Καλαμαριά μου, αξέχαστη

Πέμπτη 20 Ιουλίου 2017

Πραγματική δυστυχία, την περίοδο της γερμανικής κατοχής, στην Καλαμαριά, ήσαν οι πολυάριθμοι ζητιάνοι, που τριγυρνούσαν στις γειτονιές, ανάμεσα στους πεινασμένους και ζητούσαν απ’ αυτούς βοήθεια. Μετά, οι ζητιάνοι πλήθαιναν πολύ.
Ερχόντουσαν δυστυχισμένοι άνθρωποι από την περιοχή της Δράμας, κυνηγημένοι από τους Βουλγάρους, για να σωθούν.
Κατοχική ταυτότητα του Κώστα Μεντεκίδη

Μετά προστέθηκαν και φτωχοί Εβραίοι, που με το κίτρινο άστρο του Δαυίδ στο πέτο, ζητούσαν βοήθεια από τους Χριστιανούς. Για να πάει κανείς Κυριακή στην εκκλησία, έπρεπε να περάσει μέσα από διάδρομο ζητιάνων, από τη σημερινή οδό Κομνηνών, μέχρι την πόρτα της εκκλησίας. Και από τις δύο μεριές, σωριασμένοι οι ζητιάνοι καταγής, άπλωναν με κόπο το χέρι και ζητούσαν βοήθεια από τους Χριστιανούς. Και τι είχαν οι Χριστιανοί παραπάνω απ’ αυτούς;
Στο νου μου έρχεται μια μουντή μέρα του Νοέμβρη. Καθόμουν στη σειρά των νηπίων, έξω από τη ΧΕΝ. Η οδός Τραπεζούντος, δίπλα μας, αριστερά, απέχει λίγα βήματα. Ο δρόμος έρημος. Ξαφνικά εμφανίζεται μια περίπολος γερμανική. Δύο Γερμανοί στρατιώτες κρατούν ανάμεσά τους έναν νέο, μόλις 18 χρονών. Τα χέρια του νέου δεμένα. Ήταν ο αδελφός μου, ο Σωτήρης. Λίγα μέτρα πιο πίσω, βλέπω τον πατέρα μου, με σκυφτό το κεφάλι, να ακολουθεί την περίπολο. Κάποιο παιδί φώναξε εκείνη την ώρα: «Καλά του κάνανε, κλέφτης θα ήταν». Δεν είπα τίποτε, γιατί αισθάνθηκα μόνος εκείνη την ώρα.
Τον πήγαιναν στο Ντεπό, στο τμήμα Μεταγωγών, και από εκεί κρίθηκε να σταλεί στις φυλακές Γεντικουλέ. Όλη η νεολαία της Καλαμαριάς είχε, στην απόλυτη πλειοψηφία της, μπει στην Αντίσταση. Οι νέοι πλαισίωναν την ΕΠΟΝ και όλες τις αντιστασιακές οργανώσεις, που υπήρχαν.
Ο πατέρας μου ήταν αυστηρά συντηρητικός και τον κατείχε φόβος μέγας για τυχόν ανάμειξη των παιδιών του στις οργανώσεις αυτές. Όλο τους συμβούλευε. Σεβόμουν τον πατέρα μου πολύ και τη γνώμη του, αλαλά η ψυχή μου ήταν σύμφωνη με την Αντίσταση. Μπορεί να ήμουν νήπιο και όμως ήξερα ότι ο αδελφός μου, ο Σωτήρης, τα βράδυα, με κίνδυνο της ζωής του, έγραφε συνθήματα στους τοίχους, μαζί με άλλους νέους της Καλαμαριάς. Έβλεπα μέσα στο σπίτι, κρυφά από τον πατέρα μου και τη μάνα μου, να γίνεται διανομή προκηρύξεων. Και όμως δεν κατέδιδα τίποτε στους γονείς μου, γιατί η ψυχή μου ήταν υπέρ της Αντίστασης και ενάντια στον κατακτητή. Και ας ήμουν μόλις πέντε χρονών.
........................................................................................................................
Η Αντίσταση φούντωνε και οι φυλακές γέμιζαν. Εξάλλου, όλη η χώρα είχε γίνει μια απέραντη φυλακή. Η αποσυμφόρηση των φυλακών γινόταν με δωροδοκίες, ή με εκτελέσεις. Οι συνεργάτες του κατακτητή βρήκαν δουλειά. Έπαιρναν ολόκληρες περιουσίες, για να σώσουν φυλακισμένους. Εάν η Αντίσταση σκότωνε κανέναν Γερμανό ή συνεργάτη του κατακτητή, τότε για αντίποινα είχαμε δύο λύσεις. Ή έπαιρναν από το Γεντικουλέ πενήντα φυλακισμένους και τους εκτελούσαν στο διπλανό Σέιχ Σου ή έκαναν μπλόκο στους ταλαιπωρημένους συνοικισμούς των προσφύγων και μάζευαν από εκεί τα θύματα.
Η ζωή δεν είχε πια αξία. Ιδίως η ζωή των προσφύγων ήταν άνευ σημασίας. Εξάλλου, οι πρόσφυγες θεωρούνταν ότι είναι το άντρο της Αντίστασης. Σε αυτό δεν έκαναν λάθος. Οι πρόσφυγες ήσαν η καρδιά της Αντίστασης και της τιμής του λαού μας και της εθνικής μας αξιοπρέπειας.

Γιώργος Ανδρεάδης
 Συγγραφέας

Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah