Καθυπόταξη των παραλίων του Πόντου.
Το 1461 το Τραπεζουντιακό
κράτος μεταβλήθηκε σε τούρκικη επαρχία. 0ι Τούρκοι τότε άφησαν τα ορεινά
χωριά και έβαλαν όλα τα δυνατά τους για να καθυποτάξουν την παραλία. Μα και
στην καθυπόταξη των παραλίων συνάντησαν μεγάλη αντίσταση, και προ παντός τα
βρήκαν σκούρα στο φρούριο της Κορδύλης (Άλτσάκ Καλέ) πού βρισκόταν τρεις ώρες
μακριά απ' τα Πλάτανα. .
Το Φρούριο αυτό το
υπεράσπιζε μια κόρη, μόλις δε έπεσε το φρούριο όλα τα περίχωρα των Πλατάνων
καταστράφηκαν, οι κάτοικοι τους σφάχθηκαν ή και τούρκεψαν, οι δε λίγοι πού
έμειναν έφυγαν στ' απόκρημνα βουνά και ζούσαν εκεί για πολύ καιρό με άπειρες
στερήσεις και κακουχίες.
Όταν ο Κωνσταντίνος
με την δική του οικογένεια και τις άλλες 6 οικογένειες εγκαταστάθηκε στο
Κοβλακά και έζησε εκεί κάμποσο καιρό, φάνηκε κάποιος σκληρός και
φανατικός Τούρκος τσέλιγκας απ’ την περιφέρεια Πλατάνων με το όνομα Σεϊτής.
Αυτός επιβουλεύτηκε την
τιμή της οικογένειας του Κωνσταντίνου, και τότε ο Κωνσταντίνος έφυγε για την
Κρώμνη, μα στο δρόμο συνάντησε την οικογένεια του Κωνσταντίνου ο ισχυρός
άρχοντας Μουρατχάνογλους, ο οποίος προστάτεψε τον Κωνσταντίνο και σκότωσε
τον Σεϊτή.
Ο γιός του Σεϊτή
κατάγγειλε τον Μουρατχάνογλου στον τοπάρχη Τραπεζούντας, μα κι αυτός δικαίωσε
τον Μουρατχάνογλου·
Τότε οι φυγάδες κατέβηκαν
στην ενορία Τερζάντων και εγκαταστάθηκαν εκεί. Μόλις εγκαταστάθηκαν, έφτιαξαν
μικρές πέτρινες καλύβες για κατοικία, έπειτα ξεχέρσωσαν μικρές εκτάσεις γης
όπου έσπειραν σιτάρι και λαχανικά.
Τις πρώτες μέρες
έφτιαξαν ψωμί από καβουρδισμένα φλούδια φτελιάς, το ίδιο με ψωμί
μεταχειρίσθηκαν και στις μαύρες μέρες των Τερεπέηδων, όταν δεν μπορούσαν να
βγουν έξω για δουλειά.
Μεγάλη ταραχή και
ακαταστασία μάστιζαν τότε τον Πόντο, έβλεπες εκατοντάδες χριστιανικά
χωριά να ερημώνονται σε μια μέρα και οι κάτοικοι τους να σφάζονται ή να
διώχνονται, γιατί δεν υπήρχε νόμος να προστατεύσει και εξασφαλίσει την
ζωή και την περιουσία των Χριστιανών.
Αργότερα επήλθε κάποια
τάξη διοικητική, διαιρέθηκε η χώρα σε τιμάρια με άρχοντες τους Σουπαχήδες πού
είχαν δικαίωμα να κάνουν διανομή χωραφιών, να εκδώσουν χοτσέτια και ταπού
(τίτλους ιδιοκτησίας) για
εξασφάλιση της ιδιοκτησίας
του καθενός και να εισπράξουν τους κτηματικούς φόρους.
Αρχή αρχή οι Σανταίοι παρουσιάσθηκαν
στον άρχοντα της Γεμουράς Σεϊτή αγά και τον παρακάλεσαν να τούς δώσει ταπού για
την χώρα τους. Ο σουπαχής Σεϊτή αγάς τους πήρε 40 γρόσια και εξέδωσε τον ταπού
της Σάντας, που τον πήραν με χαρά οι Σανταίοι και γύρισαν στην πατρίδα τους. Μα
ο ταπούς αυτός είχε για ανατολικά σύνορα τον ποταμό
Γιάμπολης, δηλ. έμενε πίσω
η μισή Σάντα και αναγκάστηκαν οι Σανταίοι
αργότερα να αναλάβουν
αγώνα σοβαρό για να τροποποιήσουν τον ταπού και να αποκτήσουν τα σημερινά
σύνορα της Σάντας.
Από τότε οι Σανταίοι μπορούσαν
άφοβα να βγουν απ' τη χώρα
τους και να παν να
εργασθούν έξω. Στα βορείως της Σάντας κείμενα χωριά Γλιτσάντων και Ισχάν ζούσαν
Αρμένιοι πού τούρκεψαν στην εποχή των Τερεπέηδων κατά τον 17ον αιώνα και
οι Κολοσαλήδες που ζούσαν ανατολικά της Σάντας ήσαν Χριστιανοί
Έλληνες πού τούρκεψαν κι αυτοί στην ίδια εποχή των
Τερεπέηδων.
Στα πρώτα αυτά χρόνια
συνέβηκε γεγονός αξιοσημείωτο στην ιστορία Σάντας. Στο Πελιγράδ (ίσως το
Βελιγράδι της Σερβίας) βρίσκονταν μεταλλεία αργύρου πού τα σφετερίστηκε
το τούρκικο κράτος.
Στα μεταλλεία αυτά
κανένας μεταλλουργός δε μπόρεσε να λιώσει το μετάλλευμα και έστειλε
ο Σουλτάνος διαταγή σε όλες τις επαρχίες του κράτους για να φροντίσουν οι
τοπικοί άρχοντες να στείλουν τούς πιο ικανούς μεταλλουργούς τους στην
Κωνσταντινούπολη.
Ο γνωστός Μουρατχάνογλους
θυμήθηκε την οικογένεια του Κωνσταντίνου απ' τον οποίο άκουσε πως είναι
μεταλλουργός και τον σύστησε στον τοπάρχη Τραπεζούντας.
Ο τοπάρχης έστειλε και
πήρε από την Σάντα τούς γιούς του Κωνσταντίνου και τους έστειλε στην
Κωνσταντινούπολη για το Πελιγράδ. Μόλις ανέλαβαν οι Σανταίοι την επιστασία των
μεταλλείων άρχισαν το λιώσιμο του μεταλλεύματος με αφάνταστη επιτυχία. Τότε ό
Σουλτάνος θέλησε να τούς ανταμείψει για την εργασία τους και τούς παρακίνησε να
του ζητήσουν κάποια χάρη. Οι Σανταίοι του ζήτησαν να τούς χαρίσει τη χώρα τους
και να τους εξασφαλίσει από τις καταπιέσεις και επεμβάσεις των ξένων. Ό
Σουλτάνος ευχαριστήθηκε και τούς χορήγησε υψηλό αυτοκρατορικό φιρμάνι, με το
οποίο διατάσσει αυτοί μόνοι να είναι οίκήτορες τής χώρας τους, και όλες οι
αρχές πολιτικές και στρατιωτικές να υπερασπίζονται αυτούς σε κάθε περίσταση.
Την ίδια εποχή ο Σεΐχ ούλ ίσλάμ εξέδωσε χοτσέτι σερίφ που
επικύρωσε τα προνόμια αυτά
των Σανταίων.
Ύστερα από 7 χρόνια όταν
οι Σανταίοι γύρισαν στην πατρίδα τους έγιναν δεκτοί με μεγάλη χαρά και
αγαλλίαση. Τότε πολιτογραφήθηκαν στον δήμο Γεμουράς και ύστερα από λίγα χρόνια
άμα είδαν πώς περίσσεψε ο πληθυσμός εξ αιτίας των νέων φυγάδων χώρισαν σε τρεις
συνοικίες, Γιαννάντων, θοδωράντων καί Ίσχανάντων. Οι συνοικίες αυτές
πήραν τα ονόματα των τριών παιδιών του Κωνσταντίνου.
Δίκη για το παρχάρι
Κοβλακά
Κατά τό 1528 μπερδεύτηκαν
οι Σανταίοι σε δίκη με τούς Γαλιαννίτες για την κατοχή του παρχαρίου Κοβλακά.
Το παρχάρι αυτό είδαμε πώς πουλήθηκε στον Γιαγνά Πεσόγλου, και πώς απ' αυτόν το
αγόρασαν οι Γαλιανίτες. Οι Σανταίοι όμως πήραν θάρρος από την απόκτηση του
Σουλτανικού φιρμανιού και άδικα απαγόρεψαν στους Γαλιανίτες να έρθουν στο
παρχάρι λέγοντας πώς είναι δικό τους.
Οι Γαλιανίτες επειδή
αγόρασαν τό παρχάρι από τον Τούρκο Γιαγλά Πεσόγλου δεν πήραν υπ' όψιν την
απαγόρευση των Σανταίων, και το καλοκαίρι του 1528 ήρθαν κι εγκαταστάθηκαν εκεί
με τα κοπάδια τους.
'Ερεθίσθηκαν τότε οι
Σανταίοι και αφού οπλίσθηκαν όρμησαν στο Κοβλακά και έδιωξαν τούς Γαλιανίτες.
Οι Γαλιανίτες κατάγγειλαν τότε τους Σανταίους στους κατήδες του Γιαγμούρ τερε
της Ματσούκας και των Σουρμένων.
Οι δικαστές ρώτησαν τούς
μάρτυρες των Σανταίων οι οποίοι είπαν ότι ο μεζιρές Κοβλακά κείται πράγματι
μέσα στα σύνορα της Σάντας, ότι πριν από 35 χρόνια οι Σανταίοι τον πούλησαν
στον Χασάν πεη, και ότι ο Χασάν πεης τόν πούλησε στον Γιαγλά Πεσόγλου, απ’ τόν
οποίο τον αγόρασαν οι Γαλιανίτες. Οι μάρτυρας αυτοί είπαν ακόμα ότι τα σύνορα
της Σάντας ήσαν τό Κιμισλή τό Καζουκλή, τό Ζιαρέτ ταν, τό Ισχάν μεζιρεσί και το
Τσαμτακλή.
Αντιπρόσωποι
των Σανταίων στην δίκη ήσαν: Στέφανος Λαμπριανού, Ιωάννης Κωνσταντίνου,
Λαμπριανός Αλεξάνδρου, Ανδρέας Θεοδώρου, Παναγιώτης Συμεών, Κυριάκος Θεοδώρου
Ακρίτας Γεωργίου και Θεόδωρος Ιωάννου.
Αντιπρόσωποι των
Γαλιανιτών ήσαν: Αχμέτ Γεωργίου, Νικόλαος Νικηφόρου, Παπά Νικόλαος, Αλέξανδρος
Νικηφόρου και Παρασκευές Κωνσταντίνου.
Μάρτυρες των
Σανταίων ήσαν δύο Τούρκοι τής Κολόσας ο Αλή Απτουλάχ, ο Σουλεϊμάν γιος Τζαφέρ
και πέντε άλλοι Τούρκοι.
Στη δίκη αυτή
κέρδισαν οι Γαλιανίτες, μα και οι Σανταίοι πέτυχαν να πάρουν από τούς κατήδες
χοτσέτι πού επικύρωνε τα σύνορα τους σύμφωνα με τις καταθέσεις των μαρτύρων
τους, κι' αυτό τούς ωφέλησε γιατί αργότερα με την δύναμη του χοτσετίου αυτού
νίκησαν σε κάποια δίκη τους Κολοσάλιδες και κράτησαν τό παρχάρι Σκορδέν.
Εχθροπραξίες Σανταίων και Κολοσαλήδων
Η Κολόσα ήταν
Τούρκικο χωριό στην περιφέρεια του ποταμού Καράτερε 3 ώρες μακριά απ τη Σάντα.
Προηγουμένως ήταν χριστιανικό χωριό και μόλις φάνηκαν οι Τερεπέηδες
τούρκεψαν οι περισσότεροι κάτοικοι τής Κολόσας και λίγοι έφυγαν στη Σάντα.
Οι Κολοσαλήδες πού
μισούσαν τούς Σανταίους μόλις τούρκεψαν έγιναν οι χειρότεροι εχθροί των
Σανταίων, και επεδίωξαν την καταστροφή της Σάντας.
Στην αρχή πάλεψαν με
τούς Σανταίους για το παρχάρι Σκορδέν που ήταν παρακάτω από το Ζιαρέτ
τεπε τα αρχικά σύνορα της Σάντας είχαν ανατολικά τον ποταμό Γιάμπολης.
Οι Σανταίοι κατόρθωσαν με
τη ψευδομαρτυρία επισήμων Τούρκων καί προ παντός των Κολοσαλίδων να πάρουν
χοτσέτι επικυρωμένο από 5 κατήδες, με την δύναμη του οποίου έπαιρναν στην
κατοχή τους όλο το ανατολικό μέρος του ποταμού Γιάμπολης ως τις κορφές της
βουνοσειράς που χώριζε τόν ποταμό Γιάμπολης από τόν ποταμό καρά τερε και οι κορφές
τής βουνοσειράς ήσαν τό Ζιαρέτ τεπε και τό Κολόσα πασι.
Λοιπόν με την δύναμη
του χοτσετίου αυτού εγκαταστάθηκαν μια μέρα οι Σανταίοι στο παρχάρι
Κωφολείβαδο. Οι Κολοσαλήδες παρουσίασαν τότε κάποιον ταπούν του σουπαχή τους,
και με την δύναμη αυτού του ταπού θέλησαν να επέμβουν, έτσι δε άρχισε
πεισματώδης αγώνας μεταξύ των Σανταίων και των Κολοσαλήδων, ο οποίος βάσταξε
2ο0 χρόνια, και απ' τόν οποίο βγήκαν ζημιωμένοι οι Κολοσαλήδες.
Πολλές φορές στην αρχή του
αγώνα αυτοί πιάστηκαν στα χέρια οι Σανταίοι με τούς Κολοσαλήδες και έγιναν
πολλοί φόνοι αναμεταξύ τους. Τέλος οι Σανταίοι κατάγγειλαν το 1589 τούς
Κολοσαλήδες στο Ιεροδικαστήριο Τραπεζούντας ότι δεν τους επιτρέπουν να κατέχουν
τό Σκορδέν αν καί έχουν στα χέρια τους χοτσέτια κατοχής.
Επειδή δε έλεγαν και
oι Κολοσάληδες τα δικά τους αποφασίστηκε να
εξετασθεί τό ζήτημα επί τόπου, και στάλθηκαν στη Σάντα τρεις κατήδες και ο
Μολλάς Τραπεζούντας Μεχμέτ Ρεσίτ εφέντης, οι οποίοι εξακρίβωσαν ότι το παρχάρι
ανήκει στους Σανταίους και απαγόρεψαν τούς Κολοσάληδες να επέμβουν στα σύνορα
των Σανταίων.
Αλλά αν και αναγκάσθηκαν oι Κολοσάληδες ν' απομακρυνθούν μολαταύτα δεν έπαψαν
να πιαστούν με τους Σανταίους, καί κάθε χρόνο έκαναν επιδρομές ο ένας στην χώρα
του άλλου, μα στο τέλος οι Κολοσάληδες αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν.
Έτσι τη δίκη του Σκορδέν
κέρδισαν τό 1649 οι Σανταίοι, οι οποίοι πήραν θάρρος από την καλή έκβαση αυτής
της δίκης και σκέφτηκαν να πειράξουν τους Γαλιανίτες.
Τούς κατάγγειλαν λοιπόν
τούς Γαλιανίτες στο ιεροδικαστήριο Τραπεζούντας, και ζήτησαν την απομάκρυνση
τους από τόν μεζιρέ Κοβλακά. Κέρδισαν τότε την δίκη εκείνη οι Σανταίοι, μα κι
αυτοί δεν κράτησαν για πολύ καιρό τό Κοβλακά, γιατί αυτό μαζί με τό Μετσίτ και
με πολλά άλλα παραχωρήθηκε αργότερα στο Εβκάφι.
Πώς σχηματίσθηκε η ενορία
Ζουρνατσάντων.
Η παράδοση αναφέρει ότι
απ' το χωριό Καπαδάντων της Μούζενας έτυχε μέσα στον ΙΖ' αιώνα να
επισκεφτεί τό Μοναστήρι Σουμελά κάποιος παπάς, ό Παπά Γιάννης.
Ο Παπά Γιάννης κατά
παρακίνηση των καλόγερων ήρθε στην Σάντα όπου τόν δέχτηκαν οι Σανταίοι με
μεγάλη χαρά. Υπηρέτησε κάμποσο καιρό και όταν ετοιμάστηκε να φύγει στην πατρίδα
του τον παρακάλεσαν οι Σανταίοι να παραμείνει.
Ο Παπά Γιάννης αποφάσισε
τότε να εγκατασταθεί στη Σάντα με την συμφωνία να μεταφέρουν οι Σανταίοι απ'
την Μούζενα την οικογένεια την δική του καί την οικογένεια του αδερφού του, την
δε συμφωνία αυτή την δέχτηκαν οι Σανταίοι και την εκτέλεσαν.
Ο Παπά Γιάννης
εγκαταστάθηκε στην ενορία Πιστοφάντων και ήταν από την γενεά των
Οραχάντων (Δρεπανάντων), η οποία έδωσε πολλούς παπάδες στη Σάντα. Ύστερα από
τον Παπά Γιάννη έγινε εφημέριος της Σάντας ο γιός του Παπά Πέτρος, ύστερα απ'
αυτόν ο γιός του Παπά Χαράλαμπος καί ύστερα ό γιός του Παπά Χαραλάμπου
Παπά Κωνσταντίνος πού ονομάστηκε τελή κεσίσ (τρελλόπαπας).
Ύστερα απ' τον Παπά
Κωνσταντίνο κόπηκε για κάμποσο χρόνο η σειρά των παπάδων της οικογένειας
των Οραχάντων, στις αρχές όμως ,του Ιθ' αιώνα έγινε εφημέριος της Σάντας ο Παπά
Γεώργιος Οράχ και κατόπιν απ' αυτόν δέχτηκαν το αξίωμα του ιερέως όλοι οι
γιοί του Παπά Γιάννης, Παπά Παντελής καί Παπά
Θεόδωρος.
Μαζί με τις οικογένειες
του πρώτου ιερέως της Σάντας Παπά Γιάννη καί του αδερφού του Παύλου ήρθαν στη
Σάντα καί πολλοί άλλοι Μουζενίτες, και κατοίκησαν όλοι στο Πιστοφάντων. Οι
πρόσφυγες αυτοί είδαν ότι αυξήθηκε πολύ ο πληθυσμός του Πιστοφάντων, καί
αποφάσισαν να φτιάξουν χωριστό χωριό. Για τόν σκοπό αυτό διάλεξαν την τοποθεσία
Ζουρνατσάντων καί εγκαταστάθηκαν εκεί το 1629.
Τι ήταν ή Παναγία Σουμελά για τους
Σανταίους
Κατά τόν 17ο αιώνα οι
Σανταίοι καταγίνονταν στην γεωργία καί κτηνοτροφία, έλιωναν μεταλλεύματα
σιδήρου καί έβγαζαν σίδερο, έκαναν τόν χτίστη στα γύρω της Σάντας χωριά, ακόμα
καί στα Σούρμενα καί στην Γεμουρά, πολλοί δε πήγαιναν καί δούλευαν στα
Μεταλλεία του Κιουμουσχανέ καί έτσι μπορούσαν να επαρκέσουν στις ανάγκες
τους.
Η διανοητική τους ανάπτυξη
όμως καθυστερούσε πολύ. Σχολεία έλειπαν, και ήσαν πολύ λίγοι πού ήξεραν μια
ξερή ανάγνωση. Εκκλησία είχαν μόνο μία στην Ενορία Τερζάντων, δεν είχαν όμως
παπάδες καί γι αυτό τόν περισσότερο καιρό έμεναν ανεκκλησίαστοι καί μόνο
στην ανάγκη καλούσαν απ' έξω ιερέα.
Τότε επισκέπτονταν την Σάντα και καλόγεροι
του Μοναστηρίου Σουμελά, οι οποίοι εφημέρευαν για μερικούς μήνες και έφευγαν.
Για τον λόγο αυτό αναπτύχτηκε κάποιος πνευματικός δεσμός αναμεταξύ της Σάντας
και της Mονής Σουμελά και οι Σανταίοι
θεωρούσαν την Μονή Σουμελά ως πνευματικό κέντρο απ' το οποίο έπρεπε να
εξαρτηθούν, και ο πόθος τους αυτός εκπληρώθηκε ένα αιώνα ύστερα στην εποχή του
αρχιεπισκόπου Χαλδείας Διονυσίου του Σουμελιώτη
Κατά τό 1665 επαναλήφθηκαν
από τούς Τούρκους με όλη τους την φρικαλεότητα οι βιαιοπραγίες και οι
καταπιέσεις εναντίον των Ελλήνων του Πόντου.
Μανιασμένα και φανατισμένα
μπουλούκια Τούρκων υπό την οδηγία σκληρών και απάνθρωπων αγάδων πού λέγονταν
Τερέπεηδες, διέτρεχαν τόν Πόντο απ' άκρη σ'άκρη, και έφεραν παντού θάνατο,
ερήμωση και καταστροφή.
Κωμοπόλεις και χωριά
ελληνικά και χριστιανικά πυκνοκατοικημένα λεηλατήθηκαν και πυρπολήθηκαν,
εκκλησίες έγιναν τζαμιά, οι χριστιανοί στο αντίκρισμα του σπαθιού ή αρνιόνταν
τη θρησκεία τους και τόν εθνισμό τους, ή αναγκάζονταν ν' αφήσουν τα σπίτια του
και να φύγουν μακριά σε απόκρημνα κι απροσπέλαστα βουνά και ζούσαν εκεί ζωή
τρισάθλια!
Τότε τούρκεψε όλη η
Επισκοπή του Όφεως, επίσης τούρκεψαν και τα γειτονικά της Σάντας αρμένικα χωριά
Ίσχάν και Γλιτσάντων κάτω από την πίεση των αγάδων.
Τότε οκτώ χιλιάδες
οικογένειες διώχτηκαν από τα Πλάτανα καί κατέφυγαν στα βουνά της Τόνγιας, μα κι
εκεί δεν μπόρεσαν ν' αποφύγουν τόν εκτουρκισμό.
Πολλά χωριά της Ματσούκας
αλλαξοπίστησαν, από την Μούζενα δε εκατοντάδες οικογένειες εκπατρίστηκαν και
σκόρπισαν σε πολλά μέρη του Πόντου και πολλές απ' αυτές ήρθαν και στην Κολόσα
που ήταν τότε χριστιανική και ελληνική.
Επειδή δε ή Κολόσα δεν
μπόρεσε ν' αντισταθεί για πολύ καιρό στην πίεση των Τούρκων καί τούρκεψαν,
έφυγαν από κει οι Μουζενίτες και ήρθαν στη Σάντα και κατοίκησαν οι
περισσότεροι στην ενορία Ζουρνατσάντων.
Από τέτοιους φυγάδες
σχηματίσθηκε τότε και τό χωριό Αγρίδ, του οποίου οι κάτοικοι τούρκεψαν λίγα
χρόνια αργότερα. Στη Σάντα κατέφυγαν επίσης και λίγοι Πλατανίτες κατά την εποχή
εκείνη, όπως φαίνεται στις σημειώσεις μερικών εκκλησιαστικών βιβλίων της
Σάντας.
Τέτοια ήταν ή κατάσταση
του Πόντου, ελεεινή και αξιοθρήνητη. Τότε στη Σάντα βασίλευε σχετική ησυχία κι
αυτό αποδιδόταν πρώτον στα προνόμια πού χορηγήθηκαν στους Σανταίους με τό
Σουλτανικό φιρμάνι, δεύτερον στην μοναδική τοποθεσία των χωριών τής Σάντας πού
βρίσκονταν ανάμεσα σε δύο υψηλές κι απόκρημνες οροσειρές καί τρίτον στην
ανδρεία των κατοίκων Σάντας πού ήξεραν να υπερασπίζονται την πατρίδα τους.
Τότε διαδόθηκε παντού στον
Πόντο η φήμη πόσο ήταν η Σάντα ασφαλισμένη καί ποιες ελευθερίες είχαν οι
κάτοικοι της, καί γι αυτό πολλοί φυγάδες απ' όλα τα μέρη του Πόντου έσπευσαν να
εγκατασταθούν σ' αυτή.
Τούς φυγάδες αυτούς τούς
δέχονταν οι Σανταίοι καί τούς περιποιόνταν σαν αδέλφια, καί έτσι αυξήθηκε πάρα
πολύ ο πληθυσμός της Σάντας. Από τους νέους φυγάδες σχηματίσθηκαν τότε τρεις
νέες ενορίες, Κοζλαράντων Πινατάντων καί Τσακαλάντων.
Η παράδοση αναφέρει για
οικιστή της ενορίας Κοζλαράντων τόν Αλιτσάν. Στην αρχή πού ο Αλιτσάς με 5
ή 6 οικογένειες κατοίκησε στο Κοζλαράντων έτυχε να του επιτεθούν 34 λεβέντες
καί να καταλάβουν τό χωριό.
Οι λεβέντες ήσαν τούρκικη
φυλή, διέτρεχαν τόν Πόντο απ' άκρη σ' άκρη, ζητούσαν από τούς χριστιανούς
λεφτά, τροφές, περιποίηση καί όμορφα κορίτσια, και όταν έφευγαν γύρευαν και τισ
παρασί (φόρο δοντιών) .
Αλλοίμονο στο χωριό πού
δεν έκανε τις θελήσεις τους! Άρχιζαν τότε στο χωριό εκείνο τις λεηλασίες
άρπαζαν παιδιά καί γυναίκες, και δεν έφευγαν αν δεν έπαιρναν βαρέα λύτρα.
Ευτυχώς στη Σάντα δεν
τόλμησαν να κάνουν τα ίδια, καί αν, κάποτε τόλμησαν όπως στην εποχή του Αλιτσά
βρήκαν τόν μπελά τους. Μόνο στην ενορία Πιστοφάντων μπήκαν ξαφνικά και έκαμαν
μερικές ζημιές.
Ο Αλιτσάς λοιπόν σαν έμαθε
πως οι αλήτες αυτοί κατέλαβαν το χωριό του έτρεξε σ’ αυτούς και τους έβαλε
πλούσιο τραπέζι για να τους
εξευμενίσει, μα αυτοί αφού χόρτασαν του ζήτησαν καί μια κόρη όμορφη.
Ο Αλιτσάς φυσικά δεν
μπόρεσε να τούς ικανοποιήσει και τότε αυτοί τόν ξάπλωσαν κάτω και τον
μαστίγωσαν άσπλαχνα. Τούς παρεκάλεσε τότε ό Αλιτσάς να τόν αφήσουν μια στιγμή
να πάει να βρει τόν Ούζούν Κωνσταντίν στην ενορία Γιαννάντων και να
ζητήσει την κόρη του γι αυτούς.
Οι λεβέντες τόν άφησαν, κι
ό Αλιτσάς με δυο λεβέντες πήγε στο Γιαννάντων, βρήκε τόν Ούζούν Κωνστοντίν πού
αλώνιζε σιτάρι κα! του είπε τό και τό. Ο Ουζούν Κωνσταντίν με 10 παλικάρια ήρθε
κυνήγησε τούς λεβέντες, και σκότωσε έναν απ’ αυτούς, οι δε άλλοι έφυγαν.
Κατά τα χρόνια
εκείνα τής φρίκης και τής απελπισίας ήρθαν στη Σάντα φυγάδες και απ’ τό χωριό
Ζυγανίτα και κατοίκησαν στην ενορία Κοζλαράντων. Αργότερα χώρισαν καί έφτιαξαν
ιδιαίτερο χωριό, την ενορία Πινατάντων.
Η ονομασία Πινατάντων
δόθηκε στο χωριό αυτό εξ αιτίας του πρώτου οικιστή του χωριού που είχε το
επίθετο Πινάτ
Ή ενορία Τσακαλάντων
φτιάχτηκε τελευταία από φυγάδες και από κατοίκους της ενορίας Πιστοφάντων. Ο
οικιστής του Τσακαλάντων λένε πώς ήταν Κρωμναίος, ο οποίος ήρθε στη Σάντα απ'
την Αργυρούπολη, όπου δούλευε στο μεταλλείο με τούς Σανταίους.
Τό Τσακαλάντων ονομάστηκε
έτσι από τό επίθετο του οικιστή Τσάκαλος.
Πολιτογράφηση των Σανταίων στο θέμα
Χαλδείας. Νέα προνόμια τους
Κατά το 1725 ο
ματεντζή πάσης(αρχιμεταλλουργός) Κιουμουσχανέ και Λογοθέτης ευγενέστατος κυρ
Ιγνάτιος Σαρασίτης, ο οποίος ήξερε πόσο πεπειραμένοι είναι οι Σανταίοι στην
μεταλλουργική, προσκάλεσε πολλούς απ’ αυτούς στην Αργυρούπολη για να εργαστούν
στα εκεί μεταλλεία.
Οι Σανταίοι πήγαν στην
Αργυρούπολη και έδειξαν τόση ικανότητα στο λιώσιμο του αργυρούχου
μεταλλεύματος, ώστε ο αρχιμεταλλουργός και ό εμίνης των μεταλλείων Χαλήλ
πρότειναν σ’ αυτούς να πολιτογραφηθούν στο θέμα Χαλδείας ως μεταλλουργοί. Οι
Σανταίοι δέχτηκαν, αποσπάσθηκαν από τόν ναχιγιέ Γεμουράς και προσαρτήθηκαν στον
καζά(υποδιοίκηση) Κιουμουσχανέ με την συμφωνία να είναι ελεύθεροι, ανενόχλητοι
από κάθε αγγαρεία, όλα τα υπάρχοντα τους, παρχάρια δάση μεζιρέδες χωράφια
τσαΐρια (χορτολείβαδα) κλπ. να είναι απαραβίαστα, και να μην επιτρέπεται σε
κανένα να επέμβει στα σύννοια τους.
Αντίκρυ στα προνόμια αυτά
οι Σανταίοι ήσαν υποχρεωμένοι να δώσουν κάθε χρόνο 40 επιστάτες στο καθάρισμα
του τζοχαρίου και να προμηθεύσουν κάρβουνα στα μεταλλεία.
Η αξία των κάρβουνων
λογαριαζόταν στους φόρους τους. Για την συμφωνία αυτή έγραψε ο Εμίνης
στην Υψηλή Πύλη, όπου έγινε δεκτή. Από τότε οι Σανταίοι λογαριάζονταν
πελικτζήδες (κυβερνητικοί υπάλληλοι), είχαν όλες τις ατέλειες και τις ασυδοσίες
πού είχαν άλλοι όμοιοι μ’ αυτούς, και είχαν επίσης την υποστήριξη του
Έμίνη και όλων των ανωτάτων λειτουργών του κράτους.
Οι Κλωστοί έσωσαν την Σάντα.
Οι Κολόσαληδες κατά τό
1730 κίνησαν αγωγή για τό Σκορδέν εναντίον των Σανταίων στο ιεροδικαστήριο της
Τραπεζούντας.
Τό δικαστήριο δικαίωσε
τούς Σανταίους και τους αναγνώρισε νόμιμους κατόχους του παρχαρίου. Οι
Κολοσαλήδες ερεθίστηκαν και ορκίστηκαν να εκδικηθούν τούς Σανταίους Οι
Σανταίοι τό έμαθαν οι ετοιμάστηκαν ν’ αμυνθούν. Η θέση των Σανταίων έγινε πολύ
δύσκολη όταν οι Κολοσαλήδες συμμάχησαν με τούς Σουρμενίτες και ετοιμάστηκαν
μαζί μ' αυτούς να εισβάλουν στην Σάντα.
Οι Σανταίοι αντιλήφθησαν
ότι ή αντίσταση τους σε τόσους λύκους ενωμένους θα τους προξενήσει ανεπανόρθωτη
καταστροφή, και σκέφθηκαν να γελάσουν τούς εχθρούς τους με την προσποίηση
ότι θα τουρκέψουν. Γίνηκε τότε γενική συνέλευση των κατοίκων Σάντας όπου
μίλησαν πολλοί, και σκέφθηκαν με ποιον τρόπο θα μπορούσαν καί τον κίνδυνο να
αποφύγουν, και τα αποτελέσματα της υποκρισίας να μην επιδράσουν επιζήμια στο θρησκευτικό
τους αίσθημα.
Αποφάσισαν τέλος οι
μεν μισοί να υποκριθούν πώς έγιναν Τούρκοι, οι δε άλλοι μισοί να εξακολουθούν
να είναι στα φανερά χριστιανοί για να αντλήσουν αυτούς θάρρος εκείνοι που
υποκρίθηκαν τον Τούρκο και να μην απαρνηθούν τη θρησκεία των πατέρων τους.
Ήταν τότε μήνας του
Ραμαζανίου και κόντευαν οι μέρες του Παΐραμίου, Πολλοί Σανταίοι και μάλιστα
Ζουρνατσανταίοι πήγαν στην Κολόσα, δήλωσαν πως δέχτηκαν την αληθινή θρησκεία
του Μωάμεθ κι ετοιμάστηκαν να γιορτάσουν μαζί με τούς Κολοσαλήδες τό Μπαϊράμι.
Μόλις Κολοσαλήδες άκουσαν τούς Σανταίους να καλούν ο ένας τον άλλο με Τούρκικα
ονόματα» τότε πίστεψαν πως πραγματικά οι Σανταίοι τούρκεψαν, χάρηκαν πολύ και
γιόρτασαν μαζί τους την γιορτή του Μπαϊραμιού με μεγαλοπρέπεια.
Ύστερα τους
ξεπροβόδησαν ως τό Κωφολείβαδο, όπου μαζεύτηκαν και πολλοί άλλοι Σανταίοι
και γιόρτασαν εκεί το Μπαϊράμι, λίγοι δε άλλοι γιόρτασαν τό Μπαϊράμι κοντά στον
ποταμό, και γι’ αυτό οι δύο θέσεις εκείνες ονομάστηκαν άπάν π α ΐ ρ ά μ και
άφκά παϊράμ.
Ή διπλωματία αυτή
έσωσε την Σάντα τότε από τέλεια καταστροφή. Όλοι οι γύρω Τούρκοι καθώς και οι
Κολοσαλήδες έμαθαν την αλλαξοπιστία των Σανταίων, καί από εχθροί έγιναν φίλοι.
Καί αυτός ό εμίνης (έφορος) των μεταλλείων τα έχαψε όλα αυτά και
έστειλε συγχαρητήρια στους Σανταίους. Έτσι οι Σανταίοι απόκτησαν θάρρος και δεν
επέτρεψαν από τότε στους αντίπαλους των να τους ενοχλήσουν.
Και όμως οι Κλωστοί αυτοί
της Σάντας δεν έμοιαζαν Τούρκοι. Ποτέ τους δεν έκαμαν και την παραμικρή
διάταξη της Μωαμεθανικής Θρησκείας. Πήγαιναν στην εκκλησία φανερά με τούς
χριστιανούς, βαφτίζονταν και τηρούσαν όλες τις διατάξεις της χριστιανικής
θρησκείας και δεν φοβόνταν, γιατί δεν βρίσκονταν ξένοι Τούρκοι στη Σάντα, άμα
δε κάποιος ξένος Τούρκος εμφανιζόταν στην Σάντα καλούσαν ό ένας τον άλλο με
τούρκικα ονόματα»
Τι έκαναν όμως τότε oι χριστιανοί της Σάντας; Αυτοί για να μην
ερεθίσουν τούς Τούρκους που συχνά πυκνά επισκέπτονταν την Σάντα
εκκλησιάζονταν νύχτα και έκαναν τους γάμους και τα’ άλλα μυστήρια με τρόπο
μυστικό.
Παπά είχαν μόνο έναν από
τούς 0ραχάντας, έκαναν εναλλάξ την λειτουργία στου θοδωραντων (Πιστοφάντων),
Λιμνία (Ισχανάντων), και Γιαννάντων (Τερζάντων), τό δε Πάσχα και τις μεγάλες
γιορτές εκκλησιάζονταν στην εκκλησία των Αγ. Θεοδώρων Τερζάντων.
Στην εκκλησία αντί για
καμπάνες χτυπούσαν μεγάλο σανίδι τόν τζαλπαρά, αργότερα μεταχειρίστηκαν το
σήμαντρο, και στα μέσα του ΙΘ» αιώνα μεταχειρίστηκαν καμπάνες που τις αγόρασαν
από την γειτονική Ρωσία.
Όταν πέθαινε κανένας
Κλωστός τόν θάβανε στο νεκροταφείο των χριστιανών, είχαν όμως κα ψεύτικα κενοτάφια
όπου μάζευαν χώμα καί έβαζαν στις δύο άκρες του τάφου πέτρες πού τις έλεγαν
μασάι τάσι, τά δε κενοτάφια αυτά τά έδειχναν στους Τούρκους για να πειστούν κι
αυτοί πώς έγιναν οι Σανταίοι Μουσουλμάνοι με τά όλα τους.
Και όμως ή τόση υποκρισία
των Σανταίων δεν μαθεύτηκε πουθενά, αν έτυχε δε καμιά φορά να μαλώσουν
μερικοί Κλωστοί με τους Χριστιανούς, μολοταύτα κανένας χριστιανός δεν δέχτηκε
να καταγγείλει την διαγωγή των Κλωστών στους τούρκους, γιατί κοντά στον
εθνισμό τους και στην θρησκεία τους σιγούσαν όλα τα πάθη και έσβηναν όλα τα
μίση.
Οι Κλωστοί της Σάντας
είναι άξιοι ευγνωμοσύνης εκ μέρους μας, και σ' αυτούς οφείλεται ή
διατήρησης της Θρησκείας μας και ή ακεραιότητα της Σάντας αυτοί πολεμούσαν με
φανατισμό τους εχθρούς της Σάντας και την υπεράσπιζαν απ’ αυτούς·
Οι Κλωστοί, επειδή τούς
έπαιρναν για Τούρκους, είχαν τόλμη και θάρρος ν' αγωνίζονται με τούς Τούρκους
στα θρησκευτικά και πολιτικό δικαστήρια. Σχεδόν σ' όλα τά χοτσέτια πού
εκδόθηκαν ύστερα από τό '65 βλέπουμε πώς αυτοί πρωταγωνιστούν στην διεξαγωγή
των δικών και πως οι χριστιανοί παρευρίσκονται σαν απλοί αντιπρόσωποι της
χριστιανικής μερίδας του πληθυσμού .
Και πράγματι οι
χριστιανοί τίποτε δεν μπορούσαν να πετύχουν στα δικαστήρια χωρίς τους Κλωστούς
στην εποχή εκείνη του φανατισμού και της θρησκομανίας.
Γιατί αναγνώρισαν οι Σανταίοι την
εξουσία αγάδων
Οι Σανταίοι κοντά
στο ζήτημα των κλωστών πήραν και άλλα μέτρα απαραίτητα για την ύπαρξη τους. Ένα
απ' αυτά ήταν ή Αναγνώριση της εξουσίας κάποιου αγά από τούς ισχυρούς
τιμαριωτικούς οίκους του Πόντου.
Κι αυτό το έκαναν γιατί
κατάλαβαν πώς και η παραμικρή προστασία ενός αγά ήθελε παρέχει περισσότερες
ωφέλειες στους Σανταίους παρά τα προνόμια πού είχαν.
Προκειμένου για τη Σάντα
όλοι οι αγάδες του Πόντου επεδίωκαν την φιλία των Σανταίων και το
θεωρούσαν καύχημα να έχουν τον τίτλο του αγά της
Σάντας.
Πρώτος αγάς της Σάντας
λένε πως έγινε ο Χαφούζ ογλούς από τό Γιαγμούντερε, χωριό Κονάκ κιοΐ. Αυτός
έμεινε πολύ ικανoπoιημέvoc από την προτίμηση αύτη των Σανταίων στο άτομό του
και χάρισε στους πληρεξούσιους της Σάντας πού του έφεραν την είδηση της εκλογής
από ένα περσικό ζουνάρι. Ό Χαβούζ όγλου αγαπούσε πολύ τους Σανταίους, κι αυτοί
τον εμπιστεύονταν τόσο πολύ ώστε του επέτρεπαν να δικάζει όλες τις διαφορές
τους.
Τό 177ο οι
Κολοσάληδες άρχισαν νέες εχθροπραξίες ενάντια στους Σανταίους και ζητούσαν να καταλάβουν
τό Σκορδίν. Οι Σανταίοι κατάγγειλαν αυτούς. τότε στον Μεχμούχ έφέντην
Γιαγμούρτερελην.
Αντιπρόσωποι των Σανταίων
στη δίκη αύτη ήσαν τρείς κλωστοί και οκτώ χριστιανοί, αντιπρόσωποι δε των
Κολοσαλήδων πέντε Τούρκοι. Τό δικαστήριο αφού εξέτασε τά χοτσέτια των Σανταίων,
έδιωξε τούς Κολοσαλήδες και εξέδωσε κατά τό 1770 χοτσέτι πού επικύρωνε τά
δικαιώματα των Σανταίων στο Σκορδέν.
Τό 1774 οι
Κολοσαλήδες επανέλαβαν την δίκη μα και πάλι καταδικάστηκαν. Ο κατής
Χαλήλ διέταξε τότε αυστηρά τούς Κολοσαλήδες να μην επεμβαίνουν αυθαίρετα
στα σύνορα της Σάντας, μα αυτοί δεν εννοούσαν να συμμορφωθούν.
Οι Σανταίοι τότε
διαμαρτυρήθηκαν στον Έμίνη των Ματενίων, ό οποίος απείλησε τούς Κολοσαλήδες και
τούς διέταξε να αφήσουν ανενόχλητους τούς Σανταίους.
Ερεθίσθηκαν τότε οι
Κολοσαλήδες και τό 1801 με αρχηγό τον Σουρμενίτη λήσταρχο(εσκιά) Τελή Απτή
όγλου μπήκαν στη Σάντα, κατέλαβαν τό Ζουρνατσάντων, κήρυξαν πώς το
Ζουρνατσάντων βρίσκεται μέσα στα σύνορά τους και ανήκει σ' αυτούς, σκότωσαν και
κακοποίησαν πολλούς.
Οι Σανταίοι
διαμαρτυρήθηκαν έντονα στον εμίνη, κι αυτός διέταξε τον αγά Σάντας και
Γιαγμούρτερε Χαφούζ Ζατέ Χασάν αγά να διώξει τούς κολοσάληδες απ' τη Σάντα.
Μα και ό ναΐπης
(κρατικός Επίτροπος) Κιουμουσχανέ ειδοποίησε για τα γεγονότα την Υψηλή ,
Πύλη, και έστειλε Αντίγραφο του έγγραφου της προσάρτησης της Σάντας στον Καζά
Κουμουσχανέ όπου αναφερόταν πώς να είναι οι Σανταίοι ανενόχλητοι και να
μην επεμβαίνουν οι ξένοι στα σύνορα τους
Κιουμουσχανέ, όπου
αναφερόταν πώς να είναι oι Σανταίοι
ανενόχλητοι και να μην επεμβαίνουν οι ξένοι στα σύνορα τους. Ο Σουλτάνος ρώτησε
τον ναζίρη του νομισματοκοπείου αν είναι αύτη ή αλήθεια, και αφού ο ναζίρης
(υπουργός) το βεβαίωσε εκδόθηκε το 1802 Αυτοκρατορικό φιρμάνι πού επισφράγιζε
ακόμα μια φορά τά προνόμια των Σανταίων καί έδινε στον Έμίνη των ματενίων τό
δικαίωμα να διώξει τόν τελή Απτή όγλου απ’ τη Σάντα καί να καθησυχάσει τους
Σανταίους. Και έφυγαν μεν τότε οι Κολοσαλήδες απ’ τη Σάντα μα δεν άφηναν καί
τις εχθροπραξίες τους.
'Από τότε ως το 1813 οι
σχέσεις των Σανταίων και των Κολοσαλήδων οξύνθηκαν πολύ, καί άρχισαν και οι μεν
καί oι δε με τις επιδρομές τους να ζημιώσουν αλλήλους.
0ι Κολοσάληδες μάλιστα τό παράκαναν, και τότε ανέβηκαν στο Ερζερούμ ο Ισχανανταίος
Καφάλ και ο Πιστοφανταίος Ευστάθιος Σαρή Κεχαγιάς, παρουσιάστηκαν στον βαλή,
τον προσκύνησαν κι αφού είπαν τά παράπονα τους με δάκρυα έδωσαν στον βαλή όλα
τά σχετικά με τό Κωφολείβαδο έγγραφα.
Άμα είδε ό βαλής τά
φιρμάνια καί τά χοτσέτια του Ιεροδικαστηρίου, καί ανάμεσα σ’ αυτά τό χοτσέτι
του παππού του Χατσή Άλω πασά βαλή Τραπεζούντας, διέταξε τόν καπητσή του να
κινήσει για τη Σάντα και να πάει να κάψει τις καλύβες των Κολοσάληδων.
Ό καπητσής του βαλή
έφτασε στη Σάντα στο Κολόσας γίρτ, μα επειδή τούδωσαν ρουσφέτια οι Κολοσάληδες
δεν έκαψε τις καλύβες τους, αλλά προσκάλεσε εκεί όλους, Σανταίους και
Κολοσαλήδες, τάχα για να δικασθούν απ’ αυτόν.
Άμα άρχισε ή δίκη και
υβρίστηκαν για καλά αναμεταξύ τους οι Σανταίοι καί οι Κολοσαλήδες, λέγει ο
καπουτσής στους Σανταίους :
Σανταληλάρ ινκιαρηνήζ
μετέρ, γιόκ’σα ιχραρηνήζ τηρ που γιαϊλά;
Ενώ oι Σανταίοι σκέφτονταν τι ν’ απαντήσουν, πετιέται ό
Πινατανταίος Χαράλαμπος Τσαντέκ πού δεν τόν λογάριαζαν και τόσο οι σύντροφοι
του, και λέγει: Πού γιαηλά νέ ινκιαρηνήζ τιρ, νέ ιχραρημήζ τιρ, εξ μαζημήζ
τιρ.
Η απάντηση ήταν πολύ
πετυχημένη και άρεσε πάρα πολύ στον Σαρή Κεχαγιά, ό οποίος είπε:
«Απ’ έμπρ’ ντο
ενεμένα τον λόγον άπ’ όπίσ έκσα το». Από τότε λέχτηκε η παροιμία: Άσ’ όλα τά
χωρία άπ’ εις, κι άσή Πινατάντων ήντς άν θέλτς άς έν.
Τότε ό καποτσής τά βρήκε
σκούρα καί δεν μπόρεσε να υποστηρίξει περαιτέρω τούς Κολοσαλήδες. Πήρε λοιπόν
όλα τά έγγραφα των Κολοσαλήδων, τά έβαλε στη φωτιά καί τάκαψε. Έπειτα διέταξε
τούς Σανταίους να κάψουν τις καλύβες των Κολοσαλήδων, οι οποίες έγιναν αμέσως
στάχτη..
Την άλλη χρονιά οι Σανταίοι
επειδή φοβήθηκαν να μην έρθουν οι Κολοσαλήδες και εγκατασταθούν στο Κολόσα
γίρτ, πήγαν και έχτισαν καλύβες εκεί. 0ι Κολοσαλήδες έκαμαν τότε παρχάρι αλλού,
στα Κιολλιάρια, και από κει ξεκινώντας έκλεβαν τά ζώα των Σανταίων και τούς
λήστευαν.
Μα καί oι Σανταίοι με όμοιες επιδρομές κατάστρεφαν τά
χωράφια των Κολοσαλήδων, άρπαζαν τά ζευγάρια τους και τούς ζημίωναν. Προ παντός
ό Ζουρνατσανταίος Σπύρος Τσινιόγλους πού είχε τό παρατσούκλι Κούφος και
ονομάστηκε για την παλικαριά του Ζορμπά Ισπύρ, με τις πολλές επιδρομές του
προξένησε στους Κολοσαλήδες ζημίες ανυπολόγιστες.
Πολλές φορές οι
Κολοσαλήδες έστησαν ενέδρα να σκοτώσουν τόν φοβερό αυτό εχθρό τους, μα αυτός
γλιστρούσε σαν χέλι απ’ τά χέρια τους καί συνέχιζε τις επιδρομές τους στη χώρα
τους.
Μια μέρα οι
Κολοσαλήδες ήρθαν σ’ ένα παρχάρι της Σάντας και επεχείρησαν να πειράξουν τις
ρωμάνες. Ο Ζορμπά Ίσπύρ πήρε τότε μαζί του αρκετά παλικάρια άπ’ τό Γιαννάντων
(Τερζάντων) και χίμηξε καταπάνω τους στα Κιολλιάρια, χάλασε τις καλύβες και
κακοποίησε τις γυναίκες τους. Τότε, μόλις έφαγαν γερό μπάτσο άπ’ τούς Σανταίους
οι Κολοσαλήδες, συνήρθαν και ζήτησαν να συμφιλιωθούν με τούς Σανταίους.
Και πράγματι ορκίστηκαν
και τά δύο μέρη αιώνια φιλία, καί από τότε οι Κολοσαλήδες έγιναν οι πλέον
πιστοί φίλοι των Σανταίων καί οι πλέον χρήσιμοι γείτονοι τους.
Έτσι τελείωσε πάνω στα 200
χρόνια ή πάλη των Σανταίων με τούς Κολοσαλήδες. Η πάλη αυτή ανάγκασε τούς
Σανταίους να βγουν στο κλαρί, να ζουν πάνω στα βουνά χειμώνα καλοκαίρι,
να περιφρονούν τό κρύο και τις κακουχίες, καί έτσι να γίνουν επιδέξιοι
πολεμιστές, ικανοί να υπερασπίζονται την πατρίδα τους.
Πάλη των Σανταίων με τον Μακούλογλου
Την εποχή πού
οι Σανταίοι φιλιωθήκαν με τους Κολοσαλήδες φάνηκαν νέοι εχθροί τους οι Καταρουξάληδες
και οι Σαμαρουξάληδες. Αυτούς τους σήκωσε ενάντια στους Σανταίους ο αγάς
της Σαμάρουξας. Μακούλογλους Μουσταφάς γιατί δεν μπόρεσε να υποτάξει την Σάντα
στο τιμάριο του και τους παρακίνησε ν' ανέβουν στη Σάντα, να καταλάβουν τό Χαΐν
Κετηγή που βρισκόταν μεσ' στα σύνορα Σάντας και να εγκατασταθούν εκεί με
τα κοπάδια τους.
Οι Σανταίοι
διαμαρτυρήθηκαν για την παρανομία αυτή στην Υ. Πύλη, και ύστερα από
πολλές ταλαιπωρίες ο Έμίνης των μεταλλείων και οι ναΐπηδες Ματσούκας ανέβηκαν
τό 1826 στη Σάντα, εξέτασαν τό ζήτημα και βρήκαν ότι οι Σανταίοι έχουν απόλυτο
δίκαιο, και τότε εκδόθηκε νέα διαταγή υπέρ των Σανταίων, οπότε
αναγκάσθηκαν οι Σαμαρουξάληδες να φύγουν από τά
παρχάρια.
Εσωτερικές ταραχές
Έτσι τελείωσε και η πάλη
των Σανταίων με τον Μακούλογλου. Μα τι το όφελος ! Ό εξωτερικός κίνδυνος
αποσοβήθηκε, μα ο εσωτερικός φούντωσε και έφτασε σε σημείο απελπιστικό. Οι
επιδρομές των Σανταίων στα χωριά των περίοικων Τούρκων και οι διαμάχες μαζί
τους ανάγκασαν να οπλοφορήσουν επί 200 χρόνια και να ζήσουν στα βουνά όπως
είπαμε.
Έτσι απόκτησαν μεν ύφος
αρειμάνιο που βάσταξε ως τις τελευταίες μέρες μας, έχασαν όμως κάθε αίσθημα
οίκτου και φιλανθρωπίας, και σ' αυτό συντέλεσε και ή αμάθεια τους πού
δεν ήταν δυνατόν να καταπολεμηθεί γιατί σε κείνη τη φουρτουνιασμένη εποχή
σκέπτονταν όλοι πως να κρατηθούν στη ζωή καί.... τσιμέντο να γίνει.
Ό πατριωτισμός των Σανταίων τούς παρακινούσε
να συνασπισθούν καί να προφυλάξουν την πατρίδα τους από κάθε εξωτερικό κίνδυνο,
μα μόλις περνούσε ό κίνδυνος άλληλομαχούσαν καί αλληλοσπαράζονταν, καί εάν
κάποιος είχε προσωπικό πάθος εναντίον άλλου, μόνο ό θάνατος του αντιπάλου του
μπορούσε να τόν ικανοποιήσει.
Τότε οι συγγενείς καί οι
φίλοι του άδικοσκοτωμένου συνασπίζονταν ταν καί καταδίωκαν τον φονιά, οι φίλοι
καί οι συγγενείς τού φονιά συνασπίζονταν γύρω του, γίνονταν φατρίες πού
ανέβαιναν στα βουνά καί επεδίωκαν να εξοντώσουν. αλλήλους, καί σπάνια
συμφιλιώνονταν αν δεν γινόταν αιματοχυσία καί στις δύο παρατάξεις. Αιτία οι ταραχές
αυτές πολλοί Σανταίοι εγκατέλειψαν την πατρίδα τους καί πήγαν να ζήσουν αλλού.
Επειδή cι νέοι αυτοί άποικοι εύρισκαν ησυχία έξω και
οπωσδήποτε καλή, παράσυραν καί πολλούς άλλους, καί έτσι οι μεταναστεύσεις πήραν
φόρα. Τότε ο Εμίνης των ματενίων προσκάλεσε στον Κιουμουσχανέ τούς πρωταίτιους
των ταραχών καί τούς φυλάκισε, ότε δε τούς απόλυσε με την μεσιτεία των Όμέρ και
Οσμάν αγάδων της Ματσούκας τούς απείλησε ότι θα έπαιρνε αυστηρά μέτρα εναντίον
τους αν δεν έπαυαν να υποκινούν ταραχές μεταξύ τού λαού.
Την εποχή εκείνη, στις
αρχές τού ΙΘ' αιώνα φάνηκε ό φοβερός τερέπεης Χατζή Σαλόγλους από την Τόνγια, πού
έκαιε καί ρήμαζε τον Πόντο. Αυτός κατόρθωσε να αναγνωριστεί αγάς της Τόνγιας
καί πήρε στο τιμάριο του καί τά Πλάτανα, πολέμησε τούς αγάδες των Σουρμένων, και
έπειτα τούς Έγίπηδες αγάδες της Ματσούκας, από τούς oποίους άρπαξε τό φρούριο της Τούφας καί έγινε
κύριος της χώρας τους. 0ι εύκολες αυτές νίκες του τού άνοιξαν την όρεξη για την
Σάντα.
Στην εποχή που τρεις άλλοι αγάδες κυνηγούσαν
το αγαλίκι της Σάντας, ο Τζιντζόγλους από την Άρτασα, ο Μακούλογλους απ' την
Σαμάρουξα κι ο Σουϊτσμέζογλους απ' τα Σούρμενα μα δεν τολμούσαν να
πραγματοποιήσουν το όνειρο τους παρά την θέληση των Σανταίων.
Ο Χατζή Σαλόγλους πού
νίκησε τόσους αγάδες περιφρόνησε την παλικαριά των Σανταίων και έστειλε
απεσταλμένους του στη Σάντα για ν' απειλήσουν τους Σανταίους και να τους
ζητήσουν φόρους. 0ι Σανταίοι έκριναν καλό στην αρχή να δώσουν τον φόρο που
ζήτησε, μα γύρευαν και τρόπο να γλυτώσουν άπ' αυτόν.
Ο μόνος που μπορούσε
να γλυτώσει τη Σάντα από αυτόν τον αγά ήταν ό Χαράλαμπος Άμοιράς που για την
παλικαριά του λεγόταν Κούρτος. Αυτός πολλά χρόνια ήταν υπασπιστής τον
Μακούλογλου, πήρε μέρος σε πολλές μάχες και συμπλοκές και ήταν ατρόμητος στους
κινδύνους. Στην εποχή του Χατζή Σαλόγλου αυτός ζούσε έξω άπ' τη Σάντα, στο
Έρικλή, εξ αιτίας των ταραχών πού έγιναν ανάμεσα στους Άμοιράντας και
Γιακωβάντας, και ορκίστηκε να μην γυρίσει στη Σάντα αν δεν σκοτώσει έναν άπ'
τους Γιακωβάντας.
Τότε όμως πού έμαθε την
κατάντια της Σάντας ξέχασε τον όρκο πού έκαμε και έτρεξε να βοηθήσει την
πατρίδα του. Την ημέρα πού κατέβηκε στη Σάντα έτυχε να βρίσκονται στο
Ίσχανάντων οι απεσταλμένοι του Χατζή Σαλόγλου. Τους ειδοποίησε:
«Ή διαταγή του Κούρτου είναι αυτό τό βράδυ να βγείτε
απ' τά σύνορα τής Σάντας αν θέλετε να φυλάξητε την ζωή σα ς » .
Ό αρχηγός των
απεσταλμένων έστειλε τότε τρεις συντρόφους του στο σπίτι του Κούρτου για να τον
αφοπλίσουν. ΟΙ τρείς Τούρκοι ήρθαν στο σπίτι του Κούρτου, μα αναγκάστηκαν να
παραδώσουν τά όπλα τους και να γυρίσουν πίσω ντροπιασμένοι. Είπαν τότε στον
αρχηγό : Ο Κούρτος μας είπε πέστε στον αρχηγό σας ας
έρθει ό ίδιος να πάρει τά όπλα μας».
Ό αρχηγός άναψε και κόρωσε και έστειλε τρεις άλλους
με την ίδια διαταγή, μα κι έπαθαν τά ίδια. Τότε κατάλαβε ό αρχηγός των
απεσταλμένων πώς έπρεπε να εγκαταλείψει την Σάντα, και πράγματι γύρισε στην
Τούφα, βρήκε τον Χατζή Σαλόγλου και του είπε πώς είναι πολύ δύσκολο να υποτάξει
την Σάντα όσο ζει ό Κούρτος.
Από τότε ο Χατζή Σαλόγλου
γύρευε τρόπο να εξόντωση τον Koύρτο, και
έστειλε 8 φαντάρους του στο πανηγύρι του Αϊ Γιάννη της 29 Αύγουστου για να τον
βρουν και να τον σκοτώσουν. Κατά καλή τύχη κάποιος φίλος του Κούρτου έμαθε τον
σκοπό του αγά και ειδοποίησε τον Κούρτο για να μην πάει στο πανηγύρι, και έτσι
την γλύτωσε.
Κάποτε απεσταλμένοι του
αγά ήρθαν στη Σάντα και γύριζαν στους δρόμους σαν αδέσποτοι σκύλοι, μόλις δε
έβρεξε μπήκαν στο κατάλυμά τους και ζεσταίνονταν στη φωτιά. Ό Κούρτος και τά
παλικάρια του τότε χίμηξαν την νύχτα ξαφνικά στο κατάλυμα των Τούρκων, οι
οποίοι κατατρομαγμένοι πήδηξαν άπ' τη θέση τους κι ετοιμάστηκαν να πάρουν τά
όπλα τους.
Ό Κούρτος τότε με ένα Ταβράν μαην (μην ετοιμάζεσθε) τους κάρφωσε
στη θέση τους, και τότε οι Σανταίοι τούς έπιασαν, τους έδεσαν χέρια και πόδια
και τούς έβαλαν να πλαγιάσουν κοντά στο αμπάρι. Τό πρωί ό Κούρτος έσπασε μερικά
αυγά τά πολτοποίησε, με τον πολτό τους άλειψε τό πρόσωπο των
Τούρκων και τούς τοποθέτησε αντίκρυ στη φωτιά. Έπειτα πήρε κάμποσα ψωμιά,
τά τοποθέτησε στη μέση, τά έδεσε από ένα στη ράχη του καθενός και τούς είπε:
«Ξέρω
πού είστε πεινασμένοι αυτά τά ψωμιά θα σας φτάσουν για πολύν καιρό όποιος έχει
όρεξη ας φάει άπ' την ράχη του άλλου και τώρα να π ή τ ε στον αγά σας όσα είδατε καί ακούσατε».
Έτσι έφυγαν οι Τούρκοι και
έφτασαν την ίδια μέρα στην Τούφα. Ό αγάς άμα τούς είδε σε κείνη την ατιμωτική
κατάσταση τρελάθηκε κι ορκίστηκε να κατασκάψει την Σάντα και να αιχμαλωτίσει
τούς κατοίκους της. Κατά τό 1824 μέσα σε λίγες εβδομάδες μάζεψε 900 μάχιμους
φαντάρους, 600 μεν από τό τιμάριο του, 300 δε από τό Ίσπύρ της περιφέρειας
Βαϊβούρτης.
Οι Σανταίοι τόμαθαν και
έκαμαν συμβούλιο οι πιο ανδρείοι άπ' αυτούς, ο Μουρτεζές άπ' τό Πινατάντων,
Ισμαήλ Ναρής όγλου Απ’ το Ζουρνατσάντων ο Βελής Μούτας, απ’ το Τερζάντων ο
Κούρτος κι ο Τριαντάφυλλος Βελβελές απ’ τον Ισχανάντων, οι Κουρτάντ απ’
το Πιστοφάντων , ο Γερανόσογλους απ’ τον Πινατάντων οι Τσιλιγκιάρηδες απ’
το Ζουρνατζάντων και άλλοι για να σκεφθούν πως θα αμυνθούν εναντίον του
τυράννου. Αποφάσισαν τότε να καταλάβουν το ονομαστό στενό Φουρνόπον για να
εμποδίσουν από εκεί τον αγά να εισβάλει στη Σάντα.
Αφού ετοίμασαν οι Σανταίοι
σφαίρες και μπαρούτι που το έφτιαξαν οι Παρατσάντ στο Ζουρνατσάντων,
ειδοποίησαν με τον Δαμιανό Τσουμπάνο και τον αγά Χαφούζ όγλου να τους βοηθήσει.
Ο Χαφούζ όγλου από την
δύναμη του Χατζή Σαλόγλου και αρνήθηκε να τους βοηθήσει. Ο Τσουμπάνος γύρισε
και ειδοποίησε πως εγκαταλείπει τους Σανταίους , ο Χαφούζ όγλου και τότε οι
Σανταίοι αποφάσισαν μόνοι τους να αναλάβουν τον αγώνα εναντίον του αγά.
Αμέσως 50 οπλοφόροι α’
όλες τις ενορίες ήρθαν και έπιασαν το Φουρνόπον και παρατάχθηκαν τρείς τρείς
κατά μήκος του ποταμού του Αι Γιάννη της Χάρτοτης. Λίγο ύστερα μαζεύτηκαν κι
άλλοι και περίμεναν όλοι με αγωνία την εμφάνιση του εχθρού. Την ίδια στιγμή
γυναίκες και παιδιά μάζεψαν σωρό πέτρες στο Κοιλαδί ρακάν για να τις κυλίσουν
πάνω στους τούρκους.
Οι Σανταίοι δεν
ήξεραν από πού θα εισβάλει ο Χατζή Σαλόγλου και έβαλαν 9 σκοπούς, 3 στα
Τσιφίνια, 3 στο Παύλ’ και 3 στο Καζουκλή με τη διαταγή να ρίξουν 3 τουφεκιές
μόλις θα εμφανιστεί ο εχθρός.
Στο μεταξύ οι αρχηγοί και
προ παντός ο Κούρτος έδιναν θάρρος στους οπλίτες.
Δεν πέρασε πολύ καιρός και
τρεις τουφεκιές ρίχτηκαν από τα Τσιφίνια. Τότε και οι σκοποί του Παύλ από τον
ενθουσιασμό τους ξέχασαν τη διαταγή και πυροβολώντας συνέχεια ανέβηκαν στο
Φουρνόπον.
Αυτούς τους μιμήθηκαν και
πολλοί άλλοι και έτσι οι λόγγοι και τα φαράγγια αντήχησαν από τους πυροβολισμούς.
Οι τουφεκιές που ρίχτηκαν από το Παύλ’ ωφέλησαν τον αγώνα των Σανταίων, γιατί ο
Χατζή Σαλόγλους νόμισε πως έρχεται στη βοήθεια των Σανταίων ο Κουτσούκ Αλής από
την Ούζη , που ήταν φίλος τους και έτσι έπεσε πολύ το ηθικό του.
Οι Τούρκοι πέρασαν το
γεφύρι του ποταμού Λιθονπορίν (Αι Γιάννη) και πλησίαζαν
Στο Φουρνόπον έδωσε το
πρόσταγμα ο Κούρτος και τότε έγινε χαλασμός κόσμου από τις μαζικές τουφεκιές
που έριξαν όλοι οι οπλίτες εναντίον των Τούρκων για να τους εμποδίσουν να
προχωρήσουν.
Επί πλέον οι γυναίκες από
το ύψωμα κυλούσαν τις πέτρες και τραυμάτιζαν πολλούς φαντάρους του Χατζή
Σαλόγλου. Τέλος ο αγάς άμα είδε ότι ο στρατός του ήταν εκτεθειμένος στα βόλια
του εχθρού και ότι οι Σανταίοι φαίνονταν καλά ταμπουρωμένοι, έδωσε το σύνθημα
της υποχώρησης.
Ο αδελφός του Κούρτου που
λεγόταν Ταγουστανλής είδε τότε τον ίδιο τον Χατζή Σαλλόγλου να φεύγει τον
σημάδεψε και πέτυχε μόνο το άλογο του. Έτσι άλογο και καβαλάρης κύλισαν στον
κατήφορο. Φεύγοντας ο Χατζή Σαλόγλους με τον στρατό του έφτασε τη νύχτα
ντροπιασμένος στην Τούφα και από εκεί σχεδίαζε νέα επίθεση στη Σάντα.
Οι Σανταίοι ήξεραν πως δεν
πέρασε ο κίνδυνος, έκαναν πάλι συμβούλιο και αποφάσισαν ν’ αποκηρύξουν μεν τον
Χαφούζ όγλου που τους εγκατέλειψε στην ώρα του κινδύνου, να κλείσουν δε στη θέση
του αγά τον φίλο τους Κουτσούκ Αλή Χατζόγλου απ’ τη Ούζη, με τη συμφωνία να
τους βοηθήσει να εκστρατεύσουν εναντίον του Χατζή Σαλόγλου πριν προφτάσει αυτός
να ετοιμαστεί.
Ειδοποίησαν λοιπόν τον
Κουτσούκ Αλή, ο οποίος δέχτηκε τη συμφωνία. Αμέσως τότε ξεκίνησαν από τη Σάντα
115 παλικάρια, τα οποία ενώθηκαν στο Τσαγουλή με τους 39 του Κουτσούκ Αλή και
από εκεί ξεκίνησαν εναντίον του φρουρίου της Τούφας. Όταν έφτασαν κοντά οι
Σανταίοι ο αγάς διέταξε να τους πυροβολήσουν από το κονάκι, οι Σανταίοι
όμως πυροβόλησαν με λύσσα το φρούριο, του οποίου η στέγη από χαρτώματα (λεπτά
σανίδια) άρχισε να καίγεται.
Ο Χατζή Σαλόγλους έφυγε με
τους φαντάρους του, οι δε Σανταίοι τον κυνήγησαν και σκότωσαν πολλούς δικούς
του. Στο γυρισμό τους οι Σανταίοι ξεγύμνωσαν το κονάκι από ότι είχε και τό
έδωσαν φωτιά.
Τη στιγμή που καιγόταν το
απαίσιο εκείνο φρούριο οι Σανταίοι χαρούμενοι πυροβολούσαν στο βρόντο, και
τραγουδώντας πήραν τ' αντικρινά βουνά για ν' ανέβουν στη Σάντα.
Σαν έφτασαν στη Σάντα όλοι οι κάτοικοι τους
υποδέχτηκαν με ανείπωτη χαρά. Στη μάχη αυτή σκοτώθηκε μόνο ένας Σανταίος από
τούς Μαρουφάντας και πολέμησε παλικαρίσια και ο Κουτσούκ Αλής με τούς 39
φαντάρους του. Ό Χατζή Σαλόγλους εκείνη τη νύχτα κατέφυγε στο χωριό Μεσαρέα κι
από κει στο χωριό Καλάνεμα των Πλατάνων. Τό 1829 στρατολόγησε από την
περιφέρεια Πλατάνων πολλούς πλιατσικολόγους Τούρκους τάχα να τους οδηγήσει
εναντίον των ρώσων πού πολεμούσαν την Τουρκιά, πράγματι όμως να επιτεθεί
εναντίον τής Σάντας και να την λεηλατήσει.
Αυτόν τον σκοπό του τόν
έμαθαν οι Σανταίοι από τους άτακτους του και παρακάλεσαν τόν βολή
Τραπεζούντας Οσμάν πασάν Σατήρ ζατέν να τους γλυτώσει άπ' τόν τύραννο. Ο
βαλής 'Οσμάν πασάς έλαβε τά κατάλληλα μέτρα.
Ύστερο από τό κάψιμο του
φρουρίου της Τούφας οι Σανταίοι διάλεξαν αγά τόν φίλο τους Κουτσούκ Αλή. Μόλις
τό έμαθε ο πρώην αγάς των Σανταίων Χαφούζ -όγλους θύμωσε, παραμόνεψε την παρέα
του Ουστά Αληόγλου πού γύριζε άπ' τη Βαϊβούρτη, έπιασε και φυλάκισε όλους 20
τόν αριθμό, και ειδοποίησε τούς Σανταίους πώς θα τους σκοτώσει αν δεν εξακολουθήσουν
oι Σανταίοι να τόν αναγνωρίσουν ως αγάν.
Οι Σανταίοι τότε όπλισαν
50 παλικάρια και τάστειλαν με τόν Μουρτεζέ στο χωριό του Χαφούζ όγλου και
απείλησαν τόν αγά πώς θα τό κάψουν αν δεν απολύσει τους φυλακισμένους. Ο
Χαβούζ όγλου αναγκάστηκε να τούς απολύσει, και για να κολακέψει τούς προεστούς
της Σάντας χάρισε στον καθένα από ένα περσικό σάλι. Αργότερα ο Χαφούζ όγλου
πήρε πάλι τό αγαλίκι της Σάντας, μα δεν τολμούσε να επεμβαίνει στις εσωτερικές
υποθέσεις των Σανταίων.
Εσωτερική διοίκηση της Σαντας.
Την εσωτερική διοίκηση της
Σάντας σε κείνη την εποχή αποτελούσαν ο Πελήκ πάσης (λοχαγός), oι κεγχιάδες (μουχτάρηδες) και oι προεστοί. Τόν Πελήκ πάση τόν διάλεγαν ανάμεσα
στους Κλωστούς, κι αυτός είχε καθήκον ν' αγρυπνά για την ασφάλεια της Σάντας,
να στείλει στον Κιουμουσχανέ τούς φόρους πού μάζευαν oι μουχτάρηδες, και ν' αναφέρει στον Έμίνη για κάθε
παρανομία που γινόταν στη Σάντα. Λοιπόν, ο Πελήκ πάσης, oι μουχτάρηδες και oι προεστοί αποτελούσαν τό διοικητικό σώμα της
Σάντας, το οποίον συνεδρίαζε τακτικά μεν μόνο μια φορά τό χρόνο για να
καθορίσει τούς φόρους, έκτακτα δε όσες φορές παρουσιάζονταν υποθέσεις για την
ησυχία και τό συμφέρον της Σάντας.
Πρόεδρος του Συμβουλίου
ήταν ό Πελήκ πάσης. Στην αρχή γίνονταν oι συνεδριάσεις του συμβουλίου όπου τύχαινε, ύστερα
γίνονταν στην ενορία του Πελήκ πάση, και τελευταία στην ενορία Κοζλαράντων στη
θέση Χωρ ο σ ώ ρ (Κατζια). Κάθε υπόθεση δικαζόταν από τό Συμβούλιο αυτό, oι αποφάσεις του ήσαν σεβαστές σα να γίνονταν από
δικαστήριο, και κανένας δεν τολμούσε ν' αντισταθεί σ' αυτές.
Εάν κάποιος δεν
πειθαρχούσε στις αποφάσεις του Συμβουλίου τόν τιμωρούσαν με φυλάκιση, ή τον
παρέδιδε ο Πελήκ πάσης στον Έμίνη των ματενίων, πού τόν τιμωρούσε
παραδειγματικά.
Ένας άπ' τούς καλύτερους
Πελήκπασηδες τής Σάντας ήταν ο Μουρτεζές, ο οποίος για τόν φιλοδίκαιο χαρακτήρα
του απόκτησε την ευγνωμοσύνη των Σανταίων.
Στην εποχή του έπαψαν να
γίνονται αταξίες και παρεκτροπές και για να τόν ανταμείψει ο Έμίνης των
ματενίων τόν διόρισε βοεβόδαν τής Σάντας και του παρεχώρησε μεγάλη εξουσία.
Είχε τό δικαίωμα να φυλακίζει και ν' απολύει, να δικάζει και να καταδικάζει,
και τά έγγραφα πού επικυρώνονταν άπ αυτόν ήσαν έγκυρα στα δικαστήρια, πολιτικά
και θρησκευτικά.
Ο Μουρτεζές διοικούσε τη
Σάντα με μεγάλη δεξιότητα και τιμωρούσε αυστηρά και τις ελάχιστες παρεκτροπές,
κι έτσι κατόρθωσε να περιορίσει τά κακουργήματα, πού πριν άπ' αυτόν γίνονταν
συχνά και φανερά.
Στην εποχή τής βεντέτας ο
κάθε Σανταίος σκότωνε τόν εχθρό του με την παραμικρή αφορμή, και εάν ό
σκοτωμένος δεν είχε γιους ή συγγενείς για να τον εκδικηθούν, ο φονέας γύριζε
ελεύθερος και καυχιόταν για την πράξη του, άν όμως είχε συγγενείς, ο φονέας
έφευγε στα βουνά και γινόταν φιράρ, ή έμπαινε στην υπηρεσία του αγά της Σάντας
και τον δούλευε χωρίς μισθό για να ξεπλύνει τό έγκλημά του.
Και όχι μόνο στη Σάντα
αλλά και σ' όλο τον Πόντο
γίνονταν τα κακουργήματα αυτά, και την εποχή εκείνη την λέγανε έλλί άλτιλήκ
βακτί, δηλ. εποχή που γίνονταν oι κλοπές oι ληστείες και τά κακουργήματα στα
φανερά.
Μόλις πέρασαν οι
εξωτερικοί κίνδυνοι oι Σανταίοι
άρχισαν να επιδίδονται στις γεωργικές και άλλες ασχολίες τους, και μερικοί
ξενίτευαν στα γύρω τούρκικα χωριά, όπου έκαναν τον χτίστη και τον μαραγκό και
έβγαζαν τό ψωμί τους. Η ξενιτιά βαστούσε λίγους μήνες, από τό Πάσχα έως τό
φθινόπωρο, και περιοριζόταν έως τη Βαϊβούρτη προς νότον, έως τόν Οφη προς
βορρά, και έως τόν Κιουμουσχανέ προς δυσμάς.
Μερικοί όμως τεχνίτες
ταξίδευαν έως την Άγκυρα και τό Βαγιαζήτ, άλλοι δε ταξίδευαν και στο
Πουλγάρ ματενί ως παραστάτες των μεταλλείων, μια και ή δική τους ξενιτιά
δεν βαστούσε παραπάνω από 2 χρόνια.
Οι ξενιτεμένοι σχημάτιζαν
ομάδες (τακούμια), και κάθε μια ομάδα διάλεγε τόν αρχηγό της, στον οποίο
χρεωστούσε να υπακούσει. Κατά τό φθινόπωρο πού γύριζαν oι ξενιτεμένοι κιτρίνιζαν τά φύλλα των δέντρων, γι
αυτό και oι γυναίκες τους διάλεγαν από
ένα δέντρο σφενδάμνου (σπεντάμ) ή καθεμιά, και περίμεναν πότε θα κιτρινίσουν τα
φύλλα του δέντρου για να γυρίσουν από την ξενιτιά oι άντρες τους, και τραγουδούσαν τό παρακάτω τραγούδι:
«Σπεντάμ ντ' έσαριλάευες,
ντ' έξύουσαν τά φύλλα
σ'
άπ' έναν έναν διαβαίνε τη
μοθοπώρ' τά μήνας».
Αυτά φανερώνουν την
αγνότητα της οικογενειακής ζωής των Σανταίων και την Ιερότητα των αισθημάτων τους.
Κατά την εποχή εκείνη οι
φόροι ήσαν δυσβάσταχτοι, και oι κάτοικοι
αναγκάζονταν να πουλήσουν κάρβουνα στα μεταλλεία Κιουμουσχανέ, να πάρουν
απόδειξη από τον εκεί μεεμούρ (υπάλληλο) και να την φέρουν στον μουχτάρη του
χωριού για να λογαριάσει τό ποσόν της απόδειξης στο χρέος τους. Αυτή ή
κατάσταση βάσταξε ως τό 1855, και τότε ό μεν άρχιμεταλλουργός Σείτ
αγάς καταδιώχθηκε άπ' την τούρκικη κυβέρνηση και έπαψαν να λειτουργούν τα
μεταλλεία, oι δε Σανταίοι από τότε πλήρωναν
σε νόμισμα τους φόρους τους
Γιατί κατάρτισαν oι Σανταίοι
συμμορίες φιράρ.
Στις αρχές του
ΙΘ' αιώνα ο Πόντος έγινε ανάστατος από τις άλληλομαχίες των τερέπεηδων. Αυτοί
όχι μόνο πείραζαν τους χριστιανούς, παρά και τρώγονταν αναμεταξύ τους, και
κατάστρεφαν ο ένας το τιμάριο του άλλου. 0ι Σανταίοι για να προφυλάξουν την
πατρίδα τους από τούς τερέπεηδες πρώτα συμμάχησαν με τους τα Τσικανοέτες,
έπειτα κατάρτισαν κι αυτοί συμμορίες από τά πιο τολμηρά παλικάρια
Οι συμμορίτες αυτοί
λέγονταν φιράρ (*) και ζούσαν στα βουνά της Σάντας, λήστευαν δε τους ανθρώπους
των αγάδων και τα παρχάρια τους και γι αυτό oι Τούρκοι πρόφεραν τό όνομα της Σάντας με φόβο και
σεβασμό μαζί. Τό επάγγελμα του φιράρ τό θεωρούσαν έντιμο, γιατί oι οπλίτες αυτοί τής Σάντας δεν είχαν υπ' όψη να
ληστέψουν και να κακοποιήσουν τον κόσμο, παρά είχαν κατά νουν να ανταποδώσουν
τα ίδια στους κακοποιούς Τούρκους και να περιφρουρήσουν την ελευθερία της
Σάντας.
Τέλος του 1ου Μέρος
*Εφάρμοζαν το πρόγραμμα των κλεφτών της παλιάς Ελλάδας
*Εφάρμοζαν το πρόγραμμα των κλεφτών της παλιάς Ελλάδας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου