Παρασκευή 4 Νοεμβρίου 2011

Ο δρόμος προς τη Λωζάννη.

Ποιος είχε πρώτος την ιδέα μιας υποχρεωτικής, σχεδόν ολοκληρωτικής μετα­κίνησης μειονοτήτων μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας;
Σπάνια στην ιστορία συζητήθηκε πρόταση την πατρότητα της οποίας αρνήθηκαν σχεδόν όλοι οι εμπλεκόμενοι, παρόλο που είχαν σοβαρούς λόγους να την υιοθετήσουν.
 Το φθινόπωρο του 1922, κατά τη διάρκεια των διεθνών συνομιλιών που ακολούθησαν την περιφανή νίκη της Τουρκίας επί του ελληνικού στρατού και το θάνατο, την αιχμαλωσία ή την εξορία όλων κυριολεκτικά των ορθόδοξων χριστιανών της Ανατολίας, η λύση της μαζι­κής ανταλλαγής πληθυσμών υπήρχε στο μυαλό κάθε πολιτικού και κάθε παίκτη του διπλωματικού παιγνιδιού που πολύ θα ήθελε να ισχυριστεί ότι άλλοι έφταιγαν που «δεν έμενε κανένα περιθώριο».
Κανείς δεν ήξερε τους κανόνες του παιγνιδιού καλύτερα από τον Ελευθέριο Βενι­ζέλο, τον δαιμόνιο πολιτικό που έγινε πρωθυπουργός το 1910 και κυριάρχησε στην ελληνική πολιτική, στην κεντρική σκηνή ή από την εξορία, για τις επόμενες τρεις δεκαετίες. Αναδείχθηκε στη γενέτειρά του την Κρήτη ως ηγέτης ενός κόμματος που απαιτούσε πλήρη ένωση με την Ελλάδα και ήταν εναντίον της παρουσίας του πρίγκιπα Γεώργιου των Ελλήνων που είχε οριστεί ύπατος αρμοστής ενώ το νησί θεωρητικά παρέμενε υπό οθωμανική κυριαρχία.
Ο Χάρολντ Νίκολσον, ο βρετανός διπλωμάτης, είχε πει κάποτε ότι μετά τον Α' Παγκόσμιο πόλεμο, οι μεγάλοι άνδρες της Ευρώπης ήταν δύο: ο Βενιζέλος και ο Λένιν. Ο Βενιζέλος είχε εκρηκτικό χαρακτήρα αλλά διέθετε γοητεία και οι προσωπικές του σκέψεις ήταν συχνά ανεξιχνίαστες.
Μέχρι σήμερα όμως παραμένει κορυφαία προσωπικότητα της ελληνικής πολιτικής ζωής και έχει θαυμαστές σε όλο το πολιτικό φάσμα, από την κεντροδεξιά ως την σοσιαλιστική αριστερά.
Παρά την δεινή θέση στην οποία είχε περιέλθει η χώρα του και το γεγονός ότι δεν είχε καμία επίσημη ιδιότητα, η ηθική υποστήριξη προς το Βενιζέλο το φθινόπωρο του 1922 ήταν στο ζενίθ.
 Αυτό γινόταν επειδή τις γκάφες του ελληνικού στρατού πριν από ενάμιση περίπου χρόνο τις είχαν χρεωθεί άλλοι.
Κύριος υπεύθυνος θεωρήθηκε ο βασιλεύς Κωνσταντίνος και οι φιλομοναρχικοί που είχαν βγάλει τον Κρητικό από τη μέση οργανώνοντας μία ξαφνική εκλογική αναμέτρηση δύο χρόνια πριν.
 Αντίθετα, οι περισσότερες στρατιωτικές επιτυχίες ήταν επί πρωθυπουργίας Βενιζέλου. Είχε οδη­γήσει σε νίκη την Ελλάδα το 1912-13 στους Βαλκανικούς Πολέμους, την είχε φέρει στους κόλπους της αντιοθωμανικής Αντάντ και σαν επιβράβευση είχε εξασφαλίσει τη συναίνεση να καταλάβει τη Σμύρνη.
Όταν τα πράγματα στράβωσαν για τους Έλληνες ο Βενιζέλος είχε ήδη εγκαταλείψει την κεντρική πολιτική σκηνή από το τέλος του 1920 με αποτέλεσμα η φήμη του ως δεινού τακτικιστή να παραμείνει άθικτη.
 Ετσι, το Σεπτέμβριο του 1922, όταν μία ομάδα χολωμένων αντιμοναρχικών αξιωματικών άρπαξε την εξουσία στην Αθήνα και εξόρισε τον βασιλέα Κωνσταντίνο, ο Βενιζέλος  ήταν εκείνος στον οποίο προσέτρεξαν για να εκπροσωπήσει την Ελλάδα στην παγκόσμια κοινότητα.
 Περισσότερο από κάθε άλλον Έλληνα πολιτικό είχε την εμπιστοσύνη και τη συμπάθεια των διεθνών μεσολαβητών.
Είχε επίσης την ικανότητα να ερμηνεύει τα σημεία των καιρών και απόλυτη συναίσθηση του τί μπορούσε να ζητήσει και να πράξει η χώρα του εκείνη τη στιγμή.
Στο τέλος του 1922 το ένστικτο του έλεγε ότι η Ελλάδα πρέπει να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια, σε μία πολύ κακή συγκυρία, να εκμεταλλευτεί τον διωγμό των Ελλήνων από τη Μικρασία για να αυξήσει τον χριστιανικό πληθυσμό των εδαφών που είχε μόλις αποκτήσει στο βορρά, εδραιώνοντας έτσι τον έλεγχο της στα νότια Βαλκάνια.
Επέμενε ότι η Ελλάδα πρέπει να κοιτάξει τα μακροπρόθεσμα συμφέροντά της -που εκείνη την εποχή θεωρητικά περιλάμβαναν έναν ομοιογενή ή εθνικά ανόθευτο πληθυσμό- και να προσπαθήσει να αντιμετωπίσει την άμεση προσφυγική κρίση. 
Οι θαυμαστές του Βενιζέλου επιμένουν ότι ήταν συγχρόνως ανθρωπιστής και γνώστης της στρατηγικής. Κάποια στιγμή που οι διαπραγματεύσεις για την οργάνωση της ανταλλαγής πληθυσμών ήταν σε προχωρημένο στάδιο, έκανε μία δραματική ανακοίνωση που ήθελε να δείξει στον κόσμο ότι είχε πλήρη συναίσθηση των επιπτώσεων που θα είχε στους απλούς ανθρώπους μία υποχρεωτική, μαζική μετανάστευση σε τέτοια κλίμακα.
«Συγκλονισμένοι από τα αισθήματά τους [...] δεμένοι με τη γη και τα σπίτια στα οποία οι πρόγονοι τους έζησαν επί αιώνες, οι ελληνικοί και τουρκικοί πληθυσμοί [...] διαμαρτύρονται για την διαδικασία [...] και αντιτίθενται με κάθε δυνατό τρόπο».     
Είναι από τις ελάχιστες δηλώσεις εκείνο τον καιρό που αναγνώριζαν ότι η μετακίνηση θα προκαλούσε αλλά και θα ανακούφιζε τον ανθρώπινο πόνο.
Ο κύριος συνομιλητής του, ο στρατηγός Ισμέτ, αμέσως ανταπάντησε ότι η πρωτοβουλία της ανταλλαγής ανήκε στους Έλληνες διπλωμάτες. Όχι, καθόλου, επέμενε ο Βενιζέλος, εκείνος που πρώτος έριξε την ιδέα στο τραπέζι ήταν ο Φρίντχοφ Νάνσεν, ένας Νορβηγός που είχε πάρει εντολή από τη διεθνή κοινότητα να διαχειριστεί τα τεράστια κύματα προσφύγων που είχε δημιουργήσει ο Α' Παγκόσμιος πόλεμος.
Ο Νάνσεν με τη σειρά του απάντησε ότι προωθώντας μία σχεδόν ολοκληρωτική ανταλλαγή θρησκευτικών μειονοτήτων μεταξύ της νικήτριας Τουρκίας και της νικημένης Ελλάδας, δεν έκανε τίποτα άλλο παρά να ακολουθεί οδηγίες.
Οι οδηγίες είχαν δοθεί από τους ύπατους αρμοστές των τεσσάρων δυνάμεων -Βρετανία, Γαλλία, Ιταλία και Ιαπωνία- που είχαν εγκατασταθεί στην Κωνσταντινούπολη μέχρι να ολοκληρωθούν οι συνομιλίες ανάμεσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και το διάδοχο καθεστώς.                                                                     
Εν τω μεταξύ ο υπουργός εξωτερικών της Βρετανίας λόρδος Κούρζον έκανε κάποιες δηλώσεις πολύ χαρακτηριστικές της αμφιταλαντευόμενης στάσης των μεγάλων δυνά­μεων.
 Γνώριζαν ότι η υποχρεωτική μετανάστευση θα ήταν επώδυνη αλλά ήθελαν μία λύση που να ικανοποιεί έστω εν μέρει τα γεωπολιτικά συμφέροντα όλων των κυβερνή­σεων που εμπλέκονταν, ώστε να έχει ελπίδες μονιμότητας.
Ο Κούρζον χαρακτήρισε την ιδέα «κάκιστη και επικίνδυνη, την οποία ο κόσμος θα πληρώνει ακριβά για τα επόμενα εκατό χρόνια», αλλά παραδέχτηκε ότι δεν υπήρχε άλλη επιλογή.
Η αλήθεια είναι ότι η ιδέα της μετακίνησης ανθρώπων σε ευρεία κλίμακα από τη μία όχθη του Αιγαίου στην άλλη, με την σύμφωνη γνώμη της διεθνούς κοινότητας, υποστηρίχθηκε εξίσου από τον Βενιζέλο, τον Μουσταφά Κεμάλ και τον στρατιωτικό διοικητή Ισμέτ. Συμφώνησαν επίσης ο λόρδος Κούρζον και ο Φρίντχοφ Νάνσεν, ο Νορβηγός που πρώτος εξέφρασε τη θεωρία ότι η βοήθεια στους πρόσφυγες ήταν υπο­χρέωση του συνόλου της διεθνούς κοινότητας.
Ειδικά ο Νάνσεν καταλάβαινε ότι μέρος της δουλειάς του ήταν να επωμιστεί το ηθικό και πολιτικό κόστος για τις αποφάσεις που όλοι υποστήριζαν αλλά κανένας δεν ήθελε να στηρίξει ανοιχτά.
Πολύ πριν εμφανιστούν στη σκηνή ο Νταγκ Χάμερσελντ, ο Μπερνάρ Κουσνέρ ή ο Μπομπ Γκέλντορφ, ίσως ήταν ο πρώτος άνθρωπος του 20ού αιώνα που απέδειξε έμπρακτα τη χρησιμότητα μιας δυναμικής προσωπικότητας η οποία, έχοντας πρόσβαση στις εμπόλεμες ζώνες και στις περιοχές που έχουν πληγεί από καταστροφές, αναλαμβάνει να επιλύσει διαφόρων ειδών προβλήματα.
 Ηρωικός εξερευνητής του Αρκτικού κύκλου, ο Νάνσεν ήταν επίσης από τους πρώτους που απέ­δειξαν ότι η διασημότητα, όπως την εννοούμε σήμερα, μπορεί να ανοίγει πόρτες σε πολλά επίπεδα.
 Σε νεαρή ηλικία είχε γοητεύσει τους αναγνώστες των εφημερίδων της Ευρώπης και της Αμερικής αποδεικνύοντας ότι η γη δεν είχε πλήρως χαρτογραφηθεί ούτε κατακτηθεί, και ότι ακόμα και στην εποχή της ατμομηχανής και του τηλέγραφου υπήρχαν περιοχές στον κόσμο όπου οι άνθρωποι αναγκάζονταν να υπερβούν τα όρια της αντοχής τους προκειμένου να επιζήσουν.
Ένα από αυτά τα μέρη ήταν ο μόνιμος παγετώνας της Γροιλανδίας όπου ο εικοσιεπτάχρονος Νάνσεν και μία πενταμελής ομάδα έκαναν ένα εξουθενωτικό ταξίδι αντιμετωπίζοντας τις πιο χαμηλές θερμοκρα­σίες που είχαν ποτέ καταγραφεί.
Στο δεύτερο μισό της ζωής του, ο αεικίνητος και παρορμητικός Νάνσεν βρήκε διέ­ξοδο στην διπλωματία. Χρησιμοποίησε τις προσωπικές του γνωριμίες με τους ισχυρούς άνδρες πολλών κρατών για να αποκτήσει ρόλο στην παγκόσμια πολιτική σκηνή και στις ανθρωπιστικές υποθέσεις.
Ο νέος του στόχος ήταν να απαλύνει τον πόνο εκατομ­μυρίων ανθρώπων που είχαν μείνει άστεγοι και απελπισμένοι ύστερα από μία δεκαετία πολέμου και επανάστασης.
 Οι πρώτες του αποστολές ήταν στο χάος της μετεπαναστατικής Ρωσίας όπου, παρά τις αντιξοότητες, κατάφερε να πείσει τους κομμουνιστές να    ελευθερώσουν τετρακόσιες χιλιάδες αιχμαλώτους από τη Γερμανία και την κεντρική    Ευρώπη.
Ως ένας από τους ελάχιστους δυτικούς που είχαν πρόσβαση στους νέους κυβερνήτες της Ρωσίας, συμμετείχε στις προσπάθειες αντιμετώπισης του λοιμού που το 1921 είχε πλήξει την περιοχή του Βόλγα.
Εκεί φαίνεται πως γνώρισε και την πρώτη  του αποτυχία, όταν πείστηκε από τους μπολσεβίκους να γίνει συνήγορος τους προτού    αντιληφθεί ότι δεν τους καιγόταν καρφί για τη ζωή των χωρικών. Αλλά ο Νάνσεν συγχρόνως καταπιανόταν με κάποιο άλλο σχέδιο το οποίο είχε αίσιο τέλος.
Τη φροντίδα  για την επιβίωση και την νομική υπόσταση εκατοντάδων χιλιάδων πρώην υπηκόων του    τσάρου που είχαν γλιτώσει από την επανάσταση αλλά δεν είχαν πλέον πατρίδα.
Δανείζοντας το όνομά του στο «διαβατήριο Νάνσεν» -ένα έγγραφο που εκτελούσε χρέη  ταυτότητας και το οποίο οι κυβερνήσεις του κόσμου με τον καιρό υποχρεώθηκαν να       αναγνωρίσουν ως επίσημο- θεμελίωσε την αρχή ότι οι πρόσφυγες αποτελούν ευθύνη του κάθε κράτους.
Η εξουσιοδότηση τού δόθηκε από την Κοινωνία των Εθνών, έναν     νεογέννητο αλλά φιλόδοξο θεσμό με έδρα τη Γενεύη, ο οποίος τον Αύγουστο του 1921 του πρότεινε να γίνει ο πρώτος Ύπατος Αρμοστής για τους πρόσφυγες.
Αποδεχόμενος       αυτή τη θέση ο Νάνσεν αύξησε κατακόρυφα το κύρος της μικρής αυτής οργάνωσης       που έμελλε ως τα τέλη του αιώνα να αναδειχθεί σε κορυφαίο παράγοντα προστασίας       και περίθαλψης των απανταχού προσφύγων.
 Ο εξερευνητής -και ο βρετανός σύμβουλός του Φίλιπ Νόελ-Μπέικερ, νεαρός αλλά με σημαντικές διασυνδέσεις- γρήγορα διαπίστωσαν ότι οι οργανισμοί που βρίσκονται στα σπάργανα έχουν τα καλά και τα  κακά τους.
Η Κοινωνία των Εθνών θα του πρόσφερε ελάχιστα χρήματα και υποστήριξη   αλλά η αποστολή -αρχικά περιορισμένη στη Ρωσία- μακροπρόθεσμα θα του άνοιγε  πολλούς δρόμους και θα έπαιρνε πολλές μορφές.  
 Ετσι λοιπόν, στα εξήντα του χρόνια, ο Νάνσεν είχε όλα τα προσόντα για να μεσολαβήσει στις συζητήσεις μεταξύ Τούρκων, Ελλήνων και άλλων συμμετεχόντων στο δράμα  που εξελισσόταν στις δύο όχθες του Αιγαίου.
 Στις αρχές του Σεπτέμβρη του 1922 ο Νάνσεν ήταν εγκατεστημένος στο μικρό του γραφείο στο κεντρικό κτίριο της Αρμοστείας στην Ελβετία, με κύριο καθήκον την αντιμετώπιση της κατάστασης στη Ρωσία.
Μερικές     βδομάδες αργότερα έγινε πρωταγωνιστής σε μία νέα κρίση της οποίας τα γεωπολιτικά   και ανθρωπιστικά προβλήματα ήταν εξίσου σημαντικά.
Στις 19 Σεπτεμβρίου πήρε ένα τηλεγράφημα από τον συνταγματάρχη Πρόκτερ, τον απεσταλμένο της Αρμοστείας  στην κατεχόμενη από τους συμμάχους Κωνσταντινούπολη, που πιστοποιούσε αυτό που όλος ο κόσμος υποπτευόταν.
Εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες και χριστιανοί της Ανατολίας έτρεχαν να σωθούν ακολουθώντας τον ελληνικό στρατό που υποχωρούσε προς τα παράλια.
Μερικοί είχαν ήδη επιβιβαστεί σε πλοία από την Σμύρνη, που είχε καεί ολοσχερώς, και ταξίδευαν προς τα κοντινά νησιά όπως η Χίος και η Μυτιλήνη ή προς το λιμάνι του Πειραιά ή της Θεσσαλονίκης. Μεταξύ τους ήταν ένας μεγάλος αριθ­μός από γυναικόπαιδα καθώς, όπου μπορούσαν, οι Τούρκοι αιχμαλώτιζαν τον ανδρικό πληθυσμό. Κύματα προσφύγων που πίστευαν ότι στην οθωμανική πρωτεύουσα θα ήταν πιο ασφαλείς συνέρρεαν στην Κωνσταντινούπολη η οποία είχε ήδη κατακλυστεί από Τούρκους μουσουλμάνους που είχαν φτάσει από τα βάθη της Ανατολίας άστεγοι και εξαντλημένοι ύστερα από την καταστροφική μανία του ελληνικού στρατού.
Ανθρωπιστικός εφιάλτης αλλά και πολιτικό χάος απειλούσε πλέον το ηττημένο Βασίλειο της Ελλάδας και αυτό επειδή ο Μουσταφά Κεμάλ, ο νέος ηγέτης του τουρκι­κού έθνους, επέμενε αταλάντευτα ότι οι χριστιανικές μειονότητες δεν είχαν θέση στη δημοκρατία που σκόπευε να ιδρύσει.
Αυτό σήμαινε ότι η Ελλάδα, που είχε πληθυσμό γύρω στα 4,5 εκατομμύρια θα αναγκαζόταν να δεχθεί και να απορροφήσει τουλάχιστον 1,2 εκατομμύρια πρόσφυγες. Το ήδη εξασθενημένο από μία δεκαετία πολέμου κράτος κινδύνευε να καταρρεύσει.
Ο Νάνσεν ήξερε ελάχιστα πράγματα για τον ελληνικό κόσμο σε αντίθεση με τον συνεργάτη του Φίλιπ Νόελ-Μπέικερ που τον ήξερε καλά γιατί η σύζυγος του Ειρήνη ήταν κληρονόμος ενός μεγάλου κτήματος στο νησί της Εύβοιας.
Ο Νόελ-Μπέϊκερ είχε εργαστεί δίπλα στον Νάνσεν κατά τη διάρκεια της κρίσης στη Ρωσία. Ο νεαρός Βρετανός, που, κατά γενική ομολογία, ήταν ένα από τα μεγάλα ταλέντα της γενιάς του, είχε ήδη μελετήσει καλά τον μέντορά του και ήξερε πώς να του φανεί χρήσιμος.
Καθώς η κρίση στην Ανατολία κλιμακωνόταν ο Νάνσεν βυθίστηκε στα προβλήματα της περιοχής. Ανέλαβε πρωταρχικό ρόλο στις διαπραγματεύσεις μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας προκειμένου η μεταφορά των θρησκευτικών μειονοτήτων να μη γίνει με μονομερείς πράξεις βίας αλλά υπό όρους και ύστερα από επίσημη συμφωνία.
Curzon
Βασι­κοί του συνομιλητές ήταν ο Βενιζέλος, που είχε δεχθεί την παράκληση της ελληνικής κυβέρνησης να την εκπροσωπήσει στις διεθνείς συνομιλίες, και ο λόρδος Κούρζον, τέως αντιβασιλέας στην Ινδία, η λαμπρή καριέρα του οποίου έφτανε στο τέλος της και ο οποίος αντιμετώπιζε με την ίδια περιφρόνηση Τούρκους και 'Ελληνες.
 Ο Νάνσεν δεν είχε άλλη επιλογή παρά να συμβιβαστεί με οποιονδήποτε συνομιλητή έβρισκε μεταξύ των Τούρκων θριαμβευτών, που είχαν την ίδια κυκλοθυμική συμπεριφορά απέναντι στους ξένους με τους μπολσεβίκους.
Η μελέτη των αρχείων δείχνει καθαρά ότι ανάμεσα στον Βενιζέλο και τον Νάνσεν υπήρξε άριστη συνεννόηση.
Και οι δύο ήταν άνθρωποι του κόσμου με ευαίσθητες πολι­τικές κεραίες και πλήρη κατανόηση του τρόπου με τον οποίο θα διασταυρώνονταν η  διπλωματία, η τέχνη της πολιτικής και ο ανθρωπισμός στον εικοστό αιώνα.
Ο Βενιζέλος και ο Νάνσεν ήταν παρόντες στις Βερσαλλίες το 1919, ο πρώτος με κεντρικό ρόλο στη σκηνή και ο δεύτερος ως παρατηρητής που είχε βαθμιαία βυθιστεί στον γραφειοκρατικό κυκεώνα και τις μηχανορραφίες της αποστολής τροφίμων από την Αμερική στη Ρωσία.
Στις Βερσαλλίες ο 'Ελληνας και ο Νορβηγός κινήθηκαν σε διαφορετικούς κύκλους αλλά τρία χρόνια αργότερα και ύστερα από την περιφανή νίκη των Τούρκων βρέθηκαν να ανταλλάσσουν μακροσκελή, μυστικά μηνύματα και να συμφωνούν απόλυτα στους τρόπους αντιμετώπισης της κρίσης.
Η πρώτη κίνηση του Νάνσεν, ενώ βρισκόταν ακόμα στην Ελβετία, ήταν να αναβαθ­μίσει το ρόλο του. Κραδαίνοντας το τηλεγράφημα του υφισταμένου του στην Κων­σταντινούπολη, ο Νάνσεν έπεισε την Αρμοστεία να συμπεριλάβει τους πρόσφυγες της Μικρασίας στη δικαιοδοσία του.
 Θεωρητικά επρόκειτο για φιλανθρωπική αποστολή αλλά ο έμπειρος Νάνσεν γρήγορα τη μεταμόρφωσε σε πολιτική. Στις αρχές Οκτωβρίου έφτασε στην οθωμανική πρωτεύουσα όπου βασίλευαν η συνωμοσία και το παρασκήνιο.
Η αρχαία πόλη και μία στενή λουρίδα γης από κάθε όχθη βρισκόταν υπό την κατοχή των Συμμάχων -Βρετανών, Γάλλων και Ιταλών- ήδη από το 1922. Ειδικά για τη Βρετανία ο έλεγχος αυτού του περάσματος που ήταν η μοναδική δίοδος προς τη Μαύρη Θάλασσα, αποτελούσε κορυφαία στρατηγική προτεραιότητα.
 Η πόλη ήταν επίσης έδρα του σουλ­τάνου και των θρησκευτικών αρχών που θεωρητικά διαφέντευαν τις περιοχές που ανήκαν ακόμα στους Οθωμανούς. Αλλά η στρατιά των πραγματικών αφεντικών της Τουρκίας, των εθνικιστών, ήταν ήδη συγκεντρωμένη στην Άγκυρα με επικεφαλής τον Μουσταφά Κεμάλ και προχωρούσε ακάθεκτη προς την ιστορική πρωτεύουσα.Ο μεγαλύτερος πόθος των Τούρκων κατοίκων και τρόμος των Ελλήνων και των Αρμενίων που είχαν απομείνει ήταν ότι από στιγμή σε στιγμή οι δυνάμεις της Άγκυρας θα έμπαιναν στην πόλη.
Fridtjof Nansen
Όταν αποβιβάστηκε ο Νάνσεν στις ακτές του Βοσπόρου υπήρχαν ακόμα σοβαρές πιθανότητες να αναζωπυρωθεί ο πόλεμος μεταξύ της Τουρκίας και της Βρετανικής Αυτοκρατορίας.
Προτού αποστρατεύσει τους χωρικούς για να πάνε πίσω στα χωράφια τους, ο Κεμάλ είχε δεσμευτεί ότι θα αποκτήσει τον έλεγχο, με τη βία ή τη διπλωματία, της Ισταμπούλ και της ανατολικής Θράκης, δηλαδή, ολόκληρης της νοτιοανατολικής γωνιάς της Ευρώπης.
 Η βρετανική κυβέρνηση, παρόλο που ήταν διαιρεμένη και απογοητευμένη από τη στήριξη των ελληνικών στόχων, είχε ξεκαθαρίσει ότι οποιαδήποτε στρατιωτική παρέμβαση για έλεγχο των Στενών από μέρους της Τουρκίας θα εκλαμ­βανόταν ως αιτία πολέμου.
Κάποια στιγμή ο Ουίνστον Τσώρτσιλ, Υπουργός Αμύνης εκείνη την εποχή, αναγκάστηκε να κάνει έκκληση στις επικράτειες της Βρετανικής Αυτοκρατορίας να ετοιμαστούν να πολεμήσουν για την ελευθερία των Στενών.
Στις 11 Οκτωβρίου οι στρατιωτικές αντιπροσωπείες Ελλάδας, Τουρκίας, Βρετανίας, Γαλλίας και Ιταλίας κατάφεραν επιτέλους να κηρύξουν ανακωχή αποφεύγοντας τον κίνδυνο νέας διεθνούς εμπλοκής.
Ύστερα από λίγες μέρες ο Νάνσεν και ο Φίλιπ Νόελ-Μπέικερ έφευγαν με αυτοκί­νητο από την Κωνσταντινούπολη όταν βρέθηκαν μπροστά σε ένα από τα άμεσα αποτε­λέσματα αυτής της ανακωχής: την εγκατάλειψη της ανατολικής Θράκης όχι μόνο από τον ελληνικό στρατό αλλά από τους 250.000 περίπου Έλληνες πολίτες που ζούσαν εκεί.
Στους 800.000 χριστιανούς που έφευγαν κυνηγημένοι από την Μικρασία είχε προστεθεί ένας ακόμα τεράστιος αριθμός προσφύγων - και σχεδόν όλοι τους κατευθύνονταν προς στην Ελλάδα. Ο Νάνσεν περιγράφει τη σκηνή:
Τη νύχτα φτάσαμε στην κορυφή ενός λόφου και νόμισα ότι από κάτω απλωνόταν μία ολόκληρη πόλη με τα χιλιάδες φωτάκια της - ήταν οι φωτιές από τις κατασκηνώσεις που κατέκλυζαν τον κάμπο από άκρη σε άκρη, και οι άνθρωποι κοιμόντουσαν εκεί, πάνω στο χώμα χωρίς καμία προστασία. [...] Δεν ξέρουν που πηγαίνουν και όταν φτάσουν δεν θα βρουν πουθενά καταφύγιο.
Ernest  Hemingway
Μια άλλη περιγραφή της μεγάλης εξόδου από τη Θράκη έχουμε από τον νεαρό Αμερικανό ανταποκριτή Έρνεστ Χεμινγουέι.
Είκοσι μίλια μήκος έχει η σειρά με τα κάρα που τα σέρνουν αγελάδες, μοσχάρια και βόδια βουτηγμένα στη λάσπη ως τα πλευρά. Γυναίκες, παιδιά και άνδρες που τρεκλίζουν από την εξάντληση έχουν τα κεφάλια σκεπασμένα με κουβέρτες καθώς περπατάνε στα τυφλά μέσα στη βροχή δίπλα στα υπάρχοντά τους. [...] Είναι μία σιωπηλή πομπή. Δεν ακούγεται ούτε ένας αναστεναγμός. Φυλάνε όλες τις δυνάμεις τους για να τραβάνε μπροστά.
Ο Χεμινγουέι έβλεπε επίσης ότι οι επιπτώσεις αυτής της φυγής θα γίνονταν αισθη­τές στους ανθρώπους και στην πολιτική ζωή για πάρα πολύ καιρό.
Στην ανατολική Θράκη και μόνο, οι χριστιανοί πρόσφυγες που πρόκειται να εκκενωθούν είναι 250.000 [...] Σχεδόν μισό εκατομμύριο πρόσφυγες βρίσκονται τώρα στη Μακεδονία. Πώς θα τραφούν κανένας δεν γνωρίζει αλλά μέσα στον επόμενο μήνα όλος ο χριστιανι­κός κόσμος θα ακούσει την κραυγή «περάστε στη Μακεδονία και βοηθήστε μας».
Η τελευταία φράση στο άρθρο του Χεμινγουέι, που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα  Toronto  Daily Star, αναφέρεται πολύ συχνά από τους σύγχρονους ιστορικούς αλλά ελάχιστοι γνωρίζουν ότι η φράση «διαβάς εις Μακεδονίαν βοήθησον ημίν» είναι απόσπασμα από τις Πράξεις των Αποστόλων.                                      
Τηρουμένων των αναλογιών, οι Έλληνες αγρότες που εγκατέλειψαν την ανατολική Θράκη ήταν λιγότερο άτυχοι από τα 1,6 εκατομμύρια κατοίκων που μετακινήθηκαν αναγκαστικά μετά τον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο.
 Οι οικογένειες παρέμειναν τουλάχιστον ενωμένες και τους δόθηκαν δεκαπέντε μέρες προθεσμία να σώσουν τη ζωή τους και ίσως να μεταφέρουν μερικά από τα ζώα και τα υπάρχοντά τους.
Ούτε και υπήρχε κάτι το παράλογο ή απρόβλεπτο στην κλίμακα και την ταχύτητα της φυγής τους: ήταν το αναμενόμενο αποτέλεσμα της ανακωχής για το ακριβές πλαίσιο της οποίας είχαν ξεσπάσει άγριοι καυγάδες μεταξύ Βρετανίας και Γαλλίας προτού τεθεί υπόψη της Τουρκίας. Με τις νέες ισορροπίες που είχαν δημιουργηθεί ύστερα από τις επιτυχίες του Κεμάλ στα πεδία των μαχών ήταν γενικά αποδεκτό ότι η ανατολική Θράκη θα επέστρεφε στους Τούρκους. Η Γαλλία τάχθηκε υπέρ των απαιτήσεων της Τουρκίας για άμεση παράδοση, ενώ η Βρετανία ήθελε να κερδίσει χρόνο για να δοθεί στους Έλληνες -στρατιώτες και πολίτες- η ευκαιρία να κάνουν μία αξιοπρεπή και    οργανωμένη έξοδο και να αποφευχθούν οι πιέσεις που ασκούσαν οι εθνικιστές στην  Kωνσταντινούπολη .                    Τελικά δόθηκε προθεσμία 15 ημερών στους Έλληνες να φύγουν, για να έχουν οι συμμαχικές δυνάμεις ένα μήνα να μεταβιβάσουν τα εδάφη στην Τουρκία. Μόλις έγιναν γνωστοί οι όροι της συμφωνίας οι 'Ελληνες της Μικρασίας συνειδητοποίησαν ότι ο χρόνος είχε τελειώσει. Σύμφωνα με ένα απελπισμένο τηλεγράφημα που έστειλε η ελληνική διοίκηση στην Αθήνα: Η εκκένωση γίνεται κάτω από τις πιο απάνθρωπες συνθήκες που μπορεί κανείς να φανταστεί. [...] Στη Συληβρία [σήμερα παραθαλάσσιο θέρετρο στην ανατολική ακτή της Ισταμπούλ] η δεκαπενθήμερη προθεσμία συρρικνώθηκε σε τριήμερη, και η έξοδος των πανικόβλητων κατοίκων σε τόσο ελάχιστο χρόνο είναι παράλογη και τεχνικά αδύνατη γιατί ο στρατός έχει επιτάξει όλα τα μέσα μεταφοράς. Υπάρχουν δείγματα ότι η δημόσια τάξη θα διαταραχθεί μόλις αποχωρήσει ο στρατός και τότε θα έχετε πλήρη    εικόνα της τρομερής καταστροφής που έπληξε την δύσμοιρη πατρίδα μας.
Πρόσφυγες  διασχίζουν τον Έβρο

Η ανησυχία του Νάνσεν και του Βενιζέλου για τους Έλληνες της ανατολικής Θράκης ήταν χωρίς αμφιβολία ειλικρινής αλλά κανείς από τους δύο δεν μπορούσε να χάσει πολύτιμο χρόνο θρηνώντας τους διωγμούς γιατί υπήρχαν άλλες προτεραιότητες. Όσο ο Νάνσεν διαπραγματευόταν με τους αφέντες της Κωνσταντινούπολης και προσπαθούσε  να αποκτήσει επαφή με τους Τούρκους εθνικιστές που ισχυροποιούσαν την εξουσία τους στην υπόλοιπη χώρα, ο Βενιζέλος πηγαινοερχόταν μεταξύ Λονδίνου και Παρισιού.
 Είναι ειρωνικό ότι συγχρόνως έβλεπε τις γεωπολιτικές του φιλοδοξίες να γκρεμίζονται στις ίδιες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες όπου είχε χαρεί τους μεγαλύτερους διπλωματικούς θριάμβους λίγα χρόνια νωρίτερα.
Πάντως, παρόλο που δεν είχε επίσημη ιδιότητα εκτός από εκείνη του συμβούλου της ασταθούς κυβέρνησης της Αθήνας, είχε περισσότερη συναίσθηση της πραγματικότητας από πολλούς συμπατριώτες του που ήταν πιο κοντά στα πράγματα.
Για τους Βρετανούς ο Βενιζέλος ήταν ένας γνώριμος αν και αμφιλεγόμενος συνομι­λητής και ο λόρδος Κούρζον τον γνώριζε καλά. Καθώς ο Κούρζον διαπραγματευόταν με τους Γάλλους για να εξασφαλίσει ορισμένες ευνοϊκές ρυθμίσεις για τα ελληνικά συμφέροντα στους όρους της συμφωνίας, είπε στον Βενιζέλο την πικρή αλήθεια ότι η απόφαση να περάσει η ανατολική Θράκη από τον ελληνικό έλεγχο στον τουρκικό είχε ήδη ληφθεί και έπρεπε να το χωνέψει.
 Ο Βενιζέλος μετέφερε στην Αθήνα το μήνυμα, το οποίο αρχικά βρήκε διαμετρικά αντίθετους τους αξιωματικούς του στρατού που είχαν πάρει πρόσφατα την εξουσία στην Ελλάδα.
 Κατά την άποψη των σκληροπυρη­νικών στρατηγών, ο ελληνικός στρατός στη Θράκη ήταν, συγκριτικά, ετοιμοπόλεμος. Ύστερα από την ταπεινωτική ήττα που είχε υποστεί στην Ανατολία ίσως να μπορούσε τουλάχιστον να εμποδίσει την είσοδο της Τουρκίας στην Ευρώπη.
Ο Βενιζέλος ήταν η μοναδική πολιτική προσωπικότητα στην Ελλάδα που διέθετε το κύρος να εναντιωθεί σε αυτή την ιδέα. Έπεισε τους στρατηγούς ότι ήταν προς το συμ­φέρον τους να φανούν διαλλακτικοί σε αυτή τη φάση και ότι ένας συμβιβασμός στο θέμα της ανατολικής Θράκης θα δημιουργούσε πιο ευνοϊκές συνθήκες διαπραγμάτευ­σης για την Ελλάδα στην προσεχή διάσκεψη ειρήνης. Όταν όμως στις 13 Οκτωβρίου ο Βενιζέλος είδε τους ακριβείς όρους της ανακωχής που είχε υποχρεώσει την χώρα του να δεχθεί, εξοργίστηκε. 
Από την πρεσβεία της Ελλάδας στο Μέιφερ, ο πλέον αγγλόφιλος των Ελλήνων πολιτικών έγραψε στον λόρδο Κούρζον μία φαρμακερή επιστολή με την οποία κατέκρινε τις ελάχιστες προθεσμίες που δόθηκαν για την εκκένωση της Θράκης - οι οποίες θα άφηναν εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους εκτεθειμένους στους κινδύνους ενός «απόλυτου αφανισμού» εκτός αν έφευγαν αμέσως.
Η τραγική θέση αυτών των άμοιρων ανθρώπων θα χειροτερέψει από το γεγονός ότι δεν ασκήθηκε πίεση στην Τουρκία να δώσει αμνηστία σε εκείνους που, θεωρώντας τους εαυτούς τους Έλληνες πολίτες τα τελευταία δύο χρόνια, είτε υπηρέτησαν στον ελληνικό στρατό ή συνεργάστηκαν με την ελληνική διοίκηση και τώρα κατηγορούνται για έσχατη προδοσία [...] και θα κρεμαστούν. [...] Το ελληνικό έθνος αισθάνεται ότι δεν υποστηρίχθηκαν οι νόμιμες διεκδικήσεις του. [...] Το βασικό του λάθος για το οποίο κρίνεται αυστηρά [...] πίστεψε ότι ο Μεγάλος Πόλεμος έγινε, μεταξύ άλλων, για την ελευθερία των μικρών εθνών.
Την ώρα που διαμαρτυρόταν έντονα για την εκκένωση της Θράκης, ο ευφυής νους του Κρητικού ήδη υπολόγιζε τις επόμενες κινήσεις του.
Ήταν οδυνηρό, σίγουρα, αλλά η μαζική έξοδος του ελληνικού πληθυσμού από τα λιμάνια και τα εδάφη που βρίσκο­νταν γύρω από την Κωνσταντινούπολη και η εγκατάσταση του εκατό μίλια δυτικότερα θα μπορούσε να αποβεί προς το συμφέρον της Ελλάδας καθώς θα «εξελλήνιζε» την περιοχή προς δυσμάς όπου οι ελληνόφωνοι χριστιανοί ως τότε αποτελούσαν ελάχι­στη μειονότητα μεταξύ των τουρκόφωνων ή βουλγαρόφωνων μουσουλμάνων και των χριστιανών που θεωρούσαν τους εαυτούς τους Βούλγαρους. Στην Αθήνα ο φόβος της Βουλγαρίας, η οποία, προσβλέποντας σε διέξοδο στο Αιγαίο είχε συνάψει στα μέσα του 1922 μυστική διπλωματική συμφωνία με την Άγκυρα, ήταν εξίσου ισχυρός με το φόβο της Τουρκίας.
 Αυτό ήταν ένα πρόσθετο κίνητρο για να συμμαχήσει η Ελλάδα με την Τουρκία και να μπει φρένο στις εδαφικές βλέψεις της Βουλγαρίας.
Για όλους αυτούς τους λόγους η μετακίνηση του ελληνικού πληθυσμού από την ανατολική Θράκη στη δυτική ήταν ένα τίμημα που άξιζε να καταβληθεί. Εξάλλου, η ίδια αρχή -η μεταφορά πληθυσμών προκειμένου να «συγυριστεί» ο εθνικός και πολιτικός χάρτης- θα μπο­ρούσε ενδεχομένως να εφαρμοστεί και αλλού, σε μεγαλύτερη κλίμακα.
Η ιδέα μπήκε στο μυαλό του Βενιζέλου και του Νάνσεν σχεδόν ταυτόχρονα. Ακόμα και προτού δει με τα μάτια του τους ξεριζωμένους Θρακιώτες χωρικούς να έχουν κατα­σκηνώσει στον κάμπο, το πρακτικό μυαλό του Νάνσεν συνέλαβε ότι, αφού πολλοί από τους Έλληνες πρόσφυγες ήταν αγρότες, το φυσικό ήταν να εγκατασταθούν σε αγροτικές περιοχές όπου θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν την τροφή τους το γρηγο­ρότερο, προκειμένου η περίοδος της εξάρτησής τους από ανθρωπιστική βοήθεια να περιοριστεί στο ελάχιστο.
Μόνο ένας τρόπος υπήρχε για να ελευθερωθούν άμεσα τα κατάλληλα εδάφη και αυτός ήταν να μεταφερθεί στην Τουρκία ο μουσουλμανικός πλη­θυσμός της Ελλάδας που αριθμούσε περίπου 500.000 ανθρώπους, όπως αποδεικνύει και η απόρρητη επιστολή που έστειλε στις 10 Οκτωβρίου ο Νάνσεν από το ξενοδο­χείο Πέρα Πάλας στην Κωνσταντινούπολη, στον Βενιζέλο στο Λονδίνο. Χαρακτηρίζει «απερίγραπτα τραγική» την κατάσταση των 750.000 προσφύγων που έφευγαν ή είχαν ήδη φύγει από την Ανατολία προς την Ελλάδα.
Παρά τις υπεράνθρωπες προσπάθειες των ελληνικών αρχών και των οργανισμών περίθαλψης, δεν υπήρχε αρκετό φαγητό, καταλύματα και ρούχα για τους πρόσφυγες και τα μέσα που διέθεταν για να τους περι­θάλψουν έστω και μέχρι το επόμενο καλοκαίρι, απλούστατα δεν ήταν αρκετά.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα [...] είναι τι θα απογίνουν τελικά οι πρόσφυγες. Όλοι φαίνεται να συμφωνούν ότι υπάρχουν ελάχιστες ελπίδες να τους δεχθούν οι Τούρκοι πίσω στη Μικρασία, ούτε και θα το θελήσουν οι ίδιοι. [...] Πρέπει λοιπόν να βρεθεί άλλο μέρος και υποθέτω ότι σκοπός και της ελληνικής κυβέρνησης, είτε επιτευχθεί συμφωνία με την τουρκική κυβέρνηση είτε όχι, είναι να τους εγκαταστήσει στα εδάφη της Μακεδονίας και της Δυτικής Θράκης.
 Από όσο μπορώ να καταλάβω το ζήτημα, μου φαίνεται ότι η διαδικασία ανταλλαγής πληθυσμών θα είναι τόσο μακροχρόνια και επίπονη που σε κάθε περίπτωση η καλύτερη λύση είναι η εγκατάσταση ενός πολύ μεγάλου αριθμού προσφύ­γων σε περιοχές που έχουν μείνει ακατοίκητες και ακαλλιέργητες.
Ο Βενιζέλος από την πλευρά του δεν έβλεπε γιατί η ανταλλαγή των πληθυσμών έπρεπε οπωσδήποτε να είναι «μακροχρόνια και επίπονη». Στις 13 Οκτωβρίου και ενόσω διαμαρτυρόταν στον λόρδο Κούρζον για τη σκληρότητα των όρων ανακωχής, τηλεγράφησε στον Νάνσεν ζητώντας του να «προσπαθήσει ώστε η μεταφορά του πλη­θυσμού να ξεκινήσει πριν από την υπογραφή της ειρήνης».
 Δύο μέρες μετά ο Νίλσεν έλαβε εντολή από τους ύπατους αρμοστές της Βρετανίας, της Γαλλίας, της Ιταλίας και της Ιαπωνίας -των συμμαχικών δυνάμεων που έλεγχαν την Κωνσταντινούπολη- να «πάρει όλα τα δυνατά μέτρα για να γίνει η ανταλλαγή το γρηγορότερο, ανεξάρτητα από τις ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις». Θα μπορούσε λοιπόν κανείς να ισχυριστεί ότι πράγματι ο Νάνσεν ακολουθούσε τις οδηγίες των Συμμάχων για προώθηση της ανταλλαγής των πληθυσμών. Αυτό άλλωστε επιθυμούσε και ο ίδιος.
Παρόλο που ορισμένες περιοχές της Μακεδονίας θα μπορούσαν να ελευθερωθούν ύστερα από επίταξη εδαφών από τους γαιοκτήμονες ή την εκκλησία, ο Βενιζέλος πίστευε ότι η απομάκρυνση του μουσουλμανικού πληθυσμού δεν ήταν μόνο ευχής έργο αλλά και απαραίτητη προϋπόθεση για την εγκατάσταση των προσφύγων που έφταναν από την Μικρασία και ότι μία συμφωνία για την ανταλλαγή πληθυσμών ήταν ο μόνος τρόπος για να υλοποιηθεί.
 Τί όμως σήμαινε αυτό; Σαν διπλωματικό εργαλείο δεν ήταν ακριβώς πρωτάκουστο. Την περασμένη δεκαετία κάθε νέος γύρος εχθροπραξιών με επίκεντρο τα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην Ευρώπη είχε οδηγήσει σε μαζικές μετακινή­σεις κατοίκων και σε τουλάχιστον δύο περιπτώσεις αυτές οι μετακινήσεις είχαν προωθηθεί και υποστηριχθεί από τις εμπλεκόμενες κυβερνήσεις.
Σαν επακόλουθο του πρώτου Βαλ­κανικού Πολέμου του 1912 εκατοντάδες χιλιάδες Ευρωπαίων μουσουλμάνων κατέφυγαν σε εδάφη της οθωμανικής επικράτειας. Αυτό με τη σειρά του προκάλεσε το νέο τουρκικό καθεστώς να τους «βρει χώρο» εξορίζοντας τους Έλληνες από ορισμένα παράλια εδάφη της Μικρασίας.
Ο δεύτερος γύρος εχθροπραξιών, κατά τον οποίο η Τουρκία επανέκτησε περιοχές της Βουλγαρίας, άφησε στο «λάθος σημείο» των νεοχαραγμένων συνόρων Τούρ­κους και Βουλγάρους κατοίκους.
Έτσι, ως μέρος των ειρηνευτικών διαβουλεύσεων συμ­φωνήθηκε ότι όσοι κάτοικοι ζούσαν σε απόσταση 15 μιλίων από τη συνοριακή γραμμή ήταν ελεύθεροι να μετακομίσουν στο κράτος στο οποίο πίστευαν ότι ανήκαν.
Ένα κίνητρο για την περιορισμένης κλίμακας τουρκοβουλγαρική ανταλλαγή πλη­θυσμών του 1913 (υποτίθεται ότι τότε χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά ο όρος) αποκαλύφθηκε από έναν Τούρκο διπλωμάτη αρκετά χρόνια μετά.
Εκείνη την εποχή η Τουρκία ετοιμαζόταν για νέο πόλεμο με την Ελλάδα, από τον οποίο προσδοκούσε να προσαρτήσει τη Μυτιλήνη και άλλα νησιά του Αιγαίου. Ήθελε λοιπόν πολύ να εξομαλύνει τις σχέσεις της με τη Βουλγαρία και να «τακτοποιήσει» το ζήτημα των εθνοτήτων, κάτι που επιβεβαίωνε μία σημαντική αρχή της διπλωματίας.
Οι χώρες που είναι έτοιμες να διεκδικήσουν με τα όπλα τη διεύρυνση των συνόρων τους, καλό είναι να έχουν «στρατηγικά τοποθετημένες μειονότητες» πίσω από τα ισχύοντα σύνορα ώστε να δημιουργούνται αφορμές για αναταραχή.
Όταν όμως δύο χώρες επιδιώκουν ειλικρινά την ειρήνη, τότε οι ανταλλαγές πληθυσμών χρησιμεύουν για να αποφεύγο­νται οι συγκρούσεις μεταξύ των δυσαρεστημένων μειονοτήτων.
Μετά τον Α' Παγκόσμιο πόλεμο, στον οποίο ηττήθηκε η Γερμανία μαζί με τη Βουλ­γαρία και τους οθωμανούς συμμάχους τους, υπήρξε μία μικρότερης κλίμακας ανταλ­λαγή πληθυσμών μεταξύ Βουλγαρίας και Ελλάδας.
 Όταν η Βουλγαρία αναγκάστηκε να παραχωρήσει τη δυτική Θράκη που για ένα μικρό διάστημα της πρόσφερε διέξοδο στο Αιγαίο, οι νέοι αφέντες της περιοχής, οι 'Ελληνες, θέλησαν να ξεφορτωθούν τους Βούλγαρους κατοίκους.
Η Ελληνοβουλγαρική ανταλλαγή του 1919 ήταν στην ουσία η αφορμή για τον «εξελληνισμό», ως ένα σημείο, της δυτικής Θράκης.
Τις παραμονές του πολέμου του 1914-18 είχε γίνει μία πρώτη συζήτηση ανάμεσα στον Βενιζέλο, πρωθυπουργό τότε, και τον επικεφαλής της τουρκικής διπλωματικής αποστολής στην Ελλάδα κατά την οποία είχε τεθεί το ζήτημα της ανταλλαγής μεγάλου αριθμού μουσουλμάνων από τα νεοαποκτηθέντα εδάφη της Ελλάδας στο βορρά και Ελλήνων που ζούσαν στη Μικρασία, αλλά δεν προχώρησε ποτέ.
Δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς τη σκοπιμότητα αυτής της κίνησης, καθώς θα «ανακούφιζε» την Ελλάδα από έναν πολυπληθή και εν δυνάμει εχθρικό μουσουλμανικό πληθυσμό και συγχρόνως θα βοηθούσε να «τουρκέψει» η δυτική ακτή της Ανατολίας. Φαίνεται ότι εκείνη την εποχή ο Βενιζέλος δεν έβλεπε σοβαρές πιθανότητες να αποκτήσει η Ελλάδα τον πολιτικό έλεγχο της περιοχής.
Το φθινόπωρο του 1922 και ύστερα από την περιφανή νίκη του Κεμάλ το ζήτημα ξαναβγήκε στην επιφάνεια με πιο συγκεκριμένη μορφή. Παρακολουθώντας τα γεγονότα από το Λονδίνο, ο Βενιζέλος έβγαλε το συμπέρασμα ότι η απέλαση του μουσουλ­μανικού πληθυσμού της Ελλάδας (ιδανικά με τη σύμφωνη γνώμη της Τουρκίας και της διεθνούς κοινότητας αλλά στην ανάγκη και χωρίς αυτήν) ήταν ο καλύτερος τρόπος για να απορροφηθούν οι ελληνορθόδοξοι πρόσφυγες και να σταθεροποιηθεί το κράτος.
Στο γράμμα του προς το ελληνικό υπουργείο εξωτερικών στις 17 Οκτωβρίου παρατη­ρεί: «Δεν είναι υπερβολή να ισχυριστεί κανείς ότι το μέλλον της Ελλάδας εξαρτάται από το αν η λύση που θα δοθεί στο πρόβλημα είναι επιτυχημένη ή όχι. Μία αποτυχία θα έχει ανατριχιαστικές επιπτώσεις, ενώ μία επιτυχία θα μας δώσει την ευκαιρία, μέσα σε λίγα χρόνια, να συνέλθουμε από τα ασήκωτα βάρη που μας φόρτωσε η κακή έκβαση του πολέμου - και να εξασφαλιστεί, παρά την κατάρρευση της Μεγάλης Ιδέας, η Μεγάλη Ελλάδα - της οποίας τα σύνορα δεν θα είναι ποτέ ασφαλή εκτός αν η δυτική Θράκη και η Μακεδονία γίνουν ελληνικά εδάφη, όχι μόνο πολιτικά αλλά και φυλετικά».
Με άλλα λόγια, ο Βενιζέλος είχε επίγνωση του προβλήματος αλλά έβλεπε και μία ευκαιρία στο δράμα των προσφύγων.
 Παρόλο που το όραμά του για μία Μεγάλη Ελλάδα που θα απλωνόταν σε δύο ηπείρους είχε χαθεί, ίσως θα μπορούσε ακόμα να ισχυροποιήσει τα εδάφη που είχε κερδίσει η Ελλάδα στο βορρά αντικαθιστώντας τους μουσουλμάνους κατοίκους με χριστιανούς από την Ανατολία.
Επιπλέον, απευθυνόμενος στους μάλλον απογοητευμένους συμπατριώτες του, ήταν ξεκάθαρος για τον τρόπο με τον οποίο θα πετύχαινε το σκοπό του. «Αυτό σημαίνει ότι χωρίς την άμεση αποχώρηση των μουσουλ­μάνων από την Ελλάδα, το πρόβλημα στέγασης των χριστιανών προσφύγων θα είναι δυσεπίλυτο και η απορρόφησή τους επίσης δύσκολη.
 Και αν ο Δρ. Νάνσεν δεν κατα­φέρει να εξασφαλίσει την συμφωνία της κυβέρνησης της Αγκυρας για αυτή την άμεση αποχώρηση, η κυβέρνηση των Αθηνών πρέπει να είναι έτοιμη, μόλις γίνει η εκκένωση της ανατολικής Θράκης, σε ένα διάστημα τεσσάρων-πέντε εβδομάδων να διατάξει την απέλαση του τουρκικού πληθυσμού από την Ελλάδα.
Θα ζητήσουμε η διαδικασία να γίνει υπό την επίβλεψη του Δρ. Νάνσεν ο οποίος θα εγγυηθεί ότι αυτό γίνεται με τον πλέον πολιτισμένο τρόπο. Δεν πρέπει απλώς να επιτραπεί στους μουσουλμάνους να πάρουν μαζί όλα τα κινητά περιουσιακά τους στοιχεία, αλλά και να τους δοθεί βοήθεια.
Αυτό το καθή­κον πρέπει να το αναλάβει μία επιτροπή με επικεφαλής κάποιον κρατικό αξιωματούχο, η οποία θα ορίσει και τις προθεσμίες για την εκκένωση κάθε περιοχής ξεκινώντας από την δυτική Θράκη, κατόπιν τη δυτική Μακεδονία και τα νησιά. [...]
Αν όπως υπολογίζω υπάρχουν περίπου 350.000 Τούρκοι στην Ελλάδα -συμπεριλαμβανομένων εκείνων της δυτικής Θράκης- τότε θα ήταν δυνατόν να εγκαταστήσουμε περίπου 500.000 χριστιανούς πρόσφυγες, ίσως και 700.000 στα σπίτια που εγκαταλείπουν.
 Είναι φανερό σε ποιο βαθμό αυτό λύνει το πρόβλημα της άμεσης εγκατάστασης των [χριστιανών] προσφύγων και η επιχείρηση της μόνιμης αποκατάστασης τους θα διευκολυνθεί καθώς οι πρόσφυγες θα καλύψουν το κενό που θα δημιουργήσει η αναχώρηση των Τούρκων.
Θα πρέπει εξ αρχής να διασφαλίσουμε ότι οι αγροτικές κοινότητες από την Ανατολία θα εγκατασταθούν στις αγροτικές περιοχές και οι πρόσφυγες από τα αστικά κέντρα στις πόλεις».
Ο Βενιζέλος δεν ήταν μόνο υπέρ των δρακόντειων μέτρων. Σαν ευφυής πολιτι­κός με πλήρη συναίσθηση της διεθνούς συγκυρίας έβλεπε καθαρά τα επικοινωνιακά προβλήματα που θα προκαλούσε μία αναγκαστική απέλαση μουσουλμάνων από την Ελλάδα.
"Η κυβέρνηση οφείλει να γνωρίζει ότι η ηθική μας υπόσταση στην πολιτι­σμένη οικογένεια των εθνών έχει δεχθεί ισχυρό πλήγμα ύστερα από τους εμπρησμούς και άλλες βιαιοπραγίες στις οποίες επετράπη στον ελληνικό στρατό να προβεί στη Μικρά Ασία, πράξεις τις οποίες εκμεταλλεύτηκε πολύ αποδοτικά ο φοβερός και άριστα οργανωμένος τουρκικός μηχανισμός προπαγάνδας.
Χρειαζόμαστε οπωσδήποτε λοιπόν να επανακτήσουμε τον ηθικό σεβασμό του κόσμου και η υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών πρέπει να συμβεί έτσι ώστε το μέτρο -που αυτό καθεαυτό είναι απολύ­τως βάρβαρο- να γίνει αποδεκτό σαν αναγκαία λύση που αντιμετωπίστηκε με την φροντίδα και την συμπόνια ενός πολιτισμένου λαού απέναντι στις δοκιμασίες των μετακινούμενων. Όσο για τις διαμαρτυρίες που αυτό το μέτρο θα ξεσηκώσει στις ξένες χώρες, είμαι διατεθειμένος να αναγνωρίσω δημόσια την «πατρότητα» αυτής της ιδέας και να την υπερασπιστώ.Ό,τι απομένει από το κύρος που απολαμβάνω διεθνώς θα βοηθήσει ώστε να μετριαστεί η αγανάκτηση".
Όπως φαίνεται καθαρά από την επιστολή, ο Βενιζέλος είχε πολύ μοντέρνα αντί­ληψη όχι μόνο των δημόσιων σχέσεων αλλά της πολιτικής διαχείρισης του ανθρώπινου παράγοντα.
Ακολούθησε τους κανόνες του παιγνιδιού παρατηρώντας τους τοπικούς παίκτες οι οποίοι προωθούσαν μεν τα δικά τους συμφέροντα (γιατί κανένας άλλος δεν θα το έκανε), αλλά παρουσίαζαν προς τα έξω μία εικόνα ηπιότητας, ανιδιοτέλειας και ανθρωπισμού.
Καταδίκαζαν τις πράξεις των αντιπάλων τους σαν εγκλήματα όχι μόνον εναντίον των ίδιων και του λαού τους αλλά εναντίον ολόκληρης της ανθρω­πότητας - εξασφαλίζοντας συγχρόνως ότι οι δικές τους πράξεις, ανεξάρτητα από το πόσο απάνθρωπες ήταν, θα φαίνονταν είτε λογικές ή στη χειρότερη περίπτωση φυσικές αντιδράσεις σε απαράδεκτες προκλήσεις.
 Ακολουθώντας αυτό το δρόμο ο Βενιζέλος συμπεριφέρθηκε όπως όλοι οι εθνικιστές ηγέτες, ακόμα και σήμερα, στις εμπόλεμες ζώνες από τα Βαλκάνια ως το Αφγανιστάν.
Και ο Νάνσεν, ο εκπρόσωπος της διεθνούς κοινότητας, πως αντέδρασε; Σοκαρί­στηκε καθόλου με τις προτάσεις του Βενιζέλου; Φαίνεται πως όχι.
 Αντίθετα, η ιδέα μιας άμεσης και αποτελεσματικής αντιμετώπισης της κρίσης προκειμένου να σταθεροποι­ηθεί η περιοχή, παρά το γεγονός ότι δεν ήταν παρά μία άσκηση εθνοτικής μηχανικής άνοιξε την όρεξη του Νορβηγού για υψηλή στρατηγική και άμεση δράση. Ούτε χρεια­ζόταν ο Νάνσεν ιδιαίτερη ενθάρρυνση για να υιοθετήσει την διαπραγματευτική τακτική που του πρότεινε ο Βενιζέλος, δηλαδή να πείσει τους Τούρκους να συμφωνήσουν σε μία αμοιβαία ανταλλαγή, αλλιώς η ελληνική κυβέρνηση θα εξόριζε την μουσουλμανική κοινότητα από μόνη της.
Παράλληλα με αυτό το ευθύ μήνυμα στο υπουργείο εξωτερικών της Ελλάδας, ο Κρητικός πολιτικός έστειλε μία εξίσου αποκαλυπτική επιστολή στον Νάνσεν στην Κωνσταντινούπολη με την οποία του εξέθετε διάφορους τρόπους για να πείσει την τουρκική πλευρά.
 «Αν η υψηλού επιπέδου επιχειρηματολογία αποτύχει να πείσει τον Μουσταφά Κεμάλ», για την χρησιμότητα της αμοιβαίας ανταλλαγής πληθυσμών, έγραφε ο Βενιζέλος, «τότε η Ελλάδα πιθανότατα θα αναγκαστεί να επιβάλει την άμεση μετανάστευση όλων των Τούρκων που ζουν σήμερα σε ελληνικά εδάφη».
Ακόμα μεγα­λύτερος πονοκέφαλος για το Βενιζέλο ήταν η μοίρα του ανδρικού πληθυσμού που είχε αιχμαλωτίσει ο τουρκικός στρατός καθώς σάρωνε τα εδάφη της Ανατολίας. Και γι' αυτό το ζήτημα παρότρυνε τον Νάνσεν να μεταβιβάσει στην τουρκική πλευρά το μήνυμα ότι η Ελλάδα δεν θα δίσταζε να χρησιμοποιήσει τα ίδια μέσα.
Όσον αφορά στο ζήτημα της απελευθέρωσης του ανδρικού πληθυσμού που είναι σε στρατεύσιμη ηλικία, ίσως θα μπορούσατε, σε περίπτωση ανάγκης, να πληροφορήσετε τον Κεμάλ ότι, αν παραμείνει ανυποχώρητος, η ελληνική κυβέρνηση επίσης θα παρα­μένει ανυποχώρητη.
 Η ελληνική κυβέρνηση θα αναγκαστεί να προβεί σε αντίποινα επι­στρατεύοντας τον ανδρικό πληθυσμό μουσουλμάνων της Ελλάδος. Ειλικρινά λυπάμαι που θέτω τόσο ωμά το ζήτημα, αλλά για τον ανατολίτικο νου ίσως αποδειχθούν πιο πειστικά στην περίπτωση που άλλα επιχειρήματα αποτύχουν.
Ποια λοιπόν ήταν η αντίδραση του «ανατολίτικου νου»; Στην κατεχόμενη από τους Συμμάχους Κωνσταντινούπολη, όπου το κεμαλικό καθεστώς δεν είχε ακόμα ισχυρο­ποιηθεί, ο Νάνσεν αρχικά δεν αντιμετώπισε δυσκολίες να βρει συνομιλητές που εκπρο­σωπούσαν την Άγκυρα.
 Ο ίδιος ο Κεμάλ δεν είχε καιρό για κουβέντες καθώς ήταν πολύ απασχολημένος με την εμπέδωση της νίκης του και την προσπάθεια να ηγηθεί ενός προβληματικού συνασπισμού. Αλλά στις συζητήσεις του με τους έμπιστους συνεργάτες του Κεμάλ ο Νάνσεν φαίνεται ότι χρησιμοποίησε αρκετά από τα επιχειρήματα του Βενιζέ­λου.
Σύμφωνα με τον βοηθό του Φίλιπ Νόελ-Μπέικερ, ο Νάνσεν υπέβαλε την ακόλουθη πρόταση στον Ρεφέτ πασά, τον εκλεγμένο κυβερνήτη της Κωνσταντινούπολης:
Η Ελλάδα, λόγω τρομακτικής έλλειψης ζωτικού χώρου, ίσως υποχρεωθεί να απελά­σει το μισό εκατομμύριο των Τούρκων που ζουν εκεί.
Αν φτάναμε σε μία συμφωνία όπως ακριβώς την προτείνει, αυτοί οι Τούρκοι θα μετακινηθούν υπό την επίβλεψη των αντιπροσώπων της διεθνούς κοινότητας, τα περιουσιακά τους στοιχεία θα εξεταστούν αμερόληπτα και όταν φθάσουν στην Τουρκία θα λάβουν πλήρη αποζημίωση για ό,τι άφησαν πίσω τους.
 Σε κάθε περίπτωση, η Τουρκία θα χρειαστεί να εγκαταστήσει νέους κατοίκους στις πόλεις και τα χωριά που εγκαταλείφθηκαν από τους 'Ελληνες.
Έχοντας κατατροπώσει τον ελληνικό στρατό και κυνηγήσει την πλειονότητα των ελληνορθόδοξων έξω από την Ανατολία, οι Τούρκοι δεν είχαν όρεξη για νουθεσίες από τους ηττημένους εχθρούς τους ή τους εκπροσώπους τους.
 Επιπλέον, η απειλή της Ελλάδας ότι θα πάρει μέτρα εναντίον των Οθωμανών μουσουλμάνων θα πρέπει να φάνηκε στην Άγκυρα τουλάχιστον αστεία. Αν γινόταν κάτι τέτοιο θα έδινε στους Τούρκους μία πρώτης τάξεως αφορμή για να επιτεθούν στην δυτική Θράκη, μία περιοχή που οι εθνικιστές την είχαν από καιρό στο μάτι, ή να εξαπολύσουν ένα ακόμα κύμα ωμής βίας εναντίον των χριστιανών που παρέμεναν στην Ανατολία.
Αλλά ουσιαστικά η ανταλλαγή των ελληνοτουρκικών πληθυσμών είχε ήδη γίνει αποδεκτή από τους Τούρκους εθνικιστές και ο δρόμος για τον Βενιζέλο και τον Νάνσεν ήταν ανοιχτός. 
Ήδη από το Μάρτιο του 1922, ο λόρδος Κούρζον είχε μάθει από έναν απεσταλμένο του Μουσταφά Κεμάλ ότι «η κυβέρνηση της Άγκυρας δεν θα φέρει αντιρρήσεις σε μία λύση που ικανοποιεί την κοινή γνώμη και εξασφαλίζει ηρεμία στη χώρα, και είναι έτοιμη να συναινέσει στην ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλήνων της Μικρασίας και μουσουλμάνων της Ελλάδας».
Εκείνο τον καιρό ο ελληνικός στρατός ήταν ακόμα σταθερά εγκατεστημένος στην καρδιά της Ανατολίας και δεν υπήρχε άμεση απειλή για τους χριστιανούς της περιοχής. Η αποχώρηση του ελληνικού πληθυσμού θα έδινε στον κόσμο την εντύπωση μιας καθαρά χαριστικής παραχώρησης από μέρους των Συμμάχων προς την τουρκική εθνι­κιστική κυβέρνηση, τη νομιμότητα της οποίας η Βρετανία δεν αναγνώριζε.
 Η απάντηση του λόρδου Κούρζον στον απεσταλμένο, τον Γιουσούφ Κεμάλ Μπέη εκ πρώτης όψεως ακούγεται αφελής αλλά αποδείχθηκε προφητική. Ενώ «μπορούσε να γίνει κάτι προς αυτή την κατεύθυνση» μία ανταλλαγή δεν αποτελούσε ολοκληρωμένη λύση καθώς «οι (Ελληνες) κάτοικοι της Μικρασίας ήταν γύρω στο μισό εκατομμύριο. Για πρακτικούς λόγους δεν θα μπορούσαν να φύγουν όλοι και για αγροτικούς και εμπορικούς λόγους πολλοί από αυτούς δεν θα ήθελαν να φύγουν».
Ως τον Οκτώβριο του 1922 το ζήτημα της «εκούσιας αναχώρησης» των ελληνορ­θόδοξων της Ανατολίας, που τελικά ήταν γύρω στο 1,5 εκατομμύριο, είχε φυσικά διευ­θετηθεί.
Οι περισσότεροι ήταν νεκροί, αιχμάλωτοι ή προσπαθούσαν να επιβιώσουν στα Μικρασιατικά παράλια και οι υπόλοιποι ήταν κλεισμένοι σε στρατόπεδα Ελλήνων προσφύγων.
 Ο Μουσταφά Κεμάλ δήλωσε ότι οι μουσουλμάνοι της Ελλάδας (και των πρώην οθωμανικών εδαφών) ήταν καλοδεχούμενοι και η νέα Τουρκία που σκόπευε να ιδρύσει τους παρακινούσε να γυρίσουν.
Δεν έβλεπε σοβαρούς λόγους, στρατηγικούς ή ανθρωπιστικούς, για να «παραμείνουν» οι οθωμανοί μουσουλμάνοι στην Ελλάδα - με εξαίρεση τους κατοίκους της δυτικής Θράκης την οποία ορισμένοι Τούρκοι εθνικιστές ακόμα ονειρεύονταν να προσαρτήσουν ύστερα από δημοψήφισμα.
Στις αρχές του Σεπτεμβρίου 1922, όταν οι δυνάμεις του ήδη κυνηγούσαν τον συντε­τριμμένο ελληνικό στρατό προς τα παράλια του Αιγαίου, ο Κεμάλ έθεσε για άλλη μία φορά το ζήτημα της ανταλλαγής πληθυσμών.
Αυτή τη φορά η πρόταση του είχε τη μορφή οδηγιών στον Φετιγιέ μπέη, τον οποίο έστειλε ως εκπρόσωπο της Άγκυρας στο Λονδίνο με την εντολή να δώσει την εντύπωση ότι η κυβέρνηση ήταν ανοιχτή στις συζητήσεις για τη σύναψη ανακωχής.
Για την ακρίβεια, όπως οι Τούρκοι ιστορικοί σημειώνουν με επιδοκιμασία, η αποστολή του Φετιγιέ μάλλον ήταν μπλόφα.
Ύστερα από τους θριάμβους του στην καρδιά της Ανατολίας, ο τουρκικός στρατός δεν είχε κανένα λόγο να καταθέσει τα όπλα προτού διώξει τους Έλληνες από κάθε γωνιά της Ανατολίας, συμπεριλαμβανομένης της Σμύρνης.
 Αλλά οι προτάσεις που έφερε ο Φετι­γιέ μπέης στην Βρετανία δεν ήταν τίποτα περισσότερο από απαιτήσεις της μεταπολεμι­κής κυβέρνησης της Άγκυρας.
 Ζητούσε πλήρη αποκατάσταση των φυσικών και ηθικών καταστροφών που προκάλεσε η Ελλάδα, την άμεση τοποθέτηση της Ισταμπούλ και της ανατολικής Θράκης υπό τουρκικό έλεγχο και την ανταλλαγή των πληθυσμών.
 Στις 22 Οκτωβρίου ο Κεμάλ οριστικοποίησε τη θέση του στέλνοντας στον Νάνσεν ένα ξερό τηλεγράφημα με το οποίο του γνώριζε ότι η ανταλλαγή είχε γίνει «αποδεκτή επί της αρχής» και τον καλούσε να συζητήσει τις λεπτομέρειες με τους εκπροσώπους του.
Στα χείλη πολιτικών που ούτως ή άλλως σκοπεύουν να διώξουν τις μειονότητες, μία «συμφωνία για την ανταλλαγή πληθυσμών» τί ακριβώς σημαίνει;
Αυτό που κάθε πλευρά εννοεί είναι το εξής: Σε εξουσιοδοτώ να εξορίσεις τους ανθρώπους «μου» - όσους δηλαδή ανήκουν σε μένα εθνικά ή θρησκευτικά και ζουν στα εδάφη σου. Υπό άλλες συνθήκες κάτι τέτοιο θα το θεωρούσα εχθρική πράξη αλλά χάρη στην συμφω­νία που μόλις συνάψαμε είμαι διατεθειμένος να δεχθώ και να διευκολύνω αυτή την κίνηση - και σε αντάλλαγμα αποκτώ την άδεια να εξορίσω τους ανθρώπους «σου» από τα εδάφη μου.
Μια άλλη διαφορά μεταξύ εξορίας και «ανταλλαγής» είναι ότι στη δεύτερη περί­πτωση οι κυβερνήσεις συνεργάζονται για να εξασφαλίσουν ορισμένα προνόμια για τον εαυτό τους. Για να το θέσουμε ωμά, μία συμφωνημένη ανταλλαγή επιτρέπει στις εμπλεκόμενες κυβερνήσεις να καρπωθούν τα «πλεονεκτήματα» της απέλασης ανεπι­θύμητων μειονοτήτων χωρίς να αντιμετωπίσουν ηθική κατακραυγή.
Για τους φιλελεύθερους δυτικούς η ιδέα ότι ένα κράτος μπορεί να «επωφελείται» από την εξορία ανεπιθύμητων μειονοτήτων που ζουν στο έδαφος του ακούγεται ανατριχιαστική. 
Αλλά τα περισσότερα έθνη-κράτη που προέκυψαν από τα συντρίμμια της Οθωμανικής, της Αυστροουγγαρικής και της Τσαρικής Αυτοκρατορίας σκέπτονταν ακριβώς έτσι. Αυτό θέτει το ερώτημα ποια ακριβώς είναι αυτά τα υποτιθέμενα «οφέλη» της εξορίας.
 Είτε αυτό συμβαίνει στην Ουγκάντα του Ιντί Αμίν, στην Αίγυπτο του Νάσερ, στην σερβοκρατούμενη Βοσνία ή αλλού, η εξορία μιας μειονότητας είναι συχνά πράξη συμφεροντολογική και υπολογισμένη από μέρους των εθνικιστικών κομμάτων ή ηγετών που παλεύουν με νύχια και με δόντια να διατηρήσουν την εξουσία.
Ακόμα και όταν φοράει ιδεολογικό μανδύα ο κύριος στόχος μιας τέτοιας λύσης είναι να παρέχει στον ηγέτη κέρδη τα οποία ύστερα μπο­ρεί να μοιράσει στους πιστούς υποστηρικτές του.
Στην περίπτωση που η ανταλλαγή γίνεται κατόπιν συμφωνίας, οι εμπλεκόμενες κυβερνήσεις αναγκάζονται να χαλιναγωγήσουν τις συμφεροντολογικές τους ορέξεις και, τουλάχιστον θεωρητικά, να μετριάσουν τις βλάβες που προξένησαν στους ανθρώπους παρέχοντας εγγυήσεις για τη ζωή τους ή βοηθώντας τους να μεταφέρουν ορισμένα από τα υπάρχοντά τους και να αποζημιωθούν για τις περι­ουσίες τους.
Σε αντάλλαγμα, κάθε κράτος εξασφαλίζει «πιστούς» και ευγνώμονες πολίτες ενώ παράλληλα ξεφορτώνεται τους εν δυνάμει δόλιους «ξένους».
Ώς τα μέσα Οκτωβρίου του 1922 ο Νάνσεν έβλεπε ότι μπορούσε και έπρεπε οπωσ­δήποτε να επισπεύσει το μεγάλο παζάρι μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας στο ζήτημα της ανταλλαγής.
 Ένας από τους λόγους ήταν ότι οι μονομερείς διωγμοί των χριστιανών της Ανατολίας είχαν εντατικοποιηθεί. Τα τούρκικα λιμάνια κατακλύζονταν από απελπι­σμένους πρόσφυγες που είχαν ξεσπιτωθεί και δεν έβλεπαν την ώρα να εγκατασταθούν σε ασφαλέστερο τόπο.
Αυτό δημιούργησε στους πιο απαισιόδοξους 'Ελληνες φόβο ότι οι Τούρκοι δεν είχαν ιδιαίτερους λόγους να βιάζονται να συμφωνήσουν σε ένα συγκε­κριμένο σχέδιο δράσης -την εξορία όλων ή σχεδόν όλων των χριστιανών- γιατί ήδη το εφάρμοζαν.
Αν όμως ο Μουσταφά Κεμάλ έβλεπε πλεονεκτήματα σε μία συμφωνία ήταν επειδή, όπως ο Βενιζέλος, προσδοκούσε σε μόνιμη ειρήνη μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας και επίσης λόγω των επιχειρημάτων που είχε προβάλλει ο ίδιος ο Νάνσεν - ότι δηλαδή η άφιξη μουσουλμάνων από την Ελλάδα θα συμπλήρωνε κατά κάποιον τρόπο το δημογραφικό και οικονομικό κενό που άφηναν φεύγοντας οι χριστιανοί.
Philip Noel-Baker
Την τρίτη εβδομάδα του Οκτωβρίου, ο Νάνσεν και ο Νόελ-Μπέικερ ταξίδεψαν στην Αθήνα για να σιγουρευτούν ότι η ελληνική ηγεσία, που την καθοδηγούσε ο Βενιζέλος από το εξωτερικό, καταλάβαινε πλήρως και συμφωνούσε με την ιδέα της ανταλλαγής πληθυσμών, υπό την αιγίδα και φυσικά την οικονομική υποστήριξη της Κοινωνίας των Εθνών.
Ο Νάνσεν συνέλαβε με τη γνωστή του διαίσθηση το ρόλο που θα έπαιζαν οι διεθνείς οικονομικοί θεσμοί όπως η Παγκόσμια Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα.
 Εξήγησε στο Νικόλαο Πολίτη, τον Έλληνα υπουργό εξωτερικών, πως η Κοινωνία των Εθνών κατόπιν συμφωνίας των μελών του συμβουλίου της μπορούσε να εγγυηθεί την αξιοπιστία της Ελλάδας και να τη βοηθήσει να δανειστεί χρήματα για την περίθαλψη των προσφύγων.
 Όταν ο Νάνσεν παρουσί­ασε στον υπουργό μία λεπτομερή γραπτή πρόταση, φάνηκε καθαρά η ευγνωμοσύνη του Πολίτη και της κυβέρνησής του απέναντι σε κάθε είδους διεθνή υποστήριξη και η απόλυτη, σχεδόν άδολη, εμπιστοσύνη που είχε στον Νάνσεν.
 «Προτού διαβάσω την πρότασή σας», λέγεται ότι είπε ο Πολίτης, «θέλω να σας πω ότι η Ελλάδα την αποδέ­χεται. Δεν χρειάζεται να τη δω για να πω ότι οι συμπατριώτες μου κι εγώ γνωρίζουμε τα φιλικά αισθήματα που τρέφετε για τους Έλληνες. Η κυβέρνησή μου εμπιστεύεται απόλυτα την κρίση σας».
Έχοντας τουλάχιστον αποσπάσει την απρόθυμη συγκατάθεση των Τούρκων εθνικι­στών και την ευγνωμοσύνη της καταρρακωμένης Ελλάδας, ο Νάνσεν φαινόταν έτοιμος να κλείσει τη συμφωνία.
Στο τέλος όμως του Οκτωβρίου προέκυψε ένα σοβαρότατο πρόβλημα. Οι φίλοι του στην Αθήνα θεωρούσαν δεδομένο ότι η Κωνσταντινούπολη και τα περίχωρά της, δηλαδή τα εδάφη που τελούσαν υπό την κατοχή των Συμμάχων, δεν θα συμπεριλαμβάνονταν στο σχέδιο.
Επομένως, οι πάνω από 300.000 Έλληνες ορθόδοξοι, οι περισσότεροι εξαιρετικά εύποροι επιχειρηματίες, θα παρέμεναν ασφαλείς στα σπίτια τους.
Ο Κεμάλ όμως δεν θεωρούσε τίποτα δεδομένο. Για τους Τούρκους εθνικιστές ο τεράστιος χριστιανικός πληθυσμός της οθωμανικής πρωτεύουσας συγκέντρωνε όλα τα χαρακτηριστικά της ξένης κυριαρχίας στην τουρκική οικονομία, ένα καθεστώς που ήταν αποφασισμένοι να ανατρέψουν.
Επιπλέον, οι χριστιανοί ήταν ανυπόληπτοι στα μάτια των Τούρκων ύστερα από την στήριξη που είχαν προσφέρει στην απόπειρα των Ελλήνων εθνικιστών να αρπάξουν με τη βία τη δυτική ακτή της Ανατολίας και να εγκα­τασταθούν στην πόλη που ποθούσαν να αναστηλώσουν ως νέο Βυζάντιο.
Η εξορία των χριστιανών του Βοσπόρου δεν ήταν γι' αυτούς μόνο δίκαιη, ήταν και άκρως επιθυμητή. Όπως ο απεσταλμένος του Μουσταφά Κεμάλ, Χαμίντ μπέη είπε στον Νάνσεν στις 31 Οκτωβρίου: «η κυβέρνηση της Άγκυρας σας ανέθεσε απλώς να διαπραγματευτείτε στη βάση μιας συνολικής και υποχρεωτικής ανταλλαγής πληθυσμών». Με άλλα λόγια η Κωνσταντινούπολη ασφαλώς και δεν αποτελούσε εξαίρεση.
Όταν ο Νάνσεν μετέφερε το μήνυμα στους Έλληνες εκείνοι αισθάνθηκαν από­γνωση και το έδειξαν καθαρά. Ο Νάνσεν θεωρούσε ότι η απώλεια της Κωνσταντι­νούπολης, με όλη την οικονομική, συναισθηματική και ιστορική της σημασία, ήταν ένα πικρό ποτήρι που οι Έλληνες δεν μπορούσαν να αποφύγουν, αλλά ο Βενιζέλος ανησυχούσε μήπως μία νέα έξοδος προσφύγων προς την Ελλάδα, από τις ακτές του Βοσπόρου αυτή τη φορά, θα εξουδετέρωνε τα αναμενόμενα «οφέλη» από την εξορία των μουσουλμάνων. Σε μία επιστολή του από το Παρίσι την 1η Νοεμβρίου γράφει:
Το πρόβλημα που τίθεται ύστερα από τις αξιώσεις των Τούρκων για την απέλαση του ομογενούς πληθυσμού της Κωνσταντινούπολης είναι δεινό.
Αν στις μυριάδες των προ­σφύγων που έφτασαν στη χώρα μας προστεθούν και οι μυριάδες των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης το ήδη δυσχερέστατο πρόβλημα της εγκατάστασής τους θα γίνει άλυτο. Ούτε θα μας ανακουφίσει η εκτόπιση των Τούρκων της Ελλάδας αφού μόλις υπερβαίνουν αριθμητικά τους 'Ελληνες της Κωνσταντινούπολης και των περιχώρων.
Εν τω μεταξύ ο Νάνσεν συμβούλευε τους Έλληνες να δεχτούν «κατ' αρχήν» τη μαζική ανταλλαγή συμπεριλαμβανομένης της Κωνσταντινούπολης με το επιχείρημα ότι καλό θα ήταν η συμφωνία να γίνει το γρηγορότερο - και ίσως στο εγγύς μέλλον η τουρκική πλευρά πείθονταν να εξαιρέσει την οθωμανική πρωτεύουσα.
Κωνσταντινούπολη (Το χάραμα)
Αν υπήρχε συμφωνία οι Τούρκοι ίσως δίσταζαν να εξορίσουν τους Έλληνες της Κωνσταντινού­πολης, καθώς η αποζημίωση για τις τεράστιες περιουσίες τους θα ήταν πολύ υψηλή. Αν δεν υπήρχε συμφωνία, πάλι θα έφευγαν πολλοί χριστιανοί κάτοικοι της Πόλης, χάνοντας όμως το δικαίωμα να πουλήσουν ή να αποζημιωθούν για τα σπίτια και τα κτήματά τους.
Ακόμα και στον Βενιζέλο φαινόταν πια καθαρά ότι, εφόσον οι Τούρκοι ήταν απο­φασισμένοι να εξορίσουν όλους ανεξαιρέτως τους χριστιανούς, δεν έμενε άλλη επι­λογή από τη μεθόδευση της διαδικασίας μέσω συμφωνίας.
Η πρώτη του αντίδραση όμως ήταν ότι η Ελλάδα έπρεπε να σκληρύνει τη στάση της, να εντατικοποιήσει τις ετοιμασίες της για τον μονομερή διωγμό των μουσουλμάνων (που υπό τις ισχύουσες ρευστές συνθήκες ίσως να μην ήταν πολύ δύσκολο) και να απαγορεύσει την έξοδο στους άνδρες ηλικίας από δεκαοκτώ ως σαρανταπέντε χρόνων με το επιχείρημα ότι κρατούνται ως όμηροι στη θέση των Ελλήνων που είναι αιχμάλωτοι στην Τουρκία.
 Ως δείγμα της αποφασιστικότητάς της η Ελλάδα θα έπρεπε να έχει στη διάθεσή της τουλάχιστον έξι ταξιαρχίες επί ποδός πολέμου. Παρόλο που η αναζωπύρωση των εχθρο­πραξιών δεν αναμενόταν ούτε την ήθελε κανείς, ο Βενιζέλος έδειχνε να πιστεύει ότι μία επίδειξη πυγμής θα ανάγκαζε «τους Τούρκους να δείξουν μεγαλύτερο σεβασμό σε μας από αυτόν που δείχνουν στους πρώην συμμάχους μας».
Ο Βενιζέλος δεν συνήθιζε να εκφράζεται ωμά, αλλά αισθανόταν προδομένος από την έλλειψη ανταπόκρισης της Τουρκίας -και όχι μόνο- στην διαλλακτική στάση της Ελλάδας στο ζήτημα της ανατολικής Θράκης. Υπό τη δική του επιρροή άλλωστε ο ελληνικός στρατός είχε δεχθεί να εκκενώσει την περιοχή, μαζί με τον ελληνικό πληθυσμό της, αποφεύγοντας ως ένα σημείο τις βαρβαρότητες μεταξύ των οποίων ήταν και οι πυρπολήσεις ολόκληρων πόλεων, κάτι που ακόμα κηλίδωνε την υποχώρησή του από την Ανατολία.
Οι διαφορές ανάμεσα στον Νάνσεν, τον Βενιζέλο και την ελληνική κυβέρνηση στην Αθήνα δεν φαινόταν αξεπέραστες. Ο Νάνσεν καταλάβαινε πολύ καλά γιατί η τουρκική απαίτηση να συμπεριληφθεί η οθωμανική πρωτεύουσα στην ανταλλαγή των πληθυσμών ήταν αδύνατον να γίνει δεκτή από τους 'Ελληνες, κυρίως για συναισθηματικούς λόγους -λίγους μόλις μήνες νωρίτερα οι Έλληνες οραματίζονταν την αναστή­λωση ολόκληρης αυτοκρατορίας με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη- όσο και για πρακτικούς.
Όσο παρέμεναν στην Κωνσταντινούπολη αποτελούσαν προμαχώνα της ελληνικής οικονομικής και επιχειρηματικής δύναμης. Ως πρόσφυγες θα ήταν ένα δυσβάστακτο φορτίο σε μία ήδη καταρρακωμένη πατρίδα.
Στις 3 Νοεμβρίου ο Νάνσεν, που ήταν ακόμα στην Πόλη και περίμενε από τους Τούρκους να δείξουν σημάδια καλής θέλησης, έστειλε μία επιστολή συμπαράστασης στον Νικόλαο Πολίτη, τον Έλληνα υπουργό εξωτερικών. «Και εγώ ο ίδιος έχω κατα­λήξει στο συμπέρασμα ότι θα ήταν αδύνατον να διαπραγματευτούμε συμφωνία μεταξύ των κυβερνήσεων Ελλάδας και Τουρκίας στη βάση μιας ανταλλαγής πληθυσμών που περιλαμβάνει την Κωνσταντινούπολη».
Η απαίτηση της Τουρκίας να μην εξαιρεθεί η Ισταμπούλ είχε προκαλέσει στον Νάνσεν «σοβαρές ανησυχίες» τις οποίες είχε μεταφέρει στους συμμάχους των οποίων υποτίθεται ότι ήταν αντιπρόσωπος.
Αυτή ήταν η απάντηση σε μία επιστολή του Πολίτη όπου ο υπουργός εξέφραζε την αγανάκτηση αλλά κυρίως το φόβο του για τις πολιτικές και ψυχολογικές επιπτώσεις που θα είχε στην Αθήνα η αναγκαστική αποχώρηση των Ελλήνων από την Κωνσταντινούπολη.
Αποδεχόμενη αρχικά την ανταλλαγή πληθυσμών, τόνιζε ο Πολίτης, η ελληνική πλευρά πίστευε ότι το αποτέλεσμα θα ήταν σχεδόν εξ ολοκλήρου προς όφελος της Ελλάδας.
Από τη μία μεριά η Ελλάδα θα αποδεχόταν και επίσημα την απέλαση του χριστιανικού πληθυσμού από την Ανατολία και τη Θράκη, γεγονός που ήταν λίγο πολύ τετελεσμένο. Από την άλλη θα διασφάλιζε την απελευθέρωση των ανδρών αιχμαλώτων των οποίων οι οικογένειες είχαν ήδη εκδιωχθεί από την Ανατολία και βρίσκονταν στην Ελλάδα - κυρίως όμως θα γλίτωνε την Ελλάδα από τον μουσουλμανικό της πληθυσμό δημι­ουργώντας χώρο για την εγκατάσταση των νεοαφιχθέντων. Αυτές κατά τον Πολίτη ήταν από την αρχή οι προσδοκίες της Ελλάδας.
Δεν μας πέρασε καν από το νου ότι περισσότεροι 'Ελληνες, κυρίως εκείνοι της Κωνστα­ντινούπολης, θα εξαναγκάζονταν να αφήσουν τα σπίτια τους. Όχι μόνο επειδή η Ελλάδα είναι ήδη γεμάτη πρόσφυγες και αδυνατεί να δεχθεί άλλους [...] αλλά η κοινή γνώμη θα τρόμαζε στην ιδέα μιας κυβέρνησης -κυρίως της παρούσας η οποία είναι προσω­ρινή- που θα ανεχόταν αυτό το τερατώδες γεγονός που δεν είναι άλλο από τη μαζική απέλαση 400.000 Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης. [...] Είμαι σίγουρος ότι αυτές οι ανησυχίες θα αποτυπωθούν βαθιά στη συνείδησή σας σαν άνθρωπος αμερόληπτος και πολιτισμένος που είσαστε, και ότι το γενναιόδωρο πνεύμα σας θα επιμείνει να περιορι­στούν οι διαπραγματεύσεις μέσα στο συμφωνημένο πλαίσιο.
Όσο οι πυρετώδεις διαβουλεύσεις σχετικά με την έκταση και την μεθόδευση μιας ανταλλαγής πληθυσμών συνεχίζονταν, ένα διαφορετικό διπλωματικό παιγνίδι εξε­λισσόταν σχετικά με τον τόπο διεξαγωγής και τις αρμοδιότητες μιας ευρύτερης συν­διάσκεψης για την ειρήνη.
Αρχικά οι Τούρκοι αξιωματούχοι επέμεναν ότι η τύχη της χώρας τους θα έπρεπε να κριθεί στην δική τους επικράτεια, ιδανικά στην Ισταμπούλ, και δέχτηκαν με μεγάλη απροθυμία τη Λωζάννη στην ουδέτερη Ελβετία.
Η βρετανική κυβέρνηση επέμεινε να καλέσει στη συνδιάσκεψη όχι μόνο το σουλτανάτο αλλά και την νέα κυβέρνηση, κάτι που προκάλεσε μεγάλη ενόχληση στην Άγκυρα. Κάθε μέρα που περνούσε όμως το κύρος του σουλτάνου ξέφτιζε, σε αντίθεση με τους εθνικιστές που κέρδιζαν όλο και περισσότερο την εκτίμηση του λαού ακόμα και στις περιοχές γύρω από το Βόσπορο όπου έκαναν κουμάντο οι Σύμμαχοι.

                     Φρίντγιοφ Νάνσεν

Στις 16 Νοεμβρίου ο σουλτάνος Μωάμεθ Στ' Βαχντετίν -ο τριακοστός έκτος και τελευταίος ηγεμόνας της οθωμανικής αυτοκρατορίας- ομολόγησε στους Βρετανούς ότι ανησυχούσε για τη ζωή του και έτσι την επόμενη κιόλας νύχτα φυγαδεύτηκε από την Πόλη με πλοιάριο.
Αυτό έλυσε το πρόβλημα του ποιος θα μιλούσε εκ μέρους της Τουρκίας. Την ώρα που ο σουλτάνος αναχωρούσε, η αντιπροσωπεία των εθνικιστών στις ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις έπαιρνε το τραίνο για την Ελβετία με την εντύπωση ότι η διάσκεψη θα ξεκινούσε στις 13 Νοεμβρίου.
Για την ακρίβεια, η έναρξη των εργασιών καθυστέρησε δύο εβδομάδες εντείνοντας τις υποψίες των Τούρκων ότι η Βρετανία, ως διοργανώτρια χώρα, προ­σπαθούσε να κερδίσει χρόνο μέχρι να συγκεντρώσει ισχυρή διπλωματική υποστήριξη για να τους στερήσει τους καρπούς της νίκης τους στα πεδία της μάχης.
0 Νάνσεν και ο Βενιζέλος είχαν ελπίσει ότι οι όροι μιας ανταλλαγής πληθυσμών θα είχαν συμφωνηθεί πριν από τη συνδιάσκεψη. Λόγω του αδιεξόδου με τους 'Ελληνες της Κωνσταντινούπολης κάτι τέτοιο δεν ήταν δυνατό, αλλά, ενόσω ο πρόεδρος της Ελβετίας κήρυττε την έναρξη των εργασιών του συνεδρίου εκφωνώντας έναν θορυ­βώδη λόγο, οι πάντες στο τραπέζι είχαν αντιληφθεί ότι η μοίρα των θρησκευτικών μειονοτήτων της Ελλάδας και της Τουρκίας βρισκόταν στην κορυφή της ατζέντας. Την ώρα που οι διπλωμάτες αντάλλασσαν αβρότητες στη Λωζάννη, κάθε δημόσιος χώρος στην Αθήνα και τον Πειραιά, από τα θέατρα και τις κυβερνητικές υπηρεσίες ως τα βασιλικά παλάτια, γέμιζαν με κουρελιασμένους, απελπισμένους και άρρωστους πρόσφυγες από τις χριστιανικές κοινότητες της Ανατολίας.




Bruce Clark

"ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ ΞΕΝΟΣ"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah