Οι οικίες στον Πόντο ήταν διαμορφωμένες ανάλογα με τις κλιματολογικές συνθήκες της κάθε περιοχής. Υπήρχαν λοιπόν κτίσματα μονώροφα ή διώροφα. Το ισόγειο, συνήθως, ήταν διαμορφωμένο στους εξής χώρους: 'στο χαγιάτ' ή μαντρίν (στάβλος), στο 'μαγαζίν' ή 'μάγαρα' ή 'χεβενλίκ' που ήταν αποθήκη καπνού, ξυλείας αλλά και τροφίμων πολλές φορές. Επίσης ένα τμήμα του 'χεβενλίκ' αποτελούσε κι ο ορνιθώνας (το 'πον').
Τα φωτιστικά ανοίγματα στο ισόγειο, που ονομάζονταν μασγάλια στο χώρο του στάβλου, ήταν μικρά, ως προς το μέγεθος, και ελάχιστα σ' αριθμό και ήταν απολύτως απαραίτητα για το φωτισμό και τον εξαερισμό των χώρων. Το ισόγειο, τις περισσότερες φορές και εξαιτίας των ισχυρών κλίσεων, ήταν στην κυριολεξία ενσωματωμένο στο έδαφος.
Η εσωτερική ξύλινη σκάλα, που ονομαζόταν 'καταρράχτε' συνέδεε το ισόγειο με τον όροφο, δηλ. την κυρίως οικία. Η σκάλα, λοιπόν, κατέληγε εσωτερικά στον κεντρικό χώρο που ονομαζόταν Όσπίτ' ή 'τη τσαγί η κάμαρα ή Ότζάκ οντασί. Εδώ ήταν ο χώρος όπου συγκεντρωνόταν η οικογένεια, όταν επέστρεφαν όλοι απ' τις εργασίες τους, καθώς και ο χώρος υποδοχής των επισκεπτών.
Απέναντι απ' τη σκάλα και σε γραμμική διάταξη βρισκόταν το δωμάτιο του ζεύγους, το δωμάτιο φιλοξενίας το 'μισαφίρ οντασί. Τ' άλλα μέλη της οικογένειας κοιμόντουσαν στον κεντρικό χώρο, στο Οσπίτ', σε κλινοστρωμνές που τοποθετούσαν κατευθείαν πάνω στο δάπεδο."[1]
Σε μια πλευρά του χώρου υποδοχής υπήρχαν ράφια ("ταρέζια"), πάνω στα οποία ήταν τοποθετημένα όλα τα οικιακά σκεύη του νοικοκυριού. Στο κέντρο του χώρου υποδοχής υπήρχε κυκλική ενδοδαπέδια εστία ("κλιβάν" απ' το αρχαίο κλίβανος), η οποία, εκτός απ' τη θέρμανση, χρησίμευε και για το μαγείρεμα του φαγητού. Από πάνω ακριβώς απ' την εστία, υπήρχε φεγγίτης οροφής, το "δρανίν", ο οποίος λειτουργούσε και ως καπνοδόχος.
Στον κεντρικό χώρο, επίσης, υπήρχε και το μαγειρείο με ξεχωριστή εστία μαγειρέματος (τζάκι). Γευμάτιζαν πάνω σε χαμηλά ξύλινα τραπέζια ή στη "σάγκα", μέσα στην οποία τοποθετούσαν ένα "σινίν" (μεγάλος χάλκινος δίσκος). Η "σάγκα" ήταν ένα τετράγωνο τραπέζι σκεπασμένο μέχρι κάτω με κιλίμια.
Στον κλειστό χώρο που δημιουργόταν κάτω από το τραπέζι τοποθετούσαν μαγκάλι για να 'ναι η ατμόσφαιρα ζεστή. Το μέρος των κιλιμιών που κρεμόταν, σκέπαζε μέχρι το μέσον τους συνδαιτημόνες.
Δίπλα στο μαγειρείο, υπήρχε το κελάρι, το οποίο ήταν ένας χώρος όπου αποθηκεύονταν οι ξηροί καρποί, τα σιτηρά κι άλλα τρόφιμα που προορίζονταν για τις ανάγκες της οικογένειας. Το κελάρι άδειαζε το καλοκαίρι κι από αυτή τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο έως και το φθινόπωρο, το γέμιζε με αγαθά και πάλι η κάθε οικογένεια. Το γεμάτο κελάρι ήταν απόδειξη ευημερίας και σωστής οικιακής οικονομίας.
Εκτός όμως απ' αυτούς τους χώρους στην αγροτική κατοικία, υπήρχαν εκτός του βασικού κτίσματος και χώροι βοηθητικοί, κτίσματα που στέγαζαν διάφορες αγροτικές ασχολίες της οικογένειας, όπως το 'αμπάρ' που ήταν κλειστή, ξύλινη, διώροφη, συνήθως, κατασκευή υπερυψωμένη απ' το έδαφος, που χρησίμευε ως επί το πλείστον για την αποθήκευση δημητριακών. Η πρόσβαση στο 'αμπάρ' γινόταν από ένα μικρό άνοιγμα που συνήθως βρισκόταν στο ύψος του δεύτερου επιπέδου. Σ' αυτό ανέβαινε κανείς με τη βοήθεια ξύλινης φορητής σκάλας όπου αμέσως μετά την απομάκρυναν για λόγους ασφαλείας. Επίσης υπήρχε το 'ξηρανιέρ', όπου ήταν κι αυτό μια ξύλινη ή κλαδόπλεχτη κατασκευή και χρησίμευε για την ξήρανση φύλλων καπνού ή τσαγιού. Το 'φουρούν ταμού' ή δώμα του φούρνου ήταν ένας υπόστεγος χώρος, όπου, εκτός απ' το φούρνο εξασκούντο κι άλλες υπαίθριες οικιακές ασχολίες.
Και τέλος η 'μασίνα' που ήταν υπόστεγο όπου φυλάγονταν κυρίως τα κατεργασμένα (πασταλιασμένα) καπνά."[2]
[1] Ελένη Γαβρα "Αγροτικός χώρος και κατοικία στον Πόντο" ,σελ. 140
[2]Ελένη Γ. Γαβρά "Αγροτικός χώρος και κατοικία στον Πόντο", σελ. 142-143.
Τα φωτιστικά ανοίγματα στο ισόγειο, που ονομάζονταν μασγάλια στο χώρο του στάβλου, ήταν μικρά, ως προς το μέγεθος, και ελάχιστα σ' αριθμό και ήταν απολύτως απαραίτητα για το φωτισμό και τον εξαερισμό των χώρων. Το ισόγειο, τις περισσότερες φορές και εξαιτίας των ισχυρών κλίσεων, ήταν στην κυριολεξία ενσωματωμένο στο έδαφος.
Η εσωτερική ξύλινη σκάλα, που ονομαζόταν 'καταρράχτε' συνέδεε το ισόγειο με τον όροφο, δηλ. την κυρίως οικία. Η σκάλα, λοιπόν, κατέληγε εσωτερικά στον κεντρικό χώρο που ονομαζόταν Όσπίτ' ή 'τη τσαγί η κάμαρα ή Ότζάκ οντασί. Εδώ ήταν ο χώρος όπου συγκεντρωνόταν η οικογένεια, όταν επέστρεφαν όλοι απ' τις εργασίες τους, καθώς και ο χώρος υποδοχής των επισκεπτών.
Απέναντι απ' τη σκάλα και σε γραμμική διάταξη βρισκόταν το δωμάτιο του ζεύγους, το δωμάτιο φιλοξενίας το 'μισαφίρ οντασί. Τ' άλλα μέλη της οικογένειας κοιμόντουσαν στον κεντρικό χώρο, στο Οσπίτ', σε κλινοστρωμνές που τοποθετούσαν κατευθείαν πάνω στο δάπεδο."[1]
Σε μια πλευρά του χώρου υποδοχής υπήρχαν ράφια ("ταρέζια"), πάνω στα οποία ήταν τοποθετημένα όλα τα οικιακά σκεύη του νοικοκυριού. Στο κέντρο του χώρου υποδοχής υπήρχε κυκλική ενδοδαπέδια εστία ("κλιβάν" απ' το αρχαίο κλίβανος), η οποία, εκτός απ' τη θέρμανση, χρησίμευε και για το μαγείρεμα του φαγητού. Από πάνω ακριβώς απ' την εστία, υπήρχε φεγγίτης οροφής, το "δρανίν", ο οποίος λειτουργούσε και ως καπνοδόχος.
Στον κεντρικό χώρο, επίσης, υπήρχε και το μαγειρείο με ξεχωριστή εστία μαγειρέματος (τζάκι). Γευμάτιζαν πάνω σε χαμηλά ξύλινα τραπέζια ή στη "σάγκα", μέσα στην οποία τοποθετούσαν ένα "σινίν" (μεγάλος χάλκινος δίσκος). Η "σάγκα" ήταν ένα τετράγωνο τραπέζι σκεπασμένο μέχρι κάτω με κιλίμια.
Ο μύλος τη Πιστόφ |
Στον κλειστό χώρο που δημιουργόταν κάτω από το τραπέζι τοποθετούσαν μαγκάλι για να 'ναι η ατμόσφαιρα ζεστή. Το μέρος των κιλιμιών που κρεμόταν, σκέπαζε μέχρι το μέσον τους συνδαιτημόνες.
Δίπλα στο μαγειρείο, υπήρχε το κελάρι, το οποίο ήταν ένας χώρος όπου αποθηκεύονταν οι ξηροί καρποί, τα σιτηρά κι άλλα τρόφιμα που προορίζονταν για τις ανάγκες της οικογένειας. Το κελάρι άδειαζε το καλοκαίρι κι από αυτή τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο έως και το φθινόπωρο, το γέμιζε με αγαθά και πάλι η κάθε οικογένεια. Το γεμάτο κελάρι ήταν απόδειξη ευημερίας και σωστής οικιακής οικονομίας.
Εκτός όμως απ' αυτούς τους χώρους στην αγροτική κατοικία, υπήρχαν εκτός του βασικού κτίσματος και χώροι βοηθητικοί, κτίσματα που στέγαζαν διάφορες αγροτικές ασχολίες της οικογένειας, όπως το 'αμπάρ' που ήταν κλειστή, ξύλινη, διώροφη, συνήθως, κατασκευή υπερυψωμένη απ' το έδαφος, που χρησίμευε ως επί το πλείστον για την αποθήκευση δημητριακών. Η πρόσβαση στο 'αμπάρ' γινόταν από ένα μικρό άνοιγμα που συνήθως βρισκόταν στο ύψος του δεύτερου επιπέδου. Σ' αυτό ανέβαινε κανείς με τη βοήθεια ξύλινης φορητής σκάλας όπου αμέσως μετά την απομάκρυναν για λόγους ασφαλείας. Επίσης υπήρχε το 'ξηρανιέρ', όπου ήταν κι αυτό μια ξύλινη ή κλαδόπλεχτη κατασκευή και χρησίμευε για την ξήρανση φύλλων καπνού ή τσαγιού. Το 'φουρούν ταμού' ή δώμα του φούρνου ήταν ένας υπόστεγος χώρος, όπου, εκτός απ' το φούρνο εξασκούντο κι άλλες υπαίθριες οικιακές ασχολίες.
Και τέλος η 'μασίνα' που ήταν υπόστεγο όπου φυλάγονταν κυρίως τα κατεργασμένα (πασταλιασμένα) καπνά."[2]
[1] Ελένη Γαβρα "Αγροτικός χώρος και κατοικία στον Πόντο" ,σελ. 140
[2]Ελένη Γ. Γαβρά "Αγροτικός χώρος και κατοικία στον Πόντο", σελ. 142-143.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου