Κυριακή 29 Ιανουαρίου 2012

Η πρώτη περίοδος της ιστορίας της Σαντας

Οχτώ χρόνια μετά από την άλωση της Τραπεζούντας από τους Τούρκους, μερικοί ορθόδοξοι χριστιανοί από το  χωριό Δίβρανο των Πλατάνων, φεύγοντας από τους Τούρκους, ήρθαν και κατοίκησαν στην Σαντά πού τότε ήταν έρημη, παλαιότερα όμως το μέρος ήταν κατοικημένο, τους δε κατοίκους αφάνισε ο Περσικός πόλεμος.
Ότι η Σαντά ήταν κατοικημένη παλαιότερα, το μαρτυρούν παλαιά παρεκκλήσια και μεταλλεία και υπολείμματα από την κατεργασία σιδηρούχων λίθων (λιθόμπωρα) μέσα στα δάση, ή κάτω από τα έλατα. Ονομάστηκε έτσι από το Σίντα, γι αυτό πρέπει να λέγεται Σάντα και όχι Σαντά, όπως συνήθως ονομάζεται.
Η ιστορία της Σαντάς διαιρείται σε τρεις περιόδους: Η πρώτη από το 1469—1665, η δεύτερη 1665—1840 και η τρίτη από το 1840 ως σήμερα.
Γιάμπολης ποταμός

ΠΡΩΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ (1469—1665)
0ι Τούρκοι αφού στα 1461 κυρίευσαν την Τραπεζούντα, είχαν συγκεντρώσει όλες τις δυνάμεις τους για να υποτάξουν την παραλία, το δε εσωτερικό επί πολλά χρόνια έμεινε ελεύθερο και ανεξάρτητο.
Αλλά και των παραλίων η υποταγή δεν έγινε χωρίς αγώνες και θυσίες, τη γενναία δε και μακρά αντίσταση πολλών φρουρίων εξυμνούν άσματα και παραδόσεις. Αστοί πλούσιοι, ευγενείς και άρχοντες που έχασαν πλούτο, τιμές, αξιώματα και ελευθερία κατέφυγαν στην ευτυχισμένη αυτή γη πού την ονόμασαν Ρωμανία, όπου οι Έλληνες ζούσαν ακόμα ελεύθεροι και εκεί ενωμένοι και αλληλοϋποστηριζόμενοι απομάκρυναν την ημέρα τής δουλείας.
Τους Τούρκους απασχόλησε το ηρωικό φρούριο τής Κορδύλης (Αλτσιά καλέ) ήταν σε απόσταση τριών ωρών από τα Πλάτανα και κοντά στο Ιερό Ακρωτήρι είχε φρούραρχο(Σ. Σ. κατά την παράδοση) μια κοπέλα και εφτά ολόκληρα χρόνια αντιστάθηκε στις άγριες επιθέσεις των Τούρκων.
Όταν όμως έπεσε το φρούριο αυτό, έπεσαν δε και τα Πλάτανα, τότε κυριεύθηκε και όλη η περιφέρεια, τα περισσότερα από τα χωριά καταστράφηκαν, από δε τους κατοίκους, άλλοι σφάχτηκαν, άλλοι έγιναν Μωαμεθανοί, όσοι  δεν προσκύνησαν αλλά έμειναν πιστοί στη θρησκεία των προγόνων, αυτοί σκόρπισαν στα βραχώδη και δυσκολοπάτητα βουνά, όπου έχτισαν κατοικίες και ζούσαν ζωή μαρτυρική, στερούμενοι απ' όλα.
Τέτοια τύχη είχε και το χωριό Δίβρανον που βρισκόταν κοντά στην Τραπεζούντα (μεταξύ της Μεσαρέας και Καυλικά),του οποίου οι κάτοικοι μετά την καταστροφή της πατρίδας τους, άλλοι κατέφυγαν στην ορεινή Τόνγια, της  οποίας τα βουνά εκείνην την εποχή ήσαν τα πιο αγαπητά καταφύγια των  φυγάδων, άλλοι δε σκόρπισαν εδώ κι' εκεί σε μέρη μακρινά.
Μεταξύ των τελευταίων ήταν και κάποιος Κωνσταντίνος, του οποίου της περιπέτειες αξίζει να παρακολουθήσουμε με ενδιαφέρον.
Μόλις διέφυγε το θάνατο  αυτός με έξι άλλες οικογένειες ύστερα από πολλές περιπέτειες έφθασε στο Ρήγιον (χωριό κοντά στην Τραπεζούντα)  όπου έστησαν τις σκηνές τους.
Εδώ έμειναν λίγο χρόνο και ήλθαν  ύστερα από λίγο στο Κοτύλ  της Ούζης , αλλά δεν μπόρεσαν να μείνουν για πολύ , γιατί οι Τούρκοι που έμεναν κοντά τους ενοχλούσαν με τις συνεχείς επιδρομές τους και αναγκάστηκαν να φύγουν, εκτός από ένα γιό του Κωνσταντίνου που προτίμησε να εγκατασταθεί εκεί.
Από εκεί ήλθαν στο Κοβλακά (Γάβρακα) βορειοδυτικά της Σαντάς, επειδή δεν τους ενοχλούσε κανείς, έκτισαν καλύβες και αποφάσισαν να εγκατασταθούν εκεί .Και εκεί ένας ρεΐζης από τήν  Αγτσάπατα πού λεγόταν Σεϊτής, τους εξεβίασε να αλλαξοπιστήσουν, έπειτα όμως όταν είδε ότι έμεναν ακλόνητοι στην θρησκεία τους και δεν ενέδιδαν στις απειλές τους, απαίτησε σε αυτούς να δίνουν φόρο διαμονής (κιουζλέκ), λέγοντας ότι το μέρος αυτό είναι δικό του κτήμα.
Δεν περιορίστηκε μόνο σε αυτά ο Σεϊτής, αλλά την όμορφη κόρη του Κωνσταντίνου , που διακρινόταν για την ομορφιά της ,ήθελε να την απαγάγει και να την δώσει σύζυγο στον γιό του.
Ευτυχώς οι φυγάδες αντελήφθησαν τις προθέσεις του Σεϊτή και μια νύχτα αφού περισυνέλλεξαν όλες τις αποσκευές τους εγκατέλειψαν κρυφά το Κοβλακά και πήραν τον δρόμο προς τη Κρώμνη.
Τήν άλλην ημέρα με τήν ανατολή του ηλίου έφθασαν στο Τερίντερε, όπου είχαν την τύχη να  συναντήσουν τον Μουρατχάνογλου, άρχοντα ισχυρό καί ευγενή, ο οποίος τους ρώτησε ποιοι είναι και που πηγαίνουν.
Οι φυγάδες στην αρχή θέλησαν να τον αποκρύψουν την ιστορία τους, επειδή αυτός όμως επέμενε και ενθάρρυνε αυτούς, διηγήθηκαν σε αυτόν όλες τις περιπέτειες τους και κατέληξαν λέγοντας ότι ήλθαν από Κοβλακά, εξ αιτίας του Σεϊτή.
Όταν ο Μουρατχάνογλου άκουσε αυτά συγκινήθηκε πολύ. Αυτός τους έπεισε να γυρίσουν στου Κοβλακά, ο ίδιος αντί να μεταβεί στο Κοάσιο, όπως είχε σκοπό, κατευθύνθηκε στην καλύβα του Σεϊτή για να ζητήσει τον λόγο για την ανάρμοστη συμπεριφορά του.
Όταν έφτασε έξω από την καλύβα του Σεϊτή, φώναξε δυο φορές : «Σεϊτή-Σεϊτή» και επειδή από την καλύβα φώναξαν ότι βρίσκεται στη φύλαξη των κοπαδιών του, ο Μουρατχάνογλου μη έχοντας άλλο τρόπο να εκδικηθεί χάλασε την καλύβα και κατέστρεψε  όλα τα πράγματα.
Μετά κάθισε απέναντι και διασκέδαζε με την ταραχή και τον θρήνο των οικείων και περιμένοντας τον Σεϊτή για να τον εκδικηθεί προσωπικά.
Όταν έμαθε αυτά που έγιναν ο Σεϊτής πήγε στο Κοβλακά και βλέποντας την καλύβα του κατεστραμμένη και τον Μουρατχάνογλου…  να απολαμβάνει το θέαμα τον έβρισε και επιτέθηκε εναντίον του, αλλά  αυτός τότε τον πυροβολεί και τον σκοτώνει.
Οι φυγάδες ύστερα από αυτό φοβήθηκαν να μείνουν εκεί και έστειλαν μερικούς να ερευνήσουν μήπως βρουν ασφαλέστερο καταφύγιο. Αυτοί πέρασαν το οροπέδιο Γαζουχλού καί μπήκαν σε πυκνό δάσος  και για να μην παραπλανηθούν έκαναν σημάδια πάνω στα έλατα, έτσι έφθασαν ως το μέρος όπου κάποτε ήταν ή ενορία Τερζάντων, καί όπου βρήκαν ερείπια μικρού παρεκκλησιού.
Το θεώρησαν σαν καλό οιωνό καί γύρισαν στου Κοβλακά, μάζεψαν τις αποσκευές τους, ήρθαν καί σύστησαν τήν πρώτη συνοικία τής Σαντάς, τήν ενορία πού πρώτα ονομάσθηκε Γιαννάντων καί κατόπιν Τερζάντων (Κάθεν χωρίον).
Ό πρώτος οικιστής ονομαζόταν Κωνσταντίνος καί είχε 5 γιούς, τον Ιωάννη, Θεόδωρον, Σίμωνα, Παναγιώτη καί Ίσχάν(;) καί δύο θυγατέρες, μαζί του ήρθαν καί εξ άλλες οικογένειες.
Έκτισαν λίθινες καλύβες  ξεχέρσωσαν και λίγο μέρος όπου έσπειραν σιτάρι, αλλά για ψωμί κυρίως μεταχειρίζονταν αλεύρι από «φτελίδι έφλέας» (φλούδες φτελιάς) τα οποία ξέραιναν καλά σε φούρνο καί κατόπιν τά άλεθαν.
Πολλά χρόνια πέρασαν από τότε καί οι Σανταίοι δεν απομακρύνονταν από το συνοικισμό τους παρά σπάνια, από φόβο μήπως ανακαλυφθεί το καταφύγιο τους.
Η ανώμαλη αυτή κατάσταση εξακολούθησε ωσότου εντελώς κατακτήθηκε ό Πόντος, οπότε οι λεηλασίες καί φόνοι οπωσδήποτε μετριάσθηκαν τότε εφαρμόστηκε και διοικητικό σύστημα ανάλογο με το τιμαριωτικό του μεσαίωνα, σύμφωνα μ' αυτό η χώρα ήταν χωρισμένη σε τμήματα, τιμάρια ονομαζόμενα, σε κάθε τιμάριο διοριζόταν άρχοντας από τήν ευγενέστερη τάξη των Τούρκων πού λεγόταν Σουπαχής, μόνο αυτός είχε το δικαίωμα να μοιράσει τά χωράφια μεταξύ των υπηκόων, να εκδίδει χοτζέτια καί ταπού (τίτλους ιδιοκτησίας) για εξασφάλιση τής ιδιοκτησίας καί είσπραξη του κτηματικού φόρου (έμπλιάκ).
Τότε οι Σανταίοι πήραν θάρρος, κατέβηκαν στο Σαχταρέν (Γεμουρά) και παρακάλεσαν τον ισχυρό άρχοντα Σεϊτή - αγά να τους παραχωρήσει το ταπού τής χώρας τους. Επειδή όμως τους ζήτησε 40 γρόσια (το γρόσι ήταν το εκατοστό τής χρυσής λίρας), γύρισαν πίσω, και ύστερα από χρόνο παρουσιάσθηκαν πάλι έχοντας μόνο 39 γρόσια, και πήραν τον ταπού τής χώρας τους.
Από τότε αποτελούσαν μέρος τού τιμαρίου τού Σεϊτή - αγά, τον οποίο από ευγνωμοσύνη πλήρωναν μικρό φόρο και ως τά 1800 πλήρωναν 50 γρόσια στους απογόνους του, που ονομαζόταν ύπομνημάτιον.

Τήν εποχή εκείνη έγινε και ένα αξιοσημείωτο γεγονός. Στο Βελιγράδι υπήρχαν μεταλλεία του Κράτους, κανένας όμως δεν κατόρθωσε να χωνεύσει το μετάλλευμα που είχε ασήμι και να βγάλει το μέταλλο, γι αυτό ό Σουλτάνος έβγαλε διαταγή με τήν οποία διάταζε τους τοπικούς άρχοντες να διαλέξουν τούς εμπειρότερους μεταλλουργούς και να τούς στείλουν στην Κωνσταντινούπολη.
Τότε ό Μουρατχάνογλης θυμήθηκε, τούς φυγάδες τής Σαντάς πού του είπαν ότι ήσαν  μεταλλουργοί και σύστησε στον τοπάρχη τής Τραπεζούντας να ζητήσει και αυτούς.
Απεσταλμένος αυτού ήρθε στου Κοβλακά και από 'κει στη Σαντά και γνωστοποίησε τη διαταγή τού Σουλτάνου. Επειδή ό Κωνσταντίνος γέρασε, κατέβηκαν οι άλλοι στην Τραπεζούντα, από 'κει στην Πόλη, και από τήν Πόλη στο Βελιγράδι.
Εκεί ανέλαβαν τήν επιστασία τής εργασίας, άρχισαν να χωνεύουν το μετάλλευμα με τέτοια επιτυχία, ώστε σε 5 χρόνια χώνευσαν όχι μόνο το μετάλλευμα πού είχε μαζευτεί σε διάστημα 14 χρόνων, αλλά και εκείνο πού έβγαζαν από τά μεταλλεία.  Έμειναν δυο ακόμα χρόνια και δίδαξαν τήν τέχνη τους και στους άλλους.
Μετά εφτά χρόνια αφού ανέλαβαν τήν επιστασία των μεταλλείων, ό Σουλτάνος για να τούς ανταμείψει τούς προσκάλεσε στην Πόλη, και αφού τους επαίνεσε για την τέχνη τους, παράγγειλε να ζητήσουν κάποια χάρη για τις υπηρεσίες πού πρόσφεραν στο Κράτος.
Οι Σανταίοι ζήτησαν προθεσμία για να σκεφθούν και μετά τρεις μέρες παρουσιάσθηκαν και ζήτησαν από το Σουλτάνο να τούς χαρίσει τη γη τους και να τούς εξασφαλίσει από εξωτερικές επιθέσεις και επεμβάσεις.
Ό Σουλτάνος ευχαριστήθηκε για τήν αφιλοκέρδεια τους και τούς έδωσε αυτοκρατορικό φιρμάνι με το οποίο τούς χάριζε τη γη τους καί διάταζε να μη επιτραπεί σε κανένα να ενοχλήσει αυτούς καί τά σύνορά τους- να είναι ελεύθεροι και ανενόχλητοι ως ευνοούμενοι τού Κράτους, οι δε τοπικοί άρχοντες να τούς προστατεύουν σε κάθε περίσταση- τότε και ό Σεϊχ-ουλ- Ισλάμ (ανώτατος θρησκευτικός αρχηγός) τούς έδωσε χοτζέτι - σεριφ (τίτλο Ιερό) πού επικύρωνε τά σύνορα τής χώρας τους. Το φιρμάνι αυτό στο πέρασμα των αιώνων χάθηκε.
Αφού τέτοια προνόμια αξιώθηκαν, γύρισαν στην πατρίδα τους, όπου
τους δέχθηκαν με μεγάλη χαρά. Κατόπι πολιτογραφήθηκαν στο δήμο Γερουράς, και επειδή ο πληθυσμός της Σαντάς είχε αυξηθεί γιατί ήρθαν καί  νέοι φυγάδες, γι αυτό έκριναν καλό να χωρισθούν κατά συνοικίες.
Και ό μεν μεγαλύτερος γιος του Κωνσταντίνου έμεινε με τον πατέρα του εκεί όπου έχτισαν τά πρώτα σπίτια καί η συνοικία αυτή πήρε το όνομα  Γιαννάντων καί αργότερα Τερζάντων (Κάθεν χωρίον).
Οι αδελφοί του Σίμωνας καί Θεόδωρος κατοίκησαν προς Ν. καί η συνοικία πήρε το όνομα Σιμωνάντων ή Θοδωράντων καί αργότερα Πιστοφάντων (Άνθεν χωρίον). Ό Ίσχάν κατοίκησε προς Δ. καί ή συνοικία πήρε το όνομα Ίσχανάντων ή Λιμνία, διότι είχε στάσιμα νερά. (Σ.Σ. Είναι αξιοπρόσεκτη καί ή παράδοση ότι το όνομα έδωσαν στο χωριό αυτό πολλοί οι οποίοι από το χωρίο Ίσχάν, που τότε ήταν χριστιανικό, μετοίκησαν στα Λιμνία).


ΔΙΚΗ ΣΑΝΤΑΙΩΝ ΚΑΙ ΓΑΛΑIANIΤΩΝ

Δεν πέρασαν πολλά χρόνια από τήν έκδοση του φιρμανιού καί οι Σανταίοι στο 1528 έμπλεξαν σε δίκη με τους Γαλλιανίτας, για τήν κυριότητα  του παρχαριού Κοβλακά.
Το παρχάρι αυτό, σύμφωνα με τον ταπού του Σεϊτή ήταν μέσα στα όρια τής Σαντάς, αλλά πολύ νωρίς οι Σανταίοι το πούλησαν σε κάποιο Χασάν-μπέη (ή Κιούρτ πεην) Τραπεζούντιο, αυτός σε κάποιο Γιαγλαπέσογλου κι αυτός στους Γαλλιανίτες.
 Αφού όμως οι Σανταίοι πήραν το φιρμάνι του Σουλτάνου, έχοντας πεποίθηση στην υποστήριξη των Αρχών δεν επέτρεψαν στους Γαλλιανίτες να παραθερίσουν στου Κοβλακά.
Οι Γαλλιανίτες αψήφησαν τήν απαγόρευση καί στα 1528 εγκαταστάθηκαν εκεί με τά κοπάδια τους• Ερεθίστηκαν οι Σανταίοι, οπλίσθηκαν καί τους έδιωξαν. Οι Γαλλιανίτες κατάγγειλαν τους Σανταίους στους καδήδες( ίεροδικαστές) : Μαχμούτ , καδή του ναχιγιέ Γιαγμούρτερε, Μουσταφά, καδή Ματζούκας, Εσχάκ καδή Σουρμένων, Οσμάν καδή Κιόγια(;) και ενός άλλου Μαχμούτ.
Στη δίκη παρευρέθηκε και αντιπρόσωπος του ίεροδικαστή Τραπεζούντας Δερβίς Μουσταφά εφένδης, γιός του Χατζή Ιπραχήμ  καί ο μουπασίρης Γιουσούφ Αγάς, απεσταλμένος από τον Βεηλέρμεη Τραπεζούντας Μεχμέτ πασά.
 Οι μάρτυρες ορκίσθηκαν ότι:  το παρχάρι ήταν των Σανταίων αλλά αυτοί το πούλησαν ρωτήθηκαν αν ξέρουν τα σύνορα τής Σαντάς και απάντησαν ότι αυτά είναι: Τελίκ - μπουνάρ (κοντά στο Κιουμισκί), Χαΐν Κετεγή, Καζουκλή - πελι, Τζοράκ - κετηγή, Ουτσ - τάσ, Ζιαρέτ - τεπέ, Κιοσάν - γιολι, Κολόσια - πασι, Ολουκλού - μπουνάρ, Ταρήκι - αμ (δημόσιος δρόμος, Ίσχάν - μεζιρεσί καί Τζαρτακλού.
 Στη δίκη αυτή έχασαν οι Σανταίοι αλλά πέτυχαν να πάρουν από τους καντήδες χοτζέτι των συνόρων τους, όπως μαρτύρησαν οι μάρτυρες πού δωροδοκήθηκαν, καί αργότερα στηριζόμενοι στο χοτζέτι αυτό, επιβλήθηκαν στους Κολοσαλήδες και πήραν στην κατοχή τους το παρχάρι Σκορδέν.


Φιλιππου Παπα Απ. Χειμωνίδου*

Αθήνα 4 Μαρτη 1902


*Απο τους πρωτους Σανταίους που ασχολήθηκαν με την Ιστορια της Σαντας.
(Σ.Σ. Σχετικα με το όνομα της Σαντας ο κάθε συγγραφέας το παρουσιαζει διαφορετικά)


http://santeos-best.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah