Πέμπτη 20 Σεπτεμβρίου 2012

Τα τραγούδια


Τα τραγούδια αποτελούν, κατά γενική παραδοχή, ένα καταφύγιο για τα ανθρώπινα συναισθήματα. Επιπλέον, πολλές φορές διαμέσου αυτών προ­σεγγίζουμε το Θεό. Οι ύμνοι, τα θρησκευτικά ποιήματα, τα κείμενα στα ιε­ρά βιβλία είναι στην ουσία τραγούδια, γιατί τα τραγούδια είναι αυτά που μιλάνε περισσότερο στην καρδιά μας.
Τα ωραιότερα τραγούδια είναι εκείνα που τραγουδιούνται με τη συνο­δεία κεμεντζέ. Μπορεί να θεωρήσετε σοβινιστική αυτήν την προσέγγιση, είναι δύσκολο όμως ν' αλλάξω άποψη. Δε χρειάζεται να αποδείξουμε θεω­ρητικά το πόσο όμορφα είναι τα δημοτικά τραγούδια και το πώς επηρεάζουν τους ανθρώπους με τη μαγεία τους. Αντί να προχωρήσουμε σε μια τέτοια α­νάλυση φτάνει και περισσεύει να τραγουδήσουμε ή να ακούσουμε ένα ό­μορφο τραγούδι.
Το θέμα μας είναι τα τραγούδια του Όφεως και της περιοχής του. Θα προσπαθήσω να παρουσιάσω την προέλευση και τα γενικά χαρακτηριστικά τους με παραδείγματα.
Τα τραγούδια του Όφεως και της περιοχής του αποτελούν ένα κομμάτι του πολιτισμού της Τραπεζούντας και της Μαύρης Θάλασσας. Αν και πα­ρουσιάζουν ορισμένες διαφορές σε σχέση με τα τραγούδια άλλων περιοχών, ωστόσο έχουν και κάποια κοινά χαρακτηριστικά. Και τα ρωμαίικα (ποντια­κά) και τα τούρκικα τραγούδια ακολουθούν τα αντίστοιχα ιδιώματα του Όφεως.
Η παράδοση των αυτοσχέδιων τραγουδιών που έχουν τη μορφή δια­λόγου είναι πολύ ισχυρή. Πρόκειται για μια πολύ δύσκολη τέχνη γιατί στο αυτοσχέδιο τραγούδι πρέπει να δοθεί την ίδια στιγμή μία ταιριαστή απάντη­ση.
Τα τραγούδια του Πόντου μυρίζουν Μαύρη Θάλασσα. Πόσες φυλές, στους αιώνες που πέρασαν, διατηρήθηκαν ή εξαφανίστηκαν! Όμως σήμερα δεν είναι δυνατό να βρείτε τραγούδι στην περιοχή που να μην έχει τη σφρα­γίδα της Μαύρης Θάλασσας.
Είναι πραγματικά ολοφάνερο ότι τα τραγούδια της Μαύρης Θάλασσας έχουν μια πλευρά που συνδέεται άμεσα με το παρελθόν της Μ. Ασίας. Όπου υπάρχει αγάπη και νοσταλγία, εκεί μια εσωτερική δύναμη ωθεί τη σκέψη του ανθρώπου στη δημιουργία.
Το τραγούδι δεν είναι το προϊόν μιας δεξιό­τητας που αναπτύσσεται τόσο εύκολα. Έχει μια παράδοση που κρατάει από τα πολύ παλιά χρόνια. Λόγου χάρη, γιατί οι άνθρωποι που λέγεται πως ήρ­θαν από την Κεντρική Ασία, δεν δημιούργησαν τραγούδια σαν αυτά της Μαύρης Θάλασσας στους τόπους που εγκαταστάθηκαν; Γιατί δεν είναι γνωστή η γένεση και η ύπαρξη μια τέτοιας παράδοσης τραγουδιών στα πρώτα μέρη εγκατάστασης των Τούρκων που ήρθαν από την Ασία;
 Γιατί δεν υπάρχουν τραγούδια, χοροί και όργανα, όπως αυτά της Μαύρης Θά­λασσας σε ένα μέρος σαν το Ικόνιο, όπου οι Τούρκοι της Ασίας δημιούργη­σαν έναν από τους πιό παλιούς πολιτισμούς που είναι γνωστοί στην Ανατολία;
Τα τραγούδια του Πόντου είναι τα τραγούδια της Μαύρης Θάλασσας. Όποιος ερχόταν ήταν καλοδεχούμενος· αν έφευγε καλώς έφευγε, οι υπόλοι­ποι έγιναν ένα με τη Μαύρη Θάλασσα. Αυτή είναι η αλήθεια.
Σπίτι στο Τσορούκ

Σήμερα ζητείστε από ένα Τραπεζούντιο, από έναν Οφλή -γέννημα θρέμμα- να σας πει ένα τραγούδι. Θα έχει πάντα το ίδιο χρώμα και θα απο­πνέει την ίδια αίσθηση.
Μια μέρα ρώτησαν τον Εμπουταλίμπ από το Νταγεστάν:
-  Πόσοι βάρδοι υπάρχουν στο Νταγεστάν;
-   Είναι τρία- τέσσερα εκατομμύρια...
-   Πώς γίνεται αυτό; Ο πληθυσμός του Νταγεστάν είναι ένα εκατομμύριο.
-   Κάθε άνθρωπος έχει μέσα του τρεις-τέσσερις βάρδους. Αλλά δεν τραγου­δούν πάντα όλοι.
-  Αλλά και πάλι ποιοί είναι οι καλύτεροι βάρδοι σας;
-   Πάντα υπάρχει καλύτερος και από τον πιό καλό. Και πάλι μπορώ να κα­τονομάσω ένα άτομο.
-  Ποιον;
-   Τη μάνα από το Νταγεστάν. Στη πραγματικότητα στο Νταγεστάν υπάρ­χουν τρία τραγούδια όλα κι όλα.
-   Ποιά είναι αυτά;
-    Το πρώτο είναι αυτό που λέει η μάνα από το Νταγεστάν στο προσκεφάλι της κούνιας του γιου της.
-   Το δεύτερο;
-  Το δεύτερο είναι το τραγούδι της μάνας που έχασε τον γιο της
-   Και το τρίτο;
-  Το τρίτο είναι όλα τα υπόλοιπα τραγούδια".
Στη Μαύρη Θάλασσα όλοι είναι βάρδοι: τα κορίτσια, τα παλικάρια, οι μανάδες, οι πατεράδες, οι παππούδες, οι γιαγιάδες, οι χατζήδες και οι χοτζάδες, όλοι όσους μπορεί να αναφέρει κανείς.
Την εποχή που συγκέντρωνα υλικό και έκανα γλωσσολογικές εργασίες περισσότερο δυσκολεύτηκα στη συλλογή των ρωμαίικων τραγουδιών.
Μέρες ολόκληρες μάλλιασε η γλώσσα μου για να καταφέρω να αποσπάσω σπαράγ­ματα τραγουδιών από τους ανθρώπους μου, στο δικό μου χωριό.
Οι ηλικιωμέ­νοι δεν θεωρούν σωστό να τραγουδούν, αλλά ούτε και να απαγγέλλουν τρα­γούδια, όχι μόνο ρωμαίικα αλλά και τούρκικα. Θεώρησαν ότι ερχόταν σε α­ντίθεση με την πίστη τους το να τραγουδούν και να χορεύουν και γι αυτό α­παγόρεψαν τα τραγούδια και τους χορούς.
Γι' αυτό το λόγο ξέχασαν ή δεν θέλουν να θυμούνται τα τραγούδια, και ιδίως τα ρωμαίικα που τραγουδούσαν μέχρι χτες. Με κυρίεψε τρομερή στεναχώρια. Γνώριζα ότι καμιά θρησκεία δεν απαγορεύει τα τραγούδια σε όποια γλώσσα κι αν λέγονται. Αν η ισλαμική θρησκεία έθετε τέτοιες απαγορεύσεις, για αιώνες ολόκληρους οι άνθρωποι στην Ανατολία δεν θα τραγουδούσαν ούτε θα χόρευαν.           
"Μια μέρα ρώτησαν τον μεγάλο Σαμίλ:
- Ιμάμη, γιατί απαγορεύσατε το γράψιμο ποιημάτων;                                        
Ο Σαμίλ απάντησε:
- Γιατί ήθελα να παραμείνουν βάρδοι μόνο αυτοί που είναι πραγματι­κοί βάρδοι. Οι πραγματικοί βάρδοι έτσι κι αλλιώς θα συνεχίσουν να γρά­φουν ποιήματα. Οι ψεύτες, οι διπρόσωποι και οι πλαστογράφοι, που θέλουν να παρουσιάζονται ως βάρδοι, θα φοβηθούν από την απαγόρευσή μου και θα σιωπήσουν".
Αποτελεί τέχνη του λόγου το να λέει κανείς τραγούδια και να γράφει ποιήματα. Μπορείτε να πολεμήσετε με τον καθένα, με το κάθε τι στον κό­σμο, με τη βοήθεια της τεχνολογίας.
Σε εκείνον που έχει όπλα μπορείτε να απαντήσετε με όπλα και σε εκείνον που έχει χρήματα με χρήμα, όμως πως μπορείτε να παλέψετε με έναν βάρδο;
 Αυτό είναι αδύνατο. Αν θελήσετε να τον κάνετε να σωπάσει, δεν σωπαίνει, πάλι βρίσκει έναν τρόπο να τραγου­δήσει το τραγούδι του, να απαγγείλει το ποίημα του. Καμιά δύναμη δεν μπορεί να τον εμποδίσει.
Φοβάμαι ότι αυτά τα λόγια μου θα μείνουν χωρίς αντίκρυσμα. Δείτε το παράδειγμα του δικού μου χωριού: υπάρχει ο κίνδυνος οι άνθρωποι μας με τη σιωπή τους να καταστρέψουν την πολιτιστική κλη­ρονομιά, που οφείλουν να μεταβιβάσουν σε μας.
Το καθήκον που αναλογεί στους πραγματικούς βάρδους είναι να σπάσουν τη σιωπή και να θυμίζουν συνεχώς στους ανθρώπους την ομορφιά των τραγουδιών μας. Μήπως και ο Πίρ Σουλτάν και ο Γιουνούς Εμρέ δεν αρνήθηκαν να σιωπήσουν, παρά την κάθε μορφής καταπίεση που υπέστησαν;
Τα τραγούδια της Μαύρης Θάλασσας αναφέρονται περισσότερο στον έρωτα και την αγάπη. Ακόμη και όταν το θέμα τους είναι η ξενιτιά, ο στρα­τός, τα βάσανα, οι άνθρωποι της περιοχής τα τραγουδούν χαμογελώντας.
Ο έρωτας για τον άνθρωπο της Μαύρης Θάλασσας είναι ένα ατέλειωτο πάθος. Μπορεί να τον δείτε να ανοίγει την καρδιά του απευθυνόμενος στα βουνά, να μιλά στα ποτάμια ή να τον ακούσετε να φωνάζει στα παρχάρια.
Οι Μαυροθαλασσίτες είναι τόσο ευγενικοί και τρυφεροί που ακόμη κι αν η αγαπημένη τους παντρευτεί με άλλον, δε θα τραγουδήσουν τραγούδια που θα στενοχωρήσουν τους ανθρώπους.
Ίσως να παραπονεθούν αλλά ποτέ δεν θα κάνουν κάποιον να κλάψει. Γι' αυτό δεν υπάρχουν σε μας τα μακρόσυρτα πονεμένα τραγούδια και τα μοιρολόγια της Ανατολίας.
Έμεινα έκπληκτος όταν διαβάζοντας το βιβλίο του Ρεσούλ Χαμζάτοφ: "Το δικό μου Νταγεστάν"* διαπίστωσα πόσο μεγάλη ομοιότητα έχει η ζωή των ανθρώπων αυτού του ορεινού τόπου με τη ζωή των Μαυροθαλασσιτών και ιδίως των ορεσίβιων.
Αλλού είναι το Νταγεστάν κι αλλού ο Όφις και ό­μως ο τρόπος που οι άνθρωποι αγαπούν τα δάση, τα τραγούδια τους, οι έ­ρωτες του, τα πάθη τους έχουν τρομερή ομοιότητα.
Ξήρανση καλαμποκιών (Τσορούκ)

Για παράδειγμα στο χω­ριό Τσορούκ οργανώνονται βραδιές που τις λένε παρακάθια. Μαζεύονται ό­λοι σε ένα σπίτι. Όταν τελειώσουν οι δουλειές του νοικοκύρη, όπως το ξεφλούδισμα των καλαμποκιών και το ξεδιάλεγμα των φουντουκιών, έρχεται η σειρά του χορού, των πειραγμάτων και των τραγουδιών.
Ο Χαμζάτοφ κά­νει λόγο για ένα γλέντι σε ένα χωριό του Νταγεστάν, που μοιάζει πολύ με το δικό μας παρακάθ. Στις συνάξεις, που μετέχουν κορίτσια και αγόρια, το κορίτσι διαλέγει, με το ραβδί που κρατά στο χέρι, ένα παλικάρι και το πει­ράζει με ένα τραγούδι.
Κορίτσι: Χιόνια καλύψαν τα βουνά,
άφαντα γινήκαν τα μονοπάτια,
χορτάρι δεν απόμεινε
για το κάτασπρο το αρνάκι μου.

 Αγόρι: Τα χιόνια μια μέρα θα λιώσουν, θα κυλήσουν
 τ' ασημιά νερά, θα κελαρύσουν.
Στα ολόλευκά σου στήθη
 κάτασπρα αρνάκια θα βοσκήσουν.
"Αχ ντάι, νταλαλάι"

Βγαίνει ένα άλλο ζευγάρι:
Κορίτσι Παγωμένα ειν' τα νερά της πηγής
 Ενας δράκος είναι εκεί
Δεν αφήνει να πιουν νερό
τα χρυσόμαλλα τα αρνάκια
 Αγόρι Μη μας φοβερίζεις με τον δράκο που είναι εκεί,
 στην πηγή με τα παγωμένα νερά.
Το δικό σου χρυσόμαλλο αρνάκι
απ' τα όμορφα σου μάτια πίνει νεράκι.
"Αχ ντάι, νταλαλάι"
Ενα νέο ζευγάρι:
Αγόρι: Το δερβένι το κατάπιανε τα χιόνια,
πάγωσε όλο το ποτάμι,
έλα τις καρδιές μας να ενώσουμε
και να παντρευτούμε .
Κορίτσι: Πάνε σ' άλλο χωριό,
 για να βρεις μια νύφη
Μπαίνει ποτέ η πέρδικα
 σαν κότα στο κοτέτσι;
 Επειδή τα τραγούδια είναι μεταφρασμένα από τα αβαρικά μπορεί να μη μας δίνουν τη φυσική αίσθηση. Και πάλι όμως εμένα μου φαίνονται σαν τα τραγούδια των δικών μας βουνίσιων.
0 Χαμζάτοφ αφηγούμενος ένα γεγονός που έζησε ο μεγάλος βάρδος του Νταγεστάν Μαχμούντ, παρουσιάζει ένα παράδειγμα που φανερώνει πόσο δυνατή ανθρώπινη αγάπη μπορεί να δημιουργήσει ο έρωτας στα βου­νά.
Στη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου ο Μαχμούντ ήταν στο μέ­τωπο των Καρπαθίων με την μονάδα πεζικού του Νταγεστάν.
 Εκεί έγραψε τη "Μεριέμ", το περίφημο τραγούδι του. Οι συμπολεμιστές του Μαχμούντ στα διαλείμματα τραγουδούσαν συνεχώς τη "Μεριέμ". Η ιστορία του τρα­γουδιού είναι η εξής:
Οι Ρώσοι, μετά από μια σκληρή μάχη, κατέλαβαν ένα χωριό που ανήκε στους Αυστριακούς. Ο Μαχμούντ κυνηγώντας τους εχθρούς φτάνει κοντά στην εκκλησία του χωριού.
Εκείνη τη στιγμή βγαίνει από το ναό ένας Αυ­στριακός αλλά έρχεται πρόσωπο με πρόσωπο με τον μανιασμένο Νταγεστάνο και γυρίζει τρέχοντας στην εκκλησία.
 Στις μάχες που είχαν γίνει, πριν λί­γες ημέρες, οι Αυστριακοί είχαν σκοτώσει τον αδελφό του Μαχμούντ.
 Καί­γονταν τα σωθικά του από τη φλόγα της εκδίκησης. Χωρίς άλλη σκέψη ο Μαχμούντ πηδά από το άλογό του, βγάζει το χαντζάρι του και ορμά στην εκκλησία, για να κομματιάσει τον Αυστριακό.
Με το που μπαίνει, παγώνει στη θέση του. Ο Αυστριακός είχε γονατίσει μπροστά στην εικόνα της Πα­ναγίας και προσευχόταν.
Στο Νταγεστάν δεν σηκώνουν χέρι σε άνθρωπο που έχει γονατίσει, πο­λύ δε περισσότερο σε εκείνον που γονατίζει για να προσευχηθεί. Όμως, ε­κείνο που έκανε τον Μαχμούντ να παγώσει ήταν η ομορφιά της γυναίκας μπροστά στην οποία είχε γονατίσει και προσευχόταν ο Αυστριακός.
Ήταν σα να είδε ξαφνικά την αγαπημένη του, την Μούι, τα θλιμμένα της μάτια, τα χαρακτηριστικά της, τα ρούχα της. Το χαντζάρι πέφτει από το χέρι του.
 Δεν ξέρουμε πως διηγήθηκε αργότερα ο Αυστριακός το γεγονός. Εκείνο που ξέρουμε είναι ότι ο μανιασμένος Νταγεστάνος γονάτισε και προσευχήθηκε μαζί με τον Αυστριακό σαν τους χριστιανούς, ενώνοντας α­δέξια τα δάχτυλά του και φέροντάς τα στο μέτωπο, το στήθος και τους ώ­μους του.
Ο Μαχμούντ ούτε που είδε ότι σε λίγο ο Αυστριακός σηκώθηκε  και έφυγε. Όταν συνήλθε έγραψε το περίφημο ποίημά του "Μεριέμ"  (Μαρία). Για κείνον η Μεριέμ και η Μούι ενώθηκαν σε ένα όραμα. Έγραφε τη Μεριέμ και σκεφτόταν τη Μούι, έγραφε τη Μούι και σκεφτόταν τη Μεριέμ".
Στα δικά μας τα βουνά, ιδίως στον Όφι, μουσουλμάνοι και χριστιανοί έζησαν για αιώνες μαζί. Μοιράστηκαν τις ίδιες ράχες, τα ίδια παρχάρια, συ­νομίλησαν με τα ίδια ρέματα, τραγούδησαν τα ίδια τραγούδια, κι ας ήταν σε διαφορετική γλώσσα. Αυτός ο δίγλωσσος πολιτισμός ζει τις τελευταίες του ημέρες. Όπως είπα και προηγουμένως, είναι σα να μη θέλουν να τον αφή­σουν να ζήσει, όχι με δύο, αλλά ούτε με μία γλώσσα.
Στα βουνά δεν από­μειναν πλέον άνθρωποι, στα χωριά δεν υπάρχουν μεγάλοι έρωτες, κανείς δεν ακούει το νερό να κυλά, κανείς δεν φωνάζει στα παρχάρια. Έτσι και οι  πραγματικοί βάρδοι, όσο πάει και λιγοστεύουν.
 Μήπως σκάβουμε τον ίδιο μας τον τάφο;





Omer Asan
 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah