Όταν το μωρό αργούσε να περπατήσει έλεγαν: "Έπατέθεν", δηλαδή έπαθε βλάβη, είτε γιατί πέρασε κηδεία από το σπίτι τους ή γιατί έβαζαν στο σπίτι τους αζύγιστο κρέας ή και από κακό μάτι και τότε ακολουθούσε μια σειρά από ενέργειες, για να δώσουν δύναμη στα πόδια του παιδιού να περπατήσει: "Έποίν'ναν τή πατεματί".
Ένα πρωτότοκο κορίτσι μάζευε αμίλητο, αλεύρι από εφτά ζευγάρια πρωτοστεφανωμένα, έπαιρνε νερό από εφτά βρύσες, ζύμωνε το αλεύρι σε ψωμάκια και το έψηνε με ξύλα που τα μάζευε από εφτά φράχτες.
Τα ψωμάκια αυτά τα μοίραζε ένα άλλο πρωτότοκο αγόρι στα μικρά παιδάκια κι εκείνα τρέχανε στους δρόμους και φώναζαν:
"Τόν απόδαρον ποδάρα καί τόν γυρευόν κομμάτα", δηλαδή, δύναμη στα ανήμπορα πόδια και στον ζητιάνο ψωμιά.
Αλλες φορές έκαμνε η μάνα ή η νουνά του παιδιού "τσιριχτά" - τηγανίτες και ένα πρωτότοκο αγόρι στεκόταν σ' ένα σταυροδρόμι και τα μοίραζε στα παιδάκια, που τα παίρνανε και τρέχοντας φώναζαν πάλι τα παραπάνω ίδια λόγια.
Αλλες συνήθειες είναι το "κυμάτισμαν", το "στύμνωμαν", το "Αεθοδώρισμαν", τα "παραμόνα".
Πόπη Τσακμακίδου-Κωτίδου
"Οι γυναίκες της Σάντας του Πόντου"
Εκδοτικός Οίκος "Αδελφών Κυριακίδη"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου