1 - Την νύκτα κατέβηκα εκ Τερζάντων και συνεννοήθηκα με τον Ευκλείδην. Αυτοί μας εχώρισαν εις δύο ομάδες, διά να φυλάξουμε τους δρόμους διά τον Σεΐτ αγάν• η μία ομού θα φύλαγε το ποτάμι και η άλλη τον δρόμον του βουνού.
4 - Επειδή δεν εφάνη ο Σεΐτ αγάς, τα παιδιά ανταμώθηκαν εις Τας- κιοπρού και εκείθεν πήγαν στο παρχάρι του Σουλεϊμάν Κάλφα και του πήραν τα κριάρια του, 32 τον αριθμόν, και τα έφεραν εις το Λημέρι Χαντσάρ όπου τα κόψανε και τα έκαναν καβουρμάδες διά τον χειμώνα.
Αμέσως κατέβηκε εις την Σάντα ο πατέρας του Κάλφα και κατήγγειλε στον αξιωματικόν ότι οι Σανταίοι του πήραν τα κριάρια, διότι ο τσιoπάνος του είχε αναγνωρίσει τον Θεόδωρον Κουρτίδην.
Μόλις ειδοποιήθην το γεγονός, αμέσως δεν χάνω καιρόν και ετοιμάσθηκα προς φυγήν, διότι εγνώριζον ότι θα με συνελάμβανε ο αξιωματικός. Ετοίμασα ρούχα και όπλα και μόλις ενύχτωσε μαζί με τον Ιωάν. Μελίδην και Δημ. Στυλίδην έφυγα προς το δάσος.
Όταν έφθασα εις Κοιλάδ'ρακάν και είδα τους συντρόφους μου να έρχωνται κατόπιν κάπου πεντακόσια μέτρα μακριά, έκρινα καλόν να προχωρήσω, διότι είμαστε πλησίον του χωρίου και ήμουνα οπλισμένος, ενώ αυτοί ηκολούθουν άοπλοι, σκοπεύοντας να φθάσω εις Φουρνόπον να τους περιμένω.
Πριν φθάσω όμως εις το σταυροδρόμι, που χωρίζει διά Πινατάντων, σταμάτησα, διά να περιμένω, οπότε λίγα μέτρα παρακάτω ακούγω μίαν φωνήν να ερωτά τουρκιστί ποίος είμαι και βλέπω δύο ζανταρμάδες να σηκώνονται κάτω από έναν θάμνον και να προτείνουν τα όπλα τους.
Το δικό μου δεν εφαίνετο, διότι το είχα κρυμμένον κάτω από τον μανδύαν που είχα στους ώμους μου. Δεν χάνω καιρόν, πετώ τον μανδύαν και φεύγω προς το Φουρνόπον- αμέσως αυτοί πυροβολούν και οι σφαίρες εσύριξαν δίπλα μου, αλλά ευτυχώς δεν έπαθα τίποτε.
Δεν ήθελα όμως να πυροβολήσω εγώ, διότι εγνώριζα τα αποτελέσματα διά την οικογένειάν μας και το χωριό και εξακολουθούσα να τρέχω.
Μόλις έφθασα στο Σταυροδρόμι, πυροβολούν πάλιν οι δύο μαζί και συνάμα ως εκ θαύματος σκοντάφτω σε μίαν πέτραν και πέφτω μπρούμυτα, νομίσας ότι επληγώθην κάπου στα πόδια. Βγάζω αμέσως το αυτόματον πιστόλι μου Μάουζερ και το κρατώ έτοιμον, διά να αμυνθώ, όπως μη με πιάσουν ζωντανόν.
Όταν όμως αντελήφθην ότι δεν είμαι πληγωμένος, σηκώνομαι πάλιν και
τρέχω προς το Φουρνόπον, το οποίον απέχει λίγα μέτρα και όπου θα ήμουν ασφαλής. Πριν φθάσω, δύο πυροβολισμοί ακόμη αντήχησαν και οι σφαίρες σαν μελίσσια πέρασαν από δίπλα μου, αλλά εγώ εσώθην πλέον.
Και τότε μόνον αναλογισθείς τον κίνδυνον, ητοιμάσθην να τους πυροβολήσω και εγώ, αλλά πάλιν εσκέφθην το κακό που θα προξενούσα και έτσι έφυγα μέσα στο δάσος, όπου έκατσα, διά να αναπαυθώ λίγο.
Μετά τινα λεπτά αυτοί ανέβηκαν πάνω στις πέτρες και τους άκουγα να ερωτούν ο ένας τον άλλον και άραγε τι απέγινα. Οι σύντροφοι μου, μόλις άκουσαν τους πυροβολισμούς, έφυγαν πίσω και εκρύφθησαν στα σπίτια τους, διότι αυτούς δεν τους αντελήφθησαν οι ζανταρμάδες.
Εγώ όλην την νύκτα περπατώντας έφθασα εις το Κρεν και εκοιμήθην λίγο και το πρωί έφθασα εις το Λημέρι σε κακά χάλια διότι μέσα στο δάσος δεν υπήρχε δρόμος και την νύκτα έπεσα από κρημνούς και χαράδρες και όλον το σώμα μου εμωλωπίσθη. Επί τρεις ημέρας δεν μπορούσα να κουνηθώ και ήμουν κλινήρης, έως ότου συνήλθα.
Μόλις ανέφεραν το γεγονός οι ζανταρμάδες στον αξιωματικόν, αμέσως εφώναξε τον πατέρα μας και τον έκανε ανάκρισιν• αυτός όμως έκανε πως δεν γνωρίζει τίποτε, ειπών στον αξιωματικόν ότι ο υιός του πήγαινε εις Μορέν προς φύλαξιν των κήπων, διότι πριν από ένα μήνα είχα συμφωνήσει με τους χωριανούς μας και εφύλαγα τις πατάτες εις το Μορέν, πράγμα το οποίον εγνώριζε και ο αξιωματικός και ότι εκεί πήγαινα. Ευτυχώς που οι ζανταρμάδες δεν αντελήφθησαν ότι είχα όπλα μαζί μου.
6 - Ήλθον μαζί μας και ο Κων/νος Τσιλιγγερίδης και Γεώργιος Σισμανίδης.
8 - Ανέβημεν εις Καζουκλή, όπου συναντήσαμε έξι Τούρκους ωπλισμένους εκ των οποίων ο εις έφυγε, ένας εσκοτώθη και οι άλλοι παρεδόθησαν και αφωπλίσθησαν και βάλλοντες το πτώμα του σκοτωμένου στα άλογα κατέβησαν στην Σάντα και εκείθεν έφυγαν στο χωριό τους.
Μόλις λοιπόν διεδόθη ότι ο Ευκλείδης Κουρτίδης και μερικοί Σανταίοι βγήκαν αντάρτες στο βουνό, αμέσως ο αδελφός του Σεΐτ αγά ετηλεγράφησε στον αδελφόν του να μην περάση από την Σάντα, διότν διατρέχει κίνδυνον και έτσι δεν ξαναπάτησε στην Σάντα. Πλην όμως ήτο πεπρωμένον εμείς να μείνουμε στο βουνό και να υποφέρουμε εξ αιτίας του.
9 - Μανθάνομεν ότι ο Κάλφας ετοιμάζει διακοσίους τσετέδες να έλθη στη Σάντα, διά να μας συλλάβη. Επίσης και ο αξιωματικός εζήτησε ενίσχυσιν εξ Αργυρουπόλεως, διά να τεθή επί τα ίχνη μας. Όλη η Σάντα ετρομοκρατήθη και δεν εγνώριζαν τι να κάνουν.
11 - Έφθασε στην Σάντα ο Κάλφας αλλά μόνον με είκοσι τσετέδες και τα μεσάνυχτα μας ειδοποίησαν από το χωριό ότι όλην την ημέραν ο Κάλφας και ο αξιωματικός εγύριζαν στα βουνά προς αναζήτησιν ημών και ότι ο Ιωάν. Ξανθόπουλος πιεσθείς εδήλωσε στον αξιωματικόν ποίοι και πόσοι ήμεθα και σε τι λημέρια βρισκόμεθα.
12 - Αμέσως εκρύψαμε εις μέρη ασφαλή τους καβουρμάδες, διά να αλλάξουμε το λημέρι μας. Είχαμε και δύο αγελάδες που πήραμε από την Γαλίαιναν, τας οποίας φέραμε εις την Υπαπαντήν και τας παρεδώσαμε εις τον Χριστόφορον Εφραιμίδην να μας τις φυλάξη μερικές ημέρες.
Προς το βράδυ ήλθε εις συνάντησίν μας ο Ιωάννης Σπαθάρος, όστις μας είπε ότι ο Μουσταφά μπέης θα φύγη διά την Οφ και εις την Σάντα θα έλθη κάποιος άλλος Τσελήλ εφέντης με διακοσίους τσετέδες. Και ότι εις Γεμουράν όλοι οι Τούρκοι ετοιμάζονται διά να έλθουν στην Σάντα, λέγοντες ότι οι Σανταίοι επανεστάτησαν.
14-0 Κάλφας εις το Πιστοφάντων εκάλεσε συνεδρίασιν και ζητούσε να του επιστραφούν τα πρόβατα, ει δε άλλως έλεγε ότι για κάθε πρόβατον και έναν Σανταίον θα σκοτώσω, και διάφορες άλλες φοβέρες.
Ημείς όμως μια που βγήκαμε στο κλαρί τον ειδοποιούσαμε ότι ας κάνη ό,τι θέλει αλλά πολλά ακόμα έχει να πληρώση και εύκολα δεν εξοφλούνται.
15 - Νύχτα εστάλησαν τέσσαρες εις το Κιμισλή και το πρωί ξεκινήσαμεν όλοι, δέκα τρεις τον αριθμόν, και από Κιμισλή ξεκινήσαμε διά τα χωριά της Αργυρουπόλεως, διά να περάσωμε μερικές ημέρες.
Αλλά εις το Χαΐν κετούκ συνεπλάκημεν με πολλούς Τούρκους, οίτινες κατέβαιναν από τα παρχάρια τους με τις οικογένειες τους και μετά μιας ώρας συμπλοκήν τους αφήσαμε να περάσουν. Εμείς εφθάσαμε εις Τας Κιοπρού, όπου είχαμε κρυμμένα λεπτοκάρυα, και αφού γεμίσαμε τα σακίδιά μας, ξεκινήσαμε μη έχοντες ψωμί.
Την επομένην φθάσαμε εις Αγ. Ζαχαρίαν της Κρώμνης, όπου συνηντήσαμε μερικούς Κρωμναίους, οίτινες μας έδωσαν ψωμί και βράδυ νύχτα κατεβήκαμε εις το χωρίον Μανδρία και εμείναμε όλην την νύκτα. Και κατά τα ξημερώματα φύγαμε και ανέβημεν εις το βουνό Καρά Τας, όπου εμείναμεν όλην την ημέραν και το βράδυ κατεβήκαμε εις το χάνι Ματένια και εκοιμήθημεν.
18 - Ανέβημεν εις Τεβέ ποήν και στήσαμε καρτέρι στον δρόμον, αλλά δυστυχώς δεν πέρασε κανείς και όπου μας άρχισε βροχή και χάλαζα και γενήκαμε μουσκίδι. Ετελείωσε και το λίγο ψωμί που αγοράσαμε από τα Μανδρία και έτσι αναγκαστικώς απεφασίσαμε να γυρίσουμε πίσω.
Ότε δε κατέβημεν εις Μιτσίτια, στο ποτάμι της Παναγίας, σκοτώσαμε αρκετά ψάρια, πέστροφες και εις ένα έρημο παρχάρι βρήκαμε έναν τενεκέ και εντός αυτού τα ψήσαμε με λίπος που είχαμε μαζί μας και φάγαμε.
Ξεκινώντας από το βουνό άρχισαν να μας πυροβολούν οι ζανταρμάδες της Κρώμνης μαζί με τους αγροφύλακας. Το βράδυ εφθάσαμε εις Τας κιοπρού και διανυχτερεύσαμε. Το πρωί από μερικούς διαβάτας πήραμε λίγο ψωμί, μήλα και σταφύλια και εφάγαμε.
Την νύκτα κατεβήκαμε εις το Πιστοφάντων, εφάγαμε στο σπίτι του Ευκλ. Πιστοφίδου και περάσαμε εις Τερζάντων, όπου εμάθαμε ότι ο Μουσταφά εφέντης ετοιμάζει τσετέδες καθώς και τα γύρω χωριά, διά να μας επιτεθούν.
Και διαδίδουν ότι φυλάγομε μαζί μας πολλούς Αρμενίους, ενώ δεν είχαμε κανένα, και μαζί τους εκόψαμε τους δρόμους και κατέστη αδύνατος η συγκοινωνία τους. Και όλα αυτά, διά να εξεγείρουν και περισσότερον την κυβέρνησιν.
20 - Τέσσαρα παιδιά πήγαν εις Γαλίαναν μαζί με τον I. Σπαθάρον, διά να τον συνοδεύσουν, διότι πολύ τον κυνηγούσαν οι Τούρκοι, διά να κατεβή εις Τραπεζούντα.
21 - Εφθάσαμε εις το λημέρι Χαντζάρ και στείλαμε δύο εις Υπαπαντήν να πάρωμε τα δύο αγελάδια που αφήσαμε εις τον Χριστόφορον Εφραιμίδην.
Σήμερα εις το χωριό έγινε καταγραφή όλων, διά να μάθουν ποίοι και πόσοι λείπουν από το χωριό. Έφθασαν εξ Αργυρουπόλεως ένας συνταγματάρχης και εις ταγματάρχης, οίτινες ενεθάρρυναν τους Σανταίους να μη φοβούνται από τσετέδες.
Επίσης ερώτησαν και δι' ημάς, διά ποίαν αιτίαν βγήκαμε στο βουνό και όταν τους είπον τα αίτια και ότι μέσα στο χωριό διέτρεχαν κίνδυνον, εκατηγόρησαν τους Τούρκους αιτίους της καταστάσεως.
24 - Φεύγοντες προ ημερών κατά την Κρώμνην, τα πράγματά μας ρούχα και τρόφιμα και μερικά πλεονάζοντα όπλα εκρύψαμε εις ένα σπήλαιον εις το μέσον ενός υψηλού βράχου και όπου μόνον δεμένος διά μακρού σχοινιού ήτο δυνατόν να κατεβής, πράγμα το οποίον ολίγοι τολμούσαν να επιχειρήσουν.
Και όταν σήμερα πήγαμε να πάρουμε τρόφιμα, βλέπουμε ότι εκλάπησαν δύο δοχεία καβουρμάδες, δέρματα διά τσαρούχια και δύο όπλα, ένα ρωσικόν και ένα βελγικόν.
Το επεισόδιον αυτό έγινε αιτία να χωρίσουμε από τους συντρόφους μας Τσιριπαίους και παρ' ολίγον να γίνη μεγάλον σκάνδαλον και κακό διά το οποίον δεν έφταιγαν ούτε εκείνοι ούτε κι εμείς αλλά άλλοι, τους οποίους ανεκαλύψαμε κατόπιν και ετιμωρήσαμε.
25 - Κατεβήκαμε εις Υπαπαντήν, διότι ο Χριστ. Εφραιμίδης δεν έδωσε τις αγελάδες, ισχυρισθείς ότι οι χωριανοί του τον εφοβέρισαν και ότι αυτός τις έφερε στο βουνό και τις απέλυσε, ψεύδος που φαίνεται καθαρά.
Με πολλούς εκβιασμούς δεν ήθελε να μαρτυρήση την αλήθειαν και ότε του είπαμε ότι θα πάρουμε τα δικά του, όπως και τα βγάλαμε από τον σταύλο, αναγκάσθηκε να ομολογήση ότι φεύγοντας εμείς εις Κρώμνην, αυτός τις έσφαξε και τις έκανε καβουρμά και τις έκρυψε.
Και την επομένην μας έφερε εις τον τόπον που τα είχε κρύψει και μας παρέδωσε τους καβουρμάδες και τα δέρματα και τα πήραμε και τα φέραμε εις το λημέρι Ουζούν σιρτ.
Και λόγω των επεισοδίων διελύθησαν όλοι και εμείναμε μόνον τέσσαρες άνδρες ο Ευκλείδης και Κων/τίνος Κουρτίδης, ο Φίλιππος Εφραιμίδης και Γεώργιος Σισμανίδης.
29 - Αφού κρύψαμε τα πράγματά μας, κατά το βράδυ ξεκινήσαμε διά τα χωριά και φθάσαμε εις Πινατάντων, όπου εμάθαμε ότι ο Ευστάθιος Ηλιόπουλος και Χρήστος Κούφας, πρώην σύντροφοι μας εις Φτελέν, ελήστευσαν μερικούς Τούρκους και Σανταίους μαζί. Εσυστήσαμε σε καλά παιδιά να τους παρακολουθήσουν και να βλέπουν και τι όπλα φέρουν, διότι ο Χρήστος Κούφας, όντας μαζί μας, δεν είχε όπλον και μας εκίνησε την περιέργειαν να μάθωμεν από πού βρήκαν όπλα.
30 - Κατέβημεν εις το Τερζάντων και από τον I. Σπαθάρον εμάθαμε ότι ο εκ Κούχλας Τεμέλ αγάς συγκέντρωσε μερικούς τσετέδες, έφθασε εις Ούζην και εκείθεν ήθελε να επιτεθή κατά της Σάντας, αλλά μαθούσα τούτο η κυβέρνησις έστειλε στρατόν και αφοπλίσαντες αυτούς τους διέλυσαν.
Επίσης μας είπε και διά την ολοκληρωτικήν ήτταν της Βουλγαρίας και την εισχώρησιν του ελληνικού στρατού εις αυτήν, καθώς και την εκκένωσιν του Βατούμ από τους Τούρκους.
Εκ Τραπεζούντος ο I. Σπαθάρος μας έφερε μερικά λεφτά, τα οποία μας έστειλαν ο μητροπολίτης Χρύσανθος, ο Νίκος Καπετανίδης και μερικοί άλλοι, οίτινες αποτελούσαν τρόπον τινά είδος Φιλικής Εταιρείας. Επίσης, έδωκαν και πολλάς συμβουλάς και οδηγίας διά το μέλλον, διότι καθημερινώς ανεμένετο και η πτώσις της Τουρκίας.
(Αδελφός του Ευκλείδη Κουρτίδη)
4 - Επειδή δεν εφάνη ο Σεΐτ αγάς, τα παιδιά ανταμώθηκαν εις Τας- κιοπρού και εκείθεν πήγαν στο παρχάρι του Σουλεϊμάν Κάλφα και του πήραν τα κριάρια του, 32 τον αριθμόν, και τα έφεραν εις το Λημέρι Χαντσάρ όπου τα κόψανε και τα έκαναν καβουρμάδες διά τον χειμώνα.
Αμέσως κατέβηκε εις την Σάντα ο πατέρας του Κάλφα και κατήγγειλε στον αξιωματικόν ότι οι Σανταίοι του πήραν τα κριάρια, διότι ο τσιoπάνος του είχε αναγνωρίσει τον Θεόδωρον Κουρτίδην.
Μόλις ειδοποιήθην το γεγονός, αμέσως δεν χάνω καιρόν και ετοιμάσθηκα προς φυγήν, διότι εγνώριζον ότι θα με συνελάμβανε ο αξιωματικός. Ετοίμασα ρούχα και όπλα και μόλις ενύχτωσε μαζί με τον Ιωάν. Μελίδην και Δημ. Στυλίδην έφυγα προς το δάσος.
Όταν έφθασα εις Κοιλάδ'ρακάν και είδα τους συντρόφους μου να έρχωνται κατόπιν κάπου πεντακόσια μέτρα μακριά, έκρινα καλόν να προχωρήσω, διότι είμαστε πλησίον του χωρίου και ήμουνα οπλισμένος, ενώ αυτοί ηκολούθουν άοπλοι, σκοπεύοντας να φθάσω εις Φουρνόπον να τους περιμένω.
Πριν φθάσω όμως εις το σταυροδρόμι, που χωρίζει διά Πινατάντων, σταμάτησα, διά να περιμένω, οπότε λίγα μέτρα παρακάτω ακούγω μίαν φωνήν να ερωτά τουρκιστί ποίος είμαι και βλέπω δύο ζανταρμάδες να σηκώνονται κάτω από έναν θάμνον και να προτείνουν τα όπλα τους.
Το δικό μου δεν εφαίνετο, διότι το είχα κρυμμένον κάτω από τον μανδύαν που είχα στους ώμους μου. Δεν χάνω καιρόν, πετώ τον μανδύαν και φεύγω προς το Φουρνόπον- αμέσως αυτοί πυροβολούν και οι σφαίρες εσύριξαν δίπλα μου, αλλά ευτυχώς δεν έπαθα τίποτε.
Δεν ήθελα όμως να πυροβολήσω εγώ, διότι εγνώριζα τα αποτελέσματα διά την οικογένειάν μας και το χωριό και εξακολουθούσα να τρέχω.
Μόλις έφθασα στο Σταυροδρόμι, πυροβολούν πάλιν οι δύο μαζί και συνάμα ως εκ θαύματος σκοντάφτω σε μίαν πέτραν και πέφτω μπρούμυτα, νομίσας ότι επληγώθην κάπου στα πόδια. Βγάζω αμέσως το αυτόματον πιστόλι μου Μάουζερ και το κρατώ έτοιμον, διά να αμυνθώ, όπως μη με πιάσουν ζωντανόν.
Όταν όμως αντελήφθην ότι δεν είμαι πληγωμένος, σηκώνομαι πάλιν και
τρέχω προς το Φουρνόπον, το οποίον απέχει λίγα μέτρα και όπου θα ήμουν ασφαλής. Πριν φθάσω, δύο πυροβολισμοί ακόμη αντήχησαν και οι σφαίρες σαν μελίσσια πέρασαν από δίπλα μου, αλλά εγώ εσώθην πλέον.
Και τότε μόνον αναλογισθείς τον κίνδυνον, ητοιμάσθην να τους πυροβολήσω και εγώ, αλλά πάλιν εσκέφθην το κακό που θα προξενούσα και έτσι έφυγα μέσα στο δάσος, όπου έκατσα, διά να αναπαυθώ λίγο.
Μετά τινα λεπτά αυτοί ανέβηκαν πάνω στις πέτρες και τους άκουγα να ερωτούν ο ένας τον άλλον και άραγε τι απέγινα. Οι σύντροφοι μου, μόλις άκουσαν τους πυροβολισμούς, έφυγαν πίσω και εκρύφθησαν στα σπίτια τους, διότι αυτούς δεν τους αντελήφθησαν οι ζανταρμάδες.
Εγώ όλην την νύκτα περπατώντας έφθασα εις το Κρεν και εκοιμήθην λίγο και το πρωί έφθασα εις το Λημέρι σε κακά χάλια διότι μέσα στο δάσος δεν υπήρχε δρόμος και την νύκτα έπεσα από κρημνούς και χαράδρες και όλον το σώμα μου εμωλωπίσθη. Επί τρεις ημέρας δεν μπορούσα να κουνηθώ και ήμουν κλινήρης, έως ότου συνήλθα.
Μόλις ανέφεραν το γεγονός οι ζανταρμάδες στον αξιωματικόν, αμέσως εφώναξε τον πατέρα μας και τον έκανε ανάκρισιν• αυτός όμως έκανε πως δεν γνωρίζει τίποτε, ειπών στον αξιωματικόν ότι ο υιός του πήγαινε εις Μορέν προς φύλαξιν των κήπων, διότι πριν από ένα μήνα είχα συμφωνήσει με τους χωριανούς μας και εφύλαγα τις πατάτες εις το Μορέν, πράγμα το οποίον εγνώριζε και ο αξιωματικός και ότι εκεί πήγαινα. Ευτυχώς που οι ζανταρμάδες δεν αντελήφθησαν ότι είχα όπλα μαζί μου.
6 - Ήλθον μαζί μας και ο Κων/νος Τσιλιγγερίδης και Γεώργιος Σισμανίδης.
8 - Ανέβημεν εις Καζουκλή, όπου συναντήσαμε έξι Τούρκους ωπλισμένους εκ των οποίων ο εις έφυγε, ένας εσκοτώθη και οι άλλοι παρεδόθησαν και αφωπλίσθησαν και βάλλοντες το πτώμα του σκοτωμένου στα άλογα κατέβησαν στην Σάντα και εκείθεν έφυγαν στο χωριό τους.
Μόλις λοιπόν διεδόθη ότι ο Ευκλείδης Κουρτίδης και μερικοί Σανταίοι βγήκαν αντάρτες στο βουνό, αμέσως ο αδελφός του Σεΐτ αγά ετηλεγράφησε στον αδελφόν του να μην περάση από την Σάντα, διότν διατρέχει κίνδυνον και έτσι δεν ξαναπάτησε στην Σάντα. Πλην όμως ήτο πεπρωμένον εμείς να μείνουμε στο βουνό και να υποφέρουμε εξ αιτίας του.
9 - Μανθάνομεν ότι ο Κάλφας ετοιμάζει διακοσίους τσετέδες να έλθη στη Σάντα, διά να μας συλλάβη. Επίσης και ο αξιωματικός εζήτησε ενίσχυσιν εξ Αργυρουπόλεως, διά να τεθή επί τα ίχνη μας. Όλη η Σάντα ετρομοκρατήθη και δεν εγνώριζαν τι να κάνουν.
11 - Έφθασε στην Σάντα ο Κάλφας αλλά μόνον με είκοσι τσετέδες και τα μεσάνυχτα μας ειδοποίησαν από το χωριό ότι όλην την ημέραν ο Κάλφας και ο αξιωματικός εγύριζαν στα βουνά προς αναζήτησιν ημών και ότι ο Ιωάν. Ξανθόπουλος πιεσθείς εδήλωσε στον αξιωματικόν ποίοι και πόσοι ήμεθα και σε τι λημέρια βρισκόμεθα.
12 - Αμέσως εκρύψαμε εις μέρη ασφαλή τους καβουρμάδες, διά να αλλάξουμε το λημέρι μας. Είχαμε και δύο αγελάδες που πήραμε από την Γαλίαιναν, τας οποίας φέραμε εις την Υπαπαντήν και τας παρεδώσαμε εις τον Χριστόφορον Εφραιμίδην να μας τις φυλάξη μερικές ημέρες.
Προς το βράδυ ήλθε εις συνάντησίν μας ο Ιωάννης Σπαθάρος, όστις μας είπε ότι ο Μουσταφά μπέης θα φύγη διά την Οφ και εις την Σάντα θα έλθη κάποιος άλλος Τσελήλ εφέντης με διακοσίους τσετέδες. Και ότι εις Γεμουράν όλοι οι Τούρκοι ετοιμάζονται διά να έλθουν στην Σάντα, λέγοντες ότι οι Σανταίοι επανεστάτησαν.
14-0 Κάλφας εις το Πιστοφάντων εκάλεσε συνεδρίασιν και ζητούσε να του επιστραφούν τα πρόβατα, ει δε άλλως έλεγε ότι για κάθε πρόβατον και έναν Σανταίον θα σκοτώσω, και διάφορες άλλες φοβέρες.
Ημείς όμως μια που βγήκαμε στο κλαρί τον ειδοποιούσαμε ότι ας κάνη ό,τι θέλει αλλά πολλά ακόμα έχει να πληρώση και εύκολα δεν εξοφλούνται.
15 - Νύχτα εστάλησαν τέσσαρες εις το Κιμισλή και το πρωί ξεκινήσαμεν όλοι, δέκα τρεις τον αριθμόν, και από Κιμισλή ξεκινήσαμε διά τα χωριά της Αργυρουπόλεως, διά να περάσωμε μερικές ημέρες.
Αλλά εις το Χαΐν κετούκ συνεπλάκημεν με πολλούς Τούρκους, οίτινες κατέβαιναν από τα παρχάρια τους με τις οικογένειες τους και μετά μιας ώρας συμπλοκήν τους αφήσαμε να περάσουν. Εμείς εφθάσαμε εις Τας Κιοπρού, όπου είχαμε κρυμμένα λεπτοκάρυα, και αφού γεμίσαμε τα σακίδιά μας, ξεκινήσαμε μη έχοντες ψωμί.
Την επομένην φθάσαμε εις Αγ. Ζαχαρίαν της Κρώμνης, όπου συνηντήσαμε μερικούς Κρωμναίους, οίτινες μας έδωσαν ψωμί και βράδυ νύχτα κατεβήκαμε εις το χωρίον Μανδρία και εμείναμε όλην την νύκτα. Και κατά τα ξημερώματα φύγαμε και ανέβημεν εις το βουνό Καρά Τας, όπου εμείναμεν όλην την ημέραν και το βράδυ κατεβήκαμε εις το χάνι Ματένια και εκοιμήθημεν.
Ισχανάντων (Κρενίν τ' Ευκλείδη |
18 - Ανέβημεν εις Τεβέ ποήν και στήσαμε καρτέρι στον δρόμον, αλλά δυστυχώς δεν πέρασε κανείς και όπου μας άρχισε βροχή και χάλαζα και γενήκαμε μουσκίδι. Ετελείωσε και το λίγο ψωμί που αγοράσαμε από τα Μανδρία και έτσι αναγκαστικώς απεφασίσαμε να γυρίσουμε πίσω.
Ότε δε κατέβημεν εις Μιτσίτια, στο ποτάμι της Παναγίας, σκοτώσαμε αρκετά ψάρια, πέστροφες και εις ένα έρημο παρχάρι βρήκαμε έναν τενεκέ και εντός αυτού τα ψήσαμε με λίπος που είχαμε μαζί μας και φάγαμε.
Ξεκινώντας από το βουνό άρχισαν να μας πυροβολούν οι ζανταρμάδες της Κρώμνης μαζί με τους αγροφύλακας. Το βράδυ εφθάσαμε εις Τας κιοπρού και διανυχτερεύσαμε. Το πρωί από μερικούς διαβάτας πήραμε λίγο ψωμί, μήλα και σταφύλια και εφάγαμε.
Την νύκτα κατεβήκαμε εις το Πιστοφάντων, εφάγαμε στο σπίτι του Ευκλ. Πιστοφίδου και περάσαμε εις Τερζάντων, όπου εμάθαμε ότι ο Μουσταφά εφέντης ετοιμάζει τσετέδες καθώς και τα γύρω χωριά, διά να μας επιτεθούν.
Και διαδίδουν ότι φυλάγομε μαζί μας πολλούς Αρμενίους, ενώ δεν είχαμε κανένα, και μαζί τους εκόψαμε τους δρόμους και κατέστη αδύνατος η συγκοινωνία τους. Και όλα αυτά, διά να εξεγείρουν και περισσότερον την κυβέρνησιν.
20 - Τέσσαρα παιδιά πήγαν εις Γαλίαναν μαζί με τον I. Σπαθάρον, διά να τον συνοδεύσουν, διότι πολύ τον κυνηγούσαν οι Τούρκοι, διά να κατεβή εις Τραπεζούντα.
21 - Εφθάσαμε εις το λημέρι Χαντζάρ και στείλαμε δύο εις Υπαπαντήν να πάρωμε τα δύο αγελάδια που αφήσαμε εις τον Χριστόφορον Εφραιμίδην.
Σήμερα εις το χωριό έγινε καταγραφή όλων, διά να μάθουν ποίοι και πόσοι λείπουν από το χωριό. Έφθασαν εξ Αργυρουπόλεως ένας συνταγματάρχης και εις ταγματάρχης, οίτινες ενεθάρρυναν τους Σανταίους να μη φοβούνται από τσετέδες.
Επίσης ερώτησαν και δι' ημάς, διά ποίαν αιτίαν βγήκαμε στο βουνό και όταν τους είπον τα αίτια και ότι μέσα στο χωριό διέτρεχαν κίνδυνον, εκατηγόρησαν τους Τούρκους αιτίους της καταστάσεως.
24 - Φεύγοντες προ ημερών κατά την Κρώμνην, τα πράγματά μας ρούχα και τρόφιμα και μερικά πλεονάζοντα όπλα εκρύψαμε εις ένα σπήλαιον εις το μέσον ενός υψηλού βράχου και όπου μόνον δεμένος διά μακρού σχοινιού ήτο δυνατόν να κατεβής, πράγμα το οποίον ολίγοι τολμούσαν να επιχειρήσουν.
Και όταν σήμερα πήγαμε να πάρουμε τρόφιμα, βλέπουμε ότι εκλάπησαν δύο δοχεία καβουρμάδες, δέρματα διά τσαρούχια και δύο όπλα, ένα ρωσικόν και ένα βελγικόν.
Το επεισόδιον αυτό έγινε αιτία να χωρίσουμε από τους συντρόφους μας Τσιριπαίους και παρ' ολίγον να γίνη μεγάλον σκάνδαλον και κακό διά το οποίον δεν έφταιγαν ούτε εκείνοι ούτε κι εμείς αλλά άλλοι, τους οποίους ανεκαλύψαμε κατόπιν και ετιμωρήσαμε.
25 - Κατεβήκαμε εις Υπαπαντήν, διότι ο Χριστ. Εφραιμίδης δεν έδωσε τις αγελάδες, ισχυρισθείς ότι οι χωριανοί του τον εφοβέρισαν και ότι αυτός τις έφερε στο βουνό και τις απέλυσε, ψεύδος που φαίνεται καθαρά.
Με πολλούς εκβιασμούς δεν ήθελε να μαρτυρήση την αλήθειαν και ότε του είπαμε ότι θα πάρουμε τα δικά του, όπως και τα βγάλαμε από τον σταύλο, αναγκάσθηκε να ομολογήση ότι φεύγοντας εμείς εις Κρώμνην, αυτός τις έσφαξε και τις έκανε καβουρμά και τις έκρυψε.
Και την επομένην μας έφερε εις τον τόπον που τα είχε κρύψει και μας παρέδωσε τους καβουρμάδες και τα δέρματα και τα πήραμε και τα φέραμε εις το λημέρι Ουζούν σιρτ.
Και λόγω των επεισοδίων διελύθησαν όλοι και εμείναμε μόνον τέσσαρες άνδρες ο Ευκλείδης και Κων/τίνος Κουρτίδης, ο Φίλιππος Εφραιμίδης και Γεώργιος Σισμανίδης.
29 - Αφού κρύψαμε τα πράγματά μας, κατά το βράδυ ξεκινήσαμε διά τα χωριά και φθάσαμε εις Πινατάντων, όπου εμάθαμε ότι ο Ευστάθιος Ηλιόπουλος και Χρήστος Κούφας, πρώην σύντροφοι μας εις Φτελέν, ελήστευσαν μερικούς Τούρκους και Σανταίους μαζί. Εσυστήσαμε σε καλά παιδιά να τους παρακολουθήσουν και να βλέπουν και τι όπλα φέρουν, διότι ο Χρήστος Κούφας, όντας μαζί μας, δεν είχε όπλον και μας εκίνησε την περιέργειαν να μάθωμεν από πού βρήκαν όπλα.
30 - Κατέβημεν εις το Τερζάντων και από τον I. Σπαθάρον εμάθαμε ότι ο εκ Κούχλας Τεμέλ αγάς συγκέντρωσε μερικούς τσετέδες, έφθασε εις Ούζην και εκείθεν ήθελε να επιτεθή κατά της Σάντας, αλλά μαθούσα τούτο η κυβέρνησις έστειλε στρατόν και αφοπλίσαντες αυτούς τους διέλυσαν.
Επίσης μας είπε και διά την ολοκληρωτικήν ήτταν της Βουλγαρίας και την εισχώρησιν του ελληνικού στρατού εις αυτήν, καθώς και την εκκένωσιν του Βατούμ από τους Τούρκους.
Εκ Τραπεζούντος ο I. Σπαθάρος μας έφερε μερικά λεφτά, τα οποία μας έστειλαν ο μητροπολίτης Χρύσανθος, ο Νίκος Καπετανίδης και μερικοί άλλοι, οίτινες αποτελούσαν τρόπον τινά είδος Φιλικής Εταιρείας. Επίσης, έδωκαν και πολλάς συμβουλάς και οδηγίας διά το μέλλον, διότι καθημερινώς ανεμένετο και η πτώσις της Τουρκίας.
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΗΣ ΔΡΑΣΗΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΑΝΤΑΡΤΩΝ ΤΗΣ ΣΑΝΤΑΣ (1916-1924)
Κωνσταντίνος Κουρτίδης(Αδελφός του Ευκλείδη Κουρτίδη)
Σημείωση Σύνταξης : Οφείλουμε να επισημάνουμε ορισμένες γλωσσικές ατέλειες,γιατί παρουσιάζει μια σύνταξη ιδιότυπη, σύμφωνη με τη γλωσσική του κατάρτιση. Προσπαθήσαμε να μην κάνουμε επεμβάσεις στο αρχικό κείμενο , αφού πρόκειται για ένα είδος απομνημονευμάτων, τα οποία δεν μεταβάλονται "επ' ουδενί λόγω"εντούτοις για την ομαλοποίηση του κειμένου , προβήκαμε στις απαραίτητες διορθώσεις, εκείνες που θεωρήσαμε αναγκαίες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου