Κυριακή 5 Αυγούστου 2012

ΤΟ ΑΝΤΑΡΤΙΚΟ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ


Τον 17ο αιώνα στον Πόντο αναφάνηκε νέα πληγη, οι Ντερεμπέηδες, Τούρκοι τοπάρχες, σκληροί και ανελέητοι, που με την απειλή της σφαγής αναγκάζουν ολοκληρες περιοχές να εξισλαμιστούν. 
Παράδειγμα η περιοχή του Όφη, που και σήμερα ακόμη ο επισκέπτης θ' ακούσει τους κατοίκους μου­σουλμάνους να μιλούν την ποντιακή διάλεκτο με πολλές τουρ­κικές λέξεις.
Σ' άλλες περιπτώσεις τους επέβαλαν ν' αλλάξουν τη γλώσσα τους, να μην ξαναμιλήσουν ελληνικά, έκλεισαν σχολεία και εκκλησίες, έκαψαν βιβλία. Μόνο τούρκικα έπρεπε να μα­θαίνουν και να μιλούν. Και τους παραβάτες, τους έκοβαν τη γλώσσα η τους σκότωναν.
Όταν το κακό είχε παραγίνει, περιοχές ολόκληρες ερη­μώθηκαν, οι κάτοικοι κατέφυγαν και πάλι σε απρόσιτες βου­νοκορφές, ανέπτυξαν κτηνοτροφία και οικοτεχνία για να ζή­σουν, μα την ελληνική συνείδηση και το φρόνημά τους δεν το έχασαν. Σιγά σιγά ξεθάρρεψαν, με την πάροδο του χρό­νου τα πράγματα εξομαλύνθηκαν, κι άρχισαν να γυρίζουν στις πρώτες εστίες τους, να ξαναχτίζουν και να ξαναοργανώνονται.
Το 1900 ο Πόντος σφύζει από ζωη, δεν υπάρχει πόλη και χωριό χωρίς εκκλησία και σχολείο. Το εμπόριο, η βιοτεχνία- βιομηχανία περνάει στα χέρια των Αρμενίων και των Ελλή­νων. Ακμαία η οικονομία από το εισαγωγικό και το εξαγωγικο εμποριο. Η Τραπεζούντα γίνεται το μεγαλύτερο εμπορικο κέντρο, απ' οπου περνάνε ολοι οι δρομοι για το εσωτερικό της Ανατολής, έχει πέντε τράπεζες και συναλλαγές με όλο τον κόσμο.
Αλλά «μοίρα κακή» των Ελλήνων, έρχεται το 1908 η Επα­νάσταση των Νεοτούρκων με το μανδύα του εκσυγχρονισμού και γίνεται ο χειροτερος διώκτης του ελληνισμού και των άλ­λων μειονοτήτων της περιοχής. Όλοι πρέπει να εξαφανι­στούν.
Εδώ αισχρός είναι και ο ρολος των μεγάλων δυνάμεων, Αγγλίας, Γαλλίας και κυρίως της Γερμανίας, που θέλουν να βάλουν πόδι στις αγορές της Ανατολής και εμπόδιο τους εκτός από τους Αρμενίους είναι και οι Έλληνες.
Δεν πέρασαν λίγα χρόνια κι ο μανδύας έπεσε και φάνηκε το σκληρό και απολίτιστο πρόσωπο του Τούρκου. Καλούν Γερμανούς επιτελείς, οργανώνουν το στρατό τους και κατα­στρώνουν σχέδιο εξόντωσης των μειονοτήτων με τον πιο απάνθρωπο τρόπο.
Άρχισαν το 1915 με τη σφαγή η μάλλον τη γενοκτονία 1.600.000 Αρμενίων περίπου, απροσχημάτιστα, με ψεύτικες δικαιολογίες, οτι τάχα κάποιοι οργάνωσαν ενοπλες αντι­στάσεις και επιβουλεύονταν την ακεραιότητα της Τουρκίας. Κι όμως, κανείς από τους Μεγάλους δε συγκινήθηκε.
Αφού ξεμπέρδεψαν με τους Αρμενίους ήρθε η σειρά των Ελλήνων από το 1916. Εδώ εφαρμόστηκε άλλο σχέδιο, έμπνευση Γερμανών με εκτελεστές τους Τούρκους. Ήδη με την κήρυξη του Α' Παγκοσμίου πολέμου είχαν καλέσει στα όπλα και τους άρρενες Έλληνες, αλλά μόνο όπλα δεν τους έδωσαν και τους τοποθέτησαν στις πιο εξευτελιστικές θέσεις. Με τη δικαιολογΊα οτι χρειάζονταν τις περιοχές, οπου κατοικούσανοι Ελληνες, για στρατιωτικούς λογους, άρχισαν ομαδικά να εξορίζουν τον πληθυσμό από τις περιοχές του στα βάθη της Ασίας. Τους άνδρες τους είχαν συγκεντρώσει στα «αμελέ ταμπουρού», δηλ. τάγματα εργασίας, που στην πραγματικότητα ήτανε τάγματα θανάτου, οπου κάτω απο χιόνι και βροχή η κάτω απο λιοπύρι, χωρίς νερο και φαγητό έπρεπε να σπάνε πέτρες, για να φτιάξουν δρόμους. Πολλοί δεν αντέχουν κι αφήνουν τα κοκαλά τους άθαφτα κι άκλαφτα, άλλοι λιποτα­κτούν απ' όπου μπορούν, είτε από το στρατό είτε από τα τάγ­ματα εργασίας, γίνονται φυγόστρατοι.
Το ίδιο συμβαίνει και στα χωριά και στις πόλεις, που δεν αντέχουν τον εξευτελισμό και καταφεύγουν στα βουνά αντάρ­τες.
Οι σκοποί των ανταρτών στην αρχη ηταν η τιμωρία των Τούρκων και η προστασία των γυναικοπαίδων, μετά το 1918 όμως έχουν και σκοπό απελευθερωτικό.
Όμως και η ζωη στα βουνά είναι τρομερά δύσκολη και γεμάτη κινδύνους, αφού δε βρίσκουν εύκολα τροφή κι ακόμη πιο δύσκολη με τα όπλα και τα πυρομαχικά. Ζουν στο ύπαι­θρο σε σπηλιές, μέσα στη βροχή και στο χιόνι και με δύσκολη και επικίνδυνη τη μεταξύ τους επικοινωνία και συνεννόηση. 
Κι' όμως, πολλά καταφέρνουν και γράφουν λαμπρές σελίδες ηρωισμού και αυταπάρνησης τόσο στο Δυτικό Πόντο με πα­ράδειγμα την Αμισό και την Πάφρα, όσο και στον Ανατο­λικό με τη Σάντα, το ηρωικό Σούλι του Πόντου.
Αλλά εξίσου απάνθρωπες και φρικτές ήτανε και οι λευκές πορείες η πορείες θανάτου. Ξεσηκωναν γέρους-γριές, ανήμπορους, γυναικόπαιδα, μέσα στο βαρύ χειμώνα της Ανα­τολής και τους οδηγούσαν στα βάθη με πορεία 100 και 200χιλιομέτρων μέσα σε βροχή και σε χιόνι, χωρίς νερο, χωρίς φαγητό, χωρίς ρούχα. Έτσι, από τις κακουχίες και την εξά­ντληση πέθαιναν στους δρόμους.
Στις πορείες θανάτου, μερικές φορές, οι γυναίκες ξέρο­ντας τι τις περίμενε, όταν έφθαναν σε απόκρημνες πλαγιές που κάτω βούιζε το ποτάμι έπεφταν -σαν ένα άλλο Ζάλογγο η Αραπίτσα- να πνιγούν, να σκοτωθούν, παρά να υποστούν την ατίμωση.
Οι Έλληνες, στο διάστημα 1916-1922, όπως μπορούσαν, προσπάθησαν να δραπετεύσουν, να φύγουν, να σωθούν πολ­λοί κατέφυγαν στην ομόδοξη Ρωσία, άλλοι άνδρες δραπέ­τευσαν προς τη Συρία και πολλοί ήρθαν στην Ελλάδα. Έτσι, όταν έγινε η συνθήκη της Λοζάνης, είχε ξεκληριστεί σχεδόν το ελληνικό στοιχείο από τον Πόντο.
 Σε 353.000 ανέρχονται οι νεκροί της περιοδου εκείνης, μια ολοκληρη γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου, που μόλις εν έτει 1994 αναγνωρί­στηκε από τη Βουλή των Ελλήνων.
Θα ήθελα να επισημαίνω ότι τρεις χιλιάδες περίπου χρό­νια πριν είχαν ξεκινήσει οι προγονοί μας για να δημιουργησουν μιά νέα Ελλάδα, που πότισαν με το αιμα τους την αγια­σμένη γη της Ιωνίας στο μακρινό Πόντο. Στη Συνδιάσκεψη της Ειρήνης στο Παρίσι, 30.12.1918, η Ελλάδα με τα υπομνηματά της εξέθεσε τις διεκδικήσεις της επί της Βορ. Ηπεί­ρου, της Θράκης, της Κωνσταντινούπολης, της Μ. Ασίας, των Νήσων του Αιγαίου και της Δωδεκανήσου.
Οι Έλληνες του Πόντου, που τόσα δεινά δοκίμασαν κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου πολέμου, 1914-1918, νόμισαν πως ήρθε η ώρα ν' απαλλαγούν απο τη μακραίωνη τουρκική τυραννία και ζή­τησαν μετά την ανακωχή του Μούδρου, 17.10.1918, και την αποδοχή από την Τουρκία των όρων που έθεσαν οι σύμμα­χοι, την καθιέρωση ενός πολιτεύματος που θα εγγυόταν την ελεύθερη ζωή και την απόλυτη εθνική ανάπτυξη και υποστασή τους.
Για το σκοπό αυτό οι απανταχού Πόντιοι, στη Ρωσία, στην Κωνσταντινούπολη, στην Ελλάδα, στη Μασσαλία και στην Αμερική, κινήθηκαν δραστήρια, χωρίς συντονισμό όμως, μέσω των Σωματείων και Συνδέσμων που είχαν συμπήξει και πρόβαλαν τα αιτήματά τους με υπομνήματα και προσωπικές παραστάσεις προς τις κυβερνήσεις της Ελλάδας και των συμ­μάχων, προς τη Συνδιάσκεψη της Ειρήνης στο Παρίσι.
Σε κάποια φάση των διαπραγματεύσεων φάνηκε ότι θα γινόταν δεκτή μιά ευνοϊκή ρύθμιση του ποντιακού ζητήμα­τος και η κυβέρνηση της Ελλάδας υιοθέτησε αίτημα των Ποντιων για τη συγκρότηση στρατιωτικής δύναμης, απο Ποντι­ους κυρίως, η οποία θα ετίθετο στη διάθεση εντολοδόχου Μεγάλης Δύναμης που θα αναλάμβανε τη στήριξη της ανε­ξαρτησίας του Πόντου.
Με τις προϋποθέσεις αυτές άρχισε η συγκρότηση ειδικών στρατιωτικών μονάδων από Πόντιους αξιωματικούς και οπλί­τες στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, για τη συμμετοχή των Ποντίων στη Μικρασιατική εκστρατεία 1919-1922. Οι μονάδες αυτές ειδικότερα αποτελούταν: α) από Πόντιους αξιωματικούς και οπλίτες που υπηρετούσαν ήδη στον ελληνικό στρατό και β) από Πόντιους του Πόντου και του Καυκάσου που είχαν καταφύγει στην Ελλάδα μετά τους βαλκανικούς πολέμους 1912-1913.
Η συγκρότηση και η εκπαίδευση αυτών των μονάδων άρχισε τον Αύγουστο του 1919 και περατώθηκε το Νοέμβριο του ίδιου έτους, είχαν δε την εξής σύνθεση: α. Στην Αθήνα: Ένα τάγμα πεζικού με συνολική δύναμη πάνω από 1.000 οπλίτες, ένας ουλαμός εφέδρων αξιωματι­κών που περιλάμβανε 19 ουλαμίτες Πόντιους και 4 άλλους από άλλες περιοχές της Ελλάδας και μία πυροβολαρχία.
β. Στη Θεσσαλονίκη: Ένα τάγμα πεζικού από 4 λόχους με συνολική δύναμη πάνω από 1.000 οπλίτες. Οι μονάδες αυτές ήταν να σταλούν στον Πόντο, για να στηρίξουν στρατιωτικώς την ανεξαρτησία του Πόντου. 
Η δυσμενής τροπή,ομως, που πήρε η πορεία του ποντιακού ζητήματος άλλαξε την αποστολή και τη σύνθεση του στρατιωτικού αυτού σώ­ματος. Πολλοί στρατιώτες απολύθηκαν, κυρίως υπερήλικες, και οι διάφορες μονάδες συμπτήχθηκαν σ' ένα μόνο τάγμα πεζικού στη Θεσσαλονίκη με συνολική δύναμη 1.000 αξιω­ματικών και οπλιτών και είχε την επωνυμία «Τάγμα Εθελο­ντών Πόντου».
Οι Πόντιοι αξιωματικοί και οπλίτες «μνήμονες της κα­ταγωγής τους και των ακριτικών παραδόσεων του Πόντου, νοσταλγοί προσκυνητές της ελεύθερης Ελλάδας, φιλοπάτριδες στο έπακρο και ευλαβούμενοι τα θεία, επέδειξαν ζηλευτήαντοχή σε κάθε είδους κακουχίες, ευψυχία και αυταπάρνηση στην εκτέλεση του καθήκοντος».
Απέναντι του μουσουλμα­νικού στοιχείου, παρά τα πατροπαράδοτα μίση και παρά τις πληροφορίες που ελάμβαναν για την εξόντωση των συμπατριωτών τους στον Ποντο, τήρησαν διαγωγή άμεμπτη, ευγέ­νεια ψυχής και ανεξιθρησκεία.
Τον Ιανουάριο του 1921 απολύθηκαν πολλοί Πόντιοι μα­χητές, κυρίως αυτοί που δεν υπείχαν στρατιωτικές υποχρε­ώσεις. Παρέμειναν ωστόσο μέχρι τέλους, ως την άτυχη έκβαση εκείνου του πολέμου. 
Τα όνειρα και οι ελπίδες των Ποντίων μαχητών για την ελευθερία και της δικής τους ιδιαίτερης πα­τρίδας, του Πόντου, θάφτηκαν για πάντα.
Από τη γωνιά της δικής μου στοχευσης σχετικά με το βι­βλίο του πατέρα μου Δημοσθένη, ορθώνονται και καταρ­γούνται μέσα μου συνεχώς αντιπαλότητες και συναινέσεις με τα δρώμενα του πολυτάραχου βίου του. Στα βουνά του Πόντου αντάρτης, στα μπουντρούμια του Χαϊδαριού στην Κατοχή, και στα χιτλερικά κάτεργα τον καιρό του Β' Πα­γκοσμιου πολέμου οταν η πατρίδα μας στέναζε κάτω απο τη γερμανική μπότα και ήταν, οπως άλλωστε ολη η Ευρώπη, το βιλαέτι του ναζισμού.
Η ζωή του ένα μυθιστόρημα, δίχως αρχή αλλά κάποιο τέ­λος, από οράματα που διακρίνονται στο άνυσμα της ψυχής του που αφύπνισε ο διακαής πόθος του στο σύνολο από τρία μέρη, αυταπάρνηση, αυτοθυσία, αλτρουισμός, για την ελευ­θερία της πατρίδας του, τον αρχέγονο Πόντο με την αρχαϊκή του διάλεκτο που έχει ιωνικό υπόστρωμα και το βασιλιά Μι­θριδάτη τον Ευπάτωρα.
Η ιστορία του Πόντου στην πορεία του ελληνισμού είναι άρρηκτα δεμένη με την Ελλάδα και την ελληνικότητά του, και χάνεται στα σκοτάδια του χρόνου από αμνημονεύτων χιλιετηριδων και στην έρημο των αποδεικτικών στοιχείων οπου αναβλύζουν σκόρπιες υποθέσεις πλαισιωμένες από συστά­δες εικασιών που απροκάλυπτα θάλλουν για πολύ και άλλες μαραίνονται γρήγορα σαν τα φύλλα που τα πλακώνει ο χει­μώνας.
 Είναι κάτι πιο πρωτεϊκό και άπιαστο κι απο την άμμο που της γεννά ο φόβος μη στερέψει από αμέλειά του ο αέ­ναος ποταμός της βιβλικής του παράδοσης και πολιτισμού του, που πλάθει ο άνεμος του χρόνου τις μορφές και τα σχηματά του ασταμάτητα με ηρακλειτιο ποτάμι που κυλά μέσα στο χρόνο βουερός και κυκλοβόρος και δεν γίνεται να μπεις μέσα δυο φορές, σε μια ροή άπαυτη σε μια διάρκεια τοσο απέραντη σαν τον πλατύστερνο Νείλο.
Γεννήθηκε στην Αμισό του Πόντου, το σπίτι του παπού μου Σάββα ήταν ακριβώς εκεί που έσκαγε το κύμα, ταξίδεψε πάρα πολύ και γύρισε 18 κράτη, ήταν σχεδιαστής, εργάστηκε σε μεγάλους οίκους, Παρίσι και Μπουένος Άιρες Αργεντι­νής. Σε ηλικία 17 χρονών αναγκάστηκε να πάρει τα βουνά όπως και άλλοι συμπατριώτες του. Σε 300 περίπου σελίδες εξιστόρησε τις περιπέτειές του που ήταν και περιπέτειες σχε­δόν όλων των Ποντίων. Έζησε αυτεξούσιος αντάρτης, αυ­τοκέφαλος μέσα στους αντάρτες, έκανε κατασκοπείες και αναλάμβανε κάθε είδους επικίνδυνες αποστολές. Αυτή η ζωή κράτησε 8 χρόνια, 1914-1922, με μικρή διακοπή.
Όταν ήταν στο βουνό πήρε κάποτε ο πατέρας μου το ρί­σκο και κατέβηκε στην Πρέντζοβα να δει τη μητέρα του μετά  απο τρια χρόνια που ήταν μονη και μονάχη. Ο παπούς μου ο Σάββας ήταν σε αποστολή στην τσαρική Ρωσία, κατόπιν
ινστρουχτόνας του κομητάτου των ανταρτών. Το τούρκικο καρακόλι το ίδιο βράδυ έζωσε το σπίτι της γιαγιάς μου σαν την πύρινη λαίλαπα και τον πιάσανε, για να πάρουνε πλη­ροφορίες που έχουν σχέση με την οργάνωση και τις κινήσεις των ανταρτών.
 Δεν έβγαλε τσιμουδιά, έμεινε άφωνος, ούτε λέξη δεν ξεστόμισε, ούτε τη στιγμή που με ένα μπαλτά του κομματιάσανε οι αδίσταχτοι δολοφόνοι το αριστερό του χέρι πάνω από τον καρπό του.
 Αργότερα δραπέτευσε από τις φυ­λακές και τον τερορισμό τους, γύρισε πίσω στο βουνό και στον υψηλό σκοπο του ποτισμένος με φαρμάκι, γιατί η αξια της λευτεριάς δεν έχει κοστολογηση η εμπορευσιμότητα, εί­ναι πανέμορφη, πανανθρώπινη, και πανάκριβη και αποκτά­ται διά πυρός και σιδήρου, με μεγάλες ανθρώπινες απώλειες, αφανισμός, καταστροφή, ένα σύνολο νεκρών, τραυματιών και αιχμαλώτων.
Επεχείρησε να πάει μήνυμα σε κάποιο πολεμικο σκάφος για λογαριασμό του αντάρτικου, κολυμπώντας 7 ολόκληρες ώρες στα παγωμένα νερά της Μαύρης Θάλασσας χειμώνα καιρό, ηταν κάτι το τρομαχτικό, το υπεράνθρωπο για το νε­αρό θαλασσομάχο που προσπάθησε να δαμάσει τα φοβερά κύματα με κίνδυνο της ζωης του και αψηφώντας το θάνατο,ομως η αποστολή του αντάρτη έμεινε στη μέση.
 Πάνε πολλά χρόνια απο τοτε και μου ομολογησε οτι μέχρι σήμερα έχει τύψεις που δεν εκπλήρωσε την αποστολή του, δεν την εκτέ­λεσε ολοκληρωτικά. Μετά από αυτό ηταν αδύνατο να ησυ­χάσει και να κοιμηθεί σε κρεβάτι, δεν μπορούσε να ηρεμησει και να νιώσει γαληνη. Οταν κάποτε, μετά απο πολλές περιπέτειες ηρθε στην Ελλάδα γνώρισε τη μητέρα μου και παντρευτήκανε, ηταν κόρη του καλύτερου γιατρού της Αμι­σού με σπάνια ομορφιά ολοζώντανης νιότης, οι γονείς της, οπως και του πατέρα μου, είχαν την ιδια τύχη, τους δέσανε στα σκαλοπάτια της εκκλησιάς που χτίσανε οι ίδιοι και βά­λανε μπουρλότο στην ξύλινη κατασκευή του, σαν το καράβι που φουντάρισε στη θάλασσα και βουρκωθηκαν τα βουνά.
Το οθωμανικό και στη συνέχεια το κεμαλικο κράτος με κορυφαίο τους λακέ τη ληστοσυμμορία του χασάπη Τοπάλ Οσμάν είναι υπεύθυνο για το μεγάλο έγκλημα της γενοκτο­νίας. Εάν γυρίσω πίσω στις σκοροφαγωμένες από το χρόνο σελίδες στο πάνθεον της ιστορίας και νοερά σταθώ μπροστά σ' εκείνες τις αλησμόνητες στιγμές, αναπλάθω στη μνημη μου μια μεγάλη τραγωδία. Οι μασχαριάνοι Οσμανίτες αρπάξανε τον παπού μου Σάββα, κατάκοιτο στο κρεβάτι του από την αρρώστεια που πάσχουν οι μεταλλωρύχοι, και ολο το «κλαν» της οικογένειας, αδέλφια, αδελφές, μαζί και τη μητέρα του, άλλους τους κρεμάσανε τον ένα δίπλα στον άλλο σ ένα δοκάρι σαν να ήταν πασχαλινά αρνιά, και άλλους τους κάψανε ζωντανούς, ενώ πιο πέρα ουρλιάζανε αδέσποτα πεινασμένα ψωριάρικα σκυλιά και απο σιμά ερχοντανε η κλαγγη των κονταμπατζηδων ληστών που κάψανε το σπίτι του παπού μου. 
Ο πατέρας μου γλίτωσε· ηταν εκείνη τη στιγμή στο σπίτι του θείου του Ανέστη και αναγκάστηκε να πάρει τα βουνά, αναζητώντας την κοινωνική δικαιοσύνη μέσα απο την εκδίκηση του στον σκοταδιστικό μεσαίωνα της σοβινιστικής Τουρκίας, μαχόμενος για τις ιδέες του και την ελευθερία του Πόντου.
«Το αντάρτικο του Πόντου», η πνευματική παρακαταθήκη του πατέρα μου, τα πάθη και οι ταλαιπωρίες του στο βουνό, είναι ωσάν να υφαίνεις μακρόπνοη ωδή στα έγκατα της κοσμοπλασίας και στα θεμελιώδη της ανθρώπινης ψυχής που καταφέρνει πάντα να φωτίσει το νόημα της βαθύτερης ζωής με τις δεσμίδες φωτός που ρίχνει ένας φακός στο σκοτάδι.
 Απτόητος με τον κίνδυνο, λιονταρόψυχος, σκληρόκαρδος με τον εχθρό, στο πλευρό των απροστάτευτων ορφανών και στα γυναικόπαιδα ως σύνολο άμαχων ατόμων, περήφανος με την καταγωγή του. Πέθανε, με την ελπίδα μια μέρα ο ελληνισμός να ξαναφουντώσει στα μέρη του και μέχρι την τελευταία του πνοή μίλαγε με θαυμαστικά λόγια για την αρχαία παραμυ­θένια χώρα του Πόντου και τη «σέρα», το χορό των βουνί­σιων πολεμιστών.
Θα ήθελα να προσθέσω κάτι, ο βιασμός της γιαγιάς μου Δέσποινας, της μητέρας του πατέρα μου, το γένος Κεσσίσογλου, ήταν σαφώς μια απο τις πιο πικρές στιγμές της ζωής του, και ποτέ του δε μίλησε γι' αυτό το γεγονός. 
Όλα γίνη­καν την ώρα που έλειπε ο παπούς μου στα καπνοχώραφα, λίγο πριν πάει στη Ρωσία να ζητησει βοήθεια για τους αντάρ­τες. Αργότερα τον έπιασε τον Τουρκαλά και τον πέταξε σ' ένα πηγάδι κι' ας ηταν ο τζερεμές ανώτερος γαλονάς της τζενταρμερη. Αναλογίζομαι το τρομερό σκηνικό, τον πόνο, τις κραυγές, την αγωνία και την ξετσιπωτιά που υπέστη το θύμα, μία νεαρή Πόντια καλλονή στα χέρια του ξεφτίλα μουσουλ­μάνου. Ήταν σούρουπο και περίμενε να έλθει ο Σάββας από τη δουλειά του, ο τουρκαλάς μεθυσμένος από το οινόπνευμα και ίσως ντοπαρισμένος μπούκαρε στο δωμάτιο της και την βρήκε την ώρα που κεντούσε. 
Με το ένα του χέρι την άρπαξε από τα μακριά μαύρα της μαλλιά, αφού πρώτα την γρονθο­κόπησε και την άφισε αναίσθητη, με το άλλο του χέρι της έσκισε μέχρι το γοφό της το μακρύ της παραδοσιακό φόρεμα και όταν το κτήνος είδε τη κιλότα της σάλεψε το μυαλό του, την έσυρε έξω λιπόθυμη και καταματωμένη και ξεχύθηκε πάνω της ωσάν την πεινασμένη ύαινα που κομματιάζει την όμορφη γαζέλα κάπου στη Σαβάνα, για να ξεδώσει το βά­σανο του ο άγριος μουσουλμάνος στο παραδεισένιο κορμάκι της δεκαοχτάχρονης κοπελίτσας, της γιαγιάς μου...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah