Τρίτη 15 Μαΐου 2012

Από την Αίνο της Θράκης η Βιργινία Τσίνογλου κατέληξε στη Θεσσαλονίκη

Γεμάτη περιπέτειες, που δεν εύχεται να τις ζήσουν άλλοι άνθρωποι, ήταν η ζωή της Θρακιώτισσας Βιργινίας Τσίνογλου, που μετά από διάφορες πόλεις της Θράκης κατέληξε με τα παιδιά της στη Θεσσαλονίκη.
Γεννήθηκε το 1913 στην παραθαλάσσια κωμόπολη Αίνος της Ανατολική Θράκης και από την ηλικία του ενός έτους γνώ­ρισε τον κατατρεγμό από τους Τούρκους. Τους έδιωχναν από τα ελληνικά χωριά, όπου οι πρόγονοι τους ζούσαν επί αιώνες. Έφευγαν άρον άρον οι Έλληνες, άλλοι με κάρα, στην ξηρά, και άλλοι με καΐκια, στη θάλασσα. Έφευγαν για την Ελλάδα.
Η οικογένεια της κυρά Βιργινίας Τσίνογλου έφυγε για τον Βόλο, κουβαλώντας μαζί ότι μπορούσαν να πάρουν και που ήταν απαραίτητο. «Θυμάμαι καλά», λέει η κυρά Βιργινία, «που ο πατέρας μου, στον Βόλο, είχε μια παράγκα και σε μια μεγάλη σκάρα έψηνε τα ψάρια που έπιανε.
 Έξω από την παράγκα είχε έναν μεγάλο ξύλινο πάγκο και ξύλινα παγκάκια. Τα πρωινά, αλλά και το μεσημέρι, έρχονταν οι πελάτες και έτρωγαν εκεί. Τότε, εγώ δεν πήγαινα ακόμη στο σχολείο, γιατί ήμουν μωρό.
Το 1920, δηλαδή έξι χρόνια μετά από τότε που φύγαμε από τον Αίνο, μας είπαν ότι ελευθερώθηκαν τα μέρη μας από τον ελληνικό στρατό. Έτσι επιστρέψα­με στον Αίνο. Ο πατέρας μου ήταν χασάπης, αλλά και κυνηγός και αρκετές φορές έφερνε στο σπίτι πάπιες και λαγούς, που είχε σκοτώσει στις όχθες του ποταμού Μαρίτσα, παραπόταμο του Έβρου Κοντά στον Αίνο, ο Έβρος είναι πλατύς, έχει πολύ νερό και ολόγυρα καλαμιές, όπου κρύβονταν λύκοι και τσακάλια».
Η κυρά Βιργινία μίλησε για τα γουρούνια που έσφαζαν λίγο πριν από τα Χρι­στούγεννα. «Είχαμε γουρούνια όλοι. Φώναζαν με τη σειρά τον πατέρα μου, που πήγαινε και τα έσφαζε. Κρεμούσαν το σφαχτό στο δέντρο, όπου το έγδερναν. Το δέρμα του το στέγνωναν στον αέρα και με αυτό έφτιαχναν τσαρούχια. Το λίπος του γουρουνιού το έλιωναν και το έβαζαν σε κιούπια και με αυτό μαγείρευαν όλο τον χρόνο. Τα ψαχνά τα χώριζαν και έκαναν σουτζούκια και λουκάνικα και πα­στουρμά. Τα κομμάτια με κόκαλο, αφού τα έβραζαν και τα έβαζαν σε κιούπια, τα μαγείρευαν κατά τη διάρκεια του χειμώνα με κριθαράκι, πατάτες, λαχανικά, ακόμη και με μακαρόνια».
H Αίνος είχε πολλά ψαροκάικα. Είχε εργοστάσιο που πάστωνε τα ψάρια ή έκανε κονσέρβες για εξαγωγή. Είχε, επίσης, πιλοποιείο (κεραμικά), που έφτιαχνε διά­φορα οικιακά σκεύη: τσουμπλέκια (διάφορα κατσαρολικά και μικροαντικείμενα), πιάτα, ποτήρια, στάμνες και άλλα, όλα χειροποίητα. Τα πουλούσαν στα γύρω χω­ριά.
Εκτός από όλα αυτά, ασχολούνταν και με τη γεωργία, με τα ζώα που είχαν όλοι. Καλλιεργούσαν σιτάρι, καλαμπόκι, κριθάρι, φακές, ρεβίθια κ. ά. Θέριζαν με τα δρεπάνια. Τα στάχυα τα φόρτωναν στα κάρα ή στα γαϊδουράκια και τα πήγαιναν σε ένα ίσιο μέρος, το αλώνι, όπου τα άπλωναν πάνω στο χώμα που το πατούσαν βρεγμένο με έναν μεγάλο κύλινδρο, για να γίνει σκληρό, σαν μπετόν. 
Εκεί το αλώνιζαν, με άλογα ή με γαϊδούρια, που έσερναν το τοκάνι. Το τοκάνι ήταν ένα σκληρό πλατύ ξύλο, στο οποίο ήταν καρφωμένες μυτερές κοφτερές πέτρες, μικρές σαν να ήταν δόντια. Έζεβαν στο δοκάνι τα ζώα, που γύριζαν γύρω γύρω, πάνω στα στάχυα, τα οποία τα πατούσαν για να βγει ο καρπός. 
Για βάρος πάνω στο δοκάνι έβαζαν τα παιδιά, που το θεωρούσαν παιχνίδι. Όταν τελείωνε το αλώνισμα με το δοκάνι, ξεχώριζαν το σιτάρι μαζί με τα άχυρα και το ευώριζαν (λίχνιζαν) στον αέρα για να ξεχωρίσουν. Το βαρύτερο γέννημα έμενε στο κόσκινο ή στο χώμα και το ελαφρότερο άχυρο γινόταν μικρά βουναλάκια πιο πέρα. Το σιτάρι το έβαζαν στα τσουβάλια και το αποθήκευαν στο αμπάρι, άνω τα άχυρα τα στοίβαζαν στον αχυρώνα για τροφή των ζώων.
Εκτός από τα παραπάνω, η κυρά Βιργινία θυμήθηκε κάτι πιο εντυπωσιακό:
. «Θυμάμαι που ήταν εποχές, που το ποτάμι γέμιζε χέλια. Ο πατέρας μου έπιανε πολλά, μέχρι και είκοσι. Καθάριζε το δέρμα τους, που ήταν πολύ λιπαρό, τα άλειβε με διάφορα μπαχαρικά και τα κρεμούσε στο σχοινί για να στεγνώσουν, αλλά και για να μην τα φάνε τα ποντίκια. Τότε δεν υπήρχαν ψυγεία. Όταν έκοβαν κομμάτια από τα χέλια και τα τηγάνιζαν, μοσχοβολούσε όλη η γειτονιά. Το ίδιο, όταν μαγείρευαν πουλερικά, η μυρωδιά γέμιζε τη γειτο­νιά. Αλλά και το ψωμί στον φούρνο μύ­ριζε ωραία».
Έκαναν και πολλά γλυκά κουταλιού, γιατί είχαν πολλά φρούτα. Τα έβαζαν σε μικρά κουπάκια, που τα αράδιαζαν στα ξύλινα ράφια.
Η Αίνος είχε εξατάξιο σχολείο, με Έλληνες δασκάλους. Οι τάξεις ήταν όλες μαζί. Μια δασκάλα ήταν από την Ζάκυνθο και η οικογένεια της κυρά Βιργινίας Τσίνογλου έκανε παρέα μαζί της και με τα παιδιά της.
«Όσο ήμασταν στην Αίνο, δηλαδή δύο χρόνια, δεν είχαμε Τούρκους», λέει η κυρά Βιργινία. «Τους Τούρκους τούς έδιωχναν και από τα γύρω χωριά  Οι μεγάλοι έλεγαν ότι η Αίνος είχε παλιότερα περισσότερους κατοίκους. Πολλοί από αυτούς που έφυγαν το 1914, για να αποφύγουν τους διωγμούς των Τούρκων, δεν γύρισαν πίσω το 1920.Γιαυτό δεν είχαμε πολλά παιδιά. Εγώ πήγα δύο τάξεις στο σχολείο. Δεν τελείωσα την τρίτη τάξη, γιατί και πάλι μας ανάγκασαν να ξεριζωθούμε».
Μεγάλο πανηγύρι γινόταν στην εκ­κλησία του Αγίου Γεωργίου και στη μεγάλη αλάνα, όπου υπήρχαν σαράντα ξωκλήσια. Την πλατεία του Αγίου Γε­ωργίου την έλεγαν Βουρ. Εκεί υπήρ­χαν μαγαζιά. Κόσμος μαζευόταν από το βράδυ της παραμονής και ανήμερα άρχιζε το πανηγύρι. Οι άντρες πασα­λείβονταν με λάδι και πάλευαν. Ο νι­κητής έπαιρνε σαν έπαινο ένα κατσίκι ή πρόβατο. Μια φορά πάλεψε και ο πατέρας της κυρά Βιργινίας και κέρδι­σε ένα κατσίκι με χρώματα μαύρο και καφέ. Διασκέδαζαν με ζουρνάδες και νταούλια. Άλλα όργανα δεν είχαν. Το γλέντι με τα ποτά και τα ψημένα κρέατα κρατούσε μέχρι αργά το βράδυ.
Στην Αίνο όλα τα σπίτια ήταν μο­νώροφα. Μόνον ένα διώροφο υπήρχε. Συνήθως, τα σπίτια είχαν δύο δωμάτια, σαλονάκι και κουζίνα, αλλά και κελάρι. Το πάτωμα και το ταβάνι ήταν ξύλινα. Αλλά τα περισσότερα σπίτια, αντί για ξύλινο πάτωμα είχαν λάσπη από κοκκι­νόχωμα, που είναι αρκετά σκληρή όταν στεγνώσει. Ήταν στρωμένο με ψάθα ή με κουρελούδες.
«Φύγαμε πάλι», λέει η κυρά Βιργινία, «όταν εγώ ήμουν εννέα ετών και όσα θυμάμαι είναι από τα δύο — δυόμισι χρόνια μου, μετά την επιστροφή από τον Βόλο, από το 1920 έως το 1923. Ήρθε διαταγή να γίνει ανταλλαγή πλη­θυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Φεύγαμε βιαστικά. 
Οι Τούρκοι άρ­παζαν τα ζώα μας. Μεγάλα πλοία δεν έρχονταν. Αλλά είχαμε πολλά μεγάλα καΐκια, τα οποία νοίκιαζαν 4 — 5 οικο­γένειες και τα φόρτωναν όσο πιο πολλά μπορούσαν. Προορισμός μας η Ελλάδα. Πολλοί ήταν εκείνοι που ξεκινούσαν με κάρα. Η μητέρα μου είχε μια εξαδέλφη στην Αλεξανδρούπολη, που ήταν πιο κο­ντά μας. Όσοι είχαν συγγενείς, πήγαιναν εκεί. Εκείνοι που έπαιρναν τρένο, στοιβά­ζονταν στα βαγόνια, όπου είχε συσσίτιο».
Η οικογένεια της Βιργινίας Τσίνογλου νοίκιασε ένα καΐκι μαζί με άλλους. Είχαν μαζί τους μόνον τα εντελώς απαραίτητα και πέντε τσουβάλια σιτάρι για τις πρώτες ανάγκες. Πήγαν στους συγγενείς της μητέρας. Όσο περνούσε ο καιρός, οι κυνηγημένοι από τους Τούρκους εύρισκαν κάποιον τόπο να εγκατασταθούν μόνιμα. Η οικογένεια Τσίνογλου έμεινε στην Αλεξανδρούπολη, όπου ο πατέρας εργαζόταν ως χασάπης. Σύντομα άνοιξε κρεοπωλείο και κυνηγούσε και στο βουνό. Έμειναν στην Αλεξανδρούπολη αρκετά χρόνια.
«Οι παιδικές μνήμες είναι ζωντανές», αναφέρει αναπολώντας η κυρά Βιργινία. «Τα παιχνίδια μας ήταν κυνηγητό , κρυφτό, κουτσό. Τα κορίτσια κεντούσαμε πολύ και πλέκαμε. Παντρεύτηκα στην Αλεξανδρούπολη Ο άντρας μου ήταν φωτογράφος. Κοντά του έμαθα τη δουλειά και τον βοηθούσα. Πήγαινε για φωτογραφίες και στα χωριά. Είχε μηχανή τη γνωστή τρίποδη. Γνώριζα να χρησιμοποιώ τα υγρά υλικά για την εμφάνιση των φωτογραφιών. Και οι δύο δουλεύαμε και στα καπνά. Ξαφνικά γίνεται ο πόλεμος το 1940.
Βρεθήκαμε στη Σταυρούπολη της Ξάνθης. Τα παιδιά μας, το ένα πέντε ετών,το άλλο δύο και ήμουν έγκυος στο τρίτο. Τον άντρα μου τον πήραν στρατιώτη. Εγώ έπρεπε να φύγω.
 Να περάσω μια ξύλινη γέφυρα στον Νέστο, που είχε πολλά νερά. Τη γέφυρα θα τη γκρέμιζαν. Περάσαμε το ποτάμι , η πεθερά μου, εγώ με τα παιδιά και η αδελφή μου. Περπατήσαμε πέντε μέρες μέχρι να φτάσουμε στην Παλαιά Καβάλα. Αυτά που τραβήξαμε δεν περιγράφονται.
Πείνα, κρύο και δεν ξέραμε πού θα καταλήξουμε. Τα παιδιά δεν άντεχαν, έκλαιγαν. Στους οχτώ μήνες που κράτησε η πείνα, δούλευα στα χωράφια, στα καπνά, σε σπίτια ως πλύστρα. Όταν μπήκαν οι Γερμανοί στην Ελλάδα, τον Απρίλιο του 1941, έπρεπε να γυρίσουμε στη Σταυρούπολη. Πήραμε ένα κάρο, φορτώσαμε όσα πράγματα μπορούσαμε και τα παιδιά μέσα σε καλάθια.
 Εμείς οι μεγάλοι ακολουθούσαμε με τα πόδια. Στον δρόμο βλέπαμε τους στρατιώτες που γύριζαν από το αλβανικό μέτωπο, άλλοι με τα πόδια και άλλοι με άλογα. Μας προσπέρασε βιαστικά κάποιος στρατιώτης με άλογο, που ήθελε κάτι να ρωτήσει. Βλέπει ότι είμαστε η οικογένειά του! Άρπαξε ο άντρας μου τα παιδιά, τα φιλούσε και έκλαιγε.
Μετά βλέπει τη μάνα του, εμένα και την αδελφή μου. Αγκαλιαστήκαμε, κλαίγαμε και δεν μπορούσαμε να μιλήσουμε, μέχρι να συνέλθουμε κάπως. Συνεχίσαμε τον δρόμο, όλοι μαζί, για τη Σταυρούπολη».
Εκεί βρήκαν το σπίτι τους ρημαγμένο. Δεν άφησαν τίποτε. Ποιοι τα έκαναν, Έλληνες ή ξένοι; Στο μεταξύ έφτασαν και οι Βούλγαροι, συνεργάτες και σύμμαχοι των Γερμανών, που λεηλάτησαν ότι απέμεινε. Αναγκαστικά, η οικογένεια Τσίνογλου έφυγε για την Ξάνθη. Τότε, όλη η Ανατολική Μακεδονία και η Θράκη, μετά τον Στρυμόνα ποταμό, ήταν στην κατοχή των Βουλγάρων. Oι Βούλγαροι πήραν τον άντρα της κυρά Βιργινίας και τον έστειλαν στη Γερμανία, όπου και χάθηκε...
«Εγώ», λέει η κυρά Βιργινία, «εκτός από τα καπνά, έκανα και τον φωτογράφο. Ήμουν η μόνη γυναίκα και δούλευα πολύ. Οι άλλοι φωτογράφοι παραποιούνταν και πρότειναν στις βουλγαρικές αρχές ή να με διώξουν ή να μου δίνουν 20 λέβα (βουλγαρικά χρήματα) την ημέρα και να πάω σε άλλο μέρος.
Συμφώνησα να πάω στην άκρη της Ξάνθης, κοντά στο εργοστάσιο καπνού. Είχα πολλή δουλειά με αυτούς που έρχονταν να φωτογραφηθούν. Κάθε βράδυ, μου έδιναν τα 20 λέβα. Ύστερα από καιρό, μου είπαν ότι δεν θα μου έδιναν πια τα 20 λέβα και ότι πρέπει να φύγω από εκεί, γιατί τους παίρνω τη δουλειά.
Έτσι, έφυγα από εκεί και πήγα στην Κυψέλη, συνοικισμό της Ξάνθης. Εκεί έδρευε η βουλγαρική αστυνομία και όλος ο κόσμος ερχόταν να βγάλει φωτογραφίες για βουλγαρικές ταυτότητες.
Έτσι, είχα πάλι αρκετή δουλειά. Με τα χρήματα που έβγαζα δεν στερήθηκαν τίποτε τα παιδιά μου, ούτε από φαγητό και ρούχα ούτε κάτι άλλο που χρειάζονταν. Ζήσαμε καλά. Δεν υποφέραμε στην κατοχή (τα χρόνια 1941-1944). Όμως, πολύς κόσμος τράβηξε πολλά.
 Όταν το 1946 άρχισε ο εμφύλιος πόλεμος, αναγκαστήκαμε και πάλι να εγκαταλείψουμε την Ξάνθη και να έρθουμε στη Θεσσαλονίκη, όπου ζω ευτυχισμένη με τις τρεις κόρες μου, τους γαμπρούς μου, τα εννέα εγγόνια μου και τα εφτά δισέγγονα. Είμαι μια ευτυχισμένη γιαγιά. Η φωτογραφική μου μηχανή τα έκανε όλα.
 Όμως, η ευτυχία φωτογραφίζεται;






 Νίκος Τελίδης
Συγγραφέας-Συλλέκτης


Πηγή: Περιοδικό: "ΠΟΝΤΙΑΚΑ"





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah