Κυριακή 4 Μαρτίου 2012

Το ξεκίνημα του Αλέξανδρου Μπαλτατζή


Ένας νεαρός άντρας ανέβηκε στο βήμα. Μιλούσε με μια βαριά περίεργη προφορά, αλλά οι ζωηρές κινήσεις του, οι καθαρές θέσεις του, οι γνώσεις και το πάθος με το οποίο υποστήριζε τις απόψεις του εντυπωσίασαν τους αγρότες αντιπρόσωπους του 1ου Πανελλήνιου Καπνοπαραγωγικού Συνεδρίου. Πολλοί μέσα στην αί­θουσα είπαν:«Αυτός ο πρόσφυγας θα πάει μπροστά. Έχει μυαλό και δύναμη μέσα του».
 Στη Δράμα το 1924, σ' αυτό το συ­νέδριο, το αγροτικό συνεταιριστικό κίνημα θα συναντηθεί με τον μελλοντικό δημιουργικό ηγέτη του, τον Αλέξαν­δρο Μπαλτατζή, μόλις 20 χρονών και οι καπνοπαραγω­γοί της περιφέρειας Σου Γιαλεσί της Ξάνθης του εμπι­στεύτηκαν την εκπροσώπηση τους στο συνέδριο. 
Με τη δυναμική παρουσία του δικαίωσε την επιλογή τους. Την επομένη του συνεδρίου η τοπική εφημερίδα «Θάρ­ρος», την οποία εξέδιδε ο μετέπειτα βουλευτής του Κόμ­ματος των Φιλελευθέρων (στη Βουλή του 1936, του 1950 και του 1951) Μιχαήλ Βεζυρτζόγλου, έγραψε: 
«Ένας δυναμικός νεαρός, ονόματι Αλέξανδρος Μπαλ­τατζής, προερχόμενος από το Σου Γιαλεσί της Ξάνθης, πολύ σύντομα θα παίξει ηγετικό ρόλο στα κοινά. Μας εντυπωσίασαν ο δυναμισμός και οι γνώσεις του, παρά το νεαρό της ηλικίας του».
Ποιος ήταν ο νεαρός καπνοκαλλιεργητής, που γνώριζε τόσο καλά όσα άλλοι με πολύχρονη πείρα δεν γνώριζαν για τον καπνό, το «εθνικό προϊόν» της εποχής εκείνης;
 Το παρουσιαστικό του δεν έδειχνε αγρότη, αλλά αστό. Και πράγματι δεν ήταν αγρότης, αλλά έμελλε να γίνει και να δουλέψει με πείσμα, για να αλλάξει τη μοίρα των αγρο­τών, αυτός ο γόνος μεγαλοαστών και επιχειρηματιών του Πόντου και της τσαρικής Ρωσίας, τον οποίο η επανάστα­ση των μπολσεβίκων ξερίζωσε από το Σοχούμ της Μαύ­ρης θάλασσας και τον έφερε μαζί με άλλους πρόσφυγες της Μικρασιατικής Καταστροφής το 1923 στο Νεοχώρι της Ξάνθης.
 Οι πρόγονοι Δεληγιαννίδηδες και Μπαλτατζήδες

Η οικογένεια Μπαλτατζή έχει σημαντική παρουσία στην ιστορική περιπέτεια του ελληνισμού του Πόντου, η οποία αρχίζει με την άλωση της Τραπεζούντας από τους Τούρ­κους και την κατάλυση της αυτοκρατορίας των Κομνηνών το 1461. Στρατιωτικός στην αυτοκρατορική αυλή, ο μα­κρινός πρόγονος, για να αποφύγει τη σύλληψη, καταφεύ­γει στην ορεινή Μεσοχαλδία του Πόντου, μια περιοχή που έμεινε για πολλά χρόνια απάτητη από τον οθωμανικό στρατό.
Στις αρχές του 19ου αιώνα ένας δαιμόνιος απόγονος, ο Ευστάθιος, με το επώνυμο Δεληγιαννίδης, εγκαταστάθη­κε στο χωριό Κάτω Ταρσός της περιφέρειας Χαιριάννων, όπου τα δεκαοκτώ από τα εβδομήντα τέσσερα χωριά της ήταν χριστιανικά. 
Γρήγορα ο Ευστάθιος αναδείχτηκε σε αρχιμεταλλουργό και αργότερα, κατά τον Κριμαϊκό πό­λεμο του 1854, τοποθετήθηκε επικεφαλής του τάγματος μπαλτατζήδων, από όπου και το όνομα Μπαλτατζής. Τα τάγματα αυτά ακολουθούσαν τον οθωμανικό στρατό στις εκστρατείες του και εργο τους ήταν να εξασφαλίζουν καυσόξυλα για τις ανάγκες των μαχόμενων, να ανοίγουν δρόμους, να κατασκευάζουν γέφυρες και να μετα­φέρουν πολεμοφόδια.
Απέκτησε πολλά χρήματα κατά τον κριμαϊκό πόλεμο


Ο Ευστάθιος επέστρεψε από τον Κρι­μαϊκό πόλεμο με πολλά χρήματα, αυξά­νοντας την περιουσία που απέκτησε ως αρχιμεταλλουργός στα μεταλλεία αρ­γύρου της περιοχής, αλλά και το κύρος του ως κοινωνικού παράγοντα. Ο Πόντι­ος ιστορικός Γεώργιος Κανδηλάπτης- Κάνις γράφει στο αρχείο του: 
«Ο Ευστάθιος Μπαλτατζής, αρχη­γός του τάγματος μπαλτατζήδων, καταγόμενος εκ του χωρίου Κάτω Ταρ­σός, υπήρξεν ανήρ μεγάλης θελήσεως και δραστηριότητος και έχαιρε μεγάλης εκτιμήσεως υπό των ανωτάτων κυβερνητικών υπαλλήλων και ήτο επιστήθιος φίλος του Οσμάν Πασά Χαζναδόρ, νο­μάρχου Τραπεζούντος.
 Το 1845, φιλο­ξενών εν τω εν Αργυρουπόλει μεγάρω του τον μνησθέντα νομάρχην, παρέθηκε αυτώ 54 είδη εδεσμάτων, δείγμα επιδεικτικότητος, ανώτερον του οποίου μόνον ο τύραννος των Ιωαννίνων Αλή Πασάς παρέθηκεν εις Ευρωπαίον επισκέπτην (...).Το 1862 μετέβη εις Κωνσταντινού­πολη ως μέλος επιτροπής δια την διεκπεραίωσιν· του φορολογικού ζητήματος της επαρχίας του. Εγγονός τούτου τυγ­χάνει ο ήδη εν Ελλάδι πολιτευόμενος κ. Αλέξαν­δρος Μπαλτατζής, αρχηγός του Αγροτικού Κόμ­ματος». 

Ενέργειες ανθρωπισμού του Ευστάθιου Μπαλτατζή
Ο Ευστάθιος έκανε σημαντικές δωρεές στην Ιερά Μονή Θεοτόκου της Αργυρούπολης και δι­έθεσε χρήματα για την ανέγερση εκκλησιών και σχολείων. Ταξιδεύοντας για προσκύνημα στους Αγίους Τόπους πληροφορήθηκε ότι στο κατά­στρωμα του καραβιού υπήρχαν Χιώτες, τους οποίους Τούρκοι δουλέμποροι μετέφεραν για να τους πουλήσουν στα παζάρια της Μέσης Ανατο­λής. 
Συγκέντρωσε αμέσως χρήματα από Έλληνες συνταξιδιώτες του, διέθεσε και ο ίδιος ένα σεβα­στό ποσό, παζάρεψε και εξαγόρασε την ελευθε­ρία των Χιωτών, που ανάμεσά τους ήταν και ένα ορφανό παιδί. Το πήρε μαζί του, το φρόντισε, το μεγάλωσε και το πάντρεψε. Άφησε ο Χατζη-Ευστάθιος Μπαλτατζής άξιους απογόνους, που άλλοι έγιναν ιερείς και έξαρχοι Χαιριάννων και άλλοι δάσκαλοι, οι οποίοι δίδαξαν στο Φροντιστήριο της Αργυρούπολης. 
Από όλους ξεχώρισε περισσότερο ο Αναστάς Εφέντης, που κατέλαβε δικαστικό αξίωμα στην περι­οχή του χωριού Κάτω Ταρσός, όπου διέμενε. Απέκτησε τέσσερα παιδιά, τον Δημήτριο, τον Χρήστο, τον Αφεντούλη και τον Θεόδωρο, πατέρα του Αλέξαν­δρου.
 
Ο Θεόδωρος (γεννήθηκε το 1870), μόλις τελείωσε το Φροντιστήριο της Αργυρούπουλης, παντρεύθηκε την Εύα Δεληγιαννίδου, απόκτησε τρεις γιους — τον Λάζαρο, τον Γιάννη και τον Δη­μοσθένη — και το 1893, χωρίς την οι­κογένεια του, μετανάστευσε στη Ρωσία. Εγκαταστάθηκε στο Σοχούμ, όπου ανέ­πτυξε επιχειρηματική δραστηριότητα, και σύντομα αναδείχτηκε σε έναν πετυ­χημένο εργολάβο δημοσίων έργων και παράγοντα της εκεί πολυπληθούς ελλη­νικής κοινότητας. Στο Σοχούμ ζούσαν την περίοδο εκείνη 8.000 Έλληνες και άλλοι 40.000- ήταν εγκατεστημένοι σε σαράντα χωριά της περιοχής. 
Σε ολόκληρη τη Ρωσσική Αυτοκρατορία ζούσαν στο τέλος του 19ου αιώνα 462.000 Έλ­ληνες (στοιχεία απογραφής του 1897), προερχόμενοι κυρίως από περιοχές του Πόντου, τις οποίες εγκατέλειψαν για να αποφύγουν τους τουρκικούς διωγμούς ή ανα­ζητώντας καλύτερη τύχη. 
Το 1902 ο Θεόδωρος Μπαλτατζής θα φέρει την οικογένεια του από τον Πόντο και θα την εγκαταστήσει στην Κουταΐδα. Εκεί θα γεννηθεί το τέταρτο παιδί, ο Αλέξανδρος στις 29 Απριλίου 1904. Είναι η χρονιά που ξε­σπάει ο ρωσο-ιαπωνικός πόλεμος, που θα λήξει με ήττα της Ρωσίας και θα έχει ως αποτέλεσμα τον κλονισμό του τσάρου Νικολάου Β', ο οποίος θα βρεθεί αντιμέτωπος με μεγάλες εργατικές κινη­τοποιήσεις και την ιστορική εξέγερση των ναυτών στο θωρηκτό «Ποτέμκιν» στο λιμάνι της Οδησ­σού.
 Αυτά τα γεγονότα θα τον υποχρεώσουν να αποδεχτεί τη συγκρότηση αντιπροσωπευτικής συ­νέλευσης, η οποία θα ονομαστεί Δούμα, να προ­χωρήσει σε μεταρρυθμίσεις και να παραχωρήσει στον λαό συνταγματικά δικαιώματα.
 

Οι μεταρρυθμίσεις ευνοούν και τις κοινότητες των Ελλήνων της Ρωσίας, οι οποίες δραστηριο­ποιούνται για την ίδρυση σχολείων, τη λειτουργία εκκλησιών και την έκδοση εφημερίδων. Η δυναμική ελλη­νική κοινότητα του Σοχούμ ζητάει άδεια για την ανέγερση εκκλησίας και τη λειτουργία ελληνικού σχολείου. 
Την ίδια περίοδο, ο Θεόδωρος Μπαλτατζής επεκτείνει την επιχειρηματική του δραστηριότητα και αναλαμβάνει το 1906 την κατασκευή δημοσίων έργων στην Τιφλίδα, στο Αρμαβίρ και στο Τουαψέ. 
Σε σύντομο χρόνο θα κερ­δίσει πολλά χρήματα, τα οποία επενδύει αγοράζοντας το πολυτελές ξενοδοχείο «Σαν Ρέμο» στο Σοχούμ, τις αίθου­σες του οποίου διαθέτει στην ελληνική κοινότητα για τις εκδηλώσεις της.
 Το ξενοδοχείο κρατικοποιήθηκε μετά την επανάσταση των μπολσεβίκων, μετονομάστηκε σε «Ρίτσα» και λειτούργησε ώς το 1992, οπότε καταστράφηκε στον πόλεμο που ξέσπασε στην Αμπχαζία. Εκτός από το ξενοδοχείο ο Θεόδωρος Μπαλτατζής αγόρασε και δύο βίλες, μία στη Γιάλτα και μία στην Γκάγκρα.

 
Ο Αλέξανδρος μεγαλώνει με όλες τις ανέσεις ενός πλου­σιόπαιδου και τα χάδια που έχουν τα στερνοπαίδια. Είναι, άλλωστε, και το μόνο παιδί στο σπίτι, αφού τα μεγαλύτε­ρα αδέρφια του σπουδάζουν στον Πόντο, ο Λάζαρος στο Φροντιστήριο της Αργυρούπολης και ο Δημοσθένης στο Φροντιστήριο της Τραπεζούντας.
Τον Ιούλιο του 1908 επικρατεί η επανάσταση των Νεό­τουρκων και ο σουλτάνος Αβδούλ Χαμίτ υποχρεώνεται να επαναφέρει το Σύνταγμα του 1876 και να χορηγήσει γε­νική αμνηστία. 
Οι αλλαγές επηρεάζουν και τους Έλληνες της Τουρκίας, πολλοί από τους οποίους, για να αποφύγουν τη στράτευση, που γίνεται υποχρεωτική για όλους τους υπηκόους του κράτους, φεύγουν για τη Ρωσία. Η ελληνι­κή κοινότητα του Σοχούμ δέχεται μεγάλο κύμα προσφύ­γων από τον Πόντο, στους οποίους θα προσφέρει κάθε δυνατή φροντίδα, στέγη και δουλειά, ενώ προχωρεί και την αποπεράτωση του ελληνικού σχολείου, το οποίο θα λειτουργήσει το 1909 με 209 μαθητές.
 Σ' αυτό το σχολείο θα αρχίσει τη φοίτησή του, το 1910, ο Αλέξανδρος Μπαλτατζής και θα αναδειχτεί σε έναν από τους πρώτους μαθητές. Θα συνεχίσει από το 1913 τις σπουδές του στο ρωσικό γυμνάσιο του Σοχούμ.

Αυτή την περίοδο, ο Θεόδωρος Μπαλτατζής διαπραγμα­τεύεται και αναλαμβάνει το 1914 την κατασκευή της σιδη­ροδρομικής γραμμής Τουαψέ — Βατούμ. Στο έργο αυτό θα απασχολήσει και πολλούς νέους πρόσφυγες από τον Πόντο, που με το ξέσπασμα του α' παγκοσμίου πολέμου καταφεύγουν στη Ρωσία. 
Ο μικρός Αλέξανδρος ζει από κοντά το δράμα των προσφύγων, στους οποίους προσφέ­ρει χρήματα, τα οποία αποσπά από τη μητέρα του. Οι Έλληνες της Ρωσίας παρακολουθούν με αγωνία την εξέλιξη του πολέμου, στον οποίο είναι αντιμέτωπες η Ρωσία με την Τουρκία. Προσδοκούν την απελευθέρωση και την ανεξαρτησία του Πόντου και πανηγυρίζουν όταν τον Φεβρουάριο  του 1916 ρωσικά στρατεύματα καταλαμβάνουν τον ανατολικό Πόντο και στην Τραπεζούντα σχηματίζεται προσωρινή κυβέρνηση, η οποία αναγνωρίζεται από τις δυνάμεις της Αντάντ.
Μετά τα ευχάριστα, ωστόσο, έρχονται και τα δυσάρεστα. Την εξέγερση και τη σφαγή των Αρμενίων στην Τουρκία το 1915 θα ακολουθήσει και η γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου, η οποία θα συνεχιστεί ώς το 1923 και θα έχει 353.000 νεκρούς.
Τα καραβάνια των προσφύγων διατρέχουν την Τουρ­κία, αλλά και τη Ρωσία, όταν το 1917 με την έκρηξη της επανάστασης των μπολσεβίκων, χιλιάδες Έλληνες από το εσωτερικό της Ρωσίας έρχονται στα λιμάνια του Καυκά­σου για να φύγουν για την Ελλάδα. 
Το 1918 τα ρωσι­κά στρατεύματα, μετά την υπογραφή της συνθήκης του Μπρεστ — Λιτόφσκ, εγκαταλείπουν τον Πόντο και την Αρμενία. Φεύγουν μαζί και 80.000 - 100.000 Πόντιοι για να αποφύγουν τη σφαγή. Αυτή τη χρονιά η κοινότητα του Σοχούμ υποδέχτηκε και περιέθαλψε 15.000 πρόσφυ­γες, πρωτοστατούντος και του Θεόδωρου Μπαλτατζή, ο οποίος διατέλεσε πρόεδρος της.
Στη Ρωσία έχει επικρατήσει η επανάσταση των μπολ­σεβίκων, ενώ στη Γεωργία πρωτοστάτησαν οι μενσεβίκοι, οι οποίοι σχημάτισαν κυβέρνηση και προκήρυξαν εκλο­γές για την ανάδειξη προσωρινής Βουλής. 
Η σοσιαλιστι­κή κυβέρνηση των μενσεβίκων, στην οποία υπουργός επί των εξωτερικών υποθέσεων ήταν ο Ιωάννης Πασαλίδης (μετέπειτα πρόεδρος της ΕΔΑ στην Ελλάδα), απαλλοτρί­ωσε τη μεγάλη αγροτική ιδιοκτησία και εθνικοποίησε τις παραγωγικές μονάδες, αλλά δεν έβαλε δεσμά στον Τύπο ούτε πείραξε τη μικρή ιδιοκτησία.
Σε όλη τη διάρκεια του παγκοσμίου πολέμου έγιναν με­γάλες προσπάθειες για την ανεξαρτησία του Πόντου, στις οποίες μετείχαν και οι Ελληνοπόντιοι της Ρωσίας και της Γεωργίας. Το θέμα ετέθη και στη Συνδιάσκεψη Ειρήνης, που έγινε στο Παρίσι μετά το τέλος του πολέμου, αλλά οι ελπίδες θα χαθούν με τη Μικρασιατική Καταστροφή.
 
Ο Αλέξανδρος Μπαλτατζής μεγαλώνει σε ένα περι­βάλλον που ασχολείται με τις επιχειρήσεις, αλλά και με την πολιτική, ιδιαίτερα μάλιστα με το πρόβλημα της απε­λευθέρωσης του Πόντου. 
Από μικρό παιδί παρακολουθεί τα γεγονότα της εποχής, τα οποία δεν αφήνουν κανέναν αδιάφορο. Τα σαλόνια του ξενοδοχείου Σαν Ρέμο», όπου γίνονταν και όλες οι εκδηλώσεις της ελληνικής κοινότη­τας του Σοχούμ, ήταν ένας ζωντανός χώρος πολιτικών συζητήσεων και ζυμώσεωνν, τις οποίες παρακολουθούσε ο έφηβος Αλέξανδρος Μπαλτατζής.
 Εκεί θα μάθει για τις προσπάθειες που γίνονται για να κερδίσει ο Πόντος την ανεξαρτησία του. Εκεί θα παρακολουθήσει τη διαμάχη των μπολσεβίκων με τους μενσεβίκους, όταν θα γίνει η Οκτωβριανή Επανάσταση, στην οποία μετέχουν και Έλ­ληνες. Και θα δει τους μενσεβίκους να καταλαμβάνουν την εξουσία όταν ήταν μαθητής στο ρωσικό γυμνάσιο του Σοχούμ, από το οποίο θα αποφοιτήσει το 1920.
Ο Θεόδωρος Μπαλτατζής ενημερωνόταν συστηματι­κά για το ζήτημα του Πόντου. Στα ελάχιστα χαρτιά που πήρε μαζί του, όταν εγκατέλειψε το Σοχούμ, βρέθηκε και μια επιστολή που του έστειλε από την Κωνσταντινούπο­λη, στις 20 Φεβρουαρίου 1919, ο άλλοτε δήμαρχος Αρ­γυρούπολης, επιχειρηματίας Δημήτριος Γ. Αποστολίδης, μετέπειτα έπαρχος στην Ελλάδα και συγγραφέας της «Συ­νοπτικής Ιστορίας του Πόντου». 
Γράφει ο Αποστολίδης: «Ελπίζω ότι ελάβατε τα προηγούμενα γράμματά μου», που σημαίνει ότι υπήρχε αλληλογραφία.
 Και συνεχίζει: «Το ζήτημα της ανεξαρτησίας του Πόντου δεν ελύθη ακόμη και παρουσιάζει πολλάς δυσκολίας. Τηλεγραφή­ματα και υπομνήματα αποστέλλονται εις Παρισίους προς καταπολέμησιν των αξιώσεων των Αρμενίων. Εντός της εβδομάδος απέρχεται ο τοποτηρητής και ο Άγιος Τρα­πεζούντας εις Παρισίους κατά προηγουμένην συνεννόησιν μετά του Βενιζέλου διά την υπόθεσιν του Πόντου και εν γένει των αλυτρώτων Ελλήνων. 
Ο Τραπεζούντος είναι τυχερός, ετέθη κλήρος μεταξύ αυτού και του Αμασείας, διότι υπήρχε ισοψηφία εν τη συνόδω και εκέρδισε».
 Στη συνέχεια, αφού δίνει και άλλες πληροφορίες για τις κινήσεις των Ελλήνων του Πόντου και τις ενέργειες του Βενιζέλου, ο Αποστολίδης ζητάει από τον Θεόδωρο Μπαλτατζή να του δανείσει για έναν μήνα 5-10 χιλιάδες ρούβλια, για «να αγοράσω λίρας και εμπορεύματα και να επιστρέψω (σ. σ. : στο Βατούμ). Θα κερδίσω ασφαλώς εκατόν τοις εκατόν».
Από την επιστολή αυτή φαίνεται ότι ο Θεόδωρος Μπαλ­τατζής ήταν μεταξύ των Ελλήνων του Σοχούμ που είχαν μεγάλη οικονομική επιφάνεια, όπως και η οικογένεια των καπνεμπόρων Μοσκώφ, η οποία εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη, ενώ ένα μέλος της, ο Παύλος Μοσκώφ, δραστηριοποιήθηκε στην Ξάνθη, όπου το 1976 ίδρυσε δική του επιχείρηση.
 Ο ίδιος, σε συνέντευξη του στην εφημερίδα «Θεσσαλονίκη» (11 Ιανουαρίου 1999) είχε πει: «Έκτισα καπνεργοστάσιο στην Ξάνθη, την 'πρωτεύουσα των πρωτευουσών' των ανατολικών καπνών, χωρητικότη­τας 5 εκατομμυρίων κιλών. Την εποχή εκείνη τα καπνερ­γοστάσια που υπήρχαν από παλιά ήταν χωρητικότητας από 25 τόνους μέχρι 200 τόνους. 
Πολλοί άνεργοι κα­πνεργάτες και καπνεργάτριες βρήκαν δουλειά, η αγορά της πόλης άρχισε να ξανακινείται. Έκτισα το εργοστάσιο μου στην Ξάνθη, τη δεύτερή μου πατρίδα, που πολύ αγά­πησα. Αγάπησα την πόλη και τους κατοίκους της, χρι­στιανούς και μουσουλμάνους. Θυμάμαι που κάλεσα τον Αλέξανδρο Μπαλτατζή, τον μεγάλο πολιτικό της Ξάνθης, εμπνευστή του συνεταιριστικού κινήματος της περιοχής, για να τον πείσω για την αναγκαιότητα της δημιουργίας ενός εμπορικού καπνεργοστασίου στην Ξάνθη. Οραματι­ζόμασταν να ξανακάνουμε την πόλη το πρώτο και μεγα­λύτερο καπνικό κέντρο της Ελλάδας και των Βαλκανίων, όπως αυτή ήταν πριν από το 1930».
Ο Αλέξανδρος Μπαλτατζής θα κάνει το όραμα πράξη, ιδρύοντας στην Ξάνθη τη συνεταιριστική εταιρεία ΣΕΚΑΠ ΑΕ, την πιο σύγχρονη καπνοβιομηχανία της Ευ­ρώπης. Να επιστρέψουμε όμως στο Σοχούμ.
 
Το καθεστώς των μενσεβίκων ανετράπη τον Φεβρου­άριο του 1921, όταν σοβιετικά στρατεύματα εισέβαλαν στη Γεωργία. Στις 25 Φεβρουαρίου ανακηρύχθηκε η Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γεωργίας και διορίστηκε κυβέρνηση μπολσεβίκων, η οποία κρατικο­ποίησε τις ιδιοκτησίες και δήμευσε όλες τις καταθέσεις στις τράπεζες.
Μέσα σε μία μέρα ο Θεόδωρος Μπαλτατζής έχασε όλη την ακίνητη περιουσία του, 200.000 χρυσά ρούβλια από καταθέσεις στις τράπεζες και άλλα τόσα χρήματα που είχε να εισπράξει από καθυστερημένες πληρωμές των ερ­γολαβιών που είχε εκτελέσει.
Εκτιμώντας την κατάσταση, αποφασίζει να εγκαταλεί-
ψει τη Γεωργία και να φύγει με την οικογένεια του για την Ελλάδα. Από το Σοχούμ, με πλοίο, η οικογένεια Μπαλτατζή, έχοντας ελάχιστα χρήματα και λίγες αποσκευές, διασχίζει τον Εύξεινο Πόντο και αποβιβάζεται στην Κωνσταντινούπολη, την οποία κατέχουν συμμαχικά και ελληνικά στρατεύματα. Από εκεί θα εγκατασταθεί προσωρινά στη Μακρά Γέφυρα της Ανατολικής Θράκης, όπου τα δύο μεγαλύτερα αδέρφια του Αλέξανδρου, ο Λάζαρος, απόφοιτος του Φρο­ντιστηρίου Αργυρούπολης. και ο Δημοσθένης, απόφοιτος του Φροντιστηρίου Τραπε­ζούντας, διορίζονται δημόσιοι υπάλληλοι. Με τη Μικρασιατική Καταστροφή, το 1922, η οικογένεια Μπαλτατζή μετακινείται στην Αλεξανδρούπολη.
 
Η οικογένεια του άλλοτε μεγαλοεπιχειρηματία του Σοχούμ Θεόδωρου Μπαλτατζή θα ακολουθήσει τη μοίρα των προσφύγων της Μικρασιατικής Καταστροφής, που έρχο­νται στην Ελλάδα μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Λοζάνης, η οποία προέβλεπε την ανταλλαγή των πληθυσμών. 
Της δίνονται χωράφια σιο Νεοχώρι της περιοχής Σου Γιαλεσί της Ξάνθης — παγκόσμια γνωστή για τα καπνά της —, όπου εγκαθίσταται και επιδίδεται στην καπνοκαλλιέργεια. Όπως όλοι οι πρόσφυγες, έτσι και οι Μπαλτατζήδες θα δουλέψουν με πάθος και πείσμα για να αλλάξουν τη μοίρα τους, αλλά και για να φέρουν έναν άλλον αέρα προόδου και πολιτισμού στις καθυστερημένες περιοχές, όπου είχαν εγκατασταθεί.
 Ο νεαρός Αλέξανδρος δουλεύει στα καπνοχώραφα, αλλά δραστηριοποιείται και στα κοινά, βοηθώντας εθελοντικά τις υπηρεσίες εποικισμού στην εφαρμογή του προγράμματος αποκατάστασης των προσφύγων.
Παρακινούμενος και από τον πατέρα του, ο Αλέξανδρος εγγράφεται το 1924 στη Νο­μική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Πηγαίνει στην πρωτεύουσα, όπου τρέχουν οι ιστορικές πολιτικές εξελίξεις που έφερε η Μικρασιατική Καταστροφή. 
Τις εκλογές της 16ης Δεκεμβρίου 1923, που είχε προκηρύξει η επαναστατική κυβέρνηση, τις κερδίζει ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο οποίος σχηματίζει κυβέρνηση στις 11 Ιανουαρίου 1924, αφού προηγουμένως ο Νικόλαος Πλαστήρας κατέθεσε την εξουσία (2 Ιανουαρίου) στη Συ­ντακτική Συνέλευση. 
Κυρίαρχο θέμα είναι το καθεστωτικό, το οποίο προκαλεί έντονες διαμάχες. Την κυβέρνηση Βενιζέλου διαδέχεται στις 6 Φεβρουαρίου η κυβέρνηση του Γεωργίου Καφαντάρη. Στις 12 Μαρτίου 1924 αναλαμβάνει πρωθυπουργός ο Αλέξαν­δρος Παπαναστασίου και η κυβέρνησή του θα πετύχει την ανακήρυξη της Πρώτης Δημοκρατίας από τη Συντακτική Συνέλευση στις 25 Μαρτίου 1924.
 Νέα κυβέρνηση θα σχηματίσει ο Θεμιστοκλής Σοφούλης στις 24 Ιουλίου, την οποία στις 7 Οκτωβρίου θα διαδεχθεί κυβέρνηση του Ανδρέα Μιχαλακόπουλου.
 
Με ζωηρό ενδιαφέρον παρακολουθεί τα πολιτικά γεγονότα στην πρωτεύουσα ο φοιτητής Αλέξανδρος Μπαλτατζής και γοητεύεται από την προσωπικότητα του Αλέξ. Παπαναστασίου, του οποίου θα γίνει ένθερμος οπαδός. Παρακολουθεί την πολιτική και τα μαθήματα στη Νομική Σχολή, αλλά η σκέψη του είναι στην οικογένεια του στο Νεοχώρι, η οποία δεν είναι μαθημένη στη σκληρή δουλειά της καλλιέργειας του καπνού. Διακόπτει τις σπουδές του και επιστρέφει στο χωριό για να βοηθήσει τους γονείς του, αλλά και για να ασχοληθεί ενεργά με τα προβλήματα των προσφύγων και ιδιαίτερα των καπνοκαλλιεργητών.
Είναι δραστήριος, αεικίνητος, αποφασιστικός και γρήγορα θα φανούν οι ηγετικές του ικανότητες, όταν οι παραγωγοί της περιοχής Σου Γιαλεσί τον εξουσιοδοτούν να τους εκπροσωπήσει στο Πανελλήνιο Καπνοπαραγωγικό Συνέδριο της Δράμας. Έχοντας την αναγνώριση των 16.000 προσφύγων, που έχουν εγκατασταθεί στα χωριά της περιοχής Σου Γιαλεσί, ο Θεόδωρος Μπαλτατζής τοποθετείται το 1924 δήμαρχος Σταυρούπολης, στην οποία ανήκε όλη η περιοχή. Την κρίσιμη εκείνη περίοδο της πρώτης εγκατάστασης των προσφύγων θα προσφέρει, με την πείρα και τις ικανότητές του, μεγάλες υπηρεσίες, βοηθούμενος και από τον γιο του Αλέξανδρο, ο οποίος έχει ακόμα πιο ενεργό συμμετοχή στο συνδικαλιστικό κίνημα των καπνοπαραγωγών, μετέχοντας και οτο 2ο Καπνικό Συνέδριο, που συνήλθε το 1925 στις Σέρρες.
 
Κοινωνικοί και πολιτικοί παράγοντες πατέρας και γιος
Ο Θεόδωρος και ο Αλέξανδρος Μπαλτατζής αναδεί­χτηκαν σύντομα σε κοινωνικούς και πολιτικούς παράγο­ντες της περιοχής, με μεγάλη επιρροή στους πρόσφυγες. Στις βουλευτικές εκλογές της 7ης Νοεμβρίου 1926 υπο­στηρίζουν τη Δημοκρατική Ένωση του Αλέξανδρου Παπαναστασίου και βοηθούν τον τοπικό υποψήφιο και κορυφαίο παράγοντα του κόμματος Αναστάσιο Μπακάλμπαση, ο οποίος εκλέγεται.
Στην οικουμενική κυβέρνηση που σχημάτισε στις 4 Δε­κεμβρίου 1926 ο Αλέξανδρος Ζαΐμης, υπουργός Γεωργί­ας ανέλαβε ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου, με υφυπουργό τον Αναστάσιο Μπακάλμπαση, ο οποίος, εκτιμώντας τις ικανότητες τον Αλέξανδρου Μπαλτατζή, τον κάλεσε στην Αθήνα για να προσφέρει τις υπηρεσίες του στο ιδιαίτερο γραφείο των υπουργών, όπου αποσπάστηκε από την Εθνι­κή Τράπεζα, στην οποία είχε διοριστεί.
 Κατά τη θητεία του στο υπουργείο Γεωργίας, κοντά στον χαρισματικό ηγέτη Αλέξανδρο Παπαναστασίου, βαθύ γνώστη των κοι­νωνικών προβλημάτων, ο Αλέξανδρος Μπαλτατζής απο­κτά το φορτίο γνώσεων για να ανοίξει νέους δρόμους στο αγροτικό συνεταιριστικό κίνημα, με στόχο την αξιοποίη­ση και τη δικαίωση του μόχθου των παραγωγών, οι οποίοι ήταν θύματα άγριας και πολλαπλής εκμετάλλευσης.
 
Έχοντας λοιπόν διαμορφώσει συγκεκριμένο όραμα, ο Αλέξανδρος Μπαλτατζής παραιτείται το 1928 από την Εθνική Τράπεζα, εγκαταλείπει την πρωτεύουσα και επι­στρέφει στο Νεοχώρι, όπου αναλαμβάνει την πρωτοβου­λία και ιδρύει τον Γεωργικό Συνεταιρισμό «Η Αναγέννη­ση». Με δική του ενθάρρυνση ιδρύονται στην περιοχή και άλλοι έντεκα συνεταιρισμοί.
Για αυτή την καθοριστική του απόφαση ο Αλέξανδρος Μπαλτατζής, μιλώντας σε εκδήλωση για τα πενήντα χρό­νια λειτουργίας της Ένωσης Γεωργικών Συνεταιρισμών Ξάνθης στις 10 Ιουλίου 1982, θα πει: «Το 1928 ήρθα στο Νεοχώρι και ίδρυσα τον Συνεταιρισμό Ή Αναγέννηση'. Από το 1927 ήμουν στην Αθήνα ιδιαίτερος γραμματέας του τότε υπουργού Γεωργίας στην Οικουμενική Κυβέρνηση, Αλέξανδρου Παπαναστασίου, και του υφυπουργού Αναστάσιου Μπακάλμπαση, διορισμένος στην Εθνική Τράπεζα με απόσπαση στο υπουργείο Γεωργίας.
 Αλλά είχα μπροστά μου διαρκώς τον κόσμο αυτόν εδώ στην ακριτική Ελλάδα, από τον οποίο προερχόμουν. Τους υπηρετούσα και κάτω στην Αθήνα, αλλά ήθελα να έλ­θω επί τόπου, να αγωνιστώ κοντά τους για την αγροτική αποκατάσταση, για την οικονομική ανάπτυξή τους. 
Πα­ραιτήθηκα από την Εθνική Τράπεζα και το υπουργείο Γεωργίας, παρά την επιμονή του υπουργού να μείνω, και επροτίμησα να έλθω κοντά στον λαό. Δεν ξέρω, είχα μέσα μου μια φλόγα, κάποιο πάθος, το οποίο και τώρα δεν με εγκαταλείπει, δεν με αφήνει να ησυχάσω».
Ο Συνεταιρισμός Νεοχωρίου αναπτύσσεται γρήγορα και ο Αλέξανδρος Μπαλτατζής ζητά την εγγραφή του στην Ένωση Γεωργικών Συνεταιρισμών Ξάνθης. Το αίτη­μα απορρίπτεται από το ΔΣ της Ένωσης.
Η μάχη για την εγγραφή θα δοθεί σιη Γενική Συνέλευση της Ένωσης. Ο Αλέξανδρος Μπαλτατζής θα την κερδί­σει, εντυπωσιάζοντας τα μέλη της συνέλευσης, που πολύ σύντομα, το 1930, τον εκλέγουν πρόεδρο. 
Είναι μόλις 26 χρονών, αλλά πανέτοιμος να σηκώσει το βαρύ φορτίο. Ο ίδιος θα πει πολλά χρόνια αργότερα: 
«Στις πρώτες εκλο­γές, που έγιναν το 1930, εξελέγην πρόεδρος της Ενώσεως. Βρήκαμε μια Ένωση χρεοκοπημένη, που εστεγάζετο στο χάνι του Ταραβάνη, ο οποίος μας απειλούσε με έξωση, γιατί καθυστερούσαμε τα μισθώματα. 
Το τηλέφωνο ήταν κομμένο, παντού η Ένωση είχε χρέη και οι υπάλληλοι δεν πληρώνονταν. Με την εμπιστοσύνη που είχαμε στον κόσμο, με τον καινούργιο αέρα που φύσηξε στην Ένω­ση, προσχώρησαν μερικοί καλοί και μεγάλοι συνεταιρι­σμοί, μας έδωσαν καινούργιες δουλειές. Επέτυχα και οικονομική ενίσχυση του Γραφείου Προστασίας Καπνού Καβάλας, όπου ήμουν επικεφαλής των καπνοπαραγωγών συμβούλων ως αιρετός προϊστάμενος του τμήματος. 
Εν συνεχεία προχώρησα στην αναδιοργάνωση των υπηρεσι­ών, έπεισα τον κ. Ιλαντζή να παραιτηθεί από τη θέση του επόπτη συνεταιρισμών της ΑΤΕ και να αναλάβει τη διεύ­θυνση της Ενώσεως. Ήταν μεγάλη επιτυχία, διότι, όπως απεδείχθη, είχε πολλά ηθικά και πνευματικά προσόντα. 
Η Ένωση Ξάνθης με τη νέα ηγεσία της εξελίχθηκε σε πρώτη Ένωση. Φύγαμε από το αχούρι, πήραμε καλά γραφεία και εν συνεχεία αποκτήσαμε ιδιόκτητη στέγη
αγοράζοντας το κτίριο στο οποίο σήμερα σιεγαζόμαστε, που ήταν το σπίτι του γνωστού καπνοβιομηχάνου Αρδίτη. Αργότερα κατεδαφίστηκε και έγινε στον χώρο του το σημερινό μέγαρο, από τα ωραιότερα της Ξάνθης».
 
Η Ένωση της Ξάνθης, με επικεφαλής το δημιουργικό δίδυμο Μπαλτατζή — Ιλαντζή, θα αναδειχτεί σύντομα στην πιο δυναμική συνεταιριστική οργάνωση της χώρας, από την οποία θα ξεκινήσουν πολλές προσπάθειες και θα καρποφορήσουν, με αποτέλεσμα να γίνει ο νομός Ξάν­θης η μεγάλη κυψέλη του αγροτικού συνεταιριστικού κι­νήματος της χώρας.
Η πρώτη προσπάθεια για την ανάπτυξη σε συστηματική βάση των πιστωτικών και προμηθευτικών εργασιών της Ένωσης γίνεται με την ίδρυση της Γεωργικής Συνεταιρι­στικής Τράπεζας Ξάνθης.
Παράλληλα ιδρύονται και συνεταιριστικά πρατήρια στα χωριά, τα οποία διαθέτουν στους αγρότες όλα τα είδη βιοτικής ανάγκης, γεωργικό εξοπλισμό και φυτοφάρμακα σε πολύ χαμηλές τιμές.
Ως πρόεδρος της Ένωσης Ξάνθης ο Αλέξανδρος Μπαλτατζής εκλέγεται διοικητικός σύμβουλος στο Γρα­φείο Προστασίας Καπνού, που είχε έδρα στην Καβάλα, και σύντομα γίνεται προϊστάμενος των έξι συμβούλων — εκπροσώπων των καπνοπαραγωγών της Μακεδονίας και της Θράκης. Την ίδια περίοδο μετέχει στο 5ο Καπνικό Συνέδριο, το οποίο συνήλθε στην Καβάλα. 
Το 1930 είναι μια δύσκολη χρονιά και για τον καπνό, λόγω της διεθνούς οικονομικής κρίσης που ξεσπά­ει το 1929 με την κατάρρευση της αμερικανικής χρη­ματαγοράς. Η κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου, μετά από έντονες πιέσεις των καπνοπαραγωγών και των συνεταιρισμών, συγκροτεί μια Κεντρική Επιτροπή Αγο­ράς και Διαχειρίσεως Καπνών, για τη συγκέντρωση των καπνών από το κράτος, ώστε να αντιμετωπιστεί η κρίση του προϊόντος, το οποίο έμενε αδιάθετο λόγω της δρα­ματικής πτώσης των εξαγωγών. 
Οι καπνοπαραγωγικές οργανώσεις εκλέγουν τον Αλέξανδρο Μπαλτατζή εκπρό­σωπο τους στην επιτροπή, πρόεδρος της οποίας τοποθε­τήθηκε ο Αλέξανδρος Κοριζής, τότε υποδιοικητής της Εθνικής Τράπεζας.
 
Η συμμετοχή του στην επιτροπή τού παρέχει τη δυνατό­τητα να μελετήσει το πρόβλημα του καπνού και να αναζη­τήσει λύσεις, τις οποίες προτείνει στο 6ο Καπνοπαραγωγικό Συνέδριο, που συνήλθε στις 15 Φεβρουαρίου 1931, και με ψήφισμα του ζήτησε να ληφθούν ουσιαστικά μέτρα για τα καπνά και να ιδρυθεί Αυτόνομος Καπνικός Οργα­νισμός. Το συνέδριο τον επανεξέλεξε μέλος της εκτελεστι­κής του επιτροπής.


 
Με τόσο φόρτο συνεταιριστικής δουλειάς βρίσκει χρόνο για να είναι και δραστήριο μέλος του κόμματος της Δημο­κρατικής Ένωσης του Αλ. Παπαναστασίου. Μαζί με τον Βασ. Ιλαντζή συμμετέχουν ως μέλη του κόμματος στην ελληνική αντιπροσωπεία που με επικεφαλής τον καθηγητή Α. Σίδερη πήρε μέρος στη Διαβαλκανική Διάσκεψη Φι­λίας, η οποία συνήλθε στη Σόφια το 1931. Τον επόμενο χρόνο (1932) εκλέγεται παμψηφεί πρόεδρος του νεοσύ­στατου Γεωργικού Επιμελητηρίου Ροδόπης, το οποίο έχει έδρα την Κομοτηνή.
Πιστεύοντας ότι το αγροτικό κίνημα, για να πετύχει τους σκοπούς του και να προωθήσει τα συμφέροντα των παραγωγών, θα πρέπει να έχει και πολιτική έκφραση, ο Αλέξανδρος Μπαλτατζής κατέρχεται στις εκλογές της 26ης Σεπτεμβρίου 1932 υποψήφιος βουλευτής στον συν­δυασμό του Αγροτικού και Εργατικού Κόμματος του Αλέξανδρου Παπαναστασίου στην εκλογική περιφέρεια Ξάνθης - Ροδόπης.
 Εξέφραζε τότε ο Αλ. Παπαναστασίου πρωτοποριακές ιδέες για την αντιμετώπιση των αγροτικών και των εργατικών προβλημάτων και ήταν ένθερμος υπο­στηρικτής του συνεργατισμού, ο οποίος δεν περιορίστηκε μόνο στη θεωρία, αλλά προχώρησε και στην πράξη, προ­ωθώντας την ίδρυση και την ανάπτυξη συνεταιρισμών ως υπουργός Γεωργίας και ως πρωθυπουργός.
 Το έργο του Παπαναστασίου ενέπνευσε τον νεαρό τότε Αλέξανδρο Μπαλτατζή, ο οποίος στις εκλογές ήρθε πρώτος στον συν­δυασμό του κόμματος, αλλά έχασε τη βουλευτική έδρα για σαράντα ψήφους.






Βίκτωρ Νέτας
Δημοσιογράφος-Συγγραφέας







Πηγη: Περιοδικο "ΠΟΝΤΙΑΚΑ"




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah