο Παναγιώτης Τανιμανίδης στο
βιβλίο του- προσωπική μαρτυρία «Με αίμα και με δάκρυα»).
Δεν λένε τίποτε για τις γυναίκες Πόντιες, που βάδιζαν χιλιόμετρα, για να κόψουν και να μεταφέρουν στη ράχη τους ξύλα για τις ανάγκες του σπιτιού ή χόρτα για τα ζώα. Πολλές από αυτές, που είχαν τους άντρες τους στη ξενιτιά, έκαναν και τις πιο βαριές εργασίες.
Ο Στάθης Χριστοφορίδης- Σάρπογλης , παρά την εξιδανίκευση κάποιων καταστάσεων, έχει περιγράψει γλαφυρότατα τη σκληρή ζωή των Πόντιων στο έργο του «Μαύρα καιρούς και μαύρα ημέρας».
Μεγάλη προσφορά των διανοούμενων στον Πόντο, είτε αυτοί ήταν ιερωμένοι είτε λαϊκοί- η συντριπτική πλειοψηφία τους ήταν λαϊκοί. Μεγάλη, όμως η προσφορά και των απλών ανθρώπων, τους οποίους...περιέργως, τους ξεχνούν οι πιο πολλοί που γράφουν ή βγάζουν λόγους...Σε αυτούς χρωστά ο ελληνισμός
ΑΙΩΝΙΑ ΕΥΓΝΩΜΟΣΥΝΗ.
Για τους κατοπινούς Πόντιους, αυτούς, που ζουν στην Ελλάδα μετά την αναγκαστική ανταλλαγή των πληθυσμών του 1922-1923, Πόντιοι και μη, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, τα έχουν χαμένα και τους συγχέουν με τη λαογραφία, και κατ' επέκταση, και πάλι με τον χορό και το τραγούδι.
Στην πρώτη περίπτωση, δηλαδή για τους Έλληνες στον Πόντο, έχουν μείνει στη μνήμη των κατοπινών μόνον αυτά που έλεγαν δικαιολογημένα οι παππούδες και οι γιαγιάδες για τα «αχά τα καρτόφα», , «αχά τα πασκιτάνα». Όλα της πατρίδας ήταν μεγάλα για τους πρώτους πρόσφυγες, γιατί μικρή και μίζερη ήταν για δεκαετίες η ζωή τους «σό τσόλ', την Ελλάδαν». Τους ξερίζωσαν βίαια και τους υποχρέωσαν να ζήσουν συνήθως , σε αφιλόξενα - από κάθε άποψη- μέρη της «ιστορικής πατρίδας».
Οι πρώτοι πρόσφυγες, παρά τις τεράστιες δυσκολίες που αντιμετώπισαν, στάθηκαν όρθιοι και άφησαν για όλους τους Έλληνες πολύτιμη κληρονομιά, που την αποτελούν, ναι, οι χοροί και τα τραγούδια, ναι, τα ανιστορημένα μοναστήρια και οι εκκλησίες, ναι, το θέατρο που έπαιζαν στη νότια Ρωσία, κυρίως , ναι, η λαογραφία, και η γλώσσα τους, η γλυκιά ποντιακή διάλεκτος.
Αυτοί, αυτά μπόρεσαν και έκαναν και τα έκαναν με άφατο πόνο ψυχής, με νοσταλγία- την αροθυμία- να τους ξυπνά στον ύπνο τους ή να μην τους αφήνει να κλείσουν μάτι, αναπολώντας το χωριό τους ή την πόλη τους, το βουνό ή το παρχάρι τους, το μοναστήρι, την εκκλησία τους και το σχολείο τους.
Το σπουδαιότερο, όμως , ήταν ότι μερικοί από τους πρώτους πρόσφυγες, εγγράμματοι και ευνοημένοι από τις συγκυρίες, έγραψαν πολλά, σε εφημερίδες, περιοδικά και βιβλία, τόσα που όσα χρόνια και αν τα μελετούν οι κατοπινοί, δεν θα τελειώσουν ποτέ.
Ωστόσο , οι πρώτοι πρόσφυγες, ιδιαιτέρως οι απλοί άνθρωποι, είπαν και μερικές αλήθειες, που ξεχάστηκαν ή αποσιωπήθηκαν σκόπιμα. Αυτές οι αλήθειες αφορούν τη ζωή των Πόντιων στον ευρύτερο Πόντο, ιδιαιτέρως, όμως, στο πέρα από τις παραλιακές πόλεις φτωχό εσωτερικό, όπου προερχόταν η συντριπτική πλειοψηφία των ξενιτάντων, που κατέφευγαν στη νότια Ρωσία, όχι για να γαζανεύ'νε και να πλουτίσουν, αλλά για να εξασφαλίσουν μια καλύτερη ζωή για τον εαυτό τους και τις οικογένειες τους.
Όπως, ακριβώς , έκαναν περίπου σαράντα χρόνια αργότερα στις αρχές της δεκαετίας του 1960, τα παιδιά τους, που καταδικάστηκαν και αυτά να πάρουν τον δρόμο της πικρής ξενιτιάς, γιατί το «μεγαλόψυχο» ελληνικό κράτος των συντηρητικών κυβερνήσεων δεν ήταν σε θέση να τους εξασφαλίσει μια ανθρώπινη ζωή εδώ, στην «ιστορική Πατρίδα».
Και όχι μόνον αυτό, αλλά τους έκλεβε κιόλας με διάφορους τρόπους(με τη «δεκάτη», με τα γεώμορα, με την παράνομη κατοχή της ανταλλάξιμης περιουσίας, που μοίρασαν, λες και ήταν δική τους, σε διάφορους στυλοβάτες τους) για να πλουτίζουν οι «ξύπνιοι» υποστηρικτές τους.
Δεν μίλησαν, λοιπόν, για τη ζωή στον Πόντο οι περισσότεροι από αυτούς που ασχολήθηκαν με την ιστορία του ποντιακού ελληνισμού.
Δεν ήθελαν να πουν για τους χωριάτες, που φορτώνονταν στην πλάτη τους τα αγροτικά ή κτηνοτροφικά τους προϊόντα, και, βαδίζοντας επί ώρες, ανάμεσα σε άγριους μουσουλμάνους κακοποιούς, προμήθευαν την Τραπεζούντα, την Τρίπολη, την Κερασούντα, την Οινόη, τη Σαμψούντα και τις άλλες πόλεις με τα απαραίτητα.
Νικος Καπετανιδης |
Αναφερόμαστε στους εκμεταλλευτές, βεβαίως, και όχι στους ευεργέτες, που ήταν αρκετοί και τα ονόματα τότε είναι γνωστά. Η ενίσχυση άλλωστε, της εκκλησίας, του σχολείου, του ορφανοτροφείου, των ανήμπορων, δεν ήταν αποκλειστικότητα έργο λίγων πλούσιων, αλλά ευγενική και άδολη προσφορά των απλών Πόντιων, που έδιναν, μόλις αποκτούσαν κάποιο περίσσευμα ή, αρκετές φορές, και από το υστέρημα τους.
Οι καλόγεροι , που γύριζαν από τόπο σε τόπο για να μαζέψουν προμήθειες για τα μοναστήρια, στους απλούς Πόντιους απευθύνονταν, άλλοτε μέσα στον Πόντο και άλλοτε στη νότια Ρωσία, όπου ο απλός Πόντιος δεν ήταν άρχοντας, όπως αρέσκονται να γράφουν μερικοί, αλλά σκληρά εργαζόμενος για ένα κομμάτι ψωμί.
Παναγιωτης Τανιμανιδης |
Δεν λένε τίποτε για τις γυναίκες Πόντιες, που βάδιζαν χιλιόμετρα, για να κόψουν και να μεταφέρουν στη ράχη τους ξύλα για τις ανάγκες του σπιτιού ή χόρτα για τα ζώα. Πολλές από αυτές, που είχαν τους άντρες τους στη ξενιτιά, έκαναν και τις πιο βαριές εργασίες.
Ο Στάθης Χριστοφορίδης- Σάρπογλης , παρά την εξιδανίκευση κάποιων καταστάσεων, έχει περιγράψει γλαφυρότατα τη σκληρή ζωή των Πόντιων στο έργο του «Μαύρα καιρούς και μαύρα ημέρας».
Μεγάλη προσφορά των διανοούμενων στον Πόντο, είτε αυτοί ήταν ιερωμένοι είτε λαϊκοί- η συντριπτική πλειοψηφία τους ήταν λαϊκοί. Μεγάλη, όμως η προσφορά και των απλών ανθρώπων, τους οποίους...περιέργως, τους ξεχνούν οι πιο πολλοί που γράφουν ή βγάζουν λόγους...Σε αυτούς χρωστά ο ελληνισμός
ΑΙΩΝΙΑ ΕΥΓΝΩΜΟΣΥΝΗ.