Το
Τσιχιστζβάρι βρίσκεται σε απόσταση 30 χιλιομέτρων από την πόλη
Μπορτζόμι σε υψόμετρο 1800 μ. από την επιφάνεια της θάλασσας. Είναι
χτισμένο στην όχθη του ποταμού Αμπανοστσκάλι, που είναι ο παραπόταμος
του ποταμού Μπορτζομούλ στη βόρεια πλευρά της οροσειράς Τριαλέτι.
Panoramio Photo: Τσιχιτσζβάρι by Bagatouridis |
Το
χωριό περιβάλλουν δάση με έλατα και πεύκα. Είναι το μοναδικό ελληνικό
χωριό στη σημερινή περιοχή του Μπορτζόμ. Στα χρόνια του ονομαζόμενου
Κριμαϊκού πολέμου (1853 - 1856) ένα μέρος των προγόνων των Ελλήνων, που
ζούσε στις πόλεις Τραπεζούντα, Γκιουμισχανέ (Αργυρούπολη) και στις
περιοχές τους, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τα σπίτια του και να
μεταναστεύσει στην ομόθρησκη ρωσική Αυτοκρατορία και συγκεκριμένα στις
περιοχές Αχαλτσίχε και Αχαλκαλάκ.
Τις
λεπτομέρειες γι' αυτήν τη μετανάστευση γνωρίζουμε από την έκθεση του
αντιπροσώπου των 25 ελληνικών οικογενειών Λαζάρου Χατζί Γεώργιεβ προς
τον υπαστυνόμο του Καυκάσου. Στο έγγραφο με χρονολογία 25 Νοεμβρίου του
1861, αναφέρεται:
«Βλέποντας
την καταστροφική κατάσταση των ομόθρησκων Ελλήνων, που ζουν σε
περιβάλλον ξένων φυλών, εμείς, 122 άτομα, υποστηριζόμενα από τον ιερέα
Σπυρίδωνα Ιωάννοβ, μεταναστεύσαμε στη Ρωσία. Ο πρωθιερέας Ιωάννης ήταν ο
πρώτος, που μας έδωσε την ιδέα για τη μετανάστευση και εμείς μαζί του
ξεκινήσαμε από το Αρζρούμ για την Τιφλίδα».
Ο
ιερέας Σπυριδώνοβ Ιωάννης γεννήθηκε το 1800 στην πόλη Σαμσούν. Το γένος
του ήταν γνωστό, επειδή έβγαζε ορθόδοξους ιερείς. Γι' αυτό μόλις
τελείωσε το ντόπιο γυμνάσιο πέρασε στην ιερατική σχολή της Τραπεζούντας.
Σε
ηλικία 25 χρόνων τελείωσε τη σχολή αυτή και διορίστηκε διάκονος στην
εκκλησία του ελληνικού χωριού Κοάς της περιοχής της Τραπεζούντας.
Πολλοί μορφωμένοι δημόσιοι ιερείς από την οικογένεια του δούλευαν στην
Τραπεζούντα και στα χωριά της περιοχής αυτής. Τη σύζυγο του ιερέα
Οικονόμου Σπυριδώνοβ Ιωάννοβ την έλεγαν Ολυμπιόνα.
0
ιερέας είχε τρεις γιους, Γεώργιο, Αναστάσιο και Δημήτριο. Η μητέρα του
Παρθένα σε ηλικία 70 χρόνων εγκατέλειψε το χωριό της και 10 χρόνια
ταξίδευε μαζί με την οικογένεια του γιου της στα διάφορα χωριά της
περιοχής Αχαλτσίχε.
Ο
πρωθιερέας Σπυρίδων, μορφωμένος άνθρωπος, ήξερε τα αρχαία ελληνικά, την
καθαρεύουσα, τη δημοτική και την ονομαζόμενη ποντιακή διάλεκτο. Ήξερε
και τα τουρκικά, αλλά δεν τα μιλούσε, επειδή τα μέλη της οικογένειας δεν
τα γνώριζαν.
Αρχικά 9 οικογένειες των Ελλήνων υπό την καθοδήγηση
του ιερέα Γεωργίου Αβράμοβιτς Ιωάννοβ, την άνοιξη του 1860,
μετανάστευσαν στην περιοχή «Ντοκούζ Πινάρ - 9 πηγές», στη χαράδρα του
Μπορζόμι -και εγκαταστάθηκαν εκεί. Την περιοχή αυτή δεν την ονόμασαν
έτσι οι Έλληνες, αλλά είχε το όνομα από παλιά.
Αγιοι Θεόδωροι (Φωτο Bagatouridis) |
Έχουμε
ένα έγγραφο, την αίτηση του ιερέα Γεωργίου Ιωάννοβ, στον Έξαρχο της
Γεωργίας, με χρονολογία 15 Φεβρουαρίου του 1872, όπου λέγεται:
«Οι
πιστοί χριστιανοί, ενορίτες του πεθαμένου πατέρα μου (18 οικογένειες),
που μετανάστευσαν από την περιοχή της Τραπεζούντας στην περιοχή
Αχαλτσίχε, το 1860 εγκαταστάθηκαν εδώ και ίδρυσαν το χωριό μας. Οι
άντρες, αφού είναι πετροκόποι και ξυλουργοί, ασχολούνται με τις
κατασκευές των χριστιανικών εκκλησιών και άλλων κρατικών κατασκευών"
Από
την ίδια αίτηση γνωρίζουμε επίσης ότι ο ιερέας Σπυρίδων Αβράμοβιτς
Ιωάννοβ πέθανε σε ηλικία 60 χρόνων στο χωριό Μπαλάντα της περιοχής
Αχαλτσίχε, όπου και θάφτηκε. Τη θέση του ιερέα πήρε ο μεγάλος γιος του
Γεώργιος, που ήταν 31 χρόνων. Ο Γεώργιος πήρε την εκκλησιαστική
μόρφωση στην Τραπεζούντα, όπου σε ηλικία 24 χρόνων έγινε ιερέας.
Πολλοί
Έλληνες, που μετανάστευσαν από την περιοχή της Τραπεζούντας στην
περιοχή του Αχαλτσίχε, κυνηγήθηκαν από τους Αρμενίους μετανάστες ακόμα
και στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Γι' αυτό, όταν έμαθαν ότι οι
συμπατριώτες τους μετανάστευσαν στην περιοχή «Ντοκούζ Πινάρ», αποφάσισαν
να μεταναστεύσουν κοντά τους.
Έτσι
το 1861 στο Τσιχιστζβάρι ήρθαν οι καταγόμενοι από την ίδια την
Τραπεζούντα, οι οικογένειες των Ελλήνων-μεταναστών: του Κωνσταντίνου και
Ιωάννη Μπαγκατουριάδη, του Κωνσταντίνου Μωϋσιάδη, του Γεωργίου
Δεμιάνου, του Σπυρίδωνα Θωμαϊδη και του Γεωργίου Νικολάου.
Μόλις
εγκαταστάθηκαν εκεί, άρχισαν να ετοιμάζονται για την κατασκευή της νέας
ελληνικής εκκλησίας. Όμως η φτώχεια, η έλλειψη δρόμων, ο φόβος των
αγρίων δασών, όπου δεν έμενε κανείς, καθυστερούσαν την έναρξη της
κατασκευής.
Στο
διάστημα αυτό οι πιστοί ετοίμαζαν τις απαιτούμενες πέτρες. Τα
οικοδομικά υλικά οι Έλληνες του Τσιχιστζβάρι τα κουβαλούσαν από τα
πετροκοπεία, που βρίσκονταν σε απόσταση 5 χιλιομέτρων από τη θέση της
κατασκευής. Το βασικό οικοδομικό υλικό για την εκκλησία το ετοίμαζαν
στην περιοχή «Αντεζίτ».
Η
κατασκευή της εκκλησίας στο χωριό Τσιχιστζβάρι άρχισε στο δεύτερο μισό
του 1860 και τελείωσε το 1873. Οι μάστορες άρχισαν να χτίζουν την
εκκλησία χωρίς την άδεια του Εξάρχου της Γεωργίας. Μετά το τέλος της
κατασκευής ακόμη συνεχιζόταν η αλληλογραφία του αντιπροσώπου του χωριού
με τη γραμματεία του Εξάρχου.
Την
επίσημη άδεια πήραν το 1872. Γι' αυτό η επιγραφή πάνω από την πόρτα
της εκκλησίας έγινε αργότερα, δηλαδή το 1873. Σ' αυτή αναγράφονται: «Οι
κτίστες: Κωνσταντίνος Μπαγκατουριάδης, Κωνσταντίνος Μωϋσιάδης, Γεώργιος
Δαμιανός, Σπυρίδωνας Θωμαϊδης, Γεώργιος Νικολάου και Ιωάννης
Μπαγκατουριάδης».
Σε άλλη επιγραφή αναφέρεται: «αυτός ο μητροπολιτικός ναός του Αγίου Φιοντόρ χτίστηκε το 1873 με προσωπικά έξοδα των μεταναστών από τα περίχωρα της Τραπεζούντας το 1861, στα χρόνια του αυτοκράτορα Αλεξάνδρου Β'».
Το
1873 αυτή η εκκλησία εγκαινιάστηκε και αφιερώθηκε στη μνήμη του Αγίου
Φιοντόρ (Θεοδώρου). Τότε αναγνωρίστηκε νομικώς το ελληνικό χωριό και
πρώτη φορά ονομάστηκε «Τσιχιστζβάρι», που σημαίνει στα γεωργιανά «η
εκκλησία του κάστρου».
Παλαιότερα
στη θέση της σημερινής εκκλησίας του Αγίου Φιοντόρ ήταν το παλιό
γεωργιανό φρούριο, στο κέντρο του οποίου υψωνόταν ο σταυρός. Εκεί
λοιπόν οφείλει το όνομά του το χωριό. Οι Έλληνες βέβαια δε βρήκαν εδώ
ούτε τους τοίχους του κάστρου ούτε τα ίχνη της ορθόδοξης εκκλησίας. Με
τον καιρό οι βροχές κατέστρεφαν τους τοίχους του φρουρίου και της
εκκλησίας.
Μετά
την κατασκευή της εκκλησίας, ένας κάτοικος του χωριού, ο Αλέξανδρος
Ιωάννοβιτς Γραμματικόπουλος, με δικά του έξοδα ταξίδεψε στην Αγία
Πετρούπολη, όπου παράγγειλε τα σχέδια για τη διακόσμηση των εσωτερικών
τοίχων της εκκλησίας του Τσιχιστζβάρι.
Χειμώνας στο Τσιχιτσζβάρι (Φωτο Bagatouridis) |
Εκτός
απ' αυτό ο Γραμματικόπουλος αγόρασε και τα εκκλησιαστικά είδη. Τους
εσωτερικούς τοίχους της εκκλησίας στόλισαν οι παραπάνω αναφερόμενοι
μάστορες. Όταν μελετούσαμε τη μακέτα της εκκλησίας, στο εσωτερικό της
μέρος ανακαλύψαμε τις επιγραφές με μαύρο μελάνι στην ελληνική γλώσσα:
«Αφιερώνουμε αυτό το μικρό υπόστεγο στην παρουσία των ταξιδιωτών
Κωνσταντίνου Μπαγκατουριάδη και Θεοδώρου Μυροφόροβ. Ο πρόεδρος της
διοίκησης Γεώργιος Δαμιανός, την εποχή της υπηρεσίας του Πρωθιερέα
Αβραάμ Ιωαννίδη, 1886».
Την
ίδια εποχή στο μικρό βράχο, που βρισκόταν κοντά στην εκκλησία, οι
μάστορες έχτισαν ένα παρεκκλήσι από τις τοπικές πέτρες και έβαλαν και
καμπάνα. Σήμερα η δεύτερη σειρά παρουσιάζει μια ατέλεια: στις αρχές του
1860, όταν υπήρχαν δυνατές βροχές, από τους κεραυνούς δύο πέτρες στην
τελευταία σειρά βγήκαν μπροστά για 7-8 εκατοστά. Από τότε η εκκλησία
του Τσιχιστζβάρι δεν επισκευάστηκε, αλλά παραμένει όπως ήταν αρχικά.
Όσον
αφορά την έναρξη λειτουργίας του πρώτου σχολείου στο χωριό
Τσιχιστζβάρι πληροφορούμεθα: «Το έτος του τέλους της κατασκευής της
εκκλησίας, που είναι το 1867, είναι και το έτος της έναρξης λειτουργίας
του τοπικού σχολείου για τα παιδιά των πιστών χριστιανών. Αυτό το
σχολείο λειτουργούσε παράνομα.
Το
1896 για πρώτη φορά στο Τσιχιστζβάρι επίσημα αναγνωρίσθηκε το δίχρονο
εκκλησιαστικό σχολείο. Το 1905 αυτό το σχολείο πάρθηκε από την εκκλησία
και παραχωρήθηκε στη διεύθυνση των εθνικών σχολείων». Απ' αυτό
συμπεραίνουμε ότι η εκκλησία συντηρούσε με δικά της χρήματα το σχολείο
του Τσιχιστζβάρι. Εξαιτίας των προσπαθειών της εκκλησίας, πολλοί νέοι
απ' αυτό το χωριό, που μορφώθηκαν στη μητρική γλώσσα, γίνονταν δάσκαλοι
της ελληνικής γλώσσας στα διάφορα χωριά της περιοχής Τσάλκας.
Οι
κάτοικοι του χωριού Τσιχιστζβάρι σαν ορθόδοξοι χριστιανοί από την αρχή
αντιμετώπισαν με μεγάλη συμπάθεια τα παλιά γεωργιανά ερείπια, που ήταν
στην περιοχή του χωριού τους. Στις δεκαετίες '70 - '80 του αιώνα μας επισκευάστηκαν από τους ίδιους δύο εκκλησίες.
Σωκράτης Αγγελίδης
Διδάκτορας Ιστορίας-Ανατολικολόγος