Γιατί πάντοτε
κάποιος θάνατος μας προλαβαίνει.
— Πόντια που κλαις την ερημιά σου στον
συζυγικόν κοιτώνα,
φίλε που γνωρίζεις
τώρα κι εσύ την πίκρα των κυπαρισσιών.
Αλλά πριν, από την
τέφρα και για την τέφρα των αιώνων δυο λόγια να πούμε.
Σ' αυτό το φως του
κόσμου και ο Θεόκλητος Καριπίδης. Πέρασε τίμιος, γενναίος, παιδί.
Και από νωρίς στη
θύελλα της εποχής του. Τα λάβαρα και οι φοβερές σημαίες, τα ρόδα της Σόνιας
δεκαεφτά χρονών
και η ομίχλη της γκάιντας στα βουνά, χιόνι πυκνό στα κόκκαλα του Μάη, τραγούδια,
τραγούδια.
Και εικόνες λουλουδιών, εικόνες αγίων, εικόνες
χαμηλής συννεφιάς, εικόνες θηρίων - προπαντός θηρίων. Γιατί τότε χάνονταν και
δεν ζούσαν. Τροχοί της λάσπης, εξαθλίωση του ύπνου και του φωτεινού ήλιου, τα
κουρέλια της ζωής και το ψεύδος. Η φυσιολογική ένταξη της κατασκευής του. Με
το στανιό η επιβολή της βάρβαρης γλώσσας και η τελεσίδικη άρνησή της. (Η
άρνηση κάθε αναγκαιότητας).
Πιο πέρα τα
ματωμένα οράματα και το πλευρό της εξορίας. Σπλάχνα που αχνίζουν ξεκοιλιασμένα,
θρήνοι που συνεχίζονται. Κάποιος απολογισμός, η ανακάλυψη της λουλουδιάς του
κόσμου που γεννάει προσδοκίες, όνειρα, ψευδαισθήσεις, αυταπάτες - κι όχι μόνον
αυτά. Και το μαχαίρι στην ίδια του σάρκα. Τώρα, στην εκβολή κάθε λόγου ο χαμός
και η σάτιρα - αλλεπάλληλα ύστατα χαίρε της νεότητας. Άγια μέσα του η Επανάσταση
με τις ανθρώπινες προοπτικές.
Αυτός είναι ο
κύκλος της ζωής του. Συμβατικά χρόνια και καθοριστικά μαζί. (Ήδη μια μακρινή
εποχή). Οι επιθυμίες του, η απλή μοίρα, η καταξίωση στη συνείδηση των ανθρώπων
που γνώρισε στη χαμηλοτάβανη ζωή του.
Θεόκλητος
Καριπίδης: ποιητής (αλλά και χωρίς αυτήν την ιδιότητα). Κάθε απόπειρα επιτυχίας
καταλήγει στο τίποτε. Ίσως γιατί επίμονα αρνείται να διαφέρει από τους απλούς
ανθρώπους.
Όλα τα κείμενά του
είναι ανεξίτηλα σφραγισμένα από τους πυρήνες των ιδεολογικών του αγώνων. Μάταια
θα προσπαθήσει να αποτινάξει από πάνω του το οδυνηρό φορτίο και να αναπτύξει
αυτό που είναι στο πρωτοκύτταρό του: ο ερωτικός ποιητής που προσεγγίζει με τη
διάθεση αυτή κάθε πράγμα. Μάταια. Από την αρχή «χαμένος» για ότι γράφει είναι
πρώτα η Πράξη.
Σαν τον κυκλοθυμικό ίσκιο του χελιδονιού η
«μανιέρα» - πόσον άραγε υπεύθυνος είναι ο ποιητής;
«Ένα πρωί ξεχάστηκε
ο ήλιος.
Ξεθάρρεψαν οι δικαστές
και σήκωσαν το μέτωπο ψηλά.
Οι άνθρωποι θυμήθηκαν
τον όρκο τους
και άνοιξαν μια χαραμάδα στον ουρανό».
(«Πίνακας», 8)
«Απόψε το φεγγάρι
δε λογάριασε τίποτα,
κομμάτιασε τ'
αγκαθωτά σύρματα
κι ακούμπησε με την
πλάτη στο κελί μου».
(«Πίνακας», «Το
πιστό φεγγάρι»).
Ο λόγος του απλός,
σοβαρός και χωρίς παιχνίδια. Το ποίημα χτίζεται με συγκεκριμένες λέξεις,
αποστεωμένο πεισματικά από κάθε λυρική προέκταση για να πει αυτό που κατάβαθα,
μέσα στα σύνολα, επιθυμεί:
«μα εγώ δεν φοβάμαι
τίποτα, όλα τα μέλη μου με ακολουθάνε». («Πίνακας», «Κοντά στο τέλος».
Ωστόσο πολύ συχνά.
Ψυχή αναστατωμένη και ανορθόγραφη, πρωτόγονη, άνιση και άτακτη, ενώ πρώτη και
μοναδική φορά «έξω ακούεται το κοράκι του Πόε».
«Εγώ περιμένω,
μα του καθρέφτη
η στιλπνή επιφάνεια
άρχισε να σκάει γραμμές γραμμές
σαν της σκλάβας τις φτέρνες». («Πίνακας»,
«Προσμονή»).
Η καλλιέπεια των
στίχων και η στημένη παράθεσή τους δεν υπάρχουν στον Θεόκλητο Καριπίδη. Μακρινός
συγγενής του Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι, αγάπησε πολύ το κίτρινο πουκάμισο του -
άλλοτε σημαία κι άλλοτε φεγγάρι.
«Η βροχή ακουγόταν
σαν το σπάσιμο των κλαδιών στην πρώτη συνάντηση» («Νυν και αεί», «Βροχή»).
«κι ήταν σπαθιά κι
ήταν αχτίδες
κι ήταν κατάκοπος ο λογισμός
και τα λευκά φτερά
και τ' αηδόνια
κελαηδούσανε
κι άνοιγαν οι
δρόμοι'
Κι ήταν ο ουρανός φωτιά
κι ήταν
η καρδιά μου αστέρι'
Κι ήταν
δεν ήταν άνοιξη
κι ήταν δεν ήταν καλοκαίρι». («Νυν και αεί»,
«Σπάρτακος»).
Στην πρώτη ματιά,
επίπεδη ποίηση. Ποίηση με την αμηχανία του εκτεθειμένου ιστορικού γεγονότος, χωρίς
την κλασική του διάσταση. Με άλλα λόγια, η ενοχή της θεματογραφίας και η
εσκεμμένη κάλυψη των πεπρωμένων του;
«Έσκυψα πάνω στη
σιωπή,
φίλησα τα ματωμένα
χείλη,
σηκωθείτε, σηκωθείτε,
ξημερώνει». («Νυν και αεί», «Μετά τη μάχη».
Με σπάνια αίσθηση
να εισπράττει ότι ακριβό στο γενικότερο φάσμα της Τέχνης, ποιητής στη γένεσή
του, όχι στην κατασκευή, οι στίχοι του ακολουθάνε σαν πιστά σκυλιά την Ιστορία
του. Μέρες παγερών λουλουδιών και θρήνων καθώς αρχίζει η «νικημένη» επιστροφή.
«Η γειτονιά μου ένα
σοκάκι στην άκρη του κόσμου». («Νυν και αεί», «Κουαρτέτο», I)
«Έτσι φτάσαμε ως
εδώ,
η Θεομηνία μας ακολούθησε παντού,
όσοι απόμειναν,
απόμειναν άστεγοι,
αναλογίζονται
σκεπτικοί,
ερευνούν το χώρο
που κινούνται,
είναι αργά για
επιστροφή,
βρέχει ασταμάτητα,
μουντός ουρανός,
ούτε Ανατολή ούτε
Δύση,
στις πυξίδες μας
δεν τρέφουμε εμπιστοσύνη,
πάντα μας έριχναν κόντρα στον τυφώνα».
(«Επιστροφή»)
Τελικά ο Θεόκλητος
Καριπίδης στέργει τον θάνατό του ανάμεσα στους νεκρούς: στους σκοτωμένους έξω
από τα κάστρα της πόλης
και στην ασήμαντη ερημιά των βουνών.
«Κανείς δεν μίλησε για σένα,
χτύπησαν ξαναχτύπησαν οι καμπάνες,
γύρισαν
οι δείχτες στο εκκρεμές,
ήρθε το κενό ανάμεσα στο άπειρο». («Επιστροφή», «Σιωπή».
«Και η σιωπή
μοναδική συντροφιά του». («Επιστροφή», «Χρονικό»).
Στα ποιήματά του εύκολα διαπιστώνεται ο χώρος και
η λειτουργία
του. Γιατί ακριβώς δεν ενδιαφέρεται για το καλλιτεχνικό άλλοθι και την
υπεκφυγή. Αγνός και η μοναδική του ανάγκη να μιλήσει ευθέως. Αλλά
παρακινδυνευμένη η αμεσότητα αυτή όταν πεισματικά δεν τολμά τις αποκολλήσεις
του. Καλύτερα αποτελέσματα στην τελευταία του παραγωγή. Εκεί παίρνει
«αντίστροφη εκδίκηση» καθώς οι στίχοι του αποκτούν διαστάσεις άλλες, το πέρασμα
στην ειρωνία και στο απελπισμένο σημείο εκτίναξης, είναι ολοφάνερο. (Που δεν
είναι και το αρνητικό φιλμ της πορείας του).
«Στην πλατεία μας απλώθηκε η σιωπή,
όπως στα οστά του
αλόγου,
που το εγκατέλειψαν
οι γυπαετοί». («Επιστροφή», «Χρονικό»).
«Ο παλιός πηλός δεν
δουλεύεται,
αφήστε τον στον ήλιο να πετρώσει
μ' όλα τα θρύμματά
του ...,
μην επιμένετε,
η πραγματικότητα είναι δικός μας τόπος
που μας κρατά με όλα τα επακόλουθα».
Οι αφετηρίες της
έκφρασης του Θεόκλητου Καριπίδη είναι οι εξωτερικές αλήθειες στην όρασή του,
κυρίως. Ένα συν ένα πάντοτε κάνουνε δύο. Ενώ γνωρίζει το χάος, δεν θα αναιρέσει
την κοινή λογική.
Κι αν λείπουν οι
μύθοι, οι μεγάλες συνθέσεις, το περιλάλητον έργον, μέρος του έργου αυτού η
κίνηση της ψυχής του, σε αυτά που εκείνος, ταπεινός, διαυγής και «νικημένος»,
στην πρωτόγονη μουσική των στίχων του, που μας κληροδότησε.
Με τον ήλιο, τ'
αστέρια και το φεγγάρι στην κεφαλή - γεννήθηκε στο Πευκοδάσος του Κιλκίς το
έτος 1926.
Και η μαύρη
αμυγδαλιά της Κυριακής εκείνης: 26 του Γενάρη, πρωί, στα 1975.
«Ο θάνατος μας
ανήκει - έτσι άραγε νάρχεται ο θάνατος;»
Ποτέ του δεν
φαντάστηκε τον θάνατό του από την εσωτερική σκάλα.
στενός φίλος του Θεόκλητου Καριπίδη,
είναι λογοτέχνης και δοκιμιογράφος.