Σάββατο 7 Ιουνίου 2008

Ο Ηλίας και η Ελέγκω Κλωκίδη


Ελέγκω Κλωκίδου
Μια οικογένεια φιλήσυχη και εργατική ήταν η οικογένεια του Ηλία και της Ελέγκως Κλωκίδη, που ζούσε στο χωριό Όλασα, δέκα χιλιόμετρα έξω από την Τραπεζούντα.
Την αποτελούσαν ο παππούς Κων/νος Κλωκίδης, η γιαγιά Ελισάβετ (Λισάφ), και τα παιδιά ,ο Στέφανος οχτώ χρονών και η Παλαση έξι χρόνων. Ο Ηλίας εκτός από γεωργός ήταν και μάστορας και τον εκτιμούσαν όλοι.
Όπως διηγείται ο γιος του Στέφανος, ο Ηλίας Κλωκίδης, που ζει στη Μεσοποταμιά Καστοριάς, στα τέλη του 1923 επικράτησε αναστάτωση στην Όλασα εξ αιτίας των διωγμών που άρχισαν οι Τούρκοι.
Η οικογένεια Κλωκίδη κατέφυγε για λίγο καιρό σε συγγενικά σπίτια στην Τραπεζούντα. Αλλά πολύ σύντομα άρχισε ο ξεριζωμός .Ο Ηλίας, όπως και οι άλλοι για να γλυτώσει φεύγει στην περιοχή του Καυκάσου.
Η γιαγιά Ελέγκω, με τα πεθερικά και τα δυο παιδιά της, έμεινε στο χωριό, όπου πέρασε πολύ δύσκολες στιγμές. Ο ξενιτεμένος Ηλίας δεν δίνει σημεία ζωής, ώσπου ήρθαν τα άσχημα νέα ότι τον σκότωσαν. Πάνω στις σαράντα μέρες πεθαίνει και ο πατέρας του από τον καημό για τον θάνατο του παιδιού του.
Η Ελέγκω με τα δυο ορφανά και την πεθερά της παίρνουν τον δρόμο της προσφυγιάς. Οι συγγενείς και οι φίλοι τη βοηθούν μέχρι να αρχίσει, ύστερα από καιρό, το ταξίδι για την Ελλάδα.
Συνωστισμός στα καράβια, όπου καταφθάνουν όλοι, αφήνοντας όλα τα υπάρχοντα τους, με μια εικόνα μόνο και τη μαντήλα του κεφαλιού(λετσέκ), στην οποία έραψε τις λίρες που τις άφησε ο αντρας της. Η πεθερά της ,κλονισμένη και αυτή ,ακολουθεί στο μαρτυρικό ταξίδι. Βλέποντας τα ορφανά εγγόνια της, ψιθυρίζει πάντα: "Ας ελέπω που θ’ αφήνω τα ορφανά κι ας αποθάνω".
Με τα παλαιά πλοία, στα οποία επιβιβάστηκαν, έφτασαν στην περιοχή της Αλεξανδρούπολης, με πολλές απώλειες ανθρώπων. Εκεί τους κλείνουν σε καραντίνα. Αρχίζουν οι αρρώστιες ο τύφος, οι δυσεντερίες...Στο διάστημα αυτο αρρώστησε και η πεθερά της Ελέγκως.
Οι Έλληνες της Ολασας περιμένουν επί πολλές μέρες για να μάθουν που θα καταλήξουν. Οι επικεφαλής των κατοίκων του χωριού βρήκαν το Σούμπινο Γρεβενών και είπαν τους άλλους: "Εκεί θα πάμε".
Νέοι και γέροι ξεκίνησαν με τα πόδια. Την άρρωστη πεθερά της, τη Λισάφ, την έβαλε η Ελέγκω πάνω σ' ένα μουλάρι και η ίδια ακολουθούσε με τα παιδιά της. Η Λισάφ σ' όλη την διαδρομή επαναλαμβάνει: "Ας ελέπω που θα αφήνω τα ορφανά κι ας αποθάνω".
Οι μέρες περνούν και το καραβάνι συνεχίζει την πορεία προς τα Γρεβενά. Τους ξεκουράζει η ιδέα ότι όπου νάναι φτάνουν. Η αγωνία μεγάλη. Κάποια στιγμή αντικρίζουν ένα χωριουδάκι.
"Ερθαμε!" φώναξαν κάποιοι. Σε λίγο ολοι μαζί αγκαλιασμένοι φωνάζουν: "Ερθαμε! Ερθαμε!"
Ένας αντρας έτρεξε προς το μέρος της Λισάφ, που βρισκόταν εξαντλημένη πάνω στο μουλάρι και της φώναξε: "θεία Λισάφ έρθαμε". Η Λισάφ, ανασηκώνοντας τους ώμους, δάκρυσε και με φωνή που έτρεμε, είπε στην νύφη της Ελέγκω και στους άλλους: "Να είστεν αγαπημένοι". Δάκρυσε βλέποντας τα ορφανά εγγόνια της. "Ατώρα ας αποθάνω..."είπε και πέθανε!
Εκεί στο χωριό Σούμπινο, τώρα Μικρή Τραπεζούντα, ανοίχτηκε και ο πρώτος προσφυγικός τάφος για την ταφή της Λισάφ.
Η Ελέγκω συνέχισε στο Σούμπινο τον αγώνα της ζωής με τα δυο ορφανά της , που αρίστευσαν στο σχολείο. Μετά από εφτά χρόνια πήγαν στην Μεσοποταμιά Καστοριάς, όπου η Ελέγκω ευτύχησε να δει εγγόνια και δισέγγονα, με λίγες χαρές και πολλές πίκρες. Πέθανε 100 χρονών.....

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah