Τετάρτη 20 Ιουνίου 2012

Οταν η μοίρα παίζει απίστευτα παιχνίδια...

Όταν, πριν λίγα χρόνια, ο πρώην Δήμαρχος Γαστούνης και προσωπικός μου φίλος Κώστας Λούρμπας μου εμπιστεύθηκε την ιστορία της γιαγιάς του, δεν περίμενα πώς η δημοσίευσή της θα προκαλούσε τόση μεγάλη συγκίνηση. Ήταν μια ιστορία που αναδημοσιεύτηκε και σε μπλοκ του εξωτερικού . 
Ο Κώστας Λούρμπας μου είχε πει τότε πώς υπάρχει ένα κομμάτι ακόμη που δεν επιτρέπεται να δημοσιευθεί υποσχόμενος πώς όταν το επιτρέψουν οι συνθήκες θα μου το δώσει για να ολοκληρωθεί η πραγματικά απίστευτη ιστορία. 
Πριν δύο ημέρες μου παρέδωσε το βιβλίο "Οι Μικρασιάτες της Γαστούνης", όπου κι εκείνο το κομμάτι είχε πλέον συμπεριληφθεί κι επομένως τώρα μπορείτε να διαβάσετε ολόκληρη την ιστορία της Μοσχούλας Τζάλα-Χατζηδημητρίου και πώς η μοίρα παίζει τα πιο περίεργα παιχνίδια!!! 


Διήγηση Μοσχούλας Τζάλα-Χατζηδημητρίου

Ο ΠΑΤΕΡΑΣ μου λεγόταν Ανδρέας Τζάλας (1879-1948) του Δημητρίου και της Ζωής. Είχε ακόμα δύο αδέλφια, τον Ευγένη (1889-1968) και τον Γιάννη, καθώς και μία αδελφή, την Λισσαβώ (1888-1966), σύζ. Αλέξ. Δεληγιάννη (1883-1950).
 Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ του ήταν από την περιοχή της Σμύρνης, το Καϊσλάρ. Ήταν αγρότης και έβγαζε ούζο. Την πρώτη γυναίκα του έλεγαν Ζαφώ και με αυτή είχε μια κόρη, τη Γεωργία (1904-1943;) και ένα γιο, τον Κώστα, που πέθανε εκεί. 
Το 1910 που πήγε στρατιώτης με τον τούρκικο στρατό στον πόλεμο, έφυγε λιποτάκτης, γιατί η γυναίκα του ήταν άρρωστη από φυματίωση. Το 1912 ξαναπήγε στον πόλεμο και έφυγε πάλι λιποτάκτης.
Όταν γύρισε βρήκε το σπίτι του καμένο και τη γυναίκα του πεθαμένη. Τη δεύτερη γυναίκα του, τη μάνα μου, έλεγαν Στυλιανή Χυτήρογλου. Η μάνα μου είχε ακόμα δύο αδελφές, την Κων/να και την Κατίνα και έναν αδελφό, τον Μπαλή (Χαράλαμπο). Το 1921 γεννήθηκα εγώ, η Μοσχούλα. Ο πατέρας μου ήταν 17 μήνες αιχμάλωτος. Η μάνα μου πέρασε στη Θεσσαλονίκη με μένα 11 μηνών στην αγκαλιά και ένα παιδί στην κοιλιά. Το άλλο αδερφάκι, η Ουρανίτσα, σε ηλικία 3,5 ετών, είχε χαθεί.
ΦΤΑΝΟΝΤΑΣ στη Θεσσαλονίκη έπεσε στα μαύρα πανιά. Μόνη σε άγνωστο μέρος. Κάπου βρέθηκε η αδερφή της Κατίνα. Μας έβαλε σε μια αποθήκη. Εκεί η μητέρα μου γέννησε ένα αγοράκι. Σε δύο μέρες όμως πέθανε το μωρό αφού πρόλαβαν και το βάφτισαν Σωτήρη σε μια λεκάνη και, για να την παρηγορήσουν της έδιναν ξένο μωρό, μέχρι που σε λίγες μέρες πέθανε με το μωρό στην αγκαλιά.
ΜΕΤΑ από 17 μήνες αιχμαλωσίας, και μη ξέροντας που βρίσκεται η οικογένειά του, ήρθε στη Μακεδονία ο πατέρας μου. Η κατάστασή του ήταν δραματική. Ότι τσουβάλια έβρισκε στο δρόμο τυλίγονταν, με γενειάδα, με ψείρες και μέσα στη βρώμα. Την αδελφή του Γεωργία, που πέθανε στο πλοίο την πέταξαν στη θάλασσα. Είχε πει, "καλύτερα να με φάνε τα ψάρια παρά οι Τούρκοι...".
Στη Μακεδονία βρήκε τον αδελφό του Γιάννη. Τον ρώτησε που είναι η οικογένειά του. "Στη Γαστούνη", είπε ο Γιάννης, "έχουν πάει κάτω τα αδέρφια μας η Σαβώ (Ελισάβω) και ο Ευγένης". Κατέβηκε τότε ο πατέρας μου κάτω με χαρτιά απορίας και βρήκε τα αδέρφια του. Τον ξεψείρισαν, τον καθάρισαν, τον συγύρισαν. Ρώτησε, "που είναι η οικογένειά μου;". "Είναι στη Μακεδονία. Θα έρθει, θα έρθει". Έτσι τον ταλαιπωρούσαν επί ένα μήνα.
Μετά από λίγο έμαθε τυχαία σε καφενείο ότι "η γυναίκα σου πέθανε". Ρώτησε, "έχω κανένα παιδί στη ζωή;". "Έχεις την Γεωργία από τον πρώτο γάμο και την Μοσχούλα. Το αγοράκι πέθανε και η Ουρανίτσα έχει χαθεί". "Πού χάθηκε;", ρώτησε. "Οι Τούρκοι την πήραν; Το τουρκέψανε; Το σκοτώσανε; Δεν ξέρουμε".

ΤΗ ΓΕΩΡΓΙΑ είχε ο θείος μου στη Πτολεμαΐδα και μένα με είχε με τα δύο μου ξαδέρφια τον Αριστοτέλη και τον Λευτέρη. Η Γεωργία ήταν παντρεμένη με έναν Γ. Μιχαλόπουλο στην Ποντοκόμη, αλλά στο διάστημα αυτό αρρώστησε σοβαρά από επιληψία.
Ο γαμπρός μας είπε ότι δεν μπορεί να την κάνει καλά, "να την πάτε σε γιατρούς στην Αθήνα, να βοηθήσετε και σεις από κει και εγώ από εδώ μήπως γίνει καλά". Ο πατέρας μου που ήρθε πάλι στη Μακεδονία μας έφερε στην Γαστούνη. Η κατάσταση της Γεωργίας δεν βελτιώθηκε και πέθανε στη Γαστούνη περίπου 40 ετών. Στη Γαστούνη ο πατέρας μου έδωσε κουράγιο στον εαυτό του και άνοιξε ένα μαγαζί, εργαστήριο γιαούρτης, για να βγάζει τα έξοδά του. Ήταν καλός τεχνίτης και παρά τις αντιδράσεις των ντόπιων κατάφερε να επιβάλλει το προϊόν, έτσι ώστε να το τρώει ο κόσμος. Πριν είχε δουλέψει στο τυροκομείο του Βασίλη Χοντρομάρα και μετά στου Γιώργου Γωργίτσα. Επειδή άργησε να έρθει δεν πήρε κλήρο από την αρχή, ούτε άλογο και γεωργικά εργαλεία. Μαζί με άλλους, μετά από δικαστήριο, τους δόθηκε κλήρος από άλλους, οι οποίοι δεν κατοικούσαν εδώ και αφού πλήρωσαν.
Μάλιστα, ήταν τόσο δραστήριος που συνέβαλλε στο να οργανωθούν οι πρόσφυγες το 1927 σε σύλλογο με τον τίτλο, "Σύλλογος Προσφύγων Η ΕΝΩΣΙΣ", για ν' αγωνίζονται προς επίλυση των προβλημάτων τους. Το οικόπεδο του σπιτιού του ήταν ένας κήπος, μικρός παράδεισος, με κληματαριά, μουριές, ακακίες, ροδιές, κορομηλιές, συκιές, φουντουκιά, τζιτζιφιά, μανταρινιά, πορτοκαλιές, καρυδιές, κυδωνιές, άνθη. Το χωράφι του το μετέτρεψε από αγκιναρότοπο σε κτήμα με σουλτανίνα, κέρινα, φράουλες, οινοστάφυλα, οπωροφόρα δέντρα, με αγροικία που είχε όλες τις προϋποθέσεις μιας σκληρής μεν γλυκιάς δε διαβίωσης. Παρήγαγε σουσάμια, ρεβίθια, όσπρια και γενικά καρπούς, που εδώ δεν ήξεραν ούτε να χρησιμοποιούν. Όλα μετά από σκληρή δουλειά.
ΤΗΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ του γυναίκα, την Παναγιώτα Καραογλάνογλου (1897-1982)  γνώρισε αρχικά στα Σαμπάναγα και της είπε κρυφά: "Μην μιλήσεις έτσι και έτσι". Τότε ρώτησα και εγώ, "ποια είναι αυτή μητέρα;", παίρνοντας την απάντηση, "είναι η θεία σου που είναι στην Μακεδονία. Την ξέρεις; Τώρα θα έχει πεθάνει".
Φάρος στην Τραπεζούντα

 Χρειάστηκε να περάσουν 19 χρόνια για να μάθω ότι η Παναγιώτα ήταν μητριά μου. Ήταν μια βασανισμένη γυναίκα, υπομονετική και με άγια ψυχή, πάντα με το χαμόγελο και με ψυχική δύναμη που έβρισκε κουράγιο να διασκεδάζει τον πόνο της. Η ζωή της άρχισε βασανιστική στην περιοχή της Τραπεζούντας όπου καταγόταν, απ' τους Τούρκους και τελείωσε πάλι πληγωμένη από τους Τούρκους, αφού της έμελλε να γευτεί και τον χαμό του τελευταίου της εγγονού της Δημητρίου Λούρμπα το 1974 στη Κύπρο κατά την εισβολή του Αττίλα. Είχε γεννηθεί σε χωριό της Τραπεζούντας. 
ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ της έλεγαν Βασίλη και τον αδερφό της Δημήτριο, τους σκότωσαν και τους δύο οι Τούρκοι. Τον πατέρα της κατηγόρησαν οι Τσέτες ως αντάρτη. Είχε παντρευτεί στον Πόντο. Τον πρώτο άντρα της τον έλεγαν Γιώργο και είχε κάνει ένα αγοράκι, τον Δημήτρη. Με τις μετακινήσεις που τους επέβαλλαν οι Τούρκοι αναγκάζονταν να εγκαταλείπουν τα παιδιά τους, πολλές φορές να τα τρώνε τα τσακάλια, με σκοπό να μην πέσουν στα χέρια των Τούρκων. 
Η Παναγιώτα με το πουκάμισο, που έφυγε από το κρεβάτι της, έκανε τρία χρόνια να φτάσει απ' τον Πόντο στην Πόλη. Τρία χρόνια ταλαιπωρίας, πήγαιναν μπροστά οι Τούρκοι, πίσω οι δικοί μας. Πήγαιναν μπροστά οι δικοί μας, πίσω οι Τούρκοι. Σε μια στιγμή όπως περπατούσαν βρέθηκε μπροστά της ένα βαφτιστήρι της και της λέει: "Νονά, νονά, τον Δημήτρη τον σκότωσαν. Εκεί είναι". Πήγε η Παναγιώτα να δει και της έκλεισαν το στόμα για να μη φωνάξει και την ακούσουν οι Τούρκοι. Παρόμοια σκηνή αντιμετώπιζαν όπου έβρισκαν κατασπαραγμένα μωρά, που είχαν αφήσει στο δρόμο για να γλυτώσουν επειδή έκλαιγαν όλη τη νύχτα, για α μην τους ανακαλύψουν οι Τούρκοι. Από την Πόλη έφτασε με πλοίο στην Πάτρα και από κει την έφεραν στα Σαμπάναγα με την Μαγδαληνή του Λουκουμάκια και άλλες. Κατέβαιναν στη Γαστούνη να δουλέψουν στα καλαμπόκια. Με τον πατέρα μου έκανε εφτά παιδιά από τα οποία της έζησαν τα τρία κορίτσια, η Μαρίκα (24-8-1929), η Παρθενία (30-9-1932) και η Ευδοξία (6-7-1935). Μετά την Μαρίκα γέννησε δύο αγόρια, τον Τάσο και τον Γιώργο και άλλα δύο μετά την Παρθενία, τον Στέλιο (πέθανε 8-8-1934 σε πρόωρο τοκετό) και τον Γιάννη. Της πέθαναν οχταμηνίτικα όλα. 
ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ μου πέθαναν τα αγόρια και του αδερφού του Γιάννη τα κορίτσια. Ο πατέρας μου είχε αλληλογραφία με τον αδερφό του Γιάννη και όταν πέθαναν τα δυο του αγόρια, του έγραψε: " Έλα βρε αδερφέ μου, μην στενοχωριέσαι, και εγώ έχασα την κόρη μου". "Βρε αδερφέ, μην στενοχωριέσαι και εγώ έχασα το γιο μου". Μετά πάλι ο θείος έγραψε: "Μη στενοχωριέσαι έχασα το βόδι μου, έχασα τα γελάδια μου". Όλο ζημιές πάθαινε ο κακομοίρης. 
ΟΤΑΝ ΗΡΘΑΜΕ στη Γαστούνη ήμουν 4-5 ετών και μείναμε στο σπίτι του Κότα του γιατρού, σε ένα υπόγειο. Ζούσε τότε μια κοντή χοντρή γυναίκα, η Φώτω, σαν υπηρέτρια. Τον πατέρα του γιατρού είχε ληστέψει ένας ληστής τότε ο Καπλάνης.. Από εκεί φύγαμε και πήγαμε στα Οικονομαίικα, στο σπίτι του Γάτου (Θωμόπουλου). Μετά μείναμε στην Καθολική, στην Αγκινάρα, σε διάφορα μέρη. 
Ο πατέρας μου άνοιξε ένα μαγαζί και πουλούσε γιαούρτες σε τσουκάλια. Μέχρι τότε τη δουλειά αυτή δεν την έκανε κανείς. Ο πατέρας μου είχε όνομα στη δουλειά. Μετά από καιρό βγήκε ο Κουρτέσης και αργότερα ο Παργινός. Ο πατέρας μου είχε βγάλει άδεια από την εφορία για γαλακτοπωλείο και είχε δικαίωμα να ανοίγει κάθε μέρα και τις γιορτές ορισμένες ώρες. Ο Παργινός είχε τυροκομείο και πουλούσε γιαούρτια χωρίς άδεια. Παραπονέθηκε ο πατέρας μου στη Νομαρχία και έγινε μήνυση του Παργινού. Τότε ο Παργινός έκανε καρτέρι του πατέρα μου με το πιστόλι και τον απείλησε. Ο πατέρας μου του είπε ήρεμα: "Παιδιά έχεις εσύ, παιδιά έχω κι εγώ. Μην κλείσουμε τα σπίτια μας. Αυτό που ανήκει στον καθένα μας ας το δουλέψουμε". Κάθε μέρα μας έπαιρνε κοντά του να μην μας πλησιάσει ο Παργινός και έλεγε: "Τα μαγαζιά ας κλείσουν, σπίτια να μην κλείσουν". Το μαγαζί το διαλύσαμε όταν αρρώστησε ο πατέρας μου και τρέχαμε στους γιατρούς. Πρέπει να είχε καρκίνο του αίματος και πέθανε στις 4 Απρίλη του 1948. 

Η ΑΔΕΡΦΗ μου η Μαρίκα, η πρώτη κόρη της Παναγιώτας, ήταν πολύ όμορφη. Περπατούσε και έτρεμε η γη. Ποιος θα είναι ο τυχερός να την πάρει, έλεγαν. Και κατάφερε να την πάρει σε ηλικία 17 ετών ο γέρος, λέγανε τότε, ο Δημήτριος Λούρμπας σε ηλικία 50 ετών, ντόπιος στην καταγωγή, αλλά καλός άνθρωπος. Οι δικοί του ήταν όλοι ανύπαντροι και δεν ήθελαν τον γάμο, γιατί το θεωρούσαν υποτιμητικό να πάρει μια προσφυγοπούλα και τον έδιωξαν από το σπίτι. Το πρώτο παιδί που έκαναν ήταν ο Κώστας Λούρμπας, το 1947. Ήταν ίσως το πρώτο παιδί που γεννήθηκε από ντόπιο και προσφυγοπούλα στη Γαστούνη. Η τύχη εδώ έπαιξε παράξενα παιχνίδια. Όταν η Μαρίκα έμεινε έγκυος, λόγω του ότι δεν είχε γίνει γάμος, οι Λουρμπαίοι δημιούργησαν επεισόδια, σκέφτηκαν να προχωρήσουν σε αποβολή. αλλά τους απέτρεψε ο Επαμεινώνδας Γερολυμάτος. Έτσι γεννήθηκε ο Κώστας που είχε ρίζες στον Πόνντο από τη γιαγιά Παναγιώτα, ρίζες από τη Σμύρνη από τον παππού Ανδρέα Τζάλα, ρίζες από τη Μάνη όπου η καταγωγή της οικογένειας Λούρμπα και ρίζες από τα Μαγούλιανα από τη γιαγιά του Διαμάντω Λούρμπα. 
Το 1949 η Μαρίκα γέννησε δίδυμα, τον Γιάννη και τον Ανδρέα. Αργότερα όταν ήταν έγκυος στο Δημήτρη έγινε κρυφά στο μετόχι από τον παπά του Παλαιοχωρίου, που έστειλε ο παπά-Νίκος, ο γάμος με κουμπάρο τον κουνιάδο μου τον Χρήστο Χατζηδημητρίου. 
ΣΤΙΣ 10 ΑΠΡΙΛΗ ΤΟΥ 1952 σκοτώθηκε ο άντρας της Μαρίκας στη Μπούκα από δυναμίτη και έμεινε μόνη με τα τρία παιδιά και ένα στην κοιλιά. Τότε έγιναν δραματικά γεγονότα. Η οικογένεια του άντρα της δεν την άφησαν ούτε στην κηδεία. Με τη συνοδεία της αστυνομίας την άφησαν να πλησιάσει μόνο στο νεκροταφείο και αφού ο παπά-Νίκος τους αποκάλυψε ότι είναι νόμιμη σύζυγος, γιατί είχαν στεφανωθεί. Τα όσα έγιναν τότε ήταν το αποκορύφωμα του ρατσισμού και της κακής συμπεριφοράς των ντόπιων απέναντι στους Μικρασιάτες πρόσφυγες. 
Μετά η Μαρίκα γέννησε το τέταρτο αγόρι που του έδωσε το όνομα του άντρα της, Δημήτρης. Το παιδί αυτό μεγάλωσε, ψήλωσε, έγινε ωραίος άντρας, αλλά χάθηκε άδικα στην Κύπρο το 1974, περίπου 19-20 ετών. Αυτό δεν μπόρεσε να το καταπιεί κανείς, ιδιαίτερα η Μαρίκα και η γιαγιά Παναγιώτα, που στα τελευταία της έμελλε να γευθεί άλλη μια πίκρα από τους Τούρκους. Η τύχη της έπαιξε ένα άσχημο παιχνίδι. Το παιδί που άφησε στον Πόντο, ο αδελφό της, ο πεθερός της, ένα παιδί που μάζεψε το 1940 από την αγκαλιά της πεθαμένης μητέρας του και το μεγάλωσε, ο άντρας της Μαρίκας και το παιδί που χάθηκε στην Κύπρο, όλοι πήγαν από βίαιο θάνατο και είχαν το ίδιο όνομα, Δημήτρης. Η ζωή της ήταν μια τραγωδία από την αρχή μέχρι το τέλος. 
Η ΙΔΙΑ η γιαγιά Παναγιώτα έλεγε: "Μόνοι μας, χωρίς να μας βοηθήσει κανείς, πήραμε από την Τραπεζούντα το δρόμο και βγήκαμε με διάφορους τρόπους στην Πόλη. Εκεί οι Τούρκοι μας έβαλαν σε μια εκκλησία και ήρθαν οι Ελληνες και μας πήραν. Μετά από έντεκα μέρες μας φόρτωσαν στο καράβι για την Ελλάδα. Μας έβγαλαν στην Πάτρα. Εφτά χιλιάδες άνθρωποι στοιβαγμένοι σε ένα πλοίο των δύο χιλιάδων. Είμασταν στη θάλασσα 5-6 μέρες. Δεν υπήρχε χώρος να ξαπλώσουμε. Δεν υπήρχαν τρόφιμα. Δεν υπήρχαν καμπινέδες. Όλες τις μέρες και τις νύχτες στεκόμαστε στο κατάστρωμα, κάτω από τη βροχή, μέσα στο κρύο της νύχτας και κάτω από τον ήλιο του μεσημεριού. 
Φτάσαμε στην Πάτρα κουρελιασμένοι, πεινασμένοι, άρρωστοι, ψειριασμένοι, αναπνέοντας ανθρώπινη μιζέρια και απελπισία. Χειμώνας καιρός. Χριστουγεννιάτικα, ξημερώματα το 1923. Τι σπουδαίοι άνθρωποι κι εκείνοι! Άπονοι, πολύ άπονοι άνθρωποι οι Πατριναίοι. Ακούσαμε να μας καλωσορίζουν: "Τι θέλετε στο τόπο μας τουρκόσποροι; Να πάτε στον Βενιζέλο σας!". Μας έβαλαν να κοιμηθούμε σε ανοιχτά υπόστεγα. Έβλεπαν τα μωρά πάνω στο τσιμέντο και δεν έλεγαν, πάρτε ένα τσουβάλι να τα βάλετε πάνω. Τη μια βραδιά έβλεπες το μωρό καλά και την άλλη το έβρισκες πεθαμένο...
AΠΟ ΚΕΙ μας έκαναν διανομή στα χωριά. Μας έβαλαν στα καρβουνιασμένα βαγόνια του τρένου. Δεν περίμεναν ούτε τα πράγματά μας να πάρουμε. Εμείς, που δεν είχαμε άντρες να τρέξουν, τα χάσαμε. Κατεβήκαμε στη Γαστούνη και μας μοίρασαν. Εγώ πήγα στα Σαμπάναγα. Δουλεύαμε για να ζήσουμε. Ένα μεροκάματο στα χωράφια, ένα ψωμί, λίγα φασόλια ή τίποτα άλλο.
ΟΤΑΝ πρωτοήρθαμε δεν ξέραμε ελληνικά. Οι ντόπιοι μας κορόιδευαν. Έλεγαν ότι ήρθαμε και στένεψε ο τόπος τους! Ήθελαν να μας σκοτώσουν, γιατί λέγανε ότι τους πήραμε τον τόπο τους. Αυτοί ήταν κακομοίρηδες, Οι άνδρες μαζεύονταν στα καφενεία και όσοι είχαν τσιγάρα τα έβαζαν στο τραπέζι να καπνίσουν όλοι. Οι ντόπιοι απορούσαν και ήθελαν να τα πάρουν. Ότι καλό είχαμε φέρει μας το έπαιρναν ή το έκλεβαν. Στη γυναίκα του Αντώναγα πήραν τα χρυσαφικά και ένα βράδυ δύο ντόπιοι τους τράβηξαν και άρπαξαν, εκεί που κοιμόντουσαν, το πάπλωμα, αλλά τους πρόφτασαν και το πήραν πίσω.
Οι ανάγκες ήταν μεγάλες. Γρίπη, φυματίωση, ελονοσία και τραχώματα, βασάνιζαν τους πρόσφυγες. Πολλοί που προσβλήθηκαν από μολυσματικές αρρώστιες δεν πρόλαβαν να φτάσουν και άφησαν την τελευταία τους πνοή στα πλοία και τα λοιμοκαθαρτήρια. 
Στην αρχή κάναμε τσαρδάκια (καλύβες) από ξύλα, τενεκέδες και τσουβάλια. Ξυπόλυτοι οι περισσότεροι άρχισαν να φτιάχνουν παπούτσια από λάστιχα, πανιά και δέρματα.. Άλλοι ντύθηκαν με σακιά από αλεύρι. Για κατσαρόλες είχαμε κουτιά από κονσέρβες. Ακόμα και στις δουλειές μας δυσκόλευαν και προσπαθούσαμε να κάνουμε δικές μας δουλειές. 
Ο άντρας μου, ο Ανδρέας Τζάλας, ήταν δραστήριος. Άνοιξε εργαστήριο και έκανε γιαούρτια. Οργάνωσε σε σύλλογο τους πρόσφυγες (Σύλλογος Προσφύγων "Η ΕΝΩΣΙΣ") για να βοηθούν ο ένας τον άλλον. Επειδή μας έλεγαν "παιδιά του Βενιζέλου" μας μισούσαν οι αντίθετοι. Αυτοί που μισούσαν τον Βενιζέλο καλλιεργούσαν το μίσος των ντόπιων εναντίον μας. Το μίσος αυτό πήρε τη μορφή κοινωνικού ρατσισμού και πολλές φορές εκδηλωνόταν με ωμή βία. Το επίθετο "πρόσφυγας" θα λάβει στην κοινή συνείδηση την πιο υποτιμητική και περιφρονητική σημασία, ενώ ένα πλήθος χλευαστικών προσωνυμιών (παρατσούκλια) χρησιμοποιούνταν για να προσδιορίσουν τους Έλληνες της Μικράς Ασίας. Ήταν πολύ άγριοι σε μας. Μας έβαλαν στα χειρότερα σημεία και κοίταζαν να μας εκμεταλλευτούν Τα πράγματα ήταν δύσκολα γιατί είχαμε ταλαιπωρηθεί από τον ξεριζωμό, δεν ήμασταν σίγουροι για τίποτα και είχαμε σαν όνειρο την επιστροφή στα μέρη μας. 
Πέρασαν πολλά χρόνια για να ηρεμήσουμε, αφού ο καημός μας να έχουμε ένα μικρό χτήμα δικό μας, να αποκτήσουμε λίγη γη, έγινε πραγματικότητα Χρειάστηκαν πολλά χρόνια και η καταλυτική επίδραση των γεγονότων της δεκαετίας του 1940, για να σβήσει η διαχωριστική γραμμή μεταξύ ντόπιων και προσφύγων. 
Εμείς είμαστε εργατικοί και καθαροί. Λίγο-λίγο σταθήκαμε στα πόδια μας, προσαρμοστήκαμε και κάναμε τους ντόπιους να πιστέψουν ότι είμαστε καλοί άνθρωποι, πολιτισμένοι, γλεντζέδες και πιο προοδευτικοί από αυτούς. Τους ανοίξαμε τα μάτια σε πολλά. Τώρα οι περισσότεροι στη Γαστούνη κατάγονται από πρόσφυγες και ζουν όλοι μαζί χωρίς προβλήματα.
Η ΤΥΧΗ ΕΠΑΙΞΕ και ένα άλλο συγκλονιστικό παιχνίδι. Η γιαγιά Παναγιώτα αγαπούσε ιδιαίτερα το πρώτο της εγγόνι, τον Κώστα Λούρμπα, Αυτός της έκανε όλα τα χατίρια Με οδηγίες που του έδωσε και περιγραφές που του έκανε, τον έστειλε στην Τραπεζούντα το Σεπτέμβρη του 1982, για να δει αν υπάρχει το σπίτι της και αν μένει εκεί το παιδί που είχε χάσει κατά τη φυγή τους. Ήταν μια απόπειρα αρκετά δύσκολη. 
Ο Κώστας ξεκίνησε, πήγε με τουριστικό γραφείο από την Θεσσαλονίκη στην Κωνσταντινούπολη και από κει οδικώς από τη Σινώπη, την Αμισό και την Κερασούντα έφτασε στην Τραπεζούντα. Έχοντας κοντά του έναν ξεναγό που γνώριζε τη γλώσσα των Τούρκων, αν και ο ίδιος γνώριζε τα βασικά, άρχισε το ψάξιμο, σύμφωνα με τις περιγραφές που είχε. Το αποτέλεσμα δεν άργησε να έρθει. Τα περισσότερα σπίτια και οι γειτονιές ήταν όπως τα άφησαν οι Έλληνες όταν έφυγαν. Οι νέοι ιδιοκτήτες απλώς διαμένουν και έχουν κάνει ελάχιστους βασικούς συγχρονισμούς για τις ανάγκες της ζωής. Στη γειτονιά που του είχε περιγράψει, σταμάτησε έξω από ένα σπίτι με τρία πέτρινα σκαλιά στην κεντρική πόρτα, γιατί η περιγραφή που είχε συμφωνούσε αρκετά. Κτύπησαν την πόρτα. Άνοιξε μια κυρία. Ο ξεναγός της εξήγησε ότι είμαστε εκδρομείς από την Ελλάδα, απόγονοι αυτών που κάποτε έφυγαν από εδώ και θέλουμε να επισκεφθούμε το σπίτι που αφήσαμε, αλλά και να γνωρίσουμε τους σημερινούς κατοίκους. 
Η γυναίκα εξήγησε ότι, κατά τις συνήθειές τους, δεν μπορεί να τους βάλει μέσα στο σπίτι της, γιατί λείπει ο άντρας της και τους σύστησε να έρθουν το απόγευμα, όταν θα έχει επιστρέψει από την εργασία του. Ήταν περίπου λίγο πριν το μεσημέρι. Έφυγαν και γύρισαν αργά το απόγευμα, αφού περιηγήθηκαν στην πόλη. Τους άνοιξε ο νοικοκύρης του σπιτιού. Ένας άντρας περίπου 64 ετών. Μπήκαν μέσα σε ένα μεγάλο δωμάτιο. 
Το μάτι του Κώστα ερευνητικό έψαχνε να βρει το τζάκι, που του είχε πει η γιαγιά. Δεν δυσκολεύτηκε, γιατί ήταν σχεδόν στο κέντρο, όπως ήταν η περιγραφή. Αφού κάθισαν, συστήθηκαν και φανέρωσαν το σκοπό της επίσκεψης. Είπε ο Κώστας ότι όταν έγινε ο διωγμός των Ελλήνων, η γιαγιά Παναγιώτα έχασε ένα παιδί, τον Δημήτρη, του οποίου δεν γνωρίζει την τύχη και πάνω από το τζάκι είχε κρύψει μέσα στον τοίχο μια θήκη με διάφορα κοσμήματα και ένα ασημένιο καδράκι με φωτογραφία του μικρού παιδιού. Αν λοιπόν δεν υπάρχει πρόβλημα παρακάλεσαν να ψάξουν στο σημείο πάνω από το τζάκι μήπως υπάρχουν τα πράγματα αυτά. 
Ακούγοντας την ιστορία αυτή ο νοικοκύρης έδειξε να χάνει το χρώμα του, να βρίσκεται σε αμηχανία και από αυτά που είπες τους έδωσε να καταλάβουν ότι κάτι γνωρίζει. Τους παρακάλεσε να περάσουν την άλλη μέρα, γιατί είχε κάποιους λόγους και ήθελε να σκεφτεί. 
Την άλλη μέρα τους δέχθηκε φοβερά προβληματισμένος και αφού τους περιποιήθηκε, τους έδωσε στα χέρια τη θήκη που ζητούσαν λέγοντας ότι την είχε βρει κάποτε, αλλά ήθελε να ρωτήσει και τα παιδιά του. Αυτό μάλλον ήταν πρόσχημα γιατί όπως φαίνεται αιφνιδιάστηκε και ήθελε να ξεπεράσει την συγκίνησή του. Σημειωτέων ότι μιλούσε και ελληνικά. Ο Κώστας άνοιξε την θήκη και παρατήρησε ότι υπήρχαν όλα όσα είπε η γιαγιά, αλλά δεν ήταν μέσα το ασημένιο καδράκι με την φωτογραφία. Σε ερώτηση του προς τον νοικοκύρη τους είπε ότι αυτά βρήκε, αλλά η όψη του έδειχνε ότι μέσα του γινόταν πάλη και δεν κρυβόταν η ταραχή του. Τελικά μετά από την επιμονή του Κώστα, ο άνθρωπος αποκάλυψε ότι το χαμένο παιδί ήταν αυτός και παρουσίασε το καδράκι με την φωτογραφία που αναζητούσαν. Ακολούθησαν στιγμές έντονης συγκίνησης. Του είπαν ότι η μάνα του ζει, είναι κατάκοιτη και ότι θα της έδινε τη μεγαλύτερη χαρά αν ερχόταν να τον δει. Όμως ο ίδιος αρνήθηκε κατηγορηματικά με μια συγκλονιστική φράση, που έσχιζε καρδιές: "Δεν έχει νόημα πια...".
Τους παρακάλεσε πολύ, επειδή ο ίδιος ήταν στρατιωτικός και τα δύο του παιδιά επίσης ανώτατοι στρατιωτικοί στην Άγκυρα, να μην αποκαλύψουν το γεγονός, τουλάχιστον όσο θα βρίσκονται σε τούρκικο έδαφος και στην Ελλάδα να το μάθει μόνο η μάνα, η γιαγιά. Ίσως είχε δίκιο. Δεν ήταν πρέπον να ταράξει άλλο την ζωή του, που είχε πάρει άλλους δρόμους, χωρίς επιστροφή...   Στο άκουσμα ότι είχε παιδί σκοτωμένο στην Κύπρο, επικράτησε μούδιασμα. Κανείς δεν μπορούσε να μιλήσει. Με πολύ κόπο είπαν ότι και άλλο εγγόνι της γιαγιάς Παναγιώτας έπεσε στην Κύπρο το 1974 με τον Ελληνικό Στρατό. Οι στιγμές ανθρώπινης συγκίνησης κράτησαν πολύ και τα δάκρυα έβγαιναν ασταμάτητα για πολλή ώρα. Η μοίρα είχε παίξει ένα τραγικό παιχνίδι. 
Έφυγαν με βαριά καρδιά, παίρνοντας μόνο από τη θήκη ένα ρολόι και ένα χαϊμαλί, αφού είχαν έναν αποχωρισμό πολύ δύσκολο. Πήραν το δρόμο του γυρισμού και έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη Εκεί ο Κώστας δεν άντεξε και πήρε τηλέφωνο στην Ελλάδα, στη Γαστούνη, για να δώσει στη γιαγιά το χαρμόσυνο νέο, με τρόπο που δεν θα γίνει αντιληπτός από τις τουρκικές αρχές, ενδεχομένως. 
Ήταν 22 Σεπτεμβρίου 1982. Μόλις πήρε τηλέφωνο και είπε τα συμβάντα, έπεσε λιπόθυμος. Του είχαν γνωρίσει από το τηλέφωνο ότι η γιαγιά πέθανε χθες και την είχαν κηδέψει!Έτσι έκλεισε η δραματική ιστορία μιας γυναίκας, που η τύχη της είχε γράψει να μη γελάσουν τα χείλη της ούτε την τελευταία στιγμή..."
Το ερώτημα που βασανίζει τον Κώστα: Τα παιδιά του πιο πάνω Έλληνα στην καταγωγή, που υπηρετούσαν ως ανώτατοι αξιωματικοί του Τούρκικου Στρατού στην Άγκυρα, πήραν μέρος στην εισβολή στην Κύπρο; Δεν το χωράει ο νους μου, όταν σκέπτομαι ότι μπορεί να ήσαν αιτία να σκοτωθεί ο αδελφός του Δημήτριος Λούρμπας το 1974, στην ουσία από ξαδέλφια του, που προέρχονταν από την ίδια μάνα. Τη γιαγιά Παναγιώτα! Η μοίρα έπαιξε ένα τέτοιο τραγικό παιχνίδι;
[Η διήγηση 'εγινε το 2002 στο Αιγάλεω, Αισχύλου 52 και μαγνητοφωνήθηκε]

[σ.σ. Η εφημερίδα "Τζουμ Χουριετ" της Τουρκίας δημοσίευσε το 1989 τα απομνημονεύματα του στρατηγού Βετρετίν Ντεμιρέλ, που ήταν διοικητής του 11ου σώματος στρατού και που έκανε την απόβαση στην Κύπρο και εξετέλεσε τον ΑΤΤΙΛΑ. 
Δημιουργήθηκε τότε μεγάλος σάλος για τις αποκαλύψεις του, που έδειχναν πόσο ανέτοιμος ήταν ο Τουρκικός Στρατός για την επιχείρηση, αλλά πέτυχε χάρις στην Ελληνική προδοσία. Ομολόγησε ότι στις 20 Ιουλίου 1974, η κατάσταση στην ακτή της Κύπρου δεν ήταν καλή για αυτούς, ιδιαίτερα στο Πεντεμίλι, 1,5 χιλιόμετρο αριστερά της Κερύνειας όπου αποβιβάστηκαν, λόγω της περιπέτειας του Διοικητή του 50ου Συντάγματος Πεζικού ΚΑΡΑΟΓΛΑΝΟΓΛΟΥ και του Υποδιοικητή του κατά την απόβαση...
Ο γιος της γιαγιάς Παναγιώτας Καραογλάνογλου, Δημήτρης Καραογλάνογλου, που είχε χαθεί στην περιοχή του Πόντου την εποχή της μεγάλης φυγής από τη Μικρά Ασία, διατηρούσε το πατρικό του επώνυμο και είχε χάσει το γιο του κατά την απόβαση στην Κύπρο με το βαθμό του Συνταγματάρχη του Τούρκικου Στρατού!]


Γιώργος Φάκος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah