Αφήγηση Δημήτρη Τσιρκινίδη, λίγο πριν το θάνατό του το 1961

Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2016

Ιδού μια αυθεντική μαρτυρία:

“Εγώ ήμουνα ο μεγαλύτερος γιος της οικογένειας. Ο πατέρας μου πέθανε, όταν ήμουν 12 χρόνων. Έμεινα προστάτης σε 3 άλλα αγόρια και δύο αδελφές.
Το Σεπτέμβριο του 1916 με πήραν από το χωριό μου, το Αχτραχμαλού της περιφέρειας Ακ-νταγ-Ματέν, της νοτιότερης πόλης τον Πόντου. Μετά από πορεία 35 ημερών και αφού στο δρόμο από τους 300 που ξεκινήσαμε υπέκυψαν στην πείνα και στις κακουχίες περίπου 70 άτομα -μην ξεχνάμε ότι μαζί μας ήταν άνδρες από 18 έως 50 χρόνων- φτάσαμε, επιτέλους στο Κοζάτ, μια πόλη που κατοικούνταν από Κούρδους, Τούρκους και Αρμένιους (μέχρι το 1915 που τους σκότωσαν όλους). Εκεί ξεχώρισαν όσους μεγάλους ήξεραν μια τέχνη, (κτίστη, αρτοποιού, σιδερά, καραγωγέα κ.λ.π) και τους υπόλοιπους περίπου 150 μας  πήγαν στην πόλη Καρπέρ.
Η πόλη αυτή ήταν στα όρια της περιοχής των Κούρδων και πολύ κοντά στους χώρους στρατιωτικών επιχειρήσεων. Πολεμούσαν εκεί οι Τούρκοι με τους Ρώσους.
Η κατάστασή μας ήταν άθλια. Τα παπούτσια μας είχαν τρυπήσει και τα δέναμε με σπάγκους, για να τα συγκρατήσουμε. Ήμασταν άπλυτοι και εξαντλημένοι από τις πορείες, αλλά κυρίως από την πείνα.
Μας πήγαν σ’ ένα άδειο στρατώνα, όπου συναντήσαμε άλλους 200 περίπου Έλληνες και Αρμένιους, που η φυσική τους κατάσταση ήταν χειρότερη από τη δική μας. Ένας ψηλός Τούρκος λοχαγός, συνοδευόμενος από δύο ανθυπολοχαγούς και με τη βοήθεια 20 χωροφυλάκων μας έβαλε στη  γραμμή και μας μίλησε.
“To tabour (τάγμα) που ήρθατε έχει ιερή αποστολή. Βοηθάει το στρατό  μας στο δίκαιο αγώνα μας κατά των Ρώσων. Θέλω σκληρή δουλειά και πειθαρχία. Προσέξτε, έχω δικαίωμα ζωής και θανάτου επάνω σας”.
Όπλα δε μας έδωσαν, μόνο η στρατιωτική μας εξάρτηση ήταν μια άθλια χλαίνη, αυτή για στρώμα, αυτή και για παλτό. Βρισκόμασταν στο τέλος Οκτωβρίου και το χιόνι άρχισε να πέφτει στην περιοχή. Από το πρωί μέχρι τα μεσάνυχτα κουβαλούσαμε πυρομαχικά κι' άλλα εφόδια στο στρατό, που πολεμούσε ή επισκευάζαμε τους δρόμους.
Ένα κομμάτι ψωμί και μια νερόβραστη σούπα, δυο φορές την ημέρα, ήταν το φαγητό μας.
Κάθε μέρα πέθαινε κάποιος από την εξάντληση ή το ξυλοκόπημα. Πολλές φορές τα παλιά μας τσαρούχια* τα ψήναμε στη φωτιά, τα αλατίζαμε και τα τρώγαμε.
Το Νοέμβριο άρχισε να μας θερίζει και ο τύφος, όμως το άνοιγμα των δρόμων από τα χιόνια συνέχιζε και πολλές φορές αντικαθιστούσαμε τα ζώα στο να τραβάμε κάρα ή πυροβόλα.
Ευτυχώς σε λίγο, στην περιοχή οι Κούρδοι, ίσως υποκινούμενοι και από τους Ρώσους, ξεσηκώθηκαν. Επικράτησε μεγάλη αναταραχή. Στους δρόμους ανακατεύονταν στρατός, πρόσφυγες κι’ εμείς των "ταγμάτων εργασίας". Η ευκαιρία ήταν μοναδική. 14 Έλληνες σκελετωμένοι το σκάσαμε. Οι περισσότεροι ήμασταν αγράμματοι, όμως 5 είχαν κάνει σπουδές στο εξωτερικό, στη Ρωσία, στην Οδησσό, στην Αθήνα.
Θυμάμαι ότι μετά από πέντε ώρες πορεία μπήκαμε στο ακραίο σπίτι ενός τούρκικου χωριού, απ’ όπου πήραμε τρόφιμα και αμέσως φύγαμε χωρίς να πειράξουμε κανένα.
Όταν καθίσαμε να φάμε κρυμμένοι σε μια σπηλιά, ένας μορφωμένος, που μέχρι τότε έκανε τον αρχηγό, μας είπε:
“ Είμαστε τώρα σαν τους μυρίους του Ξενοφώντα... ”
Οι μορφωμένοι τον χειροκρότησαν. Εμείς όμως δεν καταλάβαμε γιατί. Αυτός συνέχισε με απλά λόγια:
"Κάποτε πριν γεννηθεί ο Χριστός βασιλιάς της Περσίας ήταν ο Δαρείος και βασίλισσα η Παρυσάτιδα. Όταν αυτός πέθανε οι δυο γιοι του πολέμησαν ποιος θα τον διαδεχθεί. Τον ένα τον έλεγαν Κύρο και τον  άλλο Αρταξέρξη. Ο Κύρος ζήτησε τη βοήθεια των Ελλήνων. Έτσι μαζεύτηκαν περίπου 14.000 άνδρες και με αρχηγό το Σπαρτιάτη Κλέαρχο ξεκίνησαν για τη Μικρά Ασία. Χίλιοι περίπου μετάνιωσαν και γύρισαν πίσω στην Ελλάδα. Οι 12.900 όμως μετά από πορεία έξι μηνών έφτασαν κοντά στη Βαβυλώνα (τώρα τη λένε Βαγδάτη).
Έγινε μεγάλη μάχη κοντά στα Κούναξα. Οι Έλληνες στη δεξιά πλευρά νίκησαν, όμως ο Κύρος βρισκόταν στο κέντρο, όπου σκοτώθηκε. Ο στρατός του υποχώρησε. Οι Έλληνες έχασαν, ύστερα από δόλο, πέντε στρατηγούς και τον αρχηγό τους τον Κλέαρχο.
Τότε ένας νέος και μορφωμένος που τον έλεγαν Ξενοφώντα, ανέλαβε την αρχηγία των Ελλήνων και ύστερα από πολλές περιπέτειες έφτασαν εδώ που είμαστε τώρα εμείς, στην περιοχή των Καρδούχων, δηλαδή των Κούρδων".
Οι μορφωμένοι τον χειροκρότησαν και του φώναξαν:
“Είσαι ο Ξενωφώντας μας, εμπρός πες μας το σχέδιό σου να σωθούμε”, Αυτός, παρ' ότι αδυνατισμένος σαν σκελετός είχε πάνω του κάτι το αρχηγικό. Συνέχισε λοιπόν το λόγο του:
"Θα κάνουμε ό,τι έκανε εκείνος, Όλοι μαζί θα διασχίσουμε όρη και ποταμούς και θα φτάσουμε στην Τραπεζούντα, την πόλη που φιλοξένησε τους μυρίους του Ξενοφώντα. Εκεί είναι τώρα οι Ρώσοι.. Είναι κανείς που έχει αντίρρηση; "

Ένα μήνα περπατούσαμε. Στο δρόμο υπέκυψαν τρεις σύντροφοί μας. Πέσαμε πάνω σε τουρκικά στρατεύματα και χάσαμε άλλους δύο συντρόφους. Τελικά βρεθήκαμε στα ορεινά της περιοχής της Σαμψούντας. Εκεί συναντηθήκαμε μ' ένα Πόντιο οπλαρχηγό, ο οποίος μας έστειλε στην πόλη Σινώπη σε κάποιο σύνδεσμό του. Δυο από τους συντρόφους μας έμειναν μαζί του σαν αντάρτες. Έτσι οι υπόλοιποι επτά φτάσαμε στη Σινώπη κι' από εκεί με μικρή
βάρκα πήγαμε στα ανοικτά της θάλασσας, όπου μας παρέλαβε ένα ρωσικό πολεμικό πλοίο και μας πήγε στο Βατούμ.
Το 1918, που τελείωσε ο πόλεμος, γύρισα στην πατρίδα μου. Όμως σε λίγο άρχισε η τρομοκρατία του Κεμάλ και το Σεπτέμβριο του 1919 πήρα μαζί μου τον τρίτο αδελφό μου Ευριπίδη, περάσαμε στις γαλλικές γραμμές στην Κιλικία και από  την Μερσίνα με γαλλικό πλοίο ήρθαμε στην Καβάλα, όπου δουλεύαμε σαν νερουλάδες** 









* Είδος αυτοσχέδιου σανδαλιού από ακατέργαστο γουρουνίσιο δέρμα.
**Η Καβάλα είχε τότε λίγες μόνο δημόσιες βρύσες και γι’ αυτο κουβαλούσαν τo νερό στα σπίτια οι νερουλάδες.



Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah