Τό μεγαλύτερο μέρος τό σκέπαζε ή Ερυθρά ελάτη (αλάτ) μέ βελόνες ψιλές, κώνους - καρπούς μικρούς και χρώμα βαθύ πράσινο. Από αυτήν αποκλειστικά κατασκευάζονταν οι δοκοί και τά άλλα ξύλα της στέγης, τά σανίδια και καδρόνια της πόρτας, του παραθύρου, του αμπαριού, της κρεββατοθήκης, τών ραφιών, καθώς και τά πόντιλα του στάβλου.
Δρόμος για τη Σαντά του Πόντου |
Από τά λεπτά κλαδιά κατασκεύαζαν τις σκούπες τους. Τους καρπούς μεταχειρίζονταν γιά προσάναμμα, άπό τη ρετσίνα (πίσσα) έκαμναν μαστίχα, μέ τά κλαδιά έκαμναν φωτιά - χαρατσέαν γιά νά την πηδήσουν τά παιδιά κατά τις επιδημίες και τό θερινό ηλιοστάσιο (Αελιτρουπί').
Σέ λίγα μέρη μπορούσες νά δεις Ελάτη την λευκή (τεβόρ'), μέ βελόνες πλατύτερες, κώνους πολύ μεγαλύτερους και χρώμα ανοιχτό πράσινο, τά μικρά κλαδιά της σχημάτιζαν σταυρό.
Κοντά στις ρεματιές ή σέ μέρη υγρά μπορούσες νά δεις Κ λ ή θ ρ ε ς (κλερθία, τοί Κλερθάντων), μέ τις φλούδες της (κλερθολέπια) και τά φύλλα (κλερθόφυλλα) έβαφαν τά εγχώρια μάλλινα εσώρουχα. Λευκές δασικές (λευκία, τή Λευκί τ' όρμίν) υπήρχαν σκόρπιες.
Προς τά Φτελένια υπήρχαν και άλλα δένδρα: Ό ξ υ ά τουρκ. κιουλγκέν από τό οποίο έγινε τό Κιλκιανλούχ (όνομα δάσους). Πυξάρι (τσιμσίρ), πλάι στον ποταμό, άπό τό οποίο κατασκεύαζαν κουτάλια, φατένια και άλλα. Βαΐον είδος λεύκης μέ μπουμπούκια μεγάλα και χνουδωτά, από τά όποια οι παπάδες διένεμαν στην εκκλησία κατά τήν εορτή τών Βαΐων και από την οποία πήραν τό όνομα τους, τά φύλλα του χρησίμευαν γιά τροφή τών ζώων.
Σπάνια ήσαν ή Σμίλαξ (ισμίλα) αραιά δέ ή Οστρυά (όστρέα), άπό τις σχίζες αυτής (γιαρματσάδας) έκαμναν στελλία (στειλιάρια) διαφόρων εργαλείων, άπό δέ τούς ρόζους έκαμναν κοπάλια (κόπανους) για νά σχίζουν τά κούτσουρα. Ή φτελιά (φτελίδ') της οποίας μάζευαν και ξέραιναν τά φαρδιά φύλλα γιά νά ταΐζουν τά ζώα τό χειμώνα. Τ' ά ν ί τ σ' δενδρύλλιο του οποίου τά φύλλα μάζευαν και ξέραιναν γιά τροφή τών ζώων.
Στην Πογιαχανάν βρίσκονταν τά Τα φ λ άν ι α, άγρια ροδάκινα, τών οποίων ελάχιστοι μάζευαν τούς καρπούς και τά φύλλα γιά τροφή τών ζώων.
Σφένδαμος ή πλατανόφυλλος (σπεντάμ) μεγάλο δένδρο τά φύλλα του μεταχειρίζονταν κατά τό φούρνισμα (πίριφτμαν) τών ψωμιών (ψωμόφυλλα), τούς δέ μίσχους τά παιδιά κατά τά παιγνίδια τους ονόμαζαν κερΐα
Τον καιρό του πρώτου μεγάλου πολέμου τρυπώντας τον κορμό κοντά στη ρίζα καί εφαρμόζοντας ένα μικρό σωλήνα μαζεύαμε τό γλυκό χυμό για νά προσθέσαμε στο γάλα των βρεφών, αντί ζάχαρη, που έλειπε.
Πηγη: Ιστορια και Λαογραφια της Σαντας
Στάθη Αθανασιάδη (Γεροστάθη)