Παρασκευή 17 Αυγούστου 2012

Ποιος φευγει ,ποιος μενει :ΤΟ ΠΑΖΑΡΙ ΤΗΣ ΛΩΖΑΝΗΣ



Ανεξάρτητα από τους αναλυτικούς όρους του διαζυγίου μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων που διασφαλίστηκαν στη Λωζάνη, υπάρχουν ακόμα περιοχές όπου άνθρωποι που θεωρούν τους εαυτούς τους Τούρκους και άνθρωποι που θεω­ρούν τους εαυτούς τους Έλληνες συνεχίζουν να ζουν μαζί.
Οι εξαιρέσεις αυτές είναι αποτέλεσμα διπλωματικών συμφωνιών που κλείστηκαν τον Ιανουάριο του 1923 σε κάποιο παραλίμνιο ελβετικό ξενοδοχείο ύστερα από σκληρό και χρονοβόρο παζάρι.
Μία από αυτές τις περιοχές είναι η ελληνική Θράκη στην οποία εξακολουθούν να ζουν τουλάχιστον 100.000 μουσουλμάνοι. Οι περισσότεροι έχουν μητρική γλώσσα τα τούρκικα και θεωρούν ότι ανήκουν στο τουρκικό έθνος. Ορισμένοι μιλούν πομάκικα, μία διάλεκτο που μοιάζει με τα βουλγάρικα, και άλλοι είναι Ρομά ή Αθίγγανοι.
Τα τελευταία ογδόντα χρόνια η ζωή δεν ήταν εύκολη γι' αυτούς τους μουσουλμάνους της Θράκης που παρέμειναν στην Ελλάδα, όταν οι ομόθρησκοι τους σε άλλες περιοχές της χώρας απελάθηκαν. Εκτός όμως από μικρές προστριβές, ποτέ δεν υπήρξαν εχθροπρα­ξίες μεταξύ μουσουλμάνων και χριστιανών στη Θράκη. Το τοπίο είναι ακόμα διάσπαρτο με μιναρέδες και κωδωνοστάσια, ημισέληνους και σταυρούς που αντιπροσωπεύουν κοινότητες οι οποίες ανταγωνίζονται η μία την άλλη δυναμικά, σπάνια όμως με βία.
Οι μουσουλμάνοι της Θράκης έχουν βρεθεί συχνά στο στόχαστρο μιας μερίδας Ελλήνων που εδώ και καιρό τους βλέπει σαν άλλοθι για τις επεκτατικές φιλοδοξίες μιας εχθρικής δύνα­μης, και των Τούρκων εθνικιστών που θέλουν να τους χρησιμοποιήσουν γι' αυτόν ακριβώς το σκοπό.
Πρόσφατα η οικονομική κατάσταση αυτής της κοινότητας καλυτέρευσε, καθώς απολαμβάνει τα πλεονεκτήματα της συμμετοχής της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και σιγά-σιγά διάφορες μορφές διάκρισης από μέρους του ελληνικού κράτους (καθυστερήσεις σε πολεοδομικές και επαγγελματικές άδειες, εμπόδια σε μεταβιβάσεις περιουσιών) απομα­κρύνονται.
 Στα χωριά που βρίσκονται στο βορειοανατολικό άκρο της Ελλάδας κοντά στη Βουλγαρία υπάρχει ατμόσφαιρα βαθιάς μουσουλμανικής ευλάβειας. Γυναίκες κάθε ηλικίας κυκλοφορούν με το κεφάλι σκεπασμένο και η καθημερινή ζωή ξετυλίγεται σύμφωνα με το κάλεσμα του μουεζίνη στην προσευχή. Συγκριτικά με τη σημερινή δυτική Τουρκία όλα αυτά φαίνονται σαν προσπάθεια αναβίωσης του οθωμανικού παρελθόντος.
Στις μεγάλες πόλεις όπως η Κομοτηνή και η Ξάνθη, χριστιανοί και μουσουλμάνοι συναλλάσσονται με επιφυλα­κτικότητα και αμηχανία. Υπάρχουν μεταξύ τους ελάχιστες κοινωνικές επαφές και οι μικτοί γάμοι σπανίζουν και γενικά αποθαρρύνονται και από τις δύο πλευρές.
 Αλλά τώρα που το κλίμα άλλαξε και επικρατούν πιο προοδευτικές αντιλήψεις, στις μουσουλμανικές συνοικίες που κάποτε ξεχώριζαν από τα φτωχικά, ετοιμόρροπα σπίτια, χτίζονται νέες πολυκατοικίες με δορυφορικές κεραίες που επιτρέπουν στους κατοίκους να παρακολουθούν τους αγώνες των τουρκικών ποδοσφαιρικών ομάδων που υποστηρίζουν.
Στην ΚωνσταντιΙσταμπούλ, 150 χιλιόμετρα ανατολικότερα, θα έπρεπε να υπάρχει σύμφωνα     
με τη διπλωματική θεωρία μία ανάλογου μεγέθους ελληνορθόδοξη κοινότητα. Στην
πραγματικότητα η κάποτε ισχυρή ελληνική παρουσία μετά βίας φτάνει τους 2.000
ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους είναι ηλικιωμένοι. Ακόμα και ως το
1950 οι 'Ελληνες ήταν πολυάριθμοι και αρκετά εύποροι αλλά υπήρξαν δύο σημαντικές έξοδοι πληθυσμού. 
 
Η πρώτη έγινε το 1955, μία εποχή που οι σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας ήταν πολύ τεταμένες σχετικά με το μέλλον της Κύπρου. Υποκινούμενος κρυφά από την τουρκική κυβέρνηση, ο όχλος επιτέθηκε στις ελληνικές συνοικίες της Ισταμπούλ σε έξαλλη κατάσταση λεηλατώντας εκκλησίες, νεκροταφεία, επιχειρήσεις και κατοικίες με αποτέλεσμα να ρημαχτεί σχεδόν ολοκληρωτικά η ελληνική αρχιτεκτονική και πολιτιστική κληρονομιά.
 Η δεύτερη έξοδος έγινε μετά το 1964, που πάλι ήταν ανήσυχα τα πνεύματα με αφορμή την τύχη της Κύπρου, και η τουρκική κυβέρνηση εξόρισε αρκετές χιλιάδες κατοίκους που είχαν ελληνικά διαβατήρια αλλά ζούσαν στην Ισταμπούλ.
Αυτό προκάλεσε τη φυγή ενός πολύ μεγαλύτερου αριθμού ελληνικών οικογενειών με τουρκική υπηκοότητα και έτσι το μέγεθος και η οικονομική δύναμη της κοινότητας μειώθηκε δραστικά και ύστερα χάθηκε.
Παρά όμως αυτή την συμφορά, οι' Ελληνες της Ισταμπούλ κατόρθωσαν με νύχια και
με δόντια να κρατήσουν τον έλεγχο ορισμένων θεσμών όπως σχολεία και εκκλησίες,
με κυριότερο το Ορθόδοξο Πατριαρχείο του οποίου ο επικεφαλής θεωρείται πρώτος
μεταξύ ίσων στην ιεραρχία της ανατολικής χριστιανικής εκκλησίας. 
Ο τωρινός πατριάρχης, Βαρθολομαίος Α', είναι ο 270ός κάτοχος ενός θρησκευτικού αξιώματος που ισχύει εδώ και 1.700 χρόνια. Έχει αποκτήσει διεθνή φήμη ως αγωνιστής για την προστασία του περιβάλλοντος παρόλο που αναγκάζεται να κρατάει πολύ λεπτές ισορροπίες στη χώρα που ζει. Μιλάει άνετα τα τούρκικα και είναι νομοταγής Τούρκος πολίτης, αλλά οι κινήσεις και οι ενέργειές του παρακολουθούνται στενά από την κυβέρνηση της Αγκυρας, η οποία αρνείται να τον αναγνωρίσει ως κάτι περισσότερο από έναν τοπικό δεσπότη, θρησκευτικό ταγό του μικρού ποιμνίου της Ισταμπούλ. Κατοικεί σε ένα αρχοντικό αλλά λιτό ξύλινο κτίριο στις όχθες του Κεράτιου κόλπου. Στη συνοικία κάποτε ζούσαν εύποροι και επιφανείς Έλληνες αλλά σήμερα δεν είναι παρά μία φτωχογειτονιά.
Για πολλούς διαφορετικούς λόγους, ο Βαρθολομαίος Α' αποτελεί ένα εντυπωσιακό μείγμα δύναμης και αδυναμίας. Είναι ένας παγκόσμια αναγνωρισμένος ιεράρχης το εκκλησίασμα του οποίου τείνει να εξαφανιστεί.
Επτακόσια περίπου χιλιόμετρα νοτιοανατολικά της Ισταμπούλ υπάρχει ένας τόπος
όπου ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος θα μπορούσε να περιτριγυρίζεται από πιστούς, αν τα πράγματα στη Λωζάννη είχαν πάει προς διαφορετική κατεύθυνση, σε μία από τις λίγες περιοχές της Ανατολίας όπου οι ορθόδοξοι φαινόταν, αρχικά, ότι διέθεταν τις προϋποθέσεις να μείνουν ακόμα και όταν η μεγάλη πλειονότητα των ομοθρήσκων τους έπαιρνε το δρόμο της εξορίας.
 Είναι η απόκοσμα όμορφη περιοχή της Καππαδοκίας,της οποίας οι γιγαντιαίοι κωνικοί βράχοι από ελαφριά ηφαιστειακή τέφρα χρησιμο­ποιούνταν ήδη από τα πρώτα χριστιανικά χρόνια σαν τόποι λατρείας ή απομόνωσης. Σε αυτή την περιοχή οι ορθόδοξοι ήταν βασικά ή αποκλειστικά τουρκόφωνοι, παρόλο που η ελληνική γλώσσα είχε αρχίσει πάλι να μιλιέται στα τέλη του 19ου αιώνα, όταν εύποροι ντόπιοι χριστιανοί έχτισαν σχολεία και έφεραν δασκάλους. 
Σε αντίθεση με την Σμύρνη, το Αϊβαλίκ ή τον Πόντο, αυτή η περιοχή βρέθηκε μακριά από τα κύρια πεδία μάχης και έτσι γλίτωσε από την φρικτή αιματοχυσία που έβαλε τέλος στις σχέσεις εμπι­στοσύνης μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων. Στις μικρές πόλεις και τα χωριά της Καππαδοκίας οι δύο κοινότητες, αν εξαιρέσει κανείς τη θρησκεία, ήταν πολύ δεμένες. Οι θρησκευτικές διαφορές έπαιζαν βέβαια σημαντικό ρόλο στην οθωμανική κοινωνία αλλά σε εκείνη την περιοχή δεν δημιουργήθηκαν ποτέ αγεφύρωτα μίση.
Τελικά οι χριστιανοί της Καππαδοκίας αναγκάστηκαν και εκείνοι να μεταναστεύ­σουν στην Ελλάδα και να προσαρμοστούν σε έναν τόπο με τον οποίο είχαν μεν κοινή θρησκεία, κατά τα άλλα όμως τους ήταν ξένος. Παρά τον υποχρεωτικό τους χωρισμό, οι παλιοί δεσμοί μεταξύ Τούρκων και Ελλήνων, χριστιανών και μουσουλμάνων στην Καππαδοκία δεν κόπηκαν ποτέ εντελώς. Από όλους τους ορθόδοξους που αναγκάστη­καν να μεταναστεύσουν στην Ελλάδα, δεν υπάρχει ομάδα που να διατηρεί ζωντανές και σχετικά ευτυχισμένες αναμνήσεις περισσότερο από τους Καππαδόκες, ούτε και περιοχή στη Μικρασία που να δέχεται τόσο θερμά τους Έλληνες επισκέπτες, ιδίως εκείνους που έχουν τις ρίζες τους εκεί.
Σε ένα μικρό αλλά κάποτε πλούσιο χωριό της Καππαδοκίας που στα ελληνικά ονομάζεται Σινασός και στα τούρκικα Μουσταφαπασά, εξακολουθεί να υπάρχει ένας ισχυρότατος συναισθηματικός δεσμός μεταξύ των ορθόδοξων οικογενειών που έφυγαν το 1924 (και τώρα ζουν στην Ελλάδα ή τις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά κάνουν νοσταλ­γικά ταξίδια στην Καππαδοκία όσο συχνά μπορούν) και των μουσουλμάνων που ζουν ακόμα εκεί.
 Όπως συνέβη και στην περιοχή της Μαύρης Θάλασσας, οι σχέσεις έγιναν ισχυρότερες γιατί υπήρξαν δεσμοί αίματος. Την εποχή της ανταλλαγής, περίπου μισή ντουζίνα ορθόδοξες γυναίκες κατάφεραν να μείνουν στη Σινασό γιατί παντρεύτηκαν μουσουλμάνους και ασπάστηκαν το Ισλάμ. Ένα μέρος του πληθυσμού της σημερι­νής πόλης προέρχεται από σλαβόφωνους μουσουλμάνους που απελάθηκαν από την βόρεια Ελλάδα το 1924, αλλά αυτοί θεωρούνται «νεοφερμένοι» και αντιμετωπίζονται με κάποια επιφύλαξη από τις μουσουλμανικές οικογένειες που ζούσαν στη Σινασό από παλιά και θυμούνται με νοσταλγία την εποχή που το χωριό ήταν κατά τα 3/4 χριστια­νικό και οικονομικά ισχυρό - χάρη σε περιουσίες που έγιναν στην Ισταμπούλ από χριστιανόπουλα της Σινασού τα οποία πρόκοψαν στη ναυτιλία ή το εμπόριο χαβιαριού.
Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι όλοι οι 'Ελληνες που επισκέπτονται το Μουσταφαπασά είναι καλοδεχούμενοι. Αυτό περιλαμβάνει και τον πατριάρχη, ο οποίος τα τελευταία χρόνια έχει καθιερώσει μία σύντομη ετήσια επίσκεψη στην πόλη, απλώς και μόνο για να λειτουργεί μία από τις καλοχτισμένες εκκλησίες όπου οι μόνοι εν ζωή πιστοί είναι οι άνθρωποι της ακολουθίας του και κάθε περαστικός που τυχαίνει να είναι χριστιανός.
Για τον πατριάρχη, του οποίου οι δραστηριότητες παρακολουθούνται πολύ στενά από τις αρχές, οι επισκέψεις αυτές κινούνται στα όρια του επιτρεπτού. Η ειρωνεία είναι ότι δεν υπάρχουν πλέον χριστιανοί όχι μόνο στην Σινασό αλλά και σε ολόκληρη την Καππαδοκία, επομένως αυτές οι λειτουργίες του πατριάρχη δεν αποτελούν ιδιαίτερη  απειλή για το εθνικιστικό τουρκικό φρόνημα. Ένας ορθόδοξος ποιμενάρχης ούτως  ή άλλως αντιμετωπίζεται με καχυποψία από ορισμένες πλευρές στην Τουρκία, όταν  όμως αυτός ο ποιμενάρχης δεν έχει ποίμνιο τότε είναι φυσικό να αντιμετωπίζεται με  κάποια ανοχή.
Μία πολυάριθμη αλλά ανασφαλής μουσουλμανική κοινότητα στην ελληνική Θράκη,  Μία ολιγάριθμη ορθόδοξη κοινότητα στην Πόλη της οποίας ηγείται ένας πατριάρχης· με προσωπικότητα και διεθνές κύρος. Μία ανύπαρκτη χριστιανική κοινότητα στην Καππαδοκία. Όλα έχουν τις ρίζες τους στις συζητήσεις που έγιναν στην Ελβετία από  έναν ξεροκέφαλο Τούρκο στρατηγό, έναν πανέξυπνο Έλληνα πολιτικό και έναν ευέξαπτο Βρετανό αριστοκράτη.
Η ελληνική αντιπροσωπεία στο συνέδριο της Λωζάνης


Η συνδιάσκεψη της Λωζάννης ξεκίνησε στις 20 Νοεμβρίου 1922. Μάζεψε γύρω  από το τραπέζι τους εκπροσώπους της Τουρκίας και όλους τους αντιπάλους της στον  Α' Παγκόσμιο πόλεμο, καθώς και μισή ντουζίνα άλλα κράτη, μεταξύ των οποίων η Αμερική, σε ρόλο παρατηρητών.
Συναντήθηκαν στο ξεπεσμένο αλλά μεγαλοπρεπές Hotel du Chateau στο Ουσί κοντά στη Λωζάννη στις όχθες της λίμνης Λεμάν. Παρά το ήρεμο αλπικό τοπίο, υπήρχε τέτοιο κλίμα εκνευρισμού που πολλές φορές η πιθανότητα να ξαναρχίσουν οι εχθροπραξίες ήταν πολύ κοντά.
Η συνδιάσκεψη της Λωζάννης σήμανε συγχρόνως ένα τέλος και μία αρχή. Ήταν το  τελευταίο επεισόδιο μιας δεκαετούς διαμάχης σχετικά με το μέλλον της οθωμανικής  ενδοχώρας. Για την κοσμοκράτειρα Βρετανία σήμαινε το τέλος μιας περιόδου όπου  το δικαίωμά της να επηρεάζει τα γεγονότα στην Εγγύς και Μέση Ανατολή χρησιμοποιώντας ένα μείγμα διπλωματίας, οικονομικής πίεσης και στρατιωτικής ισχύος  ήταν αδιαμφισβήτητο. Και για τον υπουργό εξωτερικών της Βρετανίας λόρδο Κούρζον, μάστορα της τέχνης της ιμπεριαλιστικής διπλωματίας, ήταν το αποκορύφωμα μιας λαμπρής σταδιοδρομίας.
Για τους νέους, αντιμοναρχικούς ηγέτες της Ελλάδας, η συνδιάσκεψη έβαζε φρένο στα όνειρα τους για την αναστήλωση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας -της λεγόμε­νης Μεγάλης Ιδέας- η οποία συνεπήρε και διαστρέβλωσε την εξωτερική πολιτική του μικρού ελληνικού κράτους κατά τον πρώτο αιώνα της ύπαρξής του.
Για την Τουρκία, η συνδιάσκεψη σήμαινε το τέλος μιας πραγματικής αυτοκρατορίας, όχι μιας φανταστικής, και την γέννηση μιας νέας, εκκοσμικευμένης δημοκρατίας η οποία προτιμούσε να είναι συμπαγής και ενιαία παρά αχανής και πολύμορφη.
Ο ηγέτης της Μουσταφά Κεμάλ είχε ήδη πετύχει έναν από τους στόχους που είχε θέσει λίγες μέρες προτού αρχίσει η συνδιάσκεψη. Η οθωμανική κυβέρνηση, έχοντας απαξιωθεί λόγω της αναίσχυντης ανεκτικότητάς της απέναντι στους δυτικούς κατακτητές της Ισταμπούλ, δεν υπήρχε πλέον.
 Αλλά ανάμεσα στους υποστηρικτές και συναγωνιστές του Κεμάλ υπήρχε ανταγωνισμός και αντιζηλία και δυστυχώς δεν μπορούσε να είναι απόλυτα σίγουρος ότι η Μεγάλη Εθνοσυνέλευση, που ο ίδιος είχε ιδρύσει στην Άγκυρα δύο χρόνια πριν προκειμένου να καθιερωθεί νομικά και θεσμικά, θα τον στήριζε. Ούτε και μπορούσε να περιμένει απόλυτη συνέπεια από τους στενούς πολιτικούς και στρα­τιωτικούς του συναγωνιστές, γιατί ο καθένας είχε τα προσωπικά του οφέλη κατά νου.
Τελικά, ως εκπρόσωπο του στη συνδιάσκεψη ειρήνης της Λωζάννης, ο Κεμάλ έστειλε τον πιο πιστό στρατιωτικό διοικητή του, τον μικρόσωμο και ξεροκέφαλο Ισμέτ πασά, ο οποίος ήταν επικεφαλής των Τούρκων εθνικιστών στις πρώτες στρατιωτικές νίκες το 1921, και τους οδήγησε στον τελικό τους θρίαμβο το 1922. Οι σχέσεις μεταξύ του Ισμέτ και του πρωθυπουργού Χουσεΐν Ραούφ Ορμπάι ήταν τεταμένες, αλλά ο Χουσεΐν ήταν εκείνος που έδινε στον Ισμέτ τις οδηγίες για τη διαπραγμάτευση, φυσικά κατόπιν συμφωνίας με την Εθνοσυνέλευση.
Η τούρκικη αντιπροσωπεία στο συνέδριο της Λωζάνης

Εν τω μεταξύ ως δεύτερο στην ιεραρχία μέλος της τουρκικής αντιπροσωπείας στη Λωζάννη ορίστηκε ο Ριζά Νουρ, ένας κακεντρεχής γιατρός που το ασίγαστο μένος του εναντίον των χριστιανικών κοινοτήτων της Ανα­τολίας ήταν ανάλογο, αν δεν υπερέβαινε κιόλας, εκείνου των συνεργατών του. Αυτός ο εσωτερικός ανταγωνισμός ήταν ίσως ο λόγος που κανένας Τούρκος αξιωματούχος από αυτούς που συμμετείχαν στη συνδιάσκεψη της Λωζάννης δεν αισθανόταν ιδιαί­τερη όρεξη να «ρισκάρει» κάνοντας κάποια κίνηση που οι υπόλοιποι θα εκλάμβαναν ως αδυναμία της Τουρκίας ενώπιον του δυτικού κόσμου και των Ελλήνων.
Σε κάθε περίπτωση ο ρεαλισμός ήταν κάτι που ερχόταν φυσικά στον Ισμέτ, έναν στρατιωτικό του οποίου η έλλειψη εμπειρίας στα διπλωματικά τερτίπια θεωρήθηκε από την κυβέρνησή του ως προτέρημα. Μπορούσαν να είναι σίγουροι ότι θα επέμενε πεισματικά να τηρηθούν οι αξιώσεις που προέβαλε η Τουρκία με κυριότερη να απορ­ριφθεί άμεσα κάθε συμφωνία ή καθεστώς απειλητικό για την τουρκική ανεξαρτησία.
Ετσι δεν θα μπορούσε ποτέ να γίνει δεκτή η ύπαρξη μειονοτήτων με ειδικά προνό­μια ή υπό την προστασία των ξένων δυνάμεων, ούτε οι ξένες δυνάμεις θα έπρεπε να προσδοκούν σε οικονομικά οφέλη σαν εκείνα που είχαν στη διάρκεια των λεγομένων συνθηκολογήσεων υπό όρους, που παρείχαν στους πράκτορές τους σχεδόν απόλυτη ασυλία απέναντι στους νόμους της αυτοκρατορίας. Οι οδηγίες που πήρε ο Ισμέτ από την Άγκυρα περιλάμβαναν ορισμένα θέματα τα οποία η Τουρκία έπρεπε να αποφύγει με κάθε τρόπο να συζητήσει και ειδικά το ενδεχόμενο να αποκοπεί κάποια περιοχή της  Ανατολίας προκειμένου να γίνει πατρίδα για τους Αρμένιους.
Για τον λόρδο Κούρζον, την κυρίαρχη προσωπικότητα της συνδιάσκεψης, οι προτεραιότητες ήταν δύο: η ελευθερία να πηγαινοέρχονται πλοία μεταξύ της Μαύρης Θάλασσας και του Αιγαίου -με άλλα λόγια η ναυτιλία να έχει ελεύθερη πρόσβαση στα Στενά,  τα οποία θα έλεγχε το νέο τουρκικό κράτος- και οι πετρελαιοπηγές της Μοσούλης στο  σημερινό Ιράκ. Σε ένα γεωπολιτικό παιγνίδι που στην αρχή του 21ου αιώνα ακούγεται  πολύ οικείο, η πλούσια σε πετρέλαιο περιοχή της Μοσούλης μετά τον Α' Παγκόσμιο  πόλεμο ήταν υπό κατοχή και αποτελούσε κομμάτι του βρετανικού προτεκτοράτου της Μεσοποταμίας. Το 1922, όπως άλλωστε και το 2003, η Τουρκία φοβόταν ότι ένα καθε­στώς που θα ελεγχόταν από τους Αγγλοσάξωνες και θα ήταν ευνοϊκά διατεθειμένο απέ­ναντι στον κουρδικό πληθυσμό της Μοσούλης, θα άνοιγε την όρεξη στους Κούρδοι υπηκόους της να ζητήσουν αυτονομία.
Ενώ ο λόρδος Κούρζον ήθελε να διατηρηθεί η Μοσούλη υπό βρετανική προστασία, τα πολιτικά αφεντικά της Αγκυρας ήταν αποφα­σισμένα να την ενσωματώσουν στα δικά τους νεοχαραγμένα σύνορα. Η Γαλλία και η Ιταλία είχαν άλλες διαφορές με την Τουρκία. Έχοντας δώσει τακτική υποστήριξη στην εκστρατεία του Κεμάλ εναντίον της Ελλάδας, προσέβλεπαν σε οικονομικά προνόμια σαν εκείνα που οι δυτικές δυνάμεις απολάμβαναν τις παλιές καλές μέρες. Ο Κούρζον τους αντιμετώπιζε με την ίδια σχεδόν περιφρόνηση που αντιμετώπιζε τους Τούρκους οι οποίοι πίστευαν ότι οι δυτικές δυνάμεις είχαν όλες ταχθεί εναντίον τους με σκοπό να τους στερήσουν από τους καρπούς της θυσίας τους στα πεδία της μάχης. Αλλά και το  δυτικό στρατόπεδο φαινόταν διασπασμένο και εριστικό, με την Βρετανία να υποπτεύεται συνεχώς ότι η Γαλλία και η Ιταλία έκαναν ξεχωριστές συμφωνίες με την Τουρκία  προκειμένου να εξασφαλίσουν οικονομικά ή διπλωματικά ανταλλάγματα.
Από την αρχή της συνδιάσκεψης η ατμόσφαιρα οξύνθηκε καθώς η αποδοκιμασία  του λόρδου Κούρζον για τα εγκλήματα των τουρκικών δυνάμεων αντιμετωπίστηκε με  πείσμα και αλαζονεία από τον Ισμέτ και την ομάδα του. Την 1η Δεκεμβρίου και καθώς ξεκίνησε η πρώτη ουσιαστική συζήτηση με θέμα τους αιχμαλώτους και τις μειονότητες της Ελλάδας και της Τουρκίας, ο βρετανός υπουργός εξωτερικών υπαινίχθηκε ότι η Τουρκία ευθυνόταν για τη μετακίνηση, διά του θανάτου ή του διωγμού, ενός εκατομμυ­ρίου Ελλήνων υπηκόων της.
 Η λογική του ήταν απλή: το 1914, ο ελληνικός πληθυσμός της Ανατολίας αριθμούσε 1,6 εκατομμύριο ανθρώπους. Μέχρι το τέλος του Α' Παγκο­σμίου πολέμου περίπου 300.000 από αυτούς είχαν πεθάνει ή φύγει ως το καλοκαίρι του 1922 σε αυτό τον αριθμό είχαν προστεθεί άλλες 200 χιλιάδες. Ύστερα από την νίκη των Τούρκων τον Σεπτέμβριο 500 χιλιάδες Έλληνες σκοτώθηκαν ή απελάθηκαν - επομένως υπολόγιζε ότι έμεναν ακόμα 500 ως 600 χιλιάδες κάτοικοι. Πολλοί από αυτούς ήταν άνδρες μεταξύ δεκαπέντε και εξήντα ετών που τους είχε απαγορευτεί η έξοδος και οι περισσότεροι κρατούνταν αιχμάλωτοι ή βρισκόταν ήδη σε στρατόπεδα εργασίας.
Σήμερα πια γνωρίζουμε ότι ο λόρδος Κούρζον δεν είχε υπολογίσει με ακρίβεια τον αριθμό των Ελλήνων που παρέμεναν στην Μικρασία καθώς δεν ήταν παραπάνω από 300 χιλιάδες, αλλά έτσι πέτυχε έναν βασικό του στόχο. Να εκθέσει την Τουρκία απέ­ναντι στην παγκόσμια κοινή γνώμη και να την στριμώξει σε θέση άμυνας σε ένα πολύ δημόσιο βήμα. Όμως, ο Ισμέτ πασάς στάθηκε ακλόνητος. Παραδέχτηκε ότι η Τουρκία ήθελε να διώξει το συντομότερο τους' Ελληνες από τα εδάφη της και είχε μάλιστα πρό­σφατα ορίσει προθεσμία ως τις 13 Δεκεμβρίου, λιγότερο δηλαδή από δύο βδομάδες.
Λίγες ώρες νωρίτερα οι συμμετέχοντες στη συνδιάσκεψη είχαν παρακολουθήσει την εισήγηση του Φρίντχοφ Νάνσεν, η οποία περιέγραφε με μελανά χρώματα την ανθρώ­πινη τραγωδία που δημιουργούσε η ελληνική έξοδος. Η εισήγηση περιείχε επίσης αυτό που ο Νάνσεν (και άλλοι που όμως δεν ήθελαν να τον υποστηρίξουν ανοιχτά) θεω­ρούσε ως την πιο ενδεδειγμένη μέθοδο αντιμετώπισης της κατάστασης. Μία ανταλλαγή πληθυσμών αποδεκτή και από τις δύο πλευρές με τη δικαιολογία ότι «η ανακατάταξη των πληθυσμών της Μικρασίας [...] θα εξασφαλίσει την ειρήνη στην εγγύς Ανατολή».
Με άλλα λόγια, μία έξοδο των Ελλήνων από την Ανατολία -η οποία συνέβαινε ούτως ή άλλως και μάλιστα κάτω από απάνθρωπες συνθήκες- νόμιμη και επικυρωμένη, και  συγχρόνως μία απέλαση των μουσουλμάνων της Ελλάδας στην Τουρκία προκειμένου να «υπάρξει χώρος» για τους πρόσφυγες που συνέρεαν στην Ελλάδα.
Οι προοδευτικοί όλου του δυτικού κόσμου έφριξαν με την ιδέα ότι η εξορία των χρι­στιανών υπηκόων της Τουρκίας θα ήταν ποτέ δυνατόν να γίνει αποδεκτή και μάλιστα να επισημοποιηθεί με διεθνή συνθήκη. Η εφημερίδα New York Times σε ανταπόκριση της από τη Λωζάννη έγραψε ότι «μια μαύρη σελίδα της ιστορίας» γράφτηκε την 1η Δεκεμβρίου και συνέχιζε:
Ο Ισμέτ πασάς στάθηκε μπροστά στους ηγέτες του πολιτισμένου κόσμου και παραδέ­χθηκε ότι ή χώρα του είχε αποφασίσει την απέλαση από την τουρκική επικράτεια σχεδόν ενός εκατομμυρίου Ελλήνων χριστιανών οι οποίοι ήταν δύο εκατομμύρια λίγα μόλις χρόνια νωρίτερα. Η τουρκική κυβέρνηση συναίνεσε να δώσει διορία δύο εβδομάδων για την μεγάλη έξοδο. Οι ηγέτες του πολιτισμένου κόσμου υπέκυψαν σε αυτή την τουρ­κική απαίτηση και αμέσως βάλθηκαν να επινοήσουν τρόπους για να φυγαδεύσουν τις χιλιάδες των Ελλήνων από την Τουρκία, προτού ακολουθήσουν τη μοίρα των 800.000 Αρμενίων που σφάχτηκαν το 1910 και το 1917.
Την επόμενη μέρα, ένα άρθρο στην πρώτη σελίδα της εφημερίδας έθετε τη ρητορική ερώτηση:
Αυτό λοιπόν θα είναι το τέλος των χριστιανικών μειονοτήτων της Μικράς Ασίας - αυτής της γης την οποία, πάνω από δεκατρείς αιώνες προτού ο Τούρκος την κατακτήσει, ο Απόστολος Παύλος περπάτησε από άκρου σε άκρο και όπου ορθώνονταν «οι επτά εκκλησίες της Ασίας» που έλαβαν τα μηνύματα της Αποκάλυψης;
Σήμερα αυτή η έκρηξη αγανάκτησης ακούγεται σαν φωνή από το παρελθόν. Μας γυρίζει σε μία εποχή όπου το δυτικό κατεστημένο είχε τη συνήθεια να αντιμετωπίζει πιο ευνοϊκά τη χριστιανοσύνη από τα άλλα δόγματα και να τάσσεται περισσότερο με το μέρος των χριστιανών θυμάτων του πολέμου παρά με τα άλλα θύματα συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που υπέφεραν τα πάνδεινα στα χέρια των χριστιανικών δυνάμεων.
 Για μερικούς ορθόδοξους χριστιανούς σήμερα, το άρθρο αποτελεί δείγμα της υποκρισίας του δυτικού κόσμου ο οποίος ολοφύρεται για την τύχη των ομοθρήσκων του αλλά στο τέλος είναι έτοιμος να αποδεχθεί τα τετελεσμένα γεγονότα που δημιουργούν οι πόλεμοι.
 Σε κάθε περίπτωση, πίσω από το προπέτασμα καπνού της βρετανικής και αμερικανικής αγανάκτησης και της τουρκικής ξεροκεφαλιάς, έπαιρνε σιγά-σιγά μορφή κάποιος συμβιβασμός. Η πρόταση του Νάνσεν να «αναδομηθούν οι λαοί» της Ελλάδας και της Τουρκίας είτε το ήθελαν είτε όχι, είχε κερδίσει την αποδοχή των περισσοτέρων. Έμενε μόνο να συμφωνηθούν οι ακριβείς όροι. Η λύση της ανταλλαγής πληθυσμών ήλθε σαν μάνα εξ ουρανού για έναν από τους εκπροσώπους της τουρκικής κυβέρνησης, τον στριφνό Ριζά Νουρ. Στα απομνημονεύματά του τα οποία αποκαλύπτουν πολλά για τον τρόπο σκέψης των Τούρκων εθνικιστών εκείνο τον καιρό, ο Νουρ γράφει: «θέλαμε να προτείνουμε την ανταλλαγή πληθυσμών αλλά δεν τολμούσαμε»' γι' αυτό και η τουρκική πλευρά έβγαλε στεναγμό ανακούφισης όταν ο Νάνσεν άρπαξε πρώτος τον ταύρο απ’ τα κέρατα.
Ο βαθμός αποδοχής που η πρόταση του Νάνσεν ήδη απολάμβανε δεν ήταν ιδιαίτερα φανερός εκείνη την εποχή. Ενώ τους άρεσε το περιεχόμενο των προτάσεων, οι Τούρκοι απεσταλμένοι στη Λωζάννη είχαν επιμείνει, για τυπικούς λόγους, ότι ο Νορβηγός δεν θα έπρεπε να κάνει αυτοπροσώπως την εισήγησή του κατά τη διάρκεια της συνεδρί­ασης της 1ης Δεκεμβρίου, αλλά να την διαβάσει κάποιος άλλος.
 Μόνο την επομένη μέρα, στη συνάντηση μιας νέας υποεπιτροπής για τους πρόσφυγες και τις μειονότητες, επετράπη στον Νάνσεν να μιλήσει ο ίδιος σχετικά με το επείγον «ανθρωπιστικό» πρό­βλημα-όπως το έθεσε- για μία μαζική, αναγκαστική μετακίνηση πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Την άλλη μέρα έφυγε για τη Νορβηγία. Ύστερα από μία εβδο­μάδα παρέλαβε το βραβείο Νομπέλ για την Ειρήνη, όχι μόνο για την βοήθειά του προς τους αιχμαλώτους πολέμου και τα θύματα του λοιμού στη Ρωσία, αλλά και για την «εργασία του για τους πρόσφυγες της Μικρασίας και της Θράκης».
Αν η πρόταση του Νάνσεν για μία ευρεία ανταλλαγή πληθυσμών από τις δύο πλευ­ρές του Αιγαίου (όχι μόνο σαν αναγκαίο μέτρο αλλά και σαν στρατηγική επιλογή) έθετε προβλήματα ηθικής τάξης, η επιτροπή για το Νομπέλ Ειρήνης δεν πονοκεφάλιασε ιδιαίτερα. 
Ούτε εκφράστηκαν ποτέ ενδοιασμοί από μέρους των δυτικών κυβερνήσεων οι οποίες αρχικά εξουσιοδότησαν το Νάνσεν να φροντίσει τους αιχμαλώτους και κατό­πιν τον ενθάρρυναν να χρησιμοποιήσει αυτή την εξουσιοδότηση δημιουργικά. Όπως παρατηρεί ο βιογράφος του Νάνσεν Ρόλαντ Χάντφορντ: « ήταν η πρώτη φορά που οι δυνάμεις χρησιμοποίησαν έναν αξιωματούχο διεθνούς οργανισμού για να νομιμοποι­ήσουν τις πράξεις τους».
Στη Λωζάννη εν τω μεταξύ γινόταν άγριο παζάρι καθ' όλη τη διάρκεια του Δεκεμ­βρίου 1922 και στις αρχές του Ιανουαρίου 1923 σχετικά με το εύρος της ανταλλαγής πληθυσμών. Ο λόρδος Κούρζον υποστήριξε τον Ελευθέριο Βενιζέλο που διεκδικούσε σθεναρά την εξαίρεση των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης από τη διαδικασία. Οι Τούρκοι επέμεναν εξίσου πεισματικά να συμπεριληφθεί στις ανταλλαγές αυτή η εύπορη και δυναμική κοινότητα. 
Για την Άγκυρα, το να ξεφορτωθεί τους Έλληνες της Κων­σταντινούπολης, που αποτελούσαν σχεδόν το μισό προπολεμικό πληθυσμό της πόλης, ήταν ένα από τα κύρια «πλεονεκτήματα» που τους προσέφερε η ανταλλαγή. Στις τουρ­κικές απαιτήσεις συμπεριλαμβανόταν η άμεση απέλαση του Ορθόδοξου Πατριαρχείου από τις ακτές του Βοσπόρου.
Όταν το οθωμανικό αυτοκρατορικό σύστημα βρισκόταν στο απόγειο ο πατριάρχης αποτελούσε έναν από τους βασικούς μοχλούς ελέγχου του πληθυσμού. Απολάμβανε σημαντικά διοικητικά και φορολογικά δικαιώματα πάνω στους ορθόδοξους υπηκόους της αυτοκρατορίας είτε ήταν Έλληνες είτε όχι. Σε αντάλλαγμα ήταν υποχρεωμένος να «εξασφαλίζει» την αφοσίωση των χριστιανών προς το σουλτάνο και φυσικά να του παραδίδει ένα μεγάλο μερίδιο των φόρων. 
Αλλά οι θεμελιωτές του νέου, σύγχρονου τουρκικού κράτους επέμεναν ότι ένας θεσμός ο οποίος είχε επανειλημμένα αποδείξει την τάση του να λειτουργεί ως κράτος εν κράτει, δεν είχε θέση σε μία χώρα της οποίας οι μειονότητες, αν υποθέσουμε ότι υπήρχαν, θα φορολογούνταν, θα στρατεύονταν, θα σπούδαζαν και θα ήταν ίσες απέναντι στους νόμους του κράτους.
Οι Τούρκοι εθνικιστές είχαν και άλλα πιο συγκεκριμένα παράπονα από το Πατριαρχείο. Από το Δεκέμβριο του 1921 ο πατριάρχης Μελέτιος Δ' είχε ενεργά ταχθεί υπέρ της Μικρασιατικής Εκστρατείας. Προοδευτικός κληρικός και φίλος του Βενιζέλου, ο Μελέτιος είχε πρωτοστατήσει στις προσπάθειες να εξασφαλιστεί ηθική και υλική υποστήριξη (και από τις δυτικές εκκλησίες) για τους Έλληνες της Μικρασίας, ειδικά ύστερα από τότε που οι τύχες του πολέμου γύρισαν εναντίον τους.
 Για τους Τούρκους νικητές ο διωγμός των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης και η αποπομπή του θρησκευτικού τους ηγέτη αποτελούσαν βλέψεις οι οποίες κατατέθηκαν στα πρώτα στάδια των διαβουλεύσεων στη Λωζάννη σαν αδιαπραγμάτευτες θέσεις. Στις  16 Δεκεμβρίου ο Ισμέτ υπέβαλε επισήμως μία αίτηση απομάκρυνσης του πατριάρχη με  το επιχείρημα ότι οι «θρησκευτικοί» θεσμοί που λειτουργούσαν σε ημιπολιτικό πλαίσιο δεν είχαν θέση στη νέα τουρκική δημοκρατία - άσχετο αν ήταν χριστιανικοί, μουσουλ­μανικοί ή ο,τιδήποτε άλλο. 
Στο παλιό οθωμανικό σύστημα η ιδιότητα του ηγεμόνα του κράτους και του πνευματικού ηγέτη ή χαλίφη ήταν συγκεντρωμένη σε ένα πρόσωπο τον σουλτάνο. Αλλά λίγες μέρες προτού ξεκινήσουν οι εργασίες της Λωζάννης, ο τελευ­ταίος των οθωμανών σουλτάνων είχε επιβιβαστεί σε ένα βρετανικό πολεμικό πλοίο και εγκαταλείψει την πρωτεύουσά του. Ποτέ πια δεν θα συγκεντρωνόταν η πολιτική και θρησκευτική εξουσία σε ένα άτομο. Ο χωρισμός του καίσαρα από τον Θεό από δω και πέρα θα ίσχυε τόσο για τους' Ελληνες όσο και για τους μουσουλμάνους και καθώς το Ορθόδοξο Πατριαρχείο ήταν αδιόρθωτα πολιτικοποιημένο δεν μπορούσε να παραμεί­νει στην προαιώνια έδρα του στις όχθες του Κεράτιου κόλπου.
Στις 4 Ιανουαρίου η τουρκική αντιπροσωπεία επανέλαβε με ακόμα μεγαλύτερη επιμονή την αξίωσή της για την απομάκρυνση του πατριάρχη και του καθεστώτος του δίνοντας έμφαση στον πολιτικό του ρόλο και την αμέριστη υποστήριξή του στις ελληνικές επιδιώξεις κατά τη διάρκεια του πρόσφατου πολέμου. 
Υπήρξε και κάποιος υπαι­νιγμός ότι αν δεν ικανοποιούνταν αυτό το αίτημα η Τουρκία μπορεί και να σκλήραινε τη στάση της απελαύνοντας άμεσα όλους τους Έλληνες από την Κωνσταντινούπολη, Από την άλλη, αν οι Έλληνες συμφωνούσαν να αναχωρήσει ο πνευματικός τους ηγέ­της για κάποιο άλλο μέρος όπως, για παράδειγμα, τη μοναστική κοινότητα του Αγίου Όρους  στον Άθω, οι Τούρκοι ίσως συναινούσαν να παραμείνει ένας μεγαλύτερος αριθ­μός Ελλήνων στην οθωμανική πρωτεύουσα.
 Στις διαβουλεύσεις αλλά και σε ιδιωτικές συζητήσεις, η βρετανική αντιπροσωπεία επέμενε, κάπως φορτικά είναι η αλήθεια, στο δικαίωμα του πατριάρχη να διατηρήσει την έδρα του. Ο λόρδος Κούρζον έδωσε οδη­γίες στον βοηθό του Χάρολντ Νίκολσον να επισκεφθεί την τουρκική αντιπροσωπεία και να ξεκαθαρίσει ότι ο κάτοχος του υψηλότερου αξιώματος της Ορθοδοξίας είχε την απόλυτη στήριξη του βρετανικού λαού και όχι μόνο ο αρχιεπίσκοπος του Καντέρμπουρι αλλά και το σύνολο του βρετανικού κατεστημένου δεν θα έβλεπαν με καλό μάτι οποια­δήποτε κίνηση υποβιβασμού του σημαντικού αυτού θρησκευτικού θεσμού.
Πόσα γνώριζε ο λαός της Βρετανίας για τον πατριάρχη και πόσο πραγματικά ενδια­φερόταν ο Κούρζον για την τύχη του είναι ένα ερώτημα, αλλά ο υπουργός εξωτερικών διαισθανόταν ότι κάθε άστοχος χειρισμός των ελληνοτουρκικών θεμάτων θα είχε υψηλό πολιτικό κόστος στην Βρετανία.
 Είχαν περάσει λίγοι μόλις μήνες που η σταδιοδρομία του Λόυντ Τζωρτζ, του βετεράνου φιλελεύθερου πρωθυπουργού είχε καταποντιστεί γιατί η σχεδόν απεριόριστη εμπιστοσύνη στον ελληνικό σκοπό και στο Βενιζέλο τού είχε δημι­ουργήσει προβλήματα αξιοπιστίας. Για κάποιον που ενδιαφερόταν σφόδρα για την υστε­ροφημία του θα πρέπει να ήταν σαφές ότι η βρετανική συγκατάθεση στην αποπομπή ενός θρησκευτικού ηγέτη από την έδρα που κατείχε από τα πρώτα χρόνια της Χριστιανοσύνης θα μπορούσε να γυρίσει εναντίον του και να του αμαυρώσει την υπόληψη.
Lord Curzon
Στην προσπάθεια του να βρει λύση, ο Κούρζον πρότεινε ο ρόλος του πατριάρχη να είναι στο εξής αποκλειστικά πνευματικός και κάθε «πολιτικό και διοικητικό» προνόμιο να του αφαιρεθεί, κάτι που ο Βενιζέλος και οι Ελληνες δέχθηκαν αμέσως. Υπό αυτούς τους όρους ο ιεράρχης θα μπορούσε να παραμείνει. Στις 10 Ιανουαρίου ο λόρ­δος Κούρζον προειδοποίησε δημόσια τους Τούρκους ότι «η κοινή γνώμη του χριστια­νικού κόσμου θα αναστατωνόταν» στην περίπτωση που το πατριαρχείο εξαναγκαζόταν σε φυγή. Εν τω μεταξύ όμως είχε ήδη κλειστεί μία συμφωνία στο παρασκήνιο. Ο Ισμέτ πασά ανακοίνωσε ότι «ως απόδειξη καλής θέλησης» -και όσο ο ρόλος του πατριάρχη παρέμενε αυστηρά πνευματικός- η τουρκική πλευρά θα απέσυρε την απαίτηση της για αποπομπή του Πατριαρχείου. Με την χαρακτηριστική του ωμότητα ο Ριζά Νούρ στα απομνημονεύματά του εξηγεί πώς η τουρκική αντιπροσωπεία δέχθηκε να κάνει αυτή την παραχώρηση. Αφήνοντας τον πατριάρχη στη θέση του ήταν ένας τρόπος να «περιορίσει το φίδι στη φωλιά του» - με άλλα λόγια οι τουρκικές αρχές θα μπορούσαν να τον ελέγχουν καλύτερα. Αν επιτρεπόταν στον θρησκευτικό ηγέτη να εγκατασταθεί στο Άγιο Όρος θα είχε ίσως τη δυνατότητα να «απλώνει το δηλητήριο» του ευκολότερα. Αυτό ήταν το στυγνό σχόλιο του γιατρού.
Αυτή η συμφωνία άνοιξε το δρόμο για μία μεγαλύτερη, καθώς τελικά εξαιρέθηκε όχι μόνο ο πατριάρχης αλλά και το ποίμνιο του -δηλαδή οι ορθόδοξοι της πόλης- από την ανταλλαγή των πληθυσμών. Από τουρκική σκοπιά η ελληνική κοινότητα της Ισταμπούλ, της οποίας ο θρησκευτικός ηγέτης δεν θα είχε πλέον κανένα δικαίωμα να ανακατεύεται με τα πολιτικά, φαινόταν λιγότερο απειλητική. 
Οι εκπρόσωποι της Τουρκίας στη συνδιάσκεψη έλαβαν επίσης διαβεβαιώσεις ότι οι 'Ελληνες της Ισταμπούλ και οι υπόλοιπες θρησκευτικές μειονότητες θα υπηρετούσαν στο στρατό όπως όλοι οι Τούρκοι πολίτες. Στην αρχή του συνεδρίου οι δυνάμεις της δύσης είχαν επιμείνει να απαλλαγούν οι χριστιανοί από τις στρατιωτικές υποχρεώσεις. Αλλά και σε αυτό το ζήτημα ο Ριζά Νουρ εξέφρασε με κυνισμό την τουρκική θέση. Όσο υπήρχε η απειλή της θητείας οι νεαροί Έλληνες της Ισταμπούλ θα είχαν σοβαρά κίνητρα για να μετα­ναστεύσουν επομένως, και μόνο γι' αυτό το λόγο, η μειονότητα θα συρρικνωνόταν μέσα σε μία γενιά. Και έτσι η Τουρκία θα επέτρεπε την παραμονή των Ελλήνων της Ισταμπούλ, φυσικά με την προϋπόθεση ότι θα έπαιρνε ανταλλάγματα.
Επιπλέον, αυτά τα ανταλλάγματα έπρεπε να είναι σημαντικά για την τουρκική πλευρά. Η στέρηση όλων των διοικητικών προνομίων από τον Έλληνα πατριάρχη και ο εξαναγκασμός του ποιμνίου να υπηρετεί στον στρατό δεν έφταναν. Για να επιτραπεί στους πάνω από εκατό χιλιάδες Έλληνες να παραμείνουν στην Ισταμπούλ, η Ελλάδα έπρεπε να κάνει μία ανάλογη χειρονομία καλής θέλησης:
 Να εξαιρέσει από την ανταλ­λαγή πληθυσμών τους μουσουλμάνους της δυτικής Θράκης, ο αριθμός των οποίων εκείνο τον καιρό ήταν περίπου ανάλογος. Για τους Τούρκους εθνικιστές η Θράκη ήταν  ευαίσθητη περιοχή. Σύμφωνα με το Εθνικό Σύμφωνο του 1920 που διαπραγματευόταν· την έκταση και την δομή της νέας Τουρκίας που προσπαθούσαν να θεμελιώσουν, το  μέλλον της δυτικής Θράκης θα αποφασιζόταν με δημοψήφισμα - στο οποίο η μουσουλμανική πλειοψηφία κατά πάσα πιθανότητα θα ενωνόταν με την Τουρκία.
Την εποχή των ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων, οι περισσότερες απαιτήσεις του  Εθνοσύμφωνου είχαν ικανοποιηθεί και ο Κεμάλ πιεζόταν να διεκδικήσει και να κερδίσει  τη δυτική Θράκη. Η περιοχή, μία στενή παραθαλάσσια έκταση που υψωνόταν προς  έναν ορεινό χερσότοτοπο, ήταν σε τεταμένη κατάσταση. 
Οι Έλληνες πρόσφυγες που  λίγες εβδομάδες νωρίτερα είχαν φτάσει από την ανατολική Θράκη στρατοπέδευαν  όπου μπορούσαν και Έλληνες χωροφύλακες και στρατιώτες έδιωχναν συνεχώς τους μουσουλμάνους για να δημιουργήσουν χώρο. Από τις δύο πλευρές της νέας συνοριακής γραμμής παρατασσόταν στρατός.
 Στην τουρκική πλευρά ορισμένοι στρατηγοί του  Κεμάλ επέμεναν να μην παραχωρηθεί η δυτική Θράκη στην Ελλάδα χωρίς μάχη. Στην  Αθήνα εν τω μεταξύ μερικοί από τους αξιωματικούς του στρατού που είχαν αρπάζει την εξουσία το Σεπτέμβριο εξακολουθούσαν να ονειρεύονται ότι θα έπαιρναν πίσω την ανατολική Θράκη. Σαν να μην έφταναν αυτά οι πιο πρόσφατοι αφέντες της δυτικής Θράκης, οι Βούλγαροι, παρέμεναν χολωμένοι που έχασαν την πρόσβασή τους στη θάλασσα. Ο πρωθυπουργός τους Αλέξανδρος Σταμπολίτσκι πετούσε σπόντες ότι η Βουλγαρία ίσως επιχειρούσε μόνη της μία ένοπλη έξοδο προς το Αιγαίο.

Για όλους αυτούς τους λόγους, υπήρχε ταύτιση απόψεων ανάμεσα στους πρωτομά­στορες της ελληνικής και της τουρκικής διπλωματίας. Του Βενιζέλου στη Λωζάννη, ο οποίος μπορεί να μην είχε επίσημη ιδιότητα, αλλά ήταν η προσωπικότητα που διέθετε το περισσότερο κύρος στον ελληνικό κόσμο, και του Μουσταφά Κεμάλ στην Αγκυρα. Και οι δύο αρχηγοί ήθελαν να φτάσουν το ταχύτερο σε μία συμφωνία σχετικά με τα σύνορα και τους πληθυσμούς. Μία συμφωνία που θα άφηνε τις δύο χώρες «ικανοποι­ημένες» και χωρίς επεκτατικές διαθέσεις, ώστε να εστιάσουν τις προσπάθειές τους και να προσηλωθούν στην ανάπτυξή τους και στην απόκρουση κρατών που παρέμεναν ανικανοποίητα από τις μεταπολεμικές αλλαγές.
Για τον Κεμάλ, η παραχώρηση της δυτικής Θράκης στην Ελλάδα με τον μουσουλμανικό της πληθυσμό άθικτο, ήταν μία βάση πάνω στην οποία θα μπορούσε να συζητήσει προκειμένου να βρεθεί μία λύση ικανοποιητική όχι μόνο για την Αθήνα αλλά και για τους δικούς του υποστηρικτές. Την ίδια στιγμή ο Κεμάλ φαινόταν να συμφωνεί απόλυτα με την μεταφορά στην Τουρκία μουσουλμάνων από την υπόλοιπη Ελλάδα, παρά τις διαμαρτυρίες ορισμένων μου­σουλμάνων της Θεσσαλονίκης που δεν είχαν καμία όρεξη να μετακομίσουν σε άλλη χώρα. Η τουρκική ηγεσία είχε αποφασίσει να «συμμαζέψει» τα υπόλοιπα του Ισλάμ από τις περισσότερες περιοχές της Ελλάδας χωρίς να υπολογίζει τα αισθήματα των κοινών ανθρώπων.
Λόγω και της ανθρωπιστικής κρίσης στην πατρίδα του, ο Βενιζέλος επίσης βιαζόταν να οριστικοποιήσει μία ελληνοτουρκική συμφωνία όσο το δυνατόν πιο γρήγορα. Δεν ήθελε να υπάρξουν καθυστερήσεις λόγω περίπλοκων, και για τον ίδιο ανεξέλεγκτων, διαφορών μεταξύ της Τουρκίας και των τέως αντιπάλων της όπως, για παράδειγμα, με τη Βρετανία στο θέμα του Ιράκ ή της πρόσβασης στη Μαύρη Θάλασσα, και με τη Γαλλία και την Ιταλία γύρω από τα οικονομικά προνόμια. Ως το τέλος Ιανουαρίου, δύο μήνες μετά την έναρξη της συνδιάσκεψης της Λωζάννης, λύση σε αυτές τις διαφορές δεν φαινόταν στον ορίζοντα. Οι Τούρκοι είχαν εξοργιστεί με την αλαζονεία του λόρδου Κούρζον και τα αισθήματα ήταν αμοιβαία. Εν τω μεταξύ οι Βρετανοί είχαν αγανακτή­σει με την (κατά τη γνώμη τους) ύπουλη και δόλια συμπεριφορά των Γάλλων και των Ιταλών που ήθελαν να κερδίσουν την εύνοια των Τούρκων. Τα πνεύματα είχαν ανάψει επίσης και στο θέμα της πατρίδας των Αρμενίων. Κάθε φορά που η αρμένικη αντιπροσωπεία πετύχαινε μία ακρόαση, οι Τούρκοι απεσταλμένοι εγκατέλειπαν την αίθουσα σε ένδειξη διαμαρτυρίας. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, που βρίσκονταν στη Λωζάννη σε ρόλο παρατηρητή, αισθάνθηκαν υποχρεωμένες να διατηρήσουν στην ημερήσια διά­ταξη το ζήτημα των Αρμένιων λόγω της ευαισθησίας που υπήρχε στους προοδευτικούς κύκλους της Αμερικής απέναντι στις δοκιμασίες των χριστιανών της Ανατολίας και ειδικά των Αρμενίων. Οι Τούρκοι δεν ήθελαν να αποξενώσουν τους Αμερικανούς, μία μεγάλη δύναμη που δεν είχε εμπλακεί στον πόλεμο με την Οθωμανική Αυτοκρατορία και με την οποία προσδοκούσαν να συνεργαστούν οικονομικά, κυρίως σε βάρος των Ευρωπαίων. Ήταν όμως αποφασισμένοι να μην υποκύψουν στις αμερικανικές πιέσεις  υπέρ των Αρμενίων.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι Έλληνες πολιτικοί αισθάνονταν συμπόνια για τα  βάσανα των Αρμενίων, καθώς ήταν και εκείνοι θύματα του τουρκικού μένους. Η  Ελλάδα ύστερα από την τουρκική νίκη στην Ανατολία είχε περιθάλψει δεκάδες χιλιάδες Αρμένιους φυγάδες μαζί με τις εκατοντάδες χιλιάδες ομοεθνών της. 
Αλλά τελικά  ο Βενιζέλος δεν σκόπευε να αφήσει τη μοίρα των Αρμενίων να σταθεί εμπόδιο σε μία  ελληνοτουρκική συμφωνία η οποία θα ήταν προς το συμφέρον και των δύο κρατών. Από την αρχή της συνδιάσκεψης της Λωζάννης υπήρχε ένα ανάλογο συναίσθημα στην τουρκική αντιπροσωπεία η οποία έβλεπε ότι μία συμφωνία με την Ελλάδα για την  ανταλλαγή των πληθυσμών την συνέφερε. 
Αξίζει να αναρωτηθεί κανείς το γιατί, αφού  η Τουρκία σκόπευε ούτως ή άλλως να διώξει όλους ή σχεδόν όλους τους ορθόδοξους  από τα εδάφη της. Η καλύτερη απάντηση είναι ότι, παρόλο που το αποτέλεσμα θα  ήταν το ίδιο, υπήρχε μεγάλη διαφορά μεταξύ μονομερούς διωγμού και διωγμού με  διεθνή συγκατάθεση.
Κεμάλ Μουσταφά και Χουσεΐν Ραούφ
Τα τηλεγραφήματα που πηγαινοέρχονταν μεταξύ του Ισμέτ στη Λωζάννη και του  Χουσεΐν Ραούφ στην Αγκυρα -μια σειρά εγγράφων που αποτελούν κλασσικά κείμενα  της σύγχρονης τουρκικής ιστορίας- δείχνουν καθαρά οι Τούρκοι από την αρχή είχαν  καταλάβει ότι η δυσαρέσκεια της Βρετανίας και των άλλων δυτικών δυνάμεων για την  τύχη των οθωμανών χριστιανών σκόπευε σε κάτι πολύ πιο κυνικό. Επιτιμώντας τους  Τούρκους γιατί ετοιμάζονταν να απελάσουν όλους τους χριστιανούς από τα εδάφη  τους, οι πολιτικοί της δύσης ήθελαν απλώς να ξεσηκώσουν το αντιτουρκικό αίσθημα  στις δικές τους πατρίδες και να αυξήσουν την πίεση προς την Τουρκία για να υποχωρήσει στα θέματα που πραγματικά τους ενδιέφεραν. Το πετρέλαιο του Ιράκ και την ελεύθερη πρόσβαση διαμέσου των Στενών, στην περίπτωση της Βρετανίας, τα οικονομικά  προνόμια (φοροαπαλλαγές και ασυλία απέναντι στους νόμους) στην περίπτωση της  Γαλλίας και της Ιταλίας.
Ετσι έβλεπε τα πράγματα ο Ισμέτ. Στις 23 Νοεμβρίου, δύο μέρες μετά την έναρξη της συνδιάσκεψης πληροφόρησε την κυβέρνηση του ότι «εκείνοι (οι Σύμμαχοι) μιλούν για την πρόθεση μας να απελάσουμε όλους τους χριστιανούς. Εγώ τους είπα ότι δεν είναι αλήθεια. [...] Νομίζω ότι θα αντιμετωπίσουμε μεγάλες δυσκολίες στο θέμα των μειονοτή­των». Σίγουρα όμως -θα επιχειρηματολογούσε κάθε αναγνώστης αυτής της τηλεγραφικής επικοινωνίας- επρόκειτο για μία υποκρισία μια και η Τουρκία είχε ήδη αρχίσει να εκτοπίζει τον χριστιανικό της πληθυσμό. 
Δεν ήταν γεγονός ότι η νικηφόρα κυβέρνηση της Άγκυρας είχε δώσει σε ολόκληρη την ελληνορθόδοξη κοινότητα (ουσιαστικά τους ηλικιωμένους και τα γυναικόπαιδα) λίγες βδομάδες διορία να φύγουν από την χώρα - ενώ είχε αιχμαλωτίσει τον ανδρικό πληθυσμό και τον είχε στείλει σε στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας; Στην δήλωσή του της 1ης Δεκεμβρίου ο Ισμέτ δεν το αρνήθηκε. Ξεκαθάρισε απλώς ότι η μόνη υποχώρηση που δεχόταν να κάνει η Άγκυρα απέναντι στην ανεπιθύμητη μειονότητα ήταν να επεκτείνει την προθεσμία της απέλασης για ένα ακόμα δεκαπενθήμερο.
Παρά όμως το ότι είχε ξεκαθαρίσει τις προθέσεις της, η κυβέρνηση της Άγκυρας παρέμενε ευαίσθητη στις κατηγορίες ότι συμπεριφερόταν με αδικαιολόγητη σκληρό­τητα εξορίζοντας «όλους τους χριστιανούς» και άλλες θρησκευτικές μειονότητες από τα εδάφη της. Η καλύτερη άμυνα απέναντι σε αυτή τη δημόσια κατακραυγή ήταν να πάρει την ελληνική, άρα και τη διεθνή, συγκατάθεση. 
Από τη στιγμή που η Ελλάδα, ως ο κύριος υπερασπιστής των ορθόδοξων της περιοχής, έδινε επίσημα τη συγκατάθεσή της στην απέλαση των περισσοτέρων από την Ανατολία, θα υπήρχαν πολύ λιγότερες αφορμές γκρίνιας για τον λόρδο Κούρζον, τους αρθρογράφους των New York Times ή οποιονδήποτε άλλον.
Σε κάθε περίπτωση, κατά την Άγκυρα, ο διωγμός των ορθόδοξων δεν σήμαινε κατ' ανάγκη και τον διωγμό όλων των χριστιανών. Πρώτα απ' όλα δεν αφορούσε τους Αρμένιους, οι οποίοι είχαν δογματικές διαφορές με την αυτή καθαυτήν Ορθοδοξία. Το αν θα τους επιτρεπόταν ποτέ να παραμείνουν στο νέο τουρκικό κράτος ήταν άλλο θέμα. Επιπλέον, το σχέδιο της απέλασης δεν περιλάμβανε τον μικρό αριθμό οπαδών της δυτικής Χριστιανοσύνης - καθολικούς και προτεστάντες που ζούσαν στην Τουρ­κία.
 Εξάλλου, η αρχική θέση της τουρκικής κυβέρνησης -που διατηρήθηκε τουλάχι­στον ως το 1922- ήταν ότι οι τουρκόφωνοι ορθόδοξοι της Καππαδοκίας θα έπρεπε να εξαιρεθούν από τη μαζική έξοδο. Η υπόσταση αυτής της κοινότητας αποτελούσε πονοκέφαλο για την διευθέτηση των ελληνοτουρκικών διαφορών και για το μέλλον της Τουρκίας. Αριθμούσαν τουλάχιστον 50 ίσως και 100 χιλιάδες αλλά, επειδή ζούσαν ως επί το πλείστον αρμονικά με τους μουσουλμάνους γείτονες, δεν υπήρχε λόγος να θεωρεί κανείς ότι η συνύπαρξή τους με το Ισλάμ ήταν αδύνατη.
Οι τουρκόφωνοι χριστιανοί της κεντρικής Τουρκίας είχαν πολλά κοινά με τους ελληνόφωνους μουσουλμάνους της Κρήτης. Και οι δύο κοινότητες αποτελούσαν
ζωντανή απόδειξη ότι στην πραγματική ζωή, αντίθετα με την εθνικιστική ιδεοληψία,  οι διαφορές μεταξύ «Ελλήνων» και «Τούρκων» δεν ήταν τόσο διακριτές. Μεταξύ των εθνικιστών ιστορικών έχουν διατυπωθεί αμφιβολίες για το αν οι χριστιανοί της Καππαδοκίας ήταν «αληθινοί» Έλληνες, λόγω θρησκεύματος, ή αν ήταν Τούρκοι χριστιανοί.
Αλλά και οι δύο απόψεις είναι περισσότερο θεωρητικές και λίγο έχουν να κάνουν με την καθημερινότητα των απλών ανθρώπων. Ένας οθωμανός χριστιανός αγρότης σε κάποιο χωριό της Καππαδοκίας βρισκόταν υπό την δικαιοδοσία του Έλληνα πατριάρχη σε ορισμένους τομείς της ζωής του. 
Όχι μόνον σε θέματα πίστης αλλά και σε θέματα παιδείας -αν υποτεθεί ότι εκπαιδευόταν- και σε ορισμένα θρησκευτικά τελετουργικά που είχαν σχέση με τη γέννηση, το γάμο και το θάνατο. Παράλληλα ήταν υπήκοος του σουλτάνου και μιλούσε την ίδια γλώσσα με τους υπόλοιπους υπηκόους του στην Ανατολία, δηλαδή τούρκικα. Το να αναρωτιέται κανείς αν ήταν Έλληνας ή Τούρκος είναι σαν να θέτει μία αναπάντητη ερώτηση δεδομένου ότι αυτές οι λέξεις εκφράζουν έννοιες που τον 19ο αιώνα ούτε καν υπήρχαν.     
Εκείνο τον καιρό οι εθνικές ταυτότητες στην Καππαδοκία άλλαζαν ταχύτατα και με τρόπους που σήμερα μοιάζουν ακατανόητοι. Σε μερικά μέρη, μία τοπική ελληνική διάλεκτος τόσο ιδιόμορφη και αρχαϊκή όσο η ποντιακή σιγά-σιγά ξεχνιόταν και τη θέση της έπαιρνε η τούρκικη. 
Αλλού πάλι ο ελληνικός πολιτισμός και η γλώσσα επέστρεφαν δυναμικά χάρη στα γερά επιδοτούμενα ελληνικά σχολεία. Ούτε και μπορούσε να γίνει ένας απόλυτος διαχωρισμός μεταξύ των χριστιανών της Καππαδοκίας που ήταν Τούρκοι στην γλώσσα και τον τρόπο ζωής και των χριστιανών της Ισταμπούλ που ήταν σαφέστατα Έλληνες. Οι αρχηγοί ορισμένων από τις εύπορες οικογένειες ορθόδοξων στην ελληνική Κωνσταντινούπολη ήταν έμποροι από την Καππαδοκία που είχαν φτάσει στην μεγαλούπολη και με τον καιρό είχαν γίνει πιο Έλληνες. 
Δεν είναι μόνο ότι υπήρχαν πολλά ασαφή σημεία στο ελληνοτουρκικό φάσμα. Ανθρωποι και οικογένειες μετακινούνταν συνεχώς από τη μία άκρη του φάσματος στην άλλη δημιουργώντας νέες πραγματικότητες. Αυτή είναι η καλύτερη εξήγηση για όποιον αναρωτιέται τι «πραγματικά» ήταν οι χριστιανοί της Καππαδοκίας, υπονοώντας ότι υπάρχουν μόνο δυο απαντήσεις -Έλληνες ή Τούρκοι- και ότι το ένα αποκλείει το άλλο.
Πέρα όμως από ιδεολογίες, οι χριστιανοί της Καππαδοκίας φαίνεται ότι αποτελούσαν επίμαχο ζήτημα, πιθανόν όμως και ευκαιρία, για τους Τούρκους εθνικιστές. Δεν ήθελαν να έχουν στα κεντρικά της Ανατολίας χριστιανούς των οποίων τη ζωή θα διαφέντευε ένας πολιτικά ισχυρός ορθόδοξος πατριάρχης. Αν όμως ο δεσμός τους με το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης μπορούσε κατά κάποιο τρόπο να κοπεί, τότε η παρουσία τουρκόφωνων χριστιανών δεν θα ήταν απλώς ανεκτή, μπορεί κιόλας να απέ­βαινε προς το συμφέρον μιας τουρκικής κυβέρνησης η οποία αισθανόταν να απειλείται από τον Χριστιανικό και ήθελε να τονίσει την αποφασιστικότητά της να δημιουργήσει κοσμικό κράτος στο οποίο θα υπήρχε χώρος για πολλές εκκλησίες, συμπεριλαμβανομένης και της χριστιανικής, αρκεί το εκκλησίασμα να ήταν πιστό στην Τουρκία. Αυτό τουλάχιστον ήταν το σκεπτικό της τουρκικής ηγεσίας, οι αξιωματούχοι της οποίας λαμβαναν σοβαρά υπόψη το ζήτημα των χριστιανών της Καππαδοκίας σε μία εποχή που η στρατιωτική τους υπεροχή πάνω στην Ελλάδα δεν είχε ακόμα επικυρωθεί.
Στις 15 Σεπτεμβρίου του 1922 μία σύνοδος της νέας, αυτοαποκαλούμενης Τουρκι­κής Ορθόδοξης Εκκλησίας συγκαλέστηκε στο Καϊζερί (Καισάρεια). Επικεφαλής ήταν ο Παπά Εφτίμ, ένας ανεξάρτητος ορθόδοξος ιερέας που είχε διασυνδέσεις με τους Τούρ­κους εθνικιστές. 
Παπά Εφτίμ
Αυτή η πρωτοβουλία, που σαφώς υποστηριζόταν από υψηλά ιστάμε­νους αξιωματούχους της κυβέρνησης, ήταν καθαρή πρόκληση εναντίον της κυριαρχίας που είχε το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης πάνω στους χριστιανούς της Ανα­τολίας.
Το μήνυμα ήταν ότι χριστιανοί και μουσουλμάνοι θα μπορούσαν, σίγουρα, να συμβιώσουν στην Καππαδοκία αρκεί να έμεναν πιστοί στη γλώσσα, τον πολιτισμό και την εθνική ταυτότητα του νέου τουρκικού κράτους. Ως το θάνατο του, το 1968, ο Παπά Εφτίμ δεν σταμάτησε να ρίχνει λάδι στη φωτιά με την περιοδική αλλά όχι και απεριόρι­στη υποστήριξη των υψηλότερων κυβερνητικών κύκλων του τουρκικού κατεστημένου.
 Τον Οκτώβριο του 1923, μία ώρα προτού λήξει επίσημα η κατοχή της Ισταμπούλ από τις Συμμαχικές δυνάμεις, ηγήθηκε μιας εισβολής στο ελληνικό Πατριαρχείο και απαίτησε με επιτυχία την αποπομπή έξι επισκόπων και την αντικατάσταση ακόμα ενός.
 Αν σκόπευε να θεμελιώσει απόλυτο δικαίωμα πάνω στην Ορθόδοξη εκκλησία της Ανατολίας και να παραγκωνίσει το παλιό Πατριαρχείο ως θεσμό, απέτυχε οικτρά, αλλά μέχρι το 1926 ο Παπά Εφτίμ είχε καταφέρει να αποκτήσει τον έλεγχο δύο σημαντικών εκκλησιών στην περιοχή του Γαλατά στην Ισταμπούλ όπου ζούσαν πολλοί Καππαδόκες. Ως το τέλος της ζωής του εμφανιζόταν από καιρού σε καιρό κάθε που η κυβέρνηση της Τουρκίας ήθελε να δυσκολέψει τη ζωή του Πατριαρχείου και, όταν οι διαθέσεις των αρχών άλλαζαν και γίνονταν πιο ευνοϊκές απέναντι στους Έλληνες, εξαφανιζόταν. Περιέργως, πολλές δια­δικαστικές λεπτομέρειες σχετικά με την εξέλιξη της «Τουρκικής Ορθόδοξης Εκκλησίας» αναφέρονται στα τηλεγραφήματα που λάβαινε ο στρατηγός Ισμέτ από την Αγκυρα, κάτι που υποδηλώνει ότι το ζήτημα ήταν σημαντικό.
Από τα μέσα Δεκεμβρίου του 1922 η πρόταση της εξαίρεσης των τουρκόφωνων χριστιανών της Καππαδοκίας (τόσο από την επιρροή του πατριάρχη όσο και από την
ανταλλαγή πληθυσμών) φαινόταν να κερδίζει έδαφος.
 Ο λόρδος Κούρζον παρατήρησε στις 15 Δεκεμβρίου ότι, παρά την διάθεση να απελαθούν όλοι οι ορθόδοξοι χριστιανοί από την Ανατολία, «υποθέτω ότι θα παραμείνουν οι συμφιλιωμένοι έλληνες οθωμανοί που υπολογίζονται γύρω στις 50.000». «Συμφιλιωμένοι» Έλληνες ήταν ένας από πολλούς χαρακτηρισμούς που χρησιμοποιούνταν για αυτή την ξεχωριστή κοινότητα: τους χριστιανούς της Καππαδοκίας. Αλλος, πιο ευρέως χρησιμοποιούμενος όρος ήταν Καραμανλήδες (αν και αυτό αφορούσε ειδικά την συνήθειά τους να γράφουν και  να τυπώνουν κείμενα στην τουρκική γλώσσα χρησιμοποιώντας το ελληνικό αλφάβητο). 
Μία μέρα αργότερα ο Βενιζέλος συμφώνησε με τον υπουργό εξωτερικών της  Βρετανίας ότι «50 χιλιάδες τουρκόφωνοι ορθόδοξοι θα παρέμεναν (στην Ανατολία)  ούτως ή άλλως». Εκ μέρους της Τουρκίας, ο Ισμέτ έδειχνε πρόθυμος να το επικυρώσει.  Δήλωσε ότι η συγκεκριμένη κοινότητα δεν είχε ζητήσει ποτέ προνομιακή μεταχείριση  και πιθανότατα ούτε στο μέλλον θα ζητούσε. Υπό αυτή την προϋπόθεση, οι τουρκόφωνοι χριστιανοί αλλά και κάθε άλλη θρησκευτική μειονότητα ήταν καλοδεχούμενη.
Με άλλα λόγια, όχι μόνο οι Τούρκοι αλλά και όλοι όσοι συμμετείχαν στη συνδιάσκεψη της Λωζάννης είχαν πιστέψει αρχικά ότι οι χριστιανοί της Καππαδοκίας θα  εξαιρούνταν. Αν αυτό είχε γίνει, τότε η αυτοαποκαλούμενη τουρκική Ορθόδοξη Εκκλησία θα είχε παίξει πολύ διαφορετικό ρόλο. 
Αντί να είναι ουσιαστικά ένα ανυπόστατο  κατασκεύασμα μοναδικός σκοπός του οποίου ήταν η παρενόχληση των Ελλήνων, θα  μπορούσε να μεταμορφωθεί σε ένα ισχυρό και σημαντικό σώμα πιστών και να απο­τελέσει ζωντανή απόδειξη ότι δεν υπήρχε ασυμβίβαστο μεταξύ πίστης στην Τουρκία και πίστης στο χριστιανισμό. Στην αρχή αυτές ακριβώς ήταν και οι προσδοκίες των υποστηρικτών του. Η ίδια η Τουρκία θα είχε εξελιχθεί πολύ διαφορετικά αν είχε δεχτεί έναν σημαντικό αριθμό ορθόδοξων σαν ισότιμους πολίτες που δεν θα επικαλούνταν ιδιαίτερους δεσμούς με άλλη χώρα και ο ισχυρισμός της ότι είναι κράτος ανεκτικό απέναντι στις θρησκευτικές πεποιθήσεις θα φαινόταν πιο βάσιμος.

Αξίζει να αναρωτηθεί κανείς γιατί, τελικά, όλοι οι παραζαλισμένοι τουρκόφωνοι χρι­στιανοί χωρικοί της Καππαδοκίας, μαζί με τα πλουσιότερα και πιο εκλεπτυσμένα τους ξαδέλφια από τις γύρω πόλεις όπως το σύγχρονο Ουργκούπ (Προκόπιον) ή το Καϊζερί (Καισάρεια) πήραν τον δρόμο για την Ελλάδα κουβαλώντας τα εικονίσματα, την βαθιά τους πίστη και τα λείψανα των αγαπημένων τους αγίων.
 Είναι γεγονός ότι κανένας στη Λωζάννη δεν είχε διάθεση για διπλωματικούς καυγάδες προκειμένου να παραμείνουν οι Καππαδόκες στα σπίτια τους απ' όπου είναι περισσότερο από σίγουρο ότι δεν ήθελαν να κουνήσουν. Φαίνεται ότι τόσο για την Τουρκία όσο και για την Ελλάδα, η συμφωνία που έγινε στο ζήτημα του πατριάρχη άλλαξε τις ισορροπίες. 
Από ελληνικής πλευράς ήταν ξεκάθαρο ότι αν οι χριστιανοί της Καππαδοκίας παρέμεναν στη θέση τους, η εξουσία του ελληνορθόδοξου Πατριαρχείου επάνω τους δεν θα ήταν όπως παλιά. Πρώτον, γιατί ο ίδιος ο πατριάρχης θα είχε χάσει όλη του τη δύναμη εκτός από την πνευματική και, δεύτερον, γιατί οι Καππαδόκες θα ήταν υπό τον έλεγχο της νέας «τουρκικής ορθοδοξίας» που εκπροσωπούσε ο Παπά Εφτίμ.
 Για τους Έλληνες, λαϊκούς ή κληρικούς, η ύπαρξη μιας μεγάλης χριστιανικής κοινότητας στην κεντρική Ανατολία με εκπρόσωπο τον Εφτίμ θα ήταν απολύτως ανεπιθύμητη γιατί εκτός των άλλων θα του έδινε το ελεύθερο να λειτουργεί ανταγωνιστικά απέναντι στον Έλληνα πατριάρχη και πιθανότατα θα του άνοιγε την όρεξη να εγκατασταθεί ο ίδιος στο Πατριαρχείο. Αν η εναλλακτική λύση ήταν να μεταφερθούν όλοι οι χριστιανοί της Καππαδοκίας στην Ελλάδα, τότε, ίσως, από ελληνική σκοπιά θα ήταν πολύ προτιμότερο.
Για τους Τούρκους, το γεγονός και μόνο ότι ο πατριάρχης θα παρέμενε στην Ισταμπούλ, αν και με σημαντικά περιορισμένη εξουσία, αποτέλεσε ίσως την αφορμή να αυξήσουν τις πιέσεις για την αποπομπή του μεγαλύτερου μέρους του ποιμνίου του. Ό,τι και να έκαναν οι τουρκικές αρχές, ορισμένοι χριστιανοί της Καππαδοκίας θα παρέμεναν πιστοί στον πατριάρχη και ως εκ τούτου η Ορθοδοξία θα εξακολουθούσε να έχει έρει­σμα στην καρδιά του τουρκικού κράτους, άλλος ένας λόγος που η απέλαση φαινόταν συνετή επιλογή.
Αλλά, πιο ουσιαστικά, ούτε η Τουρκία αλλά ούτε και η Ελλάδα ήθελαν να παραβλέψουν ολότελα την παλιά συλλογιστική που συνέδεε την Ορθοδοξία με την Ελλάδα από τη μία, και την Τουρκία με το Ισλάμ από την άλλη. Η Τουρκία θα μπορούσε ενδεχομένως να κάνει μία κίνηση καλής θέλησης προς τον Παπά Εφτίμ υποστηρίζοντας λίγο πιο θερμά το κίνημά του και επιτρέποντας στο ποίμνιο του, τους τουρκόφωνους χριστιανούς, να παραμείνουν στα σπίτια τους στην Καππαδοκία.
Αλλά αν έκανε κάτι τέτοιο, θα προκαλούσε την αγανάκτηση της Ελλάδας και της ελληνικής κοινωνίας της Ισταμπούλ, που θεωρούσαν τους εαυτούς τους θεματοφύλακες της Ορθοδοξίας. Επιπλέον, το να επιτραπεί σε δεκάδες χιλιάδες χριστιανούς να παραμείνουν στο εσω­τερικό της χώρας θα περιέπλεκε την δημιουργία της τουρκικής δημοκρατίας. 
Παρά την εθνικιστική ρητορική του, το νέο τουρκικό κράτος δεν ήθελε να συγκρουστεί ανοιχτά με τη μουσουλμανική θρησκεία στην οποία ανήκε η πλειοψηφία του λαού του. Αν ο νέος του στόχος ήταν να πιστέψει ο λαός στην τουρκική δημοκρατία στο βαθμό που πίστευε στο Ισλάμ, θα το πετύχαινε πιο εύκολα περιορίζοντας όσο το δυνατόν περισ­σότερο τις θρησκευτικές διαφορές μεταξύ των πολιτών του.
Σε έναν ιδανικό τουρκικό κόσμο, η ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων δεν θα ήταν η μόνη. Τις πρώτες μέρες της συνδιάσκεψης στη Λωζάννη ο Τούρκος πρωθυπουργός Χουσεΐν Ραούφ τηλεγράφησε πολλές φορές στον Ισμέτ
πιέζοντάς τον να πετύχει μία συμφωνία για την «ανταλλαγή» του πληθυσμού των Αρμενίων. Με άλλα λόγια να βρει τρόπο να ξεφορτωθεί η Τουρκία τους εναπομείνα­ντες Αρμένιους κατά προτίμηση κατόπιν συμφωνίας και όχι με τη χρήση ωμής βίας. Ο Ισμέτ απήντησε πολύ σωστά ότι δεν υπήρχε κανένας με τον οποίο ενδεχομένως θα διαπραγματευόταν μία τέτοια ανταλλαγή.
Η βραχύβια Αρμενική Δημοκρατία είχε περιοριστεί σε μέγεθος και ήταν ενσωματωμένη στη Σοβιετική Ένωση. Καθώς δεν υπήρχε μειονότητα με την οποία θα μπορούσαν να ανταλλαγούν οι Αρμένιοι, τα πλεονεκτήματα μιας άμεσης συμφωνίας μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας γινόταν όλο και πιο φανερά. Οι Έλληνες της Ανατολίας, τουλάχιστον, αποτελούσαν μία κατη­γορία «απείθαρχων» πολιτών που θα ήταν δυνατόν να εξοριστούν με την απόλυτη συγκατάθεση της Ελλάδας, του μόνου κράτους στον κόσμο που ήταν διατεθειμένο να αναλάβει την ευθύνη για την επιβίωσή τους.
Οι φόβοι των Ελλήνων και των Τούρκων ότι οι δικές τους διμερείς συζητήσεις μπορεί να μπλέκονταν σε ευρύτερα διπλωματικά παιχνίδια αποδείχτηκαν βάσιμοι. Ως το τέλος του Ιανουαρίου του 1923 δεν υπήρχε ίχνος θεσμικού πλαισίου για την  επίλυση των διαφορών μεταξύ της Τουρκίας και των δυνάμεων της Δύσης. Τα πράγματα έγιναν πιο περίπλοκα λόγω της αυξανόμενης έντασης μεταξύ Βρετανίας και Γαλλίας. 
Στα μέσα Ιανουαρίου τα γαλλικά στρατεύματα κατέλαβαν την περιοχή της Ρουρ στη Γερμανία ύστερα από μία αιφνίδια κίνηση που δυσαρέστησε σφόδρα το Λονδίνο. Έχοντας αφιερώσει δέκα εβδομάδες (συμπεριλαμβανομένων και των χριστουγεννιάτικων διακοπών του) στις διαπραγματεύσεις της Λωζάννης, στο τέλος  του Ιανουαρίου ο λόρδος Κούρζον κατάφερε να ετοιμάσει το προσχέδιο μιας συμφωνίας το οποίο αμέσως απορρίφθηκε από τους Τούρκους - όπως άλλωστε και από  τους Γάλλους.
 Στις αρχές Φεβρουαρίου η συνδιάσκεψη ανεστάλη προσωρινά καθώς  ο Ισμέτ πασά περίμενε να λάβει οδηγίες από τον Μουσταφά Κεμάλ και την Μεγάλη Εθνοσυνέλευση στην Αγκυρα.
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος με τον Ισμέτ Ινονού

Αυτό όμως δεν εμπόδισε τους Έλληνες και τους Τούρκους να αναζητούν λύσεις  στα ζητήματα που τους αφορούσαν πιο άμεσα - την ανταλλαγή των αιχμαλώτων και  των πληθυσμών. Στις 30 Ιανουαρίου ο Βενιζέλος και ο Ισμέτ υπέγραψαν συμφωνία για  μία «υποχρεωτική ανταλλαγή» ορθόδοξων και μουσουλμάνων που θα ξεκινούσε τον  ερχόμενο Μάιο. Μόνη εξαίρεση αποτέλεσαν οι ορθόδοξοι της Ισταμπούλ, οι οποίοι  ήταν εγκατεστημένοι εκεί από το 1912, και οι μουσουλμάνοι της δυτικής Θράκης.
Η επίσημη έναρξη της ανταλλαγής καθυστέρησε περίπου ένα χρόνο γιατί πέρασε καιρός -ως τον Ιούλιο- μέχρι να θεσπιστεί στη Λωζάννη το πλαίσιο για μία ευρύτερη συν­θήκη που θα ρύθμιζε τις σχέσεις της Τουρκίας με τον υπόλοιπο κόσμο. Ως το τέλος του Ιανουαρίου ένα πράγμα είχε ξεκαθαριστεί απόλυτα. 
Το παραδοσιακό οθωμανικό κατεστημένο, παρά το ιδιόμορφο, αυταρχικό μείγμα σκληρότητας και δικαιοσύνης που το χαρακτήριζε, είχε επιτρέψει σε χριστιανούς και μουσουλμάνους να συνυπάρχουν ειρηνικά αλλά τα νέα κράτη που θα αναδύονταν από τον οθωμανικό κόσμο δεν θα έκαναν το ίδιο.

 BRUCE CLARK
 
 είναι αρχισυντάκτης σε θέματα διεθνούς ασφάλειας στο περιοδικό Economist. 
Προηγουμένως εργαζόταν στους Financial Times ως διπλωματικός συντάκτης και υπήρξε ανταποκριτής από τη Μόσχα για τους Times. 
Κατά τη δεκαετία του 1980 έζησε στην Αθήνα ως ανταποκριτής του πρακτορείου Reuters ταξιδεύοντας συχνά στην Κύπρο και την Τουρκία. 
Σπούδασε Πολιτικές και Κοινωνικές Επιστήμες στο St Johns College του Cambridge.
 Έχει γράψει επίσης Τα καινούργια ρούχα τον αυτοκράτορα:το τέλος του φιλε­λεύθερου ονείρου της Ρωσίας, Vintage, 1995.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah