Δευτέρα 13 Δεκεμβρίου 2010

Η Όμορφη στη Σαντά

Ο θαυμασμός και η λατρεία για την γυναικεία ομορφιά είναι έμφυτη σε όλους τους λαούς και σε όλες τις εποχές.
Οι αρχαίοι μας πρόγονοι, μάλιστα, θεοποίησαν την γυναικεία ομορφιά. Θεά της η Αφροδίτη.
Έτσι και στη Σαντά έδειχναν την προτίμηση τους στις όμορφες, όπως φαίνεται από τα άπειρα όμορφα και αυθόρμητα δίστιχα:
Απο την έκθεση ζωγραφικής της Λίας Ελευθεριάδου

Τήν έμορφον όλ' αγαπούν, σαεύ'νε τό χατίρ'ν ατ'ς
την άσκεμον κανείς 'κί θέλ', υβρίζ'νε όλ' τόν κυρ'ν άτ 'ς.
Όλοι αγαπούν την όμορφη, της κάνουν το χατίρι
δεν θέλουνε την άσκημη, της βρίζουνε τον κύρη.

Έμορφος εμπαίν' ς σόν χορόν, άμον χαραδοξία,
άσκεμος εμπαίν''ς σόν χορόν, άμον χολοσπασία.
Όμορφη μπαίνει στο χορό, ωσάν χαρά και λάμψη,
η άσχημη μπαίνει στο χορό, μας πρήζει το συκώτι.


Άστρα τόν φέγγον 'πέτ' άτον τόν κόπον άτ' μή χάνει,
τ' έμόν τ' αρνίν παντέμορφον, τόν τόπον άτ' πϊάνει.
Άστρα πέστε του φεγγαριού τον κόπο του μη χάνει,
η αγάπη μου πανέμορφη, τη θέση του θα πάρει).

Αρνόπο μ' έμορφάδα σου κι άφήν' με νά κοιμούμαι,
άν κι θα 'ίνεσαι τ' έμόν, θαρρώ θα παλαλούμαι.
Αρνί μου η ομορφάδα σου δεν μ' αφήνει να κοιμηθώ,
αν δεν γενείς δική μου, θαρρώ θα τρελλαθώ.

Πολλές είναι και οι εκφράσεις που αναφέρονται στην όμορφη:
Αρμέντσα Παναΐα" - Όμορφη σαν την Παναγιά των Αρμενίων.
Άστρεν άσ' σήν Ανατολήν" - Αυγερινός.
Θάλασσα με τα κύματα-Η Πληθωρική.
πιπερόπον" - Η κοκκινομάγουλη.
Μαεύ' τόν κόσμον - Μαγεύει τον κόσμο.
Παλαλών' τά παιδία - Τρελλαίνει τους λεβέντες.
Ελέπ'ν άτεν καί τσουλτουρεύν'ε - Τη βλέπουν και τρελλαίνονται.
Ελέπ'ς άτεν καί χάντς τ' άχούλι σ - Τη βλέπεις και τα χάνεις.
Όμως ποιά θεωρούσαν όμορφη στη Σάντα; Από τα σωματικά χαρίσματα την πρώτη θέση είχαν τα όμορφα μάτια και τα μαύρα φρύδια, γι' αυτό και τραγουδήθηκαν περισσότερο:
Τ’ ομμάτα σ' άς' σόν ούρανόν, άστρόπα κατηβάζ'νε,
πόσα καρδόπα έκαψες καί πόσ' άναστενάζ'νε.
Τα μάτια σου απ' τον ουρανό αστέρια κατεβάζουν,
πόσες καρδούλες έκαψες, πόσες αναστενάζουν.

Ατά τ' ομμάτα πού ελέπ', πώς νά μή παλαλούται;
πώς νά μή ρούζ' ς σά στρώματα κι άλλο νά μή λαρούται;
Αυτά τα μάτια όποιος τα δει, πώς να μη τρελλαθεί;
Πώς να μη πέσει άρρωστος και πώς να γιατρευτεί;

Τ' ουρανού τά πετούμενα, τ' ουρανού τά πουλλία,
έκατσαν κ' έζωγράφ'σανε τ' όμματί' σ' τά λουμία.
Τ' ουρανού τα πετούμενα, τ' ουρανού τα πουλάκια,
έκατσαν κι εζωγράφισαν τα πλουμιστά σου μάτια.

Ατό τ' έσόν το τέρεμαν, ατά τ' εσά τ' ομμάτα,
έκαψαν τό καρδόπο μου, 'ποίκαν' άτο κόμματα".
Αυτή η δική σου η ματιά, και τα δικά σου μάτια,
μου κομμάτιασαν την καρδιά, την κάνανε κομμάτια.

Τη μεγαλύτερη εκτίμηση είχαν τα μαύρα μάτια:
Τ' ομμάτα 'τ'ς είν' ολόμαυρα, τ' όφρύδα 'τ'ς είν' τσατμάδες,
γιά τ' άτέν μαχαιράουνταν τη Σαντάς οι γιοσμάδες.
Τα μάτια της ολόμαυρα τα φρύδια της σμιχτά,
γι' αυτήν μαχαιρώνονται λεβέντες στη Σαντά.

Έχασα φρύδα ολόμαυρα κι ομμάτα άμον ελαίας,
ερρούξα κι αραεύ' άτα 'ς ση πουλλί' τά φωλέας
Έχασα φρύδια ολόμαυρα και μάτια σαν ελιές,
τρέχω και τα αναζητώ στων πουλιών τις φωλιές.

Και τα γαλανά μάτια τραγουδήθηκαν:
Ανάθεμα σε νέ πουτσή, έ, τσακλαρομματία!
Ασ' σά τσακλάρ'κα τ'ομμάτα σ', εκάεν η καρδία μ'.
Ανάθεμα σε γαλανή, κόρη γαλανομάτα!
Τα γαλανά σου μάτια έκαψαν την καρδιά μου.
Απο την έκθεση ζωγραφικής της Λίας Ελευθεριάδου

Στη Σάντα, τα γαλανά μάτια ήσαν κάπως σπάνια και τα έλεγαν "τσακλάρ'κα".
Επειδή ακριβώς ήσαν σπάνια υπήρχαν και πολλά παρατσούκλια που προέρχονταν από αυτό το χρώμα των ματιών, όπως :
Ό Τσακλέας ό Λάμπον,"ή Τσακλού ή Κάλη,"ή Τσακλίτσα κ.ά.
Όσο για το χρώμα του προσώπου προτιμούσαν τις μελαχρινές:
Μαυριδερέσσα κ' έμορφος, έλεγαν.

'Λσπρην κόρην 'κ' έζέλεψα, ξανθήν 'κ' επεγανεύτα,
μελαχρανήν έγάπεσα, 'ς άτένε έβουρουλεύτα".
Ασπρη κόρη δεν ζήλεψα, ούτε ξανθή δέχτηκα
μελαχρινή αγάπησα, απ' αυτήν μαγεύτηκα.

Ακείνε ή μελαχρανή μαεύ' παλληκαρόπα,
Ευτάει άτα καί κλώσκουνταν την νύχταν γιασιρόπα.
Εκείνη μελαχρινή μαγεύει παλικάρια,
και τα κάνει να τριγυρνούν τη νύχτα σα χαμένα.

Μελαχρινήν π' έφίλεσεν, καμμίαν 'κ' έκομπώθεν,
μαύρην κόρην π' εφίλεσεν, 'ς σά χείλα 'τ' έλερώθεν.
Μελαχρινή όποιος φίλησε, ποτέ του δε γελάστηκε,
μαύρη όποιος φίλησε στα χείλια του λερώθηκε.

Όπως φαίνεται τις μαύρες δεν τις συμπαθούσαν. Περίπου στην ίδια μοίρα με την μελαχρινή είχανε και την άσπρη, την χιονάτη. Έχουμε πολλά τραγούδια γι' αυτές:

Άσπρεσσα άμον τό χόν', κόκκινος άμον χρυσόν,
άγγελος θά ίνουμαι, θά παίρω τήν ψήντ' έσόν.
Άσπρη κόρη σαν το χιόνι, κόκκινη σαν το χρυσό,
άγγελος εγώ θα γίνω, θα σου πάρω την ψυχή.

Κορτσόπον ασπροκόκκινον, ο πρόσωπο σ' φωτάζει,
όντάν τερώ τόν πρόσωπο σ', ερ'ται με ή (γ)ή τρομάζει.
Κορίτσι ασπροκόκκινο, το πρόσωπο σου φέγγει,
σαν σε κοιτώ στο πρόσωπο, θαρρώ η γη πως τρέμει.

Σημαντικό στοιχείο ομορφιάς ήταν και τα πυκνά, σγουρά μαλλιά, πλεγμένα σε μια ή δυο πλεξίδες, ριγμένα στην πλάτη. Ήταν στολίδι αρχοντικό όταν οι πλεξίδες ήσαν μακριές και ξεπερνούσαν τη μέση της νέας.

Τα τσάμας ατ'ς μακρέα ως τά μέσα 'τ'ς καί άμον τήν αβραχόνα μ'(το μπράτσο μου).
Γι' αυτό οι μάνες όταν χτένιζαν τα μαλλιά των μικρών κοριτσιών, τα έπλεκαν σε μια ή δυο πλεξίδες και όταν τελείωνε το πλέξιμο η μάνα, τραβούσε τις πλεξίδες προς τα κάτω, λέγοντας:
Άν' τό Πόΐ καί κά' τά μαλλία σ.
Πάνω το μπόι σου και κάτω τα μαλλιά σου.
Θα πρέπει εδώ να συμπληρώσω ότι όλες οι Σανταίες έκαναν την χωρίστρα των μαλλιών τους πάντοτε στη μέση, από το μέτωπο ως το σβέρκο.
Υπάρχουν και ανάλογα τραγούδια:

Ξεροχτέντσον τά μαλλόπα σ' και δος άτα πιτσίμ ι,
τύλτσον άτα 'ς σήν γούλα μου, σύρον κ' έπαρ' την ψη μ’-ι.
Χτένισε τα μαλλάκια σου καν' τα όμορφες πλεξίδες,
τύλιξ' τα γύρω απ' το λαιμό, και πάρε την ψυχή μου.

Ή Σουμελά ή Παναγιά, έχει μακρέα σκάλας,
καί τό κορτσόπον ντ' αγαπώ έχει μακρέα τσάμας.
Η Παναγιά η Σουμελά, σκάλες έχει πολλές
και το κορίτσι που αγαπώ πλεξίδες μακριές.

Μετά την ομορφιά του προσώπου ακολουθούσε το ανάστημα, "το πόι". Η ψηλή, με την στητή κορμοστασιά ήταν η πρώτη.
Τό πόΐ-ν άτ'ς άμον λαμπάδαν, ή άμον άλάτ', σαν λαμπάδα, σαν έλατο.
Αρεστή ήταν και η λεγνόμακρος, ψηλόλιγνη. Την κοπέλα με μέτριο ανάστημα την έλεγα "ορτά-ποϊλήσα", δηλαδή μέτρια στο μπόι.
Αν είχε καλές αναλογίες, έλεγαν: "ορτά-ποϊλήσα, άμα, πιτσιμλήσσα, άμον πισκιλόπον. Μέτρια, αλλά με καλές αναλογίες, σαν φουντίτσα!.
Για τους Σανταίους, όλες αυτές οι ομορφιές, δεν είχαν αξία, αν δεν συνοδεύονταν και από ψυχικά χαρίσματα. Έλεγαν:
Έμορφος. Φωτάζ'! Αμα, ξάί καλά φυσικά 'κ' έχ’.
Όμορφη. Αστράφτει. Αλλά δεν έχει καθόλου καλό χαρακτήρα.
Στην Σάντα, την ομορφιά την ήθελαν συνδυασμένη με τα "καλά φυσικά".
Όμορφες ή άσχημες, ψηλές ή κοντές, μαύρες ή άσπρες, όλες παντρεύονταν. Όλες εύρισκαν το ταίρι τους, αφού ξέρουμε πως όλα είναι σχετικά και... καθένας με το γούστο του.
Μερικές, είτε από ατυχία, είτε επειδή ο αρραβωνιαστικός τους δεν ξαναγυρνούσε από την ξενιτιά, έμεναν ανύπαντρες. Αυτό το θεωρούσαν μεγάλη ατυχία για την οικογένεια.
Τις ανύπαντρες αυτές κοπέλες τις έλεγαν:
Παλεκόρτσ’ = παλιό (μεγάλο) κορίτσι.
Σπεντάμαινα = μόνη, σαν το μοναχικό δένδρο της σφενδάμης.
Ανάντρ ιστός = αυτή που δεν παντρεύτηκε, ανύπαντρη.
Σαλάχ' άγγούρ = παραγινωμένο, σκληρό αγγούρι.
Eπέμ'νεν 'ς σο πουτσάχ = έμεινε στη γωνία, ράφι,
Κατωθύρ' 'κ' έλλαξεν = δεν άλλαξε κατώφλι, έμεινε δηλαδή στο πατρικό σπίτι.
Εσκεπάεν τήν κατσάν =σκεπάστηκε τον κετσέ(χοντρό μάλλινο σκέπασμα), επειδή δεν είχε άνδρα να τη ζεστάνει!
Παραδεβασμάτ' = κορίτσι που παραωρίμασε.
Υπάρχει και σχετικός στίχος:
Τό κορτσόπον ντό 'κ' έντρισεν, τό παραδεβασμάτ', νά'ς σήν άγκάλαν έχωρεΐ καί νά 'ς σό καραββάτ'.
Κόρη που δεν παντρεύτηκε, η παραγινωμένη, ούτε στην αγκαλιά χωράει, ούτε και στο κρεβάτι.
Πόπη Τσακμακίδου-Κωτίδου
Πηγη: Οι γυναίκες της Σαντάς του Πόντου
Εκδοσεις Αδελφοί Κυριακίδη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah