Πρόλογος από το βιβλίο του Δημοσθένη Κελεκίδη: "ΤΟ ΑΝΤΑΡΤΙΚΟ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ" Μερος 2ο

Κυριακή 24 Μαΐου 2015

Από τη γωνιά της δικής μου στόχευσης σχετικά με το βιβλίο του πατέρα μου Δημοσθένη, ορθώνονται και καταργούνται μέσα μου συνεχώς αντιπαλότητες και συναινέσεις με τα δρώμενα του πολυτάραχου βίου του. Στα βουνά του Πόντου αντάρτης, στα μπουντρούμια του Χαϊδαρίου στην Κατοχή, και στα χιτλερικά κάτεργα τον καιρό του Β' Παγκοσμίου πολέμου όταν η πατρίδα μας στέναζε κάτω από τη γερμανική μπότα και ήταν, όπως άλλωστε όλη η Ευρώπη, το βιλαέτι του ναζισμού.
Η ζωή του ένα μυθιστόρημα, δίχως αρχή αλλά κάποιο τέλος, από οράματα που διακρίνονται στο άνυσμα της ψυχής του που αφύπνισε ο διακαής πόθος του στο σύνολο από τρία μέρη, αυταπάρνηση, αυτοθυσία, αλτρουισμός, για την ελευθερία της πατρίδας του, τον αρχέγονο Πόντο με την αρχαϊκή του διάλεκτο που έχει ιωνικό υπόστρωμα και το βασιλιά Μιθριδάτη τον Ευπάτωρα.
Η ιστορία του Πόντου στην πορεία του ελληνισμού είναι άρρηκτα δεμένη με την Ελλάδα και την ελληνικότητά του, και χάνεται στα σκοτάδια του χρόνου από αμνημονεύτων χιλιετηρίδων και στην έρημο των αποδεικτικών στοιχείων όπου αναβλύζουν σκόρπιες υποθέσεις πλαισιωμένες από συστάδες εικασιών που απροκάλυπτα θάλλουν για πολύ και άλλες μαραίνονται γρήγορα σαν τα φύλλα που τα πλακώνει ο χειμώνας. Είναι κάτι πιο πρωτεϊκό και άπιαστο κι από την άμμο που της γεννά ο φόβος μη στερέψει από αμέλειά του ο αέναος ποταμός της βιβλικής του παράδοσης και πολιτισμού του, που πλάθει ο άνεμος του χρόνου τις μορφές και τα σχήματά του ασταμάτητα με ηρακλείτιο ποτάμι που κυλά μέσα στο χρόνο βουερός και κυκλοβόρος και δεν γίνεται να μπεις μέσα δυο φορές, σε μία ροή άπαυτη σε μία διάρκεια τόσο απέραντη σαν τον πλατύστερνο Νείλο.
Γεννήθηκε στην Αμισό του Πόντου, το σπίτι του παππού μου Σάββα ήταν ακριβώς εκεί που έσκαγε το κύμα, ταξίδεψε πάρα πολύ και γύρισε 18 κράτη, ήταν σχεδιαστής, εργάστηκε σε μεγάλους οίκους, Παρίσι και Μπουένος Άιρες Αργεντινής. Σε ηλικία 17 χρονών αναγκάστηκε να πάρει τα βουνά όπως και άλλοι συμπατριώτες του. Σε 300 περίπου σελίδες εξιστόρησε τις περιπέτειες του που ήταν και περιπέτειες σχεδόν όλων των Ποντίων. Έζησε αυτεξούσιος αντάρτης, αυτοκέφαλος μέσα στους αντάρτες, έκανε κατασκοπείες και αναλάμβανε κάθε είδους επικίνδυνες αποστολές. Αυτή η ζωή κράτησε 8 χρόνια, 1914-1922, με μικρή διακοπή.
Όταν ήταν στο βουνό πήρε κάποτε ο πατέρας μου το ρίσκο και κατέβηκε στην Πρέντζοβα να δει τη μητέρα του μετά από τρία χρόνια που ήταν μόνη και μονάχη. Ο παππούς μου ο Σάββας ήταν σε αποστολή στην τσαρική Ρωσία, κατόπιν ινστρούχτορας του κομιτάτου των ανταρτών. Το τούρκικο καρακόλι το ίδιο βράδυ έζωσε το σπίτι της γιαγιάς μου σαν την πύρινη λαίλαπα και τον πιάσανε, για να πάρουνε πληροφορίες που έχουν σχέση με την οργάνωση και τις κινήσεις των ανταρτών. Δεν έβγαλε τσιμουδιά, έμεινε άφωνος, ούτε λέξη δεν ξεστόμισε, ούτε τη στιγμή που με ένα μπαλτά του κομματιάσανε οι αδίστακτοι δολοφόνοι το αριστερό του χέρι πάνω από τον καρπό του. Αργότερα δραπέτευσε από τις φυλακές και τον τερορισμό τους, γύρισε πίσω στο βουνό και στον υψηλό σκοπό του ποτισμένος με φαρμάκι, γιατί η αξία της λευτεριάς δεν έχει κοστολόγηση ή εμπορευσιμότητα, είναι πανέμορφη, πανανθρώπινη, και πανάκριβη και αποκτάται διά πυρός και σιδήρου, με μεγάλες ανθρώπινες απώλειες, αφανισμός, καταστροφή, ένα σύνολο νεκρών, τραυματιών και αιχμαλώτων.
Επεχείρησε να πάει μήνυμα σε κάποιο πολεμικό σκάφος για λογαριασμό του αντάρτικου, κολυμπώντας 7 ολόκληρες ώρες στα παγωμένα νερά της Μαύρης Θάλασσας χειμώνα καιρό, ήταν κάτι το τρομαχτικό, το υπεράνθρωπο για το νεαρό θαλασσομάχο που προσπάθησε να δαμάσει τα φοβερά κύματα με κίνδυνο της ζωής του και αψηφώντας το θάνατο, όμως η αποστολή του αντάρτη έμεινε στη μέση. Πάνε πολλά χρόνια από τότε και μου ομολόγησε ότι μέχρι σήμερα έχει τύψεις που δεν εκπλήρωσε την αποστολή του, δεν την εκτέλεσε ολοκληρωτικά.
 Μετά από αυτό ήταν αδύνατο να ησυχάσει και να κοιμηθεί σε κρεβάτι, δεν μπορούσε να ηρεμήσει και να νιώσει γαλήνη. Όταν κάποτε, μετά από πολλές περιπέτειες ήρθε στην Ελλάδα γνώρισε τη μητέρα μου και παντρεύτηκαν, ήταν κόρη του καλύτερου γιατρού της Αμισού με σπάνια ομορφιά ολοζώντανης νιότης, οι γονείς της, όπως και του πατέρα μου, είχαν την ίδια τύχη, τους δέσανε στα σκαλοπάτια της εκκλησιάς που χτίσανε οι ίδιοι και βάλανε μπουρλότο στην ξύλινη κατασκευή του, σαν το καράβι που φουντάρισε στη θάλασσα και βουρκώθηκαν τα βουνά.
Το οθωμανικό και στη συνέχεια το κεμαλικό κράτος με κορυφαίο τους λακέ τη ληστοσυμμορία του χασάπη Τοπάλ  Οσμάν είναι υπεύθυνο για το μεγάλο έγκλημα της γενοκτονίας. Εάν γυρίσω πίσω στις σκοροφαγωμένες από το χρόνο σελίδες στο πάνθεον της ιστορίας και νοερά σταθώ μπροστά σ’ εκείνες τις αλησμόνητες στιγμές, αναπλάθω στη μνήμη μου μια μεγάλη τραγωδία.
 Οι μασχαριάνοι Οσμανίτες αρπάξανε τον παππού μου Σάββα, κατάκοιτο στο κρεβάτι του από την αρρώστια που πάσχουν οι μεταλλωρύχοι, και όλο το «κλαν» της οικογένειας, αδέλφια, αδελφές, μαζί και τη μητέρα του, άλλους τους κρεμάσανε τον ένα δίπλα στον άλλο σ’ ένα δοκάρι σαν να ήταν πασχαλινά αρνιά, και άλλους τους κάψανε ζωντανούς, ενώ πιο πέρα ούρλιαζαν αδέσποτα πεινασμένα ψωριάρικα σκυλιά και από σιμά ερχότανε η κλαγγή των κονταμπατζήδων ληστών που κάψανε το σπίτι του παππού μου. Ο πατέρας μου γλίτωσε. Ήταν εκείνη τη στιγμή στο σπίτι του θείου του Ανέστη και αναγκάστηκε να πάρει τα βουνά, αναζητώντας την κοινωνική δικαιοσύνη μέσα από την εκδίκησή του στον σκοταδιστικό μεσαίωνα της σοβινιστικής Τουρκίας, μαχόμενος για τις ιδέες του και την ελευθερία του Πόντου.
«Το αντάρτικο του Πόντου», η πνευματική παρακαταθήκη του πατέρα μου, τα πάθη και οι ταλαιπωρίες του στο βουνό, είναι ωσάν να υφαίνεις μακρόπνοη ωδή στα έγκατα της κοσμοπλασίας και στα θεμελιώδη της ανθρώπινης ψυχής που καταφέρνει πάντα να φωτίσει το νόημα της βαθύτερης ζωής με τις δεσμίδες φωτός που ρίχνει ένας φακός στο σκοτάδι. 
Απτόητος με τον κίνδυνο, λιονταρόψυχος, σκληρόκαρδος με τον εχθρό, στο πλευρό των απροστάτευτων ορφανών και στα γυναικόπαιδα ως σύνολο άμαχων ατόμων, περήφανος με την καταγωγή του. Πέθανε, με την ελπίδα μια μέρα ο ελληνισμός να ξαναφουντώσει στα μέρη του και μέχρι την τελευταία του πνοή μίλαγε με θαυμαστικά λόγια για την αρχαία παραμυθένια χώρα του Πόντου και τη «σέρα», το χορό των βουνίσιων πολεμιστών.
Θα ήθελα να προσθέσω κάτι, ο βιασμός της γιαγιάς μου Δέσποινας, της μητέρας του πατέρα μου, το γένος Κεσσίσογλου, ήταν σαφώς μία από τις πιο πικρές στιγμές της ζωής του, και ποτέ του δε μίλησε γι’ αυτό το γεγονός. Όλα γίνηκαν την ώρα που έλειπε ο παππούς μου στα καπνοχώραφα, λίγο πριν πάει στη Ρωσία να ζητήσει βοήθεια για τους αντάρτες. Αργότερα τον έπιασε τον Τουρκαλά και τον πέταξε σ’ ένα πηγάδι κι’ ας ήταν ο τζερεμές ανώτερος γαλονάς της τζενταρμερή. Αναλογίζομαι το τρομερό σκηνικό, τον πόνο, τις κραυγές, την αγωνία και την ξετσιπωτιά που υπέστη το θύμα, μία νεαρή Πόντια καλλονή στα χέρια του ξεφτίλα μουσουλμάνου.
 Ήταν σούρουπο και περίμενε να έλθει ο Σάββας από τη δουλειά του, ο τουρκαλάς μεθυσμένος από το οινόπνευμα και ίσως ντοπαρισμένος μπούκαρε στο δωμάτιό της και την βρήκε την ώρα που κεντούσε. Με το ένα του χέρι την άρπαξε από τα μακριά μαύρα της μαλλιά, αφού πρώτα την γρονθοκόπησε και την άφησε αναίσθητη, με το άλλο του χέρι της έσκισε μέχρι το γοφό της το μακρύ της παραδοσιακό φόρεμα και όταν το κτήνος είδε τη κιλότα της σάλεψε το μυαλό του, την έσυρε έξω λιπόθυμη και καταματωμένη και ξεχύθηκε πάνω της ωσάν την πεινασμένη ύαινα που κομματιάζει την όμορφη γαζέλα κάπου στη Σαβάνα, για να ξεδώσει το βάσανό του ο άγριος μουσουλμάνος στο παραδεισένιο κορμάκι της δεκαοχτάχρονης κοπελίτσας, της γιαγιάς μου.



Σάββας Κελεκίδης






Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah