H ωραία Σαντά βρίσκεται στα νότια της Τραπεζούντας
δέκα ώρες με τα πόδια απ' αυτή. Στα
βόρεια της Γκιουμουσχανέ, αλλιώς Αργυρούπολη, στα ανατολικά της Μονής Σουμελά
και στα δυτικά του Καραντερέ, ποταμού των Σουρμένων.
Η έπτάκωμος Σαντά, είναι χτισμένη πάνω σε επτά πράσινες γραφικές πλαγιές, πού περιτριγυρίζονται από πανύψηλες οροσειρές δυο μεγάλων βουνών.
Το ένα λέγεται Άεζεράτσ ύψους 3 χιλιάδων μέτρων με δυο κορυφές, το τρανόν και μικρόν Άεθόδωρον. Το άλλο βουνό λέγεται Παριάδρης, έχοντας ψηλότερη κορυφή το Τεπέ ή Ιερόν όρος ή Χήνιον Όρος ή Θήχη με 2.600 μέτρα.
Θρυλείται μάλιστα πως σ' αυτή την κορυφή Θήχη, πολέμησαν άγρια οι Μύριοι του Ξενοφώντος με τους Λαζούς κι' από κει αντίκρισαν τον Εύξεινο Πόντο φωνάζοντας το ιστορικό, θάλαττα-θάλαττα, κι' έχτισαν θυσιαστήριο με πέτρες για να θυσιάσουν στα είδωλά τους.
Οι δυο αυτές οροσειρές που ζώνουν τη Σαντά ενώνονται στο νότο και σχηματίζουν το οροπέδιο του Τάσκιοπρι, πού σ' αυτό βρίσκονται οι πηγές του ποταμού Γιάμπολη. Άλλο βουνό της Σαντάς είναι το Τσαρτακλή με 2.300 μέτρα ύψος. Το Γιμπουρτάσ, που βρίσκεται πάνω απ' το παρχάρι Κατσάλια με ύψος 2.300 μέτρα.
Η Σαντά είναι χτισμένη, όπως είπαμε, σε επτά γραφικές πλαγιές των λόφων. Τζιφίνια, Κατσία, τη Γοργόρ το λιθάρ, τα ποντίλια, τα Ασερόνια, το Φουρνόπον, όπου το 540 μ.Χ. έγινε γενική σφαγή της ενορίας των Ισχανάντων απ' τους Πέρσες, του Μωρέν του Μεντσινά, της Μάϊσας το Καπάν, της Πογιαχανάν της Σαξιάβερας, φημισμένης για τη γονιμότητα του εδάφους της, που δίνει στο ένα - ογδόντα καρπό.
H Σαντά ποτίζεται από διάφορα ρυάκια του Γιάμπολη ποταμού, που χωρίζει τη Γεμουρά απ' τα Σούρμενα. Τέτοια ρυάκια είναι του Σταυρωματί, τη Στοδούλ, του Τσακαλάντων, τη Γαλούμ, τη Κωφού, τη Ζουρνατζαλάβας, τη Παύλ' τη Χαρπαρίτα, τη Βαΐβάτερε, τη Πιρπιρής, τη Σκορδενί, τό Βαθύν, των Ζουρνατζάντων, τη Λευκί, τη Καμένονος, τη Σκουντελίτσα, και του Χαρτωτή.
Περίεργο είναι ότι στη Σαντά, οι μέλισσες πολλές φορές κάνουν ένα μέλι, το «παλαλόν το μέλ», πού όποιος το φάει χάνει για λίγο την ισορροπία του μυαλού του. Ο σοφός Αριστοτέλης γράφει ότι -το παλαλόν μέλ- γίνεται απ' τη γύρη, που παίρνουν οι μέλισσες απ' το τσιμσίρι, κοινώς πυξάρι, ο δε αρχαίος Γεωγράφος Στράβων, γράφει ότι το παίρνουν απ' τις κορυφές των δένδρων. Ο Διοσκουρίδης ισχυρίζεται ότι τούτο το μέλι εφοδιάζονται απ' την Αζαλέα, την πικροδάφνη, το Λεβόρ, τη ζαζέλα, το δαφνοκέρασο. Σ' αυτό συμφωνεί κι' ο σοφός Ρωμαίος Πλίνιος, προσθέτοντας μάλιστα, ότι, το «παλαλόν το μέλ», βγαίνει απ' το τσιφίν και το κομάρ. Κυρίως όμως το δηλητήριο τούτο, το παίρνουν οι μέλισσες απ' το Τζιφίν στην τοποθεσία Τζιφίνια.
Άλλος βράχος είναι -τ' άσπρα τα καπάνια- που σ' αυτόν έγινε φοβερή μάχη των Τουρκικών στρατευμάτων με τους Σανταίους, που μια χούφτα αυτοί έτρεψαν σε φυγή χιλιάδες Τουρκικά ασκέρια . Είναι ό βράχος του Μωρέν, τη Βοά το λιθάρ, τη Γοργόρ, τo λιθάρ, τη Μάϊσας το Καπάν, πάνω απ' την ενορία των Πιστοφάντων , είναι o βράχος Κατσκαρόπον σε σχήμα γυναικός κρατώντας παιδί, που είναι μια σπηλιά σκοτεινή, μεγάλη και υγρή και που χρησίμευε για αιώνες, σαν ασκηταριό μεγάλων ερημιτών Πατέρων.
Άλλος βράχος είναι της Μουρουζίνας το λιθάρ, το Ξιμιτόν το λιθάρ, που βρίσκεται στην περιοχή Κωφολείβαδο, ο βράχος στη Χαρτωτή με τη βαθιά σπηλιά, ασκηταριό αρχαίο που γύρω του φυτρώνουν τα βόχα κι από τον οποίο βγαίνουν οι καλύτερες πλάκες για στέγαση σπιτιών. Οι βράχοι που δίνουν πανοραμική Όψη και βρίσκονται στην περιοχή Κερχανάδες, εκεί που βρίσκεται και το ιστορικό, τη Γαβρά το μαστορείον.
Μα η Σαντά το 1461, όταν η Οθωμανική αυτοκρατορία κυριεύει τον Πόντο, σβήνει. Οι κάτοικοί της αφανίζονται απ' τη σφαγή, τις εξορίες, τις πυρκαγιές. Σαντά δεν υπάρχει επί ογδόντα περίπου χρόνια, εκτός από λίγα ερείπια. Μόλις όμως έρχεται το έτος 1541 η Σαντά ξαναχτίζεται για δεύτερη φορά.
H νεώτερη κτίσις της Σαντάς οφείλεται στο εξής περίεργο περιστατικό.
Η Σαντά σαν ατίθαση που είναι, πολιορκείται με τρεις χιλιάδες Τερέ-βέηδες, χωρίς ελπίδα. Τι να κάνουν; Προβαίνουν σε δυο, όπως είπαμε ενέργειες. Η μια η καλή είναι η εξής. Σηκώνονται έξι άνδρες Σανταίοι, οι πιο γενναίοι και τολμηροί κι αφού με τον κίνδυνο της ζωής τους περνούν από νύχτα σε νύχτα τις λαγκαδιές, τις χαράδρες, τα δάση και τα βουνά, ανάμεσα σε ασκέρια Τουρκικού στρατού, φθάνουν στην Τραπεζούντα. Μπαίνουν στο Σαράι του ισχυρού άρχοντα Σεΐτη-αγά και με κεφάλι όρθιο σαν νάναι αυτοί οι κύριοι, του λένε.
Σεϊτη-αγά, ερχόμαστε άπ' τη Σαντά με χρήματα εφοδιασμένοι για σένα. Πάρτα, είναι χίλια φλουριά και δώσε μας ένα φιρμάνι της Κυβέρνησης, ώστε η Σαντά να μείνει ανενόχλητη απ' τους Τερέ-βέηδες.
Και έρχεται η ευλογημένη στιγμή που μετανοούν και αψηφώντας τον θάνατο, συγκεντρώνονται στην ενορία των Πιστοφάντων, γονατίζουν μπροστά στην εικόνα του αγίου Χριστόφορου και ορκίζονται, πως θα σβήσουν με τη χάρη του τον λεκέ, απ' τη Χριστιανική ψυχή τους. Διορίζουν μια τριμελή επιτροπή και στέλνουν αυτή στην Κωνσταντινούπολη με εξουσιοδότηση όλων των «κλωστών» της Χαλδείας, της Σαντάς, της Κρώμνης, της Κοβάσης, του Παρτίν, του Γιαγλήτερε, του Σταυρίν, της Μούζαινας, του Στύλου, της Χάρηβας, του Ταντουρλού, της Πόντιλας, της Θέρσας, της Λαρηχηνής, του Καπηκιογιού, της Γαλιάνας, της Χατζάβερας, της Κάβαρας, της Κούχλας, της Κόχαλης, του Κατάχωρα, της Γεμουράς, του Παϊπούρτ, του Χαροπή, του Γατράχ, του Ψουχνούτ και άλλων.
Το ενσφράγιστο επιτροπικό τούτο γράμμα, δια του οποίου οι «κλωστοί» ζητούν συγχώρηση απ' τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως και παρακαλούν αυτόν όπως τους δεχτεί στους κόλπους της Ορθοδόξου Εκκλησίας, με το ορισμένο επιτίμιο, το γράμμα τούτο έφθασε μετά τη Μικρασιατική καταστροφή στην Αθήνα, φυλάσσεται δε μέχρι σήμερα στο Αρχείον του Πόντου, από την Επιτροπή Ποντιακών μελετών. (Βλ. Χρύσανθου 4,5 Τόμος).
Μόλις κηρύττεται ο πρώτος Βαλκανικός πόλεμος τον Φεβρουάριο του 1912, επιστρατεύουν μικρούς και μεγάλους Έλληνες και τους βάζουν στην πρώτη γραμμή της μάχης. Δημιουργούν τα Ελληνικά τάγματα με τον εξευτελιστικό τίτλο «Έσέκ-ταμπουρού» δηλαδή γαϊδουροτάγματα. Έτσι, άλλοτε χρησιμοποιούν τα Ελληνικά αυτά τάγματα για τις μάχες, άλλοτε για βαρύτερες εργασίες, ν' ανοίγουν δρόμους, να σπάζουν πέτρες, να καθαρίζουν χιόνια, ν' αποξηραίνουν λίμνες και έλη. Μάχη και μέτωπο δεν ανοίγεται που να μην μπαίνουν μπροστά οι Έλληνες, για να σκοτώνονται, χτυπιώνται Χριστιανοί με Χριστιανούς, ώσπου να εξαλειφτεί το γένος τους από προσώπου της γης.
+Μαγδαληνή Ηγουμένη
Ιεράς Μονής "Αναλήψεως" Κοζάνης.
Τα ενυπόγραφα άρθρα απηχούν τις απόψεις του υπογράφοντος και οχι του Blog
Η έπτάκωμος Σαντά, είναι χτισμένη πάνω σε επτά πράσινες γραφικές πλαγιές, πού περιτριγυρίζονται από πανύψηλες οροσειρές δυο μεγάλων βουνών.
Το ένα λέγεται Άεζεράτσ ύψους 3 χιλιάδων μέτρων με δυο κορυφές, το τρανόν και μικρόν Άεθόδωρον. Το άλλο βουνό λέγεται Παριάδρης, έχοντας ψηλότερη κορυφή το Τεπέ ή Ιερόν όρος ή Χήνιον Όρος ή Θήχη με 2.600 μέτρα.
Θρυλείται μάλιστα πως σ' αυτή την κορυφή Θήχη, πολέμησαν άγρια οι Μύριοι του Ξενοφώντος με τους Λαζούς κι' από κει αντίκρισαν τον Εύξεινο Πόντο φωνάζοντας το ιστορικό, θάλαττα-θάλαττα, κι' έχτισαν θυσιαστήριο με πέτρες για να θυσιάσουν στα είδωλά τους.
Οι δυο αυτές οροσειρές που ζώνουν τη Σαντά ενώνονται στο νότο και σχηματίζουν το οροπέδιο του Τάσκιοπρι, πού σ' αυτό βρίσκονται οι πηγές του ποταμού Γιάμπολη. Άλλο βουνό της Σαντάς είναι το Τσαρτακλή με 2.300 μέτρα ύψος. Το Γιμπουρτάσ, που βρίσκεται πάνω απ' το παρχάρι Κατσάλια με ύψος 2.300 μέτρα.
Η Σαντά είναι χτισμένη, όπως είπαμε, σε επτά γραφικές πλαγιές των λόφων. Τζιφίνια, Κατσία, τη Γοργόρ το λιθάρ, τα ποντίλια, τα Ασερόνια, το Φουρνόπον, όπου το 540 μ.Χ. έγινε γενική σφαγή της ενορίας των Ισχανάντων απ' τους Πέρσες, του Μωρέν του Μεντσινά, της Μάϊσας το Καπάν, της Πογιαχανάν της Σαξιάβερας, φημισμένης για τη γονιμότητα του εδάφους της, που δίνει στο ένα - ογδόντα καρπό.
H Σαντά ποτίζεται από διάφορα ρυάκια του Γιάμπολη ποταμού, που χωρίζει τη Γεμουρά απ' τα Σούρμενα. Τέτοια ρυάκια είναι του Σταυρωματί, τη Στοδούλ, του Τσακαλάντων, τη Γαλούμ, τη Κωφού, τη Ζουρνατζαλάβας, τη Παύλ' τη Χαρπαρίτα, τη Βαΐβάτερε, τη Πιρπιρής, τη Σκορδενί, τό Βαθύν, των Ζουρνατζάντων, τη Λευκί, τη Καμένονος, τη Σκουντελίτσα, και του Χαρτωτή.
Τα όρια της Σαντάς, απλώνονται, όπως αναφέρεται σε αρχαία
Χοτζέτια, στα εξής λημέρια. Στο Τελήκ Πουρνάρ, Χαϊν Κετηγή, Καζουκλή Πελί,
Τσοράη Κετηγή, Ούτσ τάσ, Ζιαρέτ-τεπέ, Κιοσάν-γιολί, Κολόσα-πασι, Ολουκλή
Πουνάρ, Ταρήκι άμ, Ισχνάν μεζιρεσί και Τσαρτακλή.
Η Σαντά έχει χορτολίβαδα θαυμάσια, με χιλιάδες αγριολούλουδα, που κάνουν τα
τσαΐρια τους να μοσχοβολούν απ' τα πολύχρωμα ευωδιαστά λουλούδια. Πολλές
περιοχές των λιβαδιών της είναι γεμάτες από θάμνους, πού έχουν άνθη ευωδιαστά.
Τέτοιοι θάμνοι είναι τα ροδόδενδρα, τα διφόρια, το κοσμάτσ, η μασούρα, το άβάτ,
το λουτούδ, τα σμέουρα, το σαρμασιούχ, το φραγκοστάφυλο, το ρακάν στην περιοχή
Ζιαβιρί, το κωφόξυλο, το τσήκαρι. Περίεργο είναι ότι στη Σαντά, οι μέλισσες πολλές φορές κάνουν ένα μέλι, το «παλαλόν το μέλ», πού όποιος το φάει χάνει για λίγο την ισορροπία του μυαλού του. Ο σοφός Αριστοτέλης γράφει ότι -το παλαλόν μέλ- γίνεται απ' τη γύρη, που παίρνουν οι μέλισσες απ' το τσιμσίρι, κοινώς πυξάρι, ο δε αρχαίος Γεωγράφος Στράβων, γράφει ότι το παίρνουν απ' τις κορυφές των δένδρων. Ο Διοσκουρίδης ισχυρίζεται ότι τούτο το μέλι εφοδιάζονται απ' την Αζαλέα, την πικροδάφνη, το Λεβόρ, τη ζαζέλα, το δαφνοκέρασο. Σ' αυτό συμφωνεί κι' ο σοφός Ρωμαίος Πλίνιος, προσθέτοντας μάλιστα, ότι, το «παλαλόν το μέλ», βγαίνει απ' το τσιφίν και το κομάρ. Κυρίως όμως το δηλητήριο τούτο, το παίρνουν οι μέλισσες απ' το Τζιφίν στην τοποθεσία Τζιφίνια.
Οι πλαγιές των λόφων της Σαντάς είναι κατάσπαρτες την
άνοιξη από χιλιάδες είδη λουλουδιών, που γεμίζουν τον αέρα με τις ευωδιές τους
και προσελκύουν μυριάδες μέλισσες, τζιτζίκια, χρωματιστές πεταλούδες, σκαθάρια
και μπουμπούρια. Οι πλαγιές της Σαντάς, οι λόφοι και οι ρεματιές της, ως και τα
δάση της είναι γεμάτα από τρυφερά μαντάκια, λάπαθα, στυπόγλυκα, τσουμπόνια,
κιντέατα, κουκουλόφυλλα για σκέπασμα του κεφαλιού, μολόζια, χαμούχτα, τα βόχα
με τους μυρωδάτους βλαστούς τα στουπίτας, τα θομάρια, τα κουσκουτάνια, τα
πολύτιμα νακενάρ, που φυτρώνουν ευθύς μετά απ' τις βροχές και τα ζαβίρια άσπρα,
κόκκινα και μαύρα, που γεμίζουν την περιοχή του Μιτζινά.
Οι βράχοι της Σαντάς είναι ονομαστοί, περίεργοι για το κόκκινο
χρώμα τους, μεγαλοπρεπείς και θαυμάσιοι σε σχήμα και σε μέγεθος. Όποιος τους
βλέπει αισθάνεται ρίγη συγκινήσεως και θαυμασμού. Σπουδαίος βράχος είναι ο βράχος του Φουρνόπον, γιατί θυμίζει τη σφαγή των Σανταίων που έγινε κατά τον
έκτο αιώνα μ.Χ. άπ' τα Περσικά στρατεύματα. Άλλος βράχος είναι -τ' άσπρα τα καπάνια- που σ' αυτόν έγινε φοβερή μάχη των Τουρκικών στρατευμάτων με τους Σανταίους, που μια χούφτα αυτοί έτρεψαν σε φυγή χιλιάδες Τουρκικά ασκέρια . Είναι ό βράχος του Μωρέν, τη Βοά το λιθάρ, τη Γοργόρ, τo λιθάρ, τη Μάϊσας το Καπάν, πάνω απ' την ενορία των Πιστοφάντων , είναι o βράχος Κατσκαρόπον σε σχήμα γυναικός κρατώντας παιδί, που είναι μια σπηλιά σκοτεινή, μεγάλη και υγρή και που χρησίμευε για αιώνες, σαν ασκηταριό μεγάλων ερημιτών Πατέρων.
Άλλος βράχος είναι της Μουρουζίνας το λιθάρ, το Ξιμιτόν το λιθάρ, που βρίσκεται στην περιοχή Κωφολείβαδο, ο βράχος στη Χαρτωτή με τη βαθιά σπηλιά, ασκηταριό αρχαίο που γύρω του φυτρώνουν τα βόχα κι από τον οποίο βγαίνουν οι καλύτερες πλάκες για στέγαση σπιτιών. Οι βράχοι που δίνουν πανοραμική Όψη και βρίσκονται στην περιοχή Κερχανάδες, εκεί που βρίσκεται και το ιστορικό, τη Γαβρά το μαστορείον.
Η Σαντά έχει αξιόλογες
χαράδρες και γκρεμούς.
Ένας τέτοιος γκρεμός δασωμένος με τα πανύψηλα Έλατα
που σκορπίζουν το πένθιμο ύφος τους, είναι ο γκρεμός απέναντι της ενορίας των
Πιστοφάντων· Είναι γκρεμός τρομερός που προκαλεί το δέος, ο ωραιότερος της
περιοχής, γεμάτος μυστήριο και φαντασία, και γεμάτος από άφθονα φτελιδίτσια και κουσπίτας. Άλλοι γκρεμοί
είναι του Μελεσσιναρών, είναι η χαράδρα του Γιάμπολη ποταμού απερίγραπτη σε θέα
και κάλλος και η χαράδρα του Τρανό Φτελέν.
Η Σαντά είναι γεμάτη από απέραντα βοσκοτόπια κι'
άφθονα νερά, που λέγονται παρχάρια. Σ' αυτά ξεκαλοκαιριάζουν οι Σανταίοι μαζί
με τα ζώα τους περνώντας δυο μήνες απλής, αμέριμνης και χαρούμενης ζωής.
Τα ωραία αυτά παρχάρια στη Σαντά είναι το Τσαρτακλή, της Αναλήψεως, του
Κουζούκιολ, τα Τσατμάδας, η Κατάρουξα, τα Κρεπέγαδα, το Τσιχούρ, το
Κωφολείβαδο, το Καζουκλή, το Κατσκάρ, το Γιμπρούτασι, το Τσισεκλή και το πιο όμορφο
κι απέραντο, το Τάσκιοπρι με την καταπράσινη έκταση του, το Τηγάν.
Ισχανάντων Σαντάς |
Η Σαντά έχει δάση μεγάλα, απροσπέλαστα, πυκνά με πανύψηλα έλατα, όπως
είναι το δάσος Πογιαχανά, απέναντι στα Δώδεκα
Αλάτια. Το δάσος των Πιστοφάντων, κοντά στα άσπρα Καπάνια. Το δάσος στο
Μονοκόϋρ προς τα Φτελένια. Το δάσος Κοπαλάντων, το δάσος Κιουλκενλούκ πλησίον
του Χαπιάρ. Το δάσος Χαρατζάντων, το δάσος Σαββάντων στο Κρέν, όπου φυτρώνουν
τα θομάρια και τα κουσπίτας. Το δάσος του Άι Γιάννη, στο Φουρνόπον, στο Κρύο Νερόπον,
Παΐράμ, Μαρέτεν, Μελισσιναρών κι' άλλα πολλά με έλατα, τεβόρια, οξιές και
χαμηλά στο χώμα τους χιλιάδες ρίζες από βάγια, από ταφλάνια, από σπεντάμια, από
κομάρια, από τζιοβίρια και αγριοτριανταφυλλιές.
Τά δάση αυτά της Σαντάς
φημίζονται ακόμα όχι μόνο για τη μεθυστική ευωδιά τους, αλλά και για το πλήθος
των μελωδικών πουλιών, που κατά σμήνη κελαηδούν στα πυκνά κλωνάρια μέσα στην
απόλυτη ερημική μόνωση τους. Χιλιάδες αηδόνια, χιλιάδες - μυριάδες καρδερίνες,
κορυδαλλοί και μελισσοφάγοι, αποτελούν το τόσο συγκινητικό και μαγευτικό βασίλειο των ωδικών
πτηνών.
Η Σαντά από αρχαιότατους χρόνους, έλαβε το όνομα «Αγία
Σαντά». Πιθανόν τούτο να οφείλεται σε δυο σημαντικούς λόγους.
Ο πρώτος ότι, κατά τους πρώτους Χριστιανικούς χρόνους
ολόκληρη η περιφέρεια της Χαλδείας, μάλιστα της Σαντας, ήταν πυκνοκατοικημένη
από χιλιάδες ασκητές ερημίτες, αναχωρητές και Μοναχούς. Τούτο βεβαιώνεται άπ' την ιστορία του Μεγάλου
Βασιλείου Επισκόπου Καισαρείας, όταν Λαϊκός ακόμα επισκέφτηκε πολλά ερημητήρια
του Πόντου, μεταξύ αυτών και
της περιφερείας Σαντάς, όπως θα διαβάσουμε στον βίο του.
Κατά την εποχή του Μ.
Βασιλείου, το 350 μΧ. και πέρα ο Μοναχικός βίος του Πόντου βρισκόταν σε τέτοια
άνθηση, ώστε στα βουνά και στις χαράδρες του ασκήτευαν περί τις 27 χιλιάδες
Μοναχοί. Τούτο βεβαιώνεται κι' από διάφορες ανεπίσημες ανασκαφές στα γύρω
βουνά και την ανεύρεση πλήθους σπηλαίων, ασκητηρίων και ερειπωμένων Μοναστηριών.
Να γιατί ή Σαντά πήρε το όνομα -Αγία Σαντά-.
Υπάρχει όμως και δεύτερος σημαντικός λόγος κι αυτός είναι ο εξής. Κατά τους τέσσερις αιώνες της Τουρκικής σκλαβιάς η Σαντά φάνηκε Μάννα
στοργική, όπως είπαμε κι αγκάλιαζε διαρκώς, χωρίς γογγυσμό, όλους τους Έλληνες
του Πόντου και της Αρμενίας. Τους φιλοξενούσε, τους τάιζε, τους σκέπαζε απ' τον
κατατρεγμό των Τούρκων. Κι ενώ μέσα στη Σαντά έβρισκαν άσυλο χιλιάδες Πόντιοι
καταδιωκόμενοι, τα παλληκάρια της Σαντάς τους φρουρούσαν ξενυχτώντας στα γύρω
βουνά, στα πυκνά δάση, στις σκοτεινές σπηλιές. Κι όταν οι Τούρκοι μανιασμένοι
εναντίον τους πολιορκούσαν τη Σαντά, τότε οι γενναίοι άνοιγαν κλεφτοπόλεμο
γεμίζοντας τις χαράδρες, τα βουνά και τις βουνοκορφές με χιλιάδες τούρκικα
κορμιά, τρέποντας σε άτακτη φυγή τούς υπολοίπους.
Να γιατί ή Σαντά, ονομάστηκε «Αγία Σαντά»,οι δε
πολίτες της υπήρξαν οι πιο τίμιοι, οι πιο ευαίσθητοι, οι πιο φιλόξενοι, οι πιο
ελεήμονες, οι πιο ηθικοί και εργατικοί, οι πιο ανδρείοι, οι πιο ήρωες και
φιλοπάτριδες Έλληνες.
Χαμελέτε σον Γιάμπολη |
Μα η Σαντά το 1461, όταν η Οθωμανική αυτοκρατορία κυριεύει τον Πόντο, σβήνει. Οι κάτοικοί της αφανίζονται απ' τη σφαγή, τις εξορίες, τις πυρκαγιές. Σαντά δεν υπάρχει επί ογδόντα περίπου χρόνια, εκτός από λίγα ερείπια. Μόλις όμως έρχεται το έτος 1541 η Σαντά ξαναχτίζεται για δεύτερη φορά.
H νεώτερη κτίσις της Σαντάς οφείλεται στο εξής περίεργο περιστατικό.
Κάποια μέρα σ' ένα γειτονικό χωρώ της ακατοίκητης Σαντάς, το Τάσκιοπρι,
γίνεται ένας γάμος και οι Έλληνες καλούν κι ένα Τούρκο αγά. Ο Τούρκος μεθά και μέσα στο μεθύσι του βρίζει τ'
όνομα του Χριστού, της Παναγίας και της
Ελλάδας. Οι Έλληνες του Τάσκιοπρι με τη φλογερή πίστη στον Χριστό και τα ζωηρά ιδανικά της πατρίδος τους
Ελλάδας, το φέρνουν βαριά και συνιστούν
στον αγά να κλείσει το στόμα του.
Ο αγάς διπλασιάζει τις ύβρεις με τα πιο χυδαιότερα
λόγια. Οι Έλληνες τότε τον αρπάζουν, τον δέρνουν κι όταν τον βλέπουν να τους επιτίθεται με φονικό
όργανο, τον ρίχνουν κάτω, τον σκοτώνουν κάνοντας τον κομμάτια.
Μετά άπ' το επεισόδιο αυτό τα παλληκάρια σηκώνονται και φεύγουν άπ' το Τάσκιοπρι κι
έρχονται στα ερείπια της αρχαίας Σαντάς, άπ' όπου είχαν διωχθεί οι προγονοί τους.
Βρίσκουν ένα ερειπωμένο αγρόκτημα του Μίτζινα κι ένα ξεθεμελιωμένο εκκλησάκι του αγίου
Χριστόφορου του Μάρτυρος, πού είχε μαρτυρήσει το 250 άπ' τον Δέκιο στην πατρίδα του Καράταρε των Σουρμένων κι ανήκε
στη φυλή των Μακροκέφαλων.
Παίρνουν
λοιπόν πέτρες τά παλληκάρια, λάσπη, ξύλα και αρχίζουν να χτίζουν. Πρώτα-πρώτα οικοδομούν τόν ναό του αγίου
Χριστόφορου, κρεμούν σ' ένα κλαδί δένδρου ένα τζαλπαράν, δηλαδή ξύλινη σανίδα
με ρόπτρο, χτίζουν έπειτα σπίτια, κάνουν φούρνο και νερόμυλο για αλεύρι. Σιγά-σιγά
μαζεύονται μερικές οικογένειες κι έτσι
συν το χρόνο ιδρύεται ή πρώτη ενορία της Σαντάς. Η ενορία αυτή ονομάζεται,
ενορία των Πιστοφάντων γιατί το πρώτο παλικάρι πού σκότωσε τον Αγά, το έλεγαν
Θεόδωρο Πιστόφ. Έτσι και ή μικρή λίμνη της Σαντάς παίρνει το όνομα των
Πιστοφάντων, γιατί στήν όχθη της έχουν χτίσει τόν αλευρόμυλο. Μάλιστα είναι
τόσο μικρή, ώστε θρυλείται πώς ένας πετεινός κάποτε άνοιξε τα φτερά του άπ' τόν
μύλο των Πιστοφάντων και πέταξε χωρίς να βραχεί στήν απέναντι όχθη της λίμνης.
Με την πάροδο του χρόνου, χτίζονται επτά μεγάλες ενορίες σαν χωριά, σε επτά
γραφικές καταπράσινες πλαγιές κι' όλες μαζί οι ενορίες αποτελούν την πόλη Σαντά
με είκοσι χιλιάδες κατοίκους. Οι ενορίες αυτές είναι πρώτη των Πιστοφάντων, των
Κοσλαράντων, των Τερζάντων, των Ζουρνατζάντων, των Ίσχανάντων, των Τσακαλάντων και των Πινιατάντων. Κάθε ενορία έχει τις εκκλησίες της, τους δημογέροντες
της, το σχολείο της και ο πολιτισμός της Σαντάς μένει καθαρός Ελληνικός
πολιτισμός, με ευσέβεια προς τη Χριστιανική
πίστη.
Ερχεται και για τη Σαντά το τρομερό έτος του 1660, όταν η Τουρκική Κυβέρνηση δημιουργεί τα στρατιωτικά Τάγματα των Τερέ-βέηδων,
κρύβοντας πίσω τους την ωμότητα και βαρβαρότητα για την εξολόθρευση του
Ελληνικού Γένους.
Στην περίσταση αυτή οι Σανταίοι με την ευφυΐα που τους
χαρακτηρίζει προβαίνουν σε δυο ενέργειες, ή μια καλή, ή άλλη κακή. Ας δούμε ποιά είναι η καλή.
Μόλις
οι Τερέ-βέηδες αρχίζουν τις σφαγές και τις πυρπολήσεις των χωριών για να
εκβιάσουν στον εξισλαμισμό τους Χριστιανούς, οι Σανταίοι σηκώνονται στα όπλα.
Τα ασκέρια των άτακτων Τερέ-βέηδων κάποτε πλησιάζουν τα μέρη της Χαλδείας κι'
αρχίζουν τα φρικτά εγκλήματα. Οι κάτοικοι πολλών χωριών φεύγουν γυμνοί και
νηστικοί, άλλοι στα βουνά της Τόγιας, άλλοι του Ταύρου, άλλοι του Παρυάδρη, άλλοι
του Σκυδίσκη, άλλοι του Κερκίτ, του Καρακαπάν, όπου και βρίσκουν τραγικό θάνατο
οκτώ χιλιάδες οικογένειες. Αγιος Κωνσταντίνος - Ζουρνατσάντων |
Η Σαντά σαν ατίθαση που είναι, πολιορκείται με τρεις χιλιάδες Τερέ-βέηδες, χωρίς ελπίδα. Τι να κάνουν; Προβαίνουν σε δυο, όπως είπαμε ενέργειες. Η μια η καλή είναι η εξής. Σηκώνονται έξι άνδρες Σανταίοι, οι πιο γενναίοι και τολμηροί κι αφού με τον κίνδυνο της ζωής τους περνούν από νύχτα σε νύχτα τις λαγκαδιές, τις χαράδρες, τα δάση και τα βουνά, ανάμεσα σε ασκέρια Τουρκικού στρατού, φθάνουν στην Τραπεζούντα. Μπαίνουν στο Σαράι του ισχυρού άρχοντα Σεΐτη-αγά και με κεφάλι όρθιο σαν νάναι αυτοί οι κύριοι, του λένε.
Σεϊτη-αγά, ερχόμαστε άπ' τη Σαντά με χρήματα εφοδιασμένοι για σένα. Πάρτα, είναι χίλια φλουριά και δώσε μας ένα φιρμάνι της Κυβέρνησης, ώστε η Σαντά να μείνει ανενόχλητη απ' τους Τερέ-βέηδες.
Ποιο είναι το επάγγελμα σας; Τους ρωτά ο Τούρκος.
Μεταλλουργοί, του απαντούν.
Θα σας δώσω το φιρμάνι, τους λέγει, αρκεί να κλείσουμε
μαζί μια συμφωνία.
Να την ακούσουμε Σεϊτη-αγά, του λένε οι Σανταίοι.
Η συμφωνία μας είναι να διδάξετε δικούς μας ανθρώπους τη μεταλλουργική τέχνη σας
κι εγώ να σας δώσω το φιρμάνι. Δέχεστε Γκιαούρηδες;
Δεχόμαστε
απαντούν οι Σανταίοι και η συμφωνία
κλείνει. Το φιρμάνι γράφει.
«0ι Σανταίοι είναι ελεύθεροι, ανενόχλητοι
και απαλλαγμένοι πάσης αγγαρείας και πάντα τα υπάρχοντα αυτών και τα μεταλλεία
των και τα παρχάρια των, τα δάση, οι μεζιρέδες, τα χωράφια, τα τσαΐρια κ .λ.
π. να είναι απαραβίαστα και εις κανένα να μη επιτραπεί να επέμβει εις τα
σύνορα αυτών». (Βλ. Μ. Νυμφοπούλου, Ιστορ. Σάντας, σελ. 96).
Το φιρμάνι τούτο σφραγίζει ο Σεΐτης-αγάς, βάζει τη
βούλα του Σουλτάνου και δίνει
στο χέρι των Σανταίων, οι οποίοι με ψηλότερα
ακόμα το κεφάλι επιστρέφουν στη Σαντά, ενώ τα
τουρκικά στρατεύματα αποσύρονται άπ' τα όρια της Σαντάς.
Οι Σανταίοι εκμεταλλεύονται την ωραία περίσταση ανοίγουν αμέσως δυο
σχολεία στη Σαντά κι ένα Παρθεναγωγείο, επίσης ανοίγουν σχολείο στήν Άγουρσα
κι' ένα στα Δουβερά.
Και τα χρόνια περνούν κι' έρχονται άλλα πικρότερα
χρόνια με νέους διωγμούς, με νέες εξουθενώσεις, με νέα βασανιστήρια γιατί η Τουρκική Κυβέρνηση με το μαχαίρι πάνω απ' τα Ελληνικά κεφάλια, θερίζει χωρίς
διάκριση, χωρίς φταίξιμο τους δυστυχισμένους σκλάβους.
Έτος 1854. Ο Πόντος καίγεται απ' τούς Νεότουρκους
Τσετέδες. Αυτοί με απόφαση να ξεκαθαρίσουν τον Πόντο άπ' το Ελληνικό γένος
πέφτουν επάνω τους σαν τούς λύκους όταν
κατασπαράζουν τα πρόβατα. Και τα πράγματα για τη Σαντά μεταβάλλονται αυτομάτως.
Ούτε το φιρμάνι του Σεϊτ Αγά ισχύει ούτε τα όπλα μπορούν να εφοδιασθούν, ούτε ψωμί τους αφήνουν οι Τσετέδες.
Βάζουν φωτιά στα χωράφια με τα σιτηρά, αρπάζουν τα ζώα, αποκλείουν τους
Σανταίους στα όριά τους, ώστε να μην μπορούν να έλθουν σε επικοινωνία με
κανένα. Οι Σανταίοι εφοδιάζονται όπλα μόνο από Τούρκους τους οποίους σκοτώνουν
παίρνοντας τα όπλα τους.
Κάποια μέρα όμως οι Σανταίοι διαπράττουν μια μεγάλη
αμαρτία, η οποία θα έμενε σαν αιώνιο στίγμα, αν αυτοί δεν μετανοούσαν, όπως και
μετανόησαν, μ' όλη τους την ψυχή·
Τι γίνεται;
Χιλιάδες στρατός Τσετέδων πολιορκεί κάποια μέρα την
περιοχή Χαλδείας, απ' την Αργυρούπολη ως τη
Μονή Σουμελά μαζί και τη Σαντά· Κύριος σκοπός των Τσετέδων είναι να
υποτάξουν επί τέλους τους ανυπότακτους Σανταίους και να κάψουν την επί τόσους αιώνες Ελληνική επαρχία, που κρατά την πίστη της και τη Ρωμιοσύνη της με τόσο πείσμα.
Πολιορκούν λοιπόν τη Σαντά περίπου 4 χιλιάδες
Τουρκικός στρατός με ιππικό, με γιαταγάνια, με μαχαίρια και ντουφέκια. Οι
αντάρτες της Σαντάς τους αντιλαμβάνονται. Έχουν καθίσει σταυροπόδι πάνω στον
λόφο που λέγεται Κωφολείβαδο και κάνουν
το Ραμαζάνι τους, τρώγοντας, πίνοντας και
μεθώντας. Το θέαμα είναι τρομερό και ελπίς σωτηρίας δεν υπάρχει αυτή τη
φορά. Οι αντάρτες Σανταίοι συσκέπτονται αστραπιαίως, βγάζουν μια απόφαση, Όμως
εσφαλμένη και αμαρτωλή,
νομίζοντας πώς μ' αυτό τον τρόπο θα σώσουν τη Σαντά. Αποφασίζουν να γελάσουν
τους Τούρκους και τους γελούν. Καμιά δεκαριά άπ' αυτούς παίρνουν τον ανήφορο,
πλησιάζουν μια παρέα μεθυσμένων Τούρκων, αρπάζουν από ένα φέσι τούρκικο, το
φορούν και πηγαίνουν σε μια
ομάδα αξιωματικών, που τρων ξέγνοιαστα. Κάθονται κοντά τους κι αρχίζει ο ένας
Σανταίος να μιλά στον άλλον προσφωνώντας τον με όνομα τουρκικό. Οι Τούρκοι τους
δίνουν προσοχή κι όταν ζητούν πληροφορίες για τα άτομα τους, εκείνοι απαντούν.
Σανταίοι
είμαστε μα έχομε από μήνες ασπασθεί τον Ισλαμισμό. Οιί Τούρκοι σηκώνονται όρθιοι, τους αγκαλιάζουν, τους φιλούν, τους συγχαίρουν κι' αφού τους προσκαλούν
στο Ραμαζάνι τους, τους λέγουν.
Τι χάρη ζητάτε από μας;
Μία μόνο, απαντούν οι Σανταίοι, να αποτραβήξετε τα
στρατεύματα σας άπ' τη Σαντά και ν'
αφήσετε εμάς να αντιπροσωπεύουμε την ένδοξη Οθωμανική Κυβέρνηση,
γιατί ως κατάσκοποι, έχουμε εργαστεί με
δραστηριότητα υπέρ του Σουλτάνου.
Οί Τούρκοι πέφτουν σε παγίδα, αποσύρουν τα στρατεύματα τους και φεύγουν απ' την περιοχή Χαλδείας.
Ο τρόπος της κακής αυτής πράξεως, που αν και φαίνεται
καλή, ισοδυναμεί με προδοσία της
Πίστεως, λαβαίνει στο εξής το όνομα «απάν παϊράμ και αφκά παϊράμ».
Από
τότε, οι δέκα αυτοί Σανταίοι, στα κρυφά Χριστιανοί, στα φανερά Τούρκοι,
παίρνουν τον ονειδισμό των «κλωστών» δηλαδή
των κρυπτοχριστιανών. Βαφτίζονται Χριστιανικά στεφανώνονται και θάπτονται Χριστιανικά σε Χριστιανικό Νεκροταφείο,
φτιάχνοντας ψεύτικους τάφους στα Τούρκικα μνήματα, γεμίζοντας τα με πέτρες κι από πάνω δυο πλάκες κατά
την τουρκική θρησκεία, πλην όμως ματαίως. Ούτε ο Θεός εμπαίζεται, ούτε οι
Χριστιανοί Σανταίοι ανέχονται τους «κλωστούς».
Έτσι, ελεγχόμενοι οι «κλωστοί» απ'
τη συνείδηση τους, αποφασίζουν να φανερωθούν έστω και με τη θυσία της ζωής τους. Αγια Κυριακη - Ισχανάντων |
Και έρχεται η ευλογημένη στιγμή που μετανοούν και αψηφώντας τον θάνατο, συγκεντρώνονται στην ενορία των Πιστοφάντων, γονατίζουν μπροστά στην εικόνα του αγίου Χριστόφορου και ορκίζονται, πως θα σβήσουν με τη χάρη του τον λεκέ, απ' τη Χριστιανική ψυχή τους. Διορίζουν μια τριμελή επιτροπή και στέλνουν αυτή στην Κωνσταντινούπολη με εξουσιοδότηση όλων των «κλωστών» της Χαλδείας, της Σαντάς, της Κρώμνης, της Κοβάσης, του Παρτίν, του Γιαγλήτερε, του Σταυρίν, της Μούζαινας, του Στύλου, της Χάρηβας, του Ταντουρλού, της Πόντιλας, της Θέρσας, της Λαρηχηνής, του Καπηκιογιού, της Γαλιάνας, της Χατζάβερας, της Κάβαρας, της Κούχλας, της Κόχαλης, του Κατάχωρα, της Γεμουράς, του Παϊπούρτ, του Χαροπή, του Γατράχ, του Ψουχνούτ και άλλων.
Το ενσφράγιστο επιτροπικό τούτο γράμμα, δια του οποίου οι «κλωστοί» ζητούν συγχώρηση απ' τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως και παρακαλούν αυτόν όπως τους δεχτεί στους κόλπους της Ορθοδόξου Εκκλησίας, με το ορισμένο επιτίμιο, το γράμμα τούτο έφθασε μετά τη Μικρασιατική καταστροφή στην Αθήνα, φυλάσσεται δε μέχρι σήμερα στο Αρχείον του Πόντου, από την Επιτροπή Ποντιακών μελετών. (Βλ. Χρύσανθου 4,5 Τόμος).
Ερχόμαστε τώρα στις παραμονές του τελικού ξεριζωμού
των Ελλήνων του Πόντου.
Έτος 1912. Ξαφνικά κηρύττεται ο Βαλκανικός πόλεμος,
στον χορό του οποίου μπαίνουν η Ελλάς, ή Σερβία, το Μαυροβούνιο, η Βουλγαρία
εναντίον της Τουρκίας.
Σύμμαχοι;
Πολλοί μα ουδείς,
γιατί οι Άγγλοι, οι Γάλλοι, oι Αμερικάνοι, λύκοι άγριοι με δορά
προβάτου, μας παραδίνουν στα δόντια των Τούρκων.
Και
τι κάνουν οι Τούρκοι;Αγια Κυριακή- Ισχανάντων (Εσωτερικό Εκκλησιας) |
Μόλις κηρύττεται ο πρώτος Βαλκανικός πόλεμος τον Φεβρουάριο του 1912, επιστρατεύουν μικρούς και μεγάλους Έλληνες και τους βάζουν στην πρώτη γραμμή της μάχης. Δημιουργούν τα Ελληνικά τάγματα με τον εξευτελιστικό τίτλο «Έσέκ-ταμπουρού» δηλαδή γαϊδουροτάγματα. Έτσι, άλλοτε χρησιμοποιούν τα Ελληνικά αυτά τάγματα για τις μάχες, άλλοτε για βαρύτερες εργασίες, ν' ανοίγουν δρόμους, να σπάζουν πέτρες, να καθαρίζουν χιόνια, ν' αποξηραίνουν λίμνες και έλη. Μάχη και μέτωπο δεν ανοίγεται που να μην μπαίνουν μπροστά οι Έλληνες, για να σκοτώνονται, χτυπιώνται Χριστιανοί με Χριστιανούς, ώσπου να εξαλειφτεί το γένος τους από προσώπου της γης.
Μέσα στήν ανεμοθύελλα του Βαλκανικού πολέμου οι
Τούρκοι στρέφονται και εναντίον
των Αρμενίων. Τέτοια σφαγή κάνουν σ' όλα
ανεξαιρέτως τα Τουρκοκρατούμενα μέρη, ώστε μέσα σε λίγες βδομάδες σφάζουν δυόμισι και πλέον εκατομμύρια Αρμενίων. Χαρακτηριστικό γεγονός αυτοπτών
μαρτύρων είναι ότι επί πολλές μέρες τα κύματα του Ευξείνου Πόντου έβγαζαν χιλιάδες πτώματα παιδιών των Αρμενίων,
στις ακρογιαλιές της
Τραπεζούντας, τα οποία φόνευαν οι Τούρκοι, στους διαφόρους αρμενικούς
συνοικισμούς της ακραίας
Τραπεζούντας.
Η ζωή των χριστιανών του Πόντου κατά τον
Α' και Β' Βαλκανικό πόλεμο
καταντά μαρτυρική. Αν τολμήσει κανένας απ' τούς επιστρατευμένους Έλληνες να
λιποταχτήσει, οι Τούρκοι αφού καίνε το σπίτι του, παίρνουν τη γυναίκα και τα
παιδιά του σαν υποζύγια. Τους φορτώνουν
στην πλάτη πολεμοφόδια, αποσκευές των Τούρκων αξιωματικών τους αναγκάζουν
ξυπόλυτους, γυμνούς και νηστικούς ν' ανοίγουν δρόμους μέσα στα χιόνια, στους ανέμους,
στις βροχές για να πεθάνουν βασανιστικά. Πολλές φορές για να διασκεδάζουν οι
Τούρκοι με τον τραγικό θάνατο των Ποντίων Γραικών πιάνουν τούς γέρους
παπάδες, τους ξυρίζουν, τους ζεύουν σε κάρα και τους υποχρεώνουν να τα
τραβούν σαν νάναι υποζύγια.
Μια αρχαία επιγραφή
ενός ημερολογίου, πού βρέθηκε
στο Μοναστήρι του αγίου Γεωργίου Περιστερεώτα, λέγει τα εξης.
«Έπεσκέφθην τήν Μονήν ταύτην του αγίου
Γεωργίου Περιστερεώτη, εν ήμέραις χαλεπαίς, επί κεφαλής δίκην υποζυγίων
γυναικών μεταφερουσών άποσκευήν Τούρκων αξιωματικών έκ Λιβεράς είς
Κουστουλάντην Γαλλίαινας
υπογραφή. Ιερεύς Παπαευστάθιος».
Παρ' όλα ταύτα οι
γενναίοι Σανταίοι μένουν ασύλληπτα
φαντάσματα στα μάτια των Τούρκων, που δεν μπόρεσαν μέσα σε τόσους αιώνες, ούτε στη Σαντά να πατήσουν, ούτε ένα Σανταίο να κατατάξουν στον Τουρκικό στρατό, αλλ' ούτε και χαράτσι να πάρουν απ' αυτούς.
Οί αλήθειες αυτές επιβεβαιώνονται απ' αυτούς τους ίδιους τους Τούρκους. Ο πανίσχυρος αρχηγός είκοσι εκατομμυρίων Τούρκων ο Μουσταφά Κεμάλ, στα απομνημονεύματα
του γράφει τα εξης σημαντικά.
«Οι Σανταιοι αντάρτες, οι απειθείς, οι
σκληροί, οι ατίθασοι, υπήρξαν ανέκαθεν το πικρότερο αγκάθι στην καρδιά της
Οθωμανικής αυτοκρατορίας». (Βλ. Ιστορία Σαντάς του Πόντου, Μ. Νυμφοπούλου).
Παρ' όλα ταύτα υπάρχουν και γεγονότα, όλως διόλου
ανεπάντεχα μέσα στη θύελλα αυτή της μαύρης σκλαβιάς.
Πλησιάζουμε προς το τέλος της ζωής του Πόντου περί το
1921. Η τουρκική κυβέρνηση έχει αρχίσει να αδειάζει πολλά χωριά, εκτοπίζοντας
ομαδικώς τους κατοίκους, με την ψευδή υπόσχεση πως θα τους στείλει στην
Ελλάδα. Χιλιάδες άνθρωποι πεθαίνουν κατά τις οδοιπορίες αυτές νηστικοί, γυμνοί
και ξυπόλητοι μέσα στους πάγους, περιφερόμενοι σαν έρημα πουλιά εδώ κι
εκεί.
Έρχεται ή σειρά της Σαντάς.
Οί ηρωικοί Σανταίοι, με αρχηγό
κάποιον έξοχο πρωταγωνιστή και απαράμιλλο στη στρατηγική σοφία Σανταίο Ευκλείδη
Κουρτίδη, αρπάζουν τα ντουφέκια τους, οπλίζονται και ζώνουν τα πιο επικίνδυνα
σημεία του ορίζοντα· Είναι τριακόσιοι όλοι-όλοι κι έχουν να αντιμετωπίσουν
χιλιάδες ασκέρια τουρκικά, με
πανοπλίες ισχυρές. Δεν τους φοβούνται γιατί είναι όλοι καθαροί Χριστιανοί,
γενναίοι κι αποφασισμένοι να φρουρήσουν την ωραία Σαντά μέχρι τελευταίας τους
αναπνοής. Έτσι με τον Σταυρό στο στήθος και το ντουφέκι στον ώμο,
ξημεροβραδιάζονται σαν άλλοι ((ερωδιοί)) στα δάση, στα λαγκάδια, στους βράχους,
στις σπηλιές, περιμένοντας τούς Τσετέδες. Τα μάτια τους έχουν στεγνώσει να
καιροφυλακτούν, άλλοτε μες το σκοτάδι κι άλλοτε, κάτω άπ' το φως των άστρων του
Ουρανού.
Κι'
ό Θεός τους προστατεύει γιατί νύχτα μέρα προσεύχονται σ' Αυτόν. +Μαγδαληνή Ηγουμένη
Ιεράς Μονής "Αναλήψεως" Κοζάνης.
Τα ενυπόγραφα άρθρα απηχούν τις απόψεις του υπογράφοντος και οχι του Blog