Χρονικό των ελληνικών μετοικεσιών στο χώρο της Ουκρανίας και της Ρωσίας

Τρίτη 23 Δεκεμβρίου 2014

Ο ευρασιατικός χώρος, τον οποίο καταλαμβάνουν σήμερα οι Δημοκρατίες της Κοινοπολιτείας των Ανεξάρτητων Κρατών (ΚΑΚ), πέρασε κατά τη διάρκεια των αιώνων, αλλά και κατά την εποχή μας, από αρκετές αλλαγές συνόρων (εξωτερικών και  εσωτερικών), που μετέβαλλαν –σε μερικές περιπτώσεις δραματικά– τον πολιτικό χάρτη, τόσο στο σύνολο όσο και τις επιμέρους περιοχές.
 Το γεγονός αυτό καθιστά μερικές φορές προβληματική την ιστορική ή και τη διοικητική ακόμα ένταξη του ελληνικού στοιχείου στη μία ή την άλλη εθνική επικράτεια. Εδώ αναγκαστικά, αφού πρώτα αναφερθούμε συνοπτικά στην προεπαναστατική περίοδο, θα επικεντρώσουμε την προσοχή μας καταρχάς στα σοβιετικά χρόνια και τη μετασοβιετική εποχή.
Εύξεινος Πόντος 1697
 Για λόγους ιστορικούς και τεχνικούς η ελληνική παρουσία στις χώρες της Βαλτικής και της Υπερκαυκασίας εξετάζεται αναλυτικότερα σε άλλη ενότητα.
Οι αρχαιότερες ελληνικές εγκαταστάσεις στα βόρεια και δυτικά παράλια του Ευξείνου, που ανάγονται ώς και τον 8ο π.Χ. αιώνα, επιβίωσαν και στα επόμενα χρόνια, παρά τις αλλαγές στους κυριάρχους των περιοχών αυτών.
 Κατά τον ύστερο Μεσαίωνα το ελληνορθόδοξο στοιχείο, στον ίδιο περίπου χώρο, ενισχύθηκε με τις νέες μετοικεσίες, κυρίως προς τη χερσόνησο της Κριμαίας. Παράλληλα αναπτύχθηκαν στενές εκκλησιαστικές και πολιτιστικές σχέσεις του Βυζαντίου με το Κίεβο. Οι ελληνορωσικές σχέσεις αναθερμάνθηκαν και μετά την πτώση του Βυζαντίου, τη φορά αυτή με πρωτοβουλίες κυρίως του Οικουμενικού Πατριαρχείου, το οποίο μάλιστα προχώρησε το 1589 στην ανακήρυξη του Πατριαρχείου της Mόσχας.
Τα δεδομένα αυτά ευνόησαν την ανάπτυξη ανάμεσα στον ελληνικό κόσμο και τη Pωσία μιας ιδιάζουσας διορθόδοξης αλληλεγγύης, η οποία καλλιεργήθηκε από την παρουσία στις “ρωσικές” χώρες μερικών σημαντικών προσωπικοτήτων της ελληνορθόδοξης Aνατολής.
 Γενικά το πλήθος των επωνύμων ή και ανωνύμων λογίων κληρικών, κωδικογράφων, ζωγράφων και διδασκάλων της ελληνικής γλώσσας, που έδρασαν στη Mοσχοβία, επηρέασε βαθιά όχι μόνο τους προσανατολισμούς της ρωσικής Εκκλησίας, αλλά και την πνευματική και πολιτιστική εξέλιξη γενικότερα του Mεγάλου Δουκάτου.
Από το δεύτερο μισό του 15ου αιώνα, εξάλλου, είχε αρχίσει και η ανανέωση τις ελληνικής παρουσίας στην Κριμαία, με νέες μετοικεσίες στις θέσεις των παλαιότερων μεσαιωνικών εστιών.
 Στις πρώτες δεκαετίες μάλιστα του 16ου αιώνα ο ελληνορθόδοξος πληθυσμός στο νότιο τουλάχιστον τμήμα της χερσονήσου (που βρισκόταν υπό οθωμανική κυριαρχία) ανερχόταν σε 19.038 άτομα σε σύνολο 35.986 κατοίκων, με εντυπωσιακή υπεροχή έναντι των Τατάρων, των Οθωμανών (7.373) και, ακόμα περισσότερο, έναντι των άλλων συνοίκων εθνοθρησκευτικών κοινοτήτων
 (Aρμένιοι: 7.832,
Eβραίοι: 1.271,
διάφοροι:472).
Το ελληνορθόδοξο στοιχείο της Κριμαίας άρχισε σταδιακά να χάνει την υπεροχή αυτή προς όφελος του μουσουλμανικού, αλλά χωρίς να αποβάλει το συμπαγή του χαρακτήρα: στο τελευταίο τέταρτο του 18ου αιώνα ξεπερνούσε τις 20.000 ψυχές.
Στο μεταξύ, κατά τον 16ο και 17ο αιώνα, είχαν ήδη δημιουργηθεί και άλλες ελληνικές εστίες σε βορειότερες ρωσικές χώρες. Από αυτές γνωστές έγιναν οι ελληνικές κοινότητες του Λβοφ (του σημερινού ουκρανικού Λβιφ), του Οστρόγκ και, κυρίως, της Νίζνας (Νιέζιν).
Προς τα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου αιώνα το ελληνορθόδοξο στοιχείο στον ευρύτατο αυτόν γεωγραφικό χώρο αυξάνεται και αναδιανέμεται. Καταρχάς τον Σεπτέμβριο του 1779 μετακινήθηκε μαζικά το μέγιστο τμήμα του ελληνικού πληθυσμού της Κριμαίας (18.395 άτομα) προς τις πρόσφατα κατακτημένες από τους Ρώσους παράλιες περιοχές της Προαζοφικής.  
Τότε ουσιαστικά αναδείχθηκε ο ελληνικός χαρακτήρας της νεόδμητης Μαριούπολης και των χωριών της. Ακολούθησαν στην επόμενη δεκαετία –κυρίως μετά το ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1788-1792– νέοι μαζικοί ελληνικοί εποικισμοί στη “Νέα Ρωσία” με στρατιωτικούς, ναυτικούς, αλλά και απλούς μετανάστες από διάφορες περιοχές της ελληνικής Ανατολής, κυρίως από τα νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου, τη Θράκη, την Ήπειρο και τη Μικρά Ασία.
Ως καταλύτης στην προσέλευση ξένων εποίκων στις νεοκατακτημένες επαρχίες της κάτω Oυκρανίας λειτούργησε, από τα μέσα της δεκαετίας του 1790, η ίδρυση (στη θέση τού ώς τότε άσημου ταταρικού χωριού Χατζήμπεη) της Oδησσού, μιας πόλης που έμελλε να αποκτήσει για τον Eλληνισμό της Νότιας τουλάχιστον Pωσίας θρυλικό χαρακτήρα.
 Eίναι πιθανόν ότι η ίδια η επιλογή της ονομασίας της(που δικαιολογήθηκε με το επιχείρημα ότι η νέα πόλη ιδρύθηκε “κοντά”, 45 βέρστια ανατολικά, της αρχαίας ελληνικής Oδησσού) να έγινε για να προκαλέσει περισσότερο το ενδιαφέρον των Ελλήνων εμπόρων και εποίκων.
Tέλος, ένα ακόμα κύμα φυγής Ελλήνων προς τη “Nέα Pωσία” σημειώθηκε κατά τη διάρκεια της ελληνικής Eπανάστασης, στην αρχή από τις γειτονικές παραδουνάβιες ηγεμονίες και στη συνέχεια από διάφορα μέρη της επαναστατημένης Ελλάδας, τα νησιά του Aιγαίου, τα μικρασιατικά παράλια και την Kωνσταντινούπολη.
 Ο χαρακτήρας των μετοικεσιών προς τη Pωσία άρχισε τώρα να αλλάζει: οι μεμονωμένες εγκαταστάσεις ατόμων ή μικρών ομάδων εξελίχθηκαν σταδιακά σε συστηματικότερες μεταναστεύσεις.
H αλλαγή αυτή θα πρέπει να αποδοθεί σε πολλούς παράγοντες, από τους οποίους οι δύο σημαντικότεροι ήταν η ρωσική εποικιστική πολιτική(που ενθάρρυνε τις εγκαταστάσεις χριστιανικών πληθυσμών στις νέες κτήσεις) και οι δυσμενείς συνθήκες που δημιουργήθηκαν για τον χριστιανικό πληθυσμό στην τουρκοκρατούμενη ελληνική Aνατολή (άλλοτε εξαιτίας των καταχρήσεων των οθωμανικών αρχών και άλλοτε εξαιτίας των εθνικών εξεγέρσεων, με πρώτη την ελληνική).
Προς τα μέσα του 19ου αιώνα έχει ήδη σχηματιστεί μια ζώνη ελληνικών εγκαταστάσεων, που εκτείνεται από το Ισμαήλι της νεοκατακτημένης (1812) Βεσαραβίας στα δυτικά ως το Ταγανρόγκ (Ταϊγάνιο) και το Ροστόβ επί του Δον στα ανατολικά ή ακόμα και ως το Αστραχάν.
Τότε ο συνολικός ελληνικός πληθυσμός της Ευρωπαϊκής Ρωσίας αριθμεί, σύμφωνα με υπολογισμούς της εποχής, 46.733 άτομα, με την εξής κατανομή κατά διοικητικές επαρχίες:
 Bεσαραβία 3.353,
Ποδολία 50,
Αικατερινοσλάβ 32.633,
 Xερσώνα 3.500,
Tαυρίδα/Kριμαία 5.426,
Τσέρνικοβ 1.791
και Aστραχάν 20.
Στους υπολογισμούς αυτούς δεν συμπεριλαμβάνονται οι μαζικότερες μετοικεσίες των Ελλήνων του Πόντου προς τις χώρες του Αντικαυκάσου, όπου είχαν ήδη εγκατασταθεί πάνω από 40.000 άτομα.
Ο συνολικός ελληνικός πληθυσμός της ρωσικής επικράτειας θα υπερδιπλασιαστεί ώς το τέλος του αιώνα. Έτσι, στην πρώτη επίσημη τσαρική απογραφή του 1897, έφτασε τα 207.536 άτομα, από τα οποία 105.169 ζούσαν στις χώρες του Kαυκάσου, 101.945 στην Ευρωπαϊκή Pωσία και τα υπόλοιπα σε περιοχές της Σιβηρίας (165), της Kεντρικής Aσίας (107) και των διοικητικών ενοτήτων που κάλυπταν τη σημερινή Λευκορωσία και τις χώρες της Βαλτικής(150).
Την ίδια, ωστόσο, εποχή άρχισε και η σταδιακή συρρίκνωση του Ελληνισμού της Ευρωπαϊκής Ρωσίας. Η εξέλιξη αυτή οφειλόταν σε πολλά αίτια.
Καταρχάς ένα τμήμα των Ελλήνων, ιδιαίτερα εκείνο που προερχόταν από παλαιότερες μετοικεσίες και είχε εγκατασταθεί σε μεγάλα αστικά κέντρα, άρχισε να ενσωματώνεται κοινωνικά στο ρωσικό περίγυρο (κατά κανόνα περνώντας από τη δημόσια Διοίκηση και το Στρατό) και, με τη διαδοχή των γενιών, να αφομοιώνεται.
Μετά το πέρασμα, εξάλλου, στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα άρχισε και η παρακμή της ελληνικής επιχειρηματικότητας στα μεγάλα εμπορικά κέντρα της Οδησσού, του Νικολάγιεφ, της Συμφερόπολης, ακόμα και του Ταγανρόγκ, άλλοτε εξαιτίας εσωτερικών αιτίων (του ανταγωνισμού με άλλες εθνικοθρησκευτικές ομάδες ή της συγκεντρωτικής οικονομικής πολιτικής του τσαρικού καθεστώτος ή των μετακινήσεων του ίδιου του ελληνικού πληθυσμού μέσα και έξω από τη ρωσική επικράτεια) και άλλοτε εξαιτίας εξωτερικών παραγόντων (όπως ήταν π.χ. η αλλαγή των προσανατολισμών της διεθνούς ζήτησης στο εμπόριο των σιτηρών και τη ναυσιπλοΐα).

Η δημογραφική ανάπτυξη του ελληνοποντιακού στοιχείου στον Αντικαύκασο 

Αντίθετα ο αγροτικός, στην πλειονότητά του, ελληνορθόδοξος πληθυσμός των ανατολικών παραλίων της Μαύρης Θάλασσας, της Αζοφικής και των χωρών της Υπερκαυκασίας, χάρη στο συμπαγή χαρακτήρα των οικισμών του, διατήρησε σταθερότερη την εθνική του ταυτότητα.
Επιπλέον, ενισχυόταν με νέες μετοικεσίες, ιδιαίτερα από τον Πόντο. Στις πρώτες δεκαετίες μετά τη ρωσική επέκταση στην επαρχία του Καρς (1878) άρχισαν να συρρέουν εκεί μαζικά, κατά εκατοντάδες, Έλληνες από διάφορες περιοχές της ποντιακής ενδοχώρας. Μόνο κατά την τετραετία 1878-1882 είχαν μετοικήσει στο ρωσοκρατούμενο Kαύκασο 17.100 άτομα.
 Δύο ήταν οι βασικοί λόγοι για τον “χείμαρρο” εκείνο των χριστιανικών μετοικεσιών: Από τη μια μεριά οι δελεαστικές προτάσεις των Ρώσων προς τους επίδοξους εποίκους των νέων χωρών και, από την άλλη, οι δυσμενείς συνθήκες που προκάλεσε στον Πόντο η μαζική εγκατάσταση δεκάδων χιλιάδων άστεγων και εξαθλιωμένων μουσουλμανικών πληθυσμών, που κατέφευγαν από τον Καύκασο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Πάντως σημαντικό μερίδιο στις μετοικεσίες αυτές είχαν και οι μετακινήσεις των εποχιακών εργατών, όπως π.χ. των κατοίκων της Kρώμνης και της Σάντας, που ασκούσαν παραδοσιακά το επάγγελμα του χτίστη. Υπολογίστηκε  π.χ. ότι κατά την περίοδο εκείνη 300, κατά μέσο όρο, Σανταίοι πήγαιναν κάθε χρόνο στη Ρωσία σε αναζήτηση εργασίας από αυτούς πάρα πολλοί εγκαθίσταντο εκεί, προσκαλώντας και άλλα μέλη της οικογένειάς τους.
Τελικά, στις παραμονές του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου ολόκληρη η “Αντιβασιλεία” του Καυκάσου είχε ήδη 180.123 Έλληνες κατοίκους, από τους οποίους οι περισσότεροι ζούσαν στα “Κυβερνεία” της Τιφλίδας (50.306), του Καρς (48.994), του Κουμπάν (28.300), του Σοχούμ(20.095) και της Μαύρης Θάλασσας (16.682).
Οι αριθμοί αυτοί αυξάνονται για άλλη μια φορά δραματικά, κατά τη διάρκεια του Μεγάλου Πολέμου, προπάντων μετά την κατάρρευση του ρωσικού μετώπου στον Αντικαύκασο (1917).
Μερικοί ιστορικοί υπολόγισαν το μέγεθος αυτής της νέας και εσπευσμένης μετακίνησης των Ελλήνων του Πόντου προς διάφορες περιοχές του Καυκάσου, αλλά και άλλων περιοχών της ρωσικής επικράτειας, σε 85.800 ψυχές. Στα 1919 το ελληνικό στοιχείο ολόκληρης της Ρωσίας ανερχόταν σε 593.700 άτομα, που κατανέμονταν ως εξής, κατά τις χώρες που αναδύθηκαν μετά τη διάλυση της τσαρικής αυτοκρατορίας ή κατά περιοχές: Αζερμπαϊτζάν: 15.000, Αρμενία: 30.350, Γεωργία: 112.850, Ουδέτερη ζώνη (μεταξύ Αρμενίας-Γεωργίας-Αζερμπαϊτζάν) 7.500, Περιφέρειες Σότσι και Λαζαρόφσκι (υπό μπολσεβικικό έλεγχο): 18.000, Bόρειος Kαύκασος και Nότια Ρωσία: 375.000, Βόρεια Ρωσία: 35.000.

Η αρχή της “εξόδου”, οι διωγμοί και οι εσωτερικές “μετοικεσίες” 

Αλλά την ίδια ακριβώς εποχή –με αποκορύφωμα την τριετία 1919-1921– αρχίζει και η πρώτη μεγάλη “έξοδος” των Ελλήνων από τη σοβιετοποιημένη πια Ρωσία προς την Ελλάδα, σε δύο, τουλάχιστον, μεγάλα κύματα: το ένα από περιοχές της άλλοτε “Νέας Ρωσίας” το άλλο από τα ανατολικά παράλια του Ευξείνου και την Υπερκαυκασία. Το πρώτο– που είχε ως αποτέλεσμα την εκρίζωση περίπου 60 χιλιάδων Ελλήνων από τα αστικά, κυρίως, κέντρα της Ουκρανίας– οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στην άτυχη ελληνική εμπλοκή στην αντιμπολσεβικική συμμαχική επέμβαση στη Nότια Ρωσία και τη χερσόνησο της Κριμαίας το δεύτερο –που οδήγησε στην ολοκληρωτική σχεδόν εξαφάνιση του ελληνικού στοιχείου από την επαρχία του Καρς– προκλήθηκε από την πανικόβλητη φυγή των χριστιανών κατοίκων μπροστά στην αιματηρή τουρκική προέλαση προς τον Αντικαύκασο.
Αλλά και η ανώμαλη κατάσταση, που επικράτησε σε ολόκληρη την επικράτεια της Σοβιετικής Ρωσίας στα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια και στη διάρκεια του εμφυλίου, ανάγκασε αρκετές ακόμα χιλιάδες Ελλήνων –ιδίως από τις ομάδες εκείνες που διατηρούσαν την ελληνική τους ιθαγένεια– να ζητήσουν καταφύγιο στην Ελλάδα. Σύμφωνα με επίσημες στατιστικές, από το 1921 ως το 1928 επαναπατρίστηκαν 58.526 άτομα. Τους ακολούθησαν, κατά την αμέσως επόμενη τετραετία 1929-1933, άλλα 7.000 άτομα, στα οποία προστέθηκαν, στα τέλη της δεκαετίας, μερικές, ακόμα, χιλιάδες (κυρίως γυναικόπαιδα).
Κατά την ίδια περίοδο ωστόσο, το ελληνικό στοιχείο της Σοβιετικής Ένωσης, ιδίως της περιοχής του Κουμπάν και της Γεωργίας, πέρασε (όπως και άλλες μικρές εθνότητες της χώρας) άλλη μια οδυνηρή περιπέτεια, που είχε ως αποτέλεσμα την απώλεια χιλιάδων ανθρώπων και τον ξεριζωμό ακόμα περισσότερων από τις εστίες τους: την εμπλοκή των Ελλήνων στις πρώτες μεγάλες σταλινικές “εκκαθαρίσεις” του 1937-1938 και στην πολιτική του βίαιου εκρωσισμού.
Στην περίοδο εκείνη υπολογίζεται ότι εξοντώθηκαν (με φυλακίσεις και εκτελέσεις) πάνω από 30 χιλιάδες άτομα ελληνικής καταγωγής. Η περιπέτεια επαναλήφθηκε μερικά χρόνια αργότερα, από το 1942 ως το 1949, με τους μαζικούς εκτοπισμούς συμπαγών ελληνικών πληθυσμών από τα ευρωπαϊκά και καυκασιανικά εδάφη της ΕΣΣΔ σε κεντροασιατικές χώρες και τη Σιβηρία.
Μόνο από την Κριμαία εκτοπίστηκαν τότε γύρω στους 14.000 Έλληνες (άντρες, γυναίκες και παιδιά). Στην περιοχή του Κρασνοντάρ οι εκτοπισμοί εκμηδένισαν εντελώς την εκεί άλλοτε σφριγηλή ελληνική παρουσία, και από την Αμπχαζία και την Αζαρία απομακρύνθηκαν 34.000 περίπου άτομα ελληνικής καταγωγής. Συνολικά, υπολογίζεται από ορισμένους μελετητές, ότι κατά τους νέους αυτούς διωγμούς εκτοπίστηκαν πάνω από 60 χιλιάδες Έλληνες.
Την ίδια εποχή άρχισαν να καταφθάνουν στην ΕΣΣΔ και οι πρώτοι πολιτικοί πρόσφυγες του Εμφυλίου. Οι περισσότεροι από αυτούς μάλιστα –γύρω στις 12.000-διοχετεύτηκαν στην Τασκένδη, αλλά χωρίς να έρθουν σε στενή επαφή με το εκτοπισμένο ελληνικό στοιχείο του Ουζμπεκιστάν, το οποίο, άλλωστε, είχε σκορπιστεί σε αγροτικούς, κυρίως, οικισμούς της ενδοχώρας.
 Οι πολιτικοί πρόσφυγες χρησιμοποιήθηκαν κατά κανόνα στη βιομηχανία και –μετά τους καταστρεπτικούς σεισμούς του 1966– στην ανοικοδόμηση της κατεστραμμένης ουζμπεκικής πρωτεύουσας.
Τιφλίδα

Κοινοτική οργάνωση και παροικιακές δραστηριότητες 

Τα παλαιότερα διαθέσιμα δείγματα κοινοτικής οργάνωσης των Ελλήνων των “ρωσικών” χωρών συνδέονται με τις εμπορικές παροικίες του Λβοφ (σημ. Λβιφ), του Χαρκόβου και κυρίως της Νίζνας (Νιέζιν), και χρονολογούνται από τον 17ο αιώνα, όταν τα μέλη τους είχαν καταφέρει να εξασφαλίσουν από τη Mόσχα ειδικά προνόμια για την οργάνωσή τους σε Αδελφότητα.
Κατά την ίδια εποχή οι ελληνικές επίσης πόλεις και τα συχνά αμιγή ελληνορθόδοξα χωριά της Κριμαίας διέθεταν δικούς τους ναούς και ελληνόφωνους κληρικούς, που υπάγονταν στην εκκλησιαστική δικαιοδοσία των μητροπόλεων της Γοτθίας και του Kαφφά (Kαφατιανής).
Με το πέρασμα επίσης στον 18ο αιώνα τόσο οι Έλληνες της Κριμαίας, που μετοίκησαν στην περιοχή της Μαριούπολης, όσο κι εκείνοι που ήρθαν στη “Νέα Ρωσία” μετά τους δύο ρωσοτουρκικούς πολέμους της Αικατερίνης Β΄, εξασφάλισαν από την τσαρίνα ειδικά προνόμια, τα οποία, σε ορισμένες περιπτώσεις, έφταναν ως το επίπεδο της περιορισμένης διοικητικής αυτονομίας.
Η κοινοτική οργάνωση των Ελλήνων των ρωσικών χωρών, κατά τα τέλη του 18ουκαι στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα, στηρίχθηκε στις βασικές παραμέτρους των αντίστοιχων συσσωματώσεων της ευρύτερης νεοελληνικής Διασποράς: καταρχάς στην οικοδόμηση ιδιόκτητου ναού, τη σύσταση ελληνικών σχολείων, τη διασφάλιση κοινωνικής πρόνοιας για τους παροίκους και την ανάπτυξη του ιδιαίτερου εθνικού χαρακτήρα των μελών.
Το πρώτο δεν συνάντησε στη Ρωσία τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν οι ελληνορθόδοξες κοινότητες της ρωμαιοκαθολικής “Δύσης”. Ωστόσο η ομόδοξη ρωσική Εκκλησία διεκδίκησε συχνά τον πλήρη έλεγχο των θρησκευτικών εκδηλώσεων των παροίκων, συναντώντας όμως συχνά την αντίδρασή τους, εφόσον επέμεναν να καλύπτουν τις εκκλησιαστικές τους ανάγκες με ελληνόφωνους κληρικούς του Οικουμενικού Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης. Η ίδρυση σχολείων και κοινωφελών ιδρυμάτων εξαρτήθηκε από τις οικονομικές δυνατότητες των παροίκων, και οι ιδεολογικές διεργασίες από τις κοινωνικές και πολιτιστικές προϋποθέσεις.
Η ελληνική παροικία της Οδησσού αποτελεί ενδεικτική περίπτωση της παραγωγικής λειτουργίας αυτών των δεδομένων.
Καταρχάς στην Οδησσό, πριν καλά καλά ολοκληρωθεί η εγκατάσταση των πρώτων Ελλήνων εποίκων, θεμελιώθηκε το 1794, από τον Έλληνα μητροπολίτη Xερσώνας Γαβριήλ, ο πρώτος ελληνορθόδοξος ναός της νέας πόλης, προς τιμήν του Aγ. Nικολάου και της Aγ. Aικατερίνης.
Την ίδια εποχή συστήθηκε και η “Eπιτροπή Ελλήνων  Aποίκων”. Στα επόμενα χρόνια και ως τα μέσα σχεδόν του 19ου αιώνα, η παροικία επέδειξε εξαιρετική δραστηριότητα στον εμπορικό και οικονομικό, αλλά και στον πολιτιστικό και διοικητικό τομέα, που ξεπερνούσε κατά πολύ τα στενά όρια μιας μειονοτικής παροικίας.
Τα εκπαιδευτικά της ιδρύματα, προπάντων το ιδρυμένο το 1814“Eλληνικό Εμπορικό Σχολείο των Γραικών” (από το 1817
Eλληνεμπορική Σχολή  προσείλκυαν ακόμα και αλλοεθνείς σπουδαστές. Στο μεταξύ είχε ήδη αρχίσει να λειτουργεί, από το 1812, η Σχολή του Kυρίλλου Mπούμα στο Nιέζιν και η
Eμπορική Γραικική Ακαδημία της Mόσχας.
 Πάντως η ελληνική παροικία της Οδησσού φάνηκε πρωτοπόρος σε άλλους τομείς. Το 1818 άνοιξε το πρώτο (αλλά όχι μοναδικό) ελληνικό τυπογραφείο της περιοχής, και από το 1814-1815 άρχισαν να παρουσιάζονται στο κοινό της πόλης οι πρώτες ελληνικές θεατρικές παραστάσεις, στις οποίες (από το 1817) χρησιμοποιούσαν επιλεγμένα ελληνικά δραματικά έργα (από τα πρώτα της νεοελληνικής θεατρικής ιστορίας).
Mε τις προϋποθέσεις αυτές είναι ευεξήγητος ο σημαντικός ιδεολογικός ρόλος τόσο της ελληνικής κοινότητας της Οδησσού όσο και των άλλων πόλεων της “Nέας Pωσίας” αρχικά στις δραστηριότητες της ιδρυμένης, το 1814, Φιλικής Εταιρείας και στη συνέχεια σε πολλές και ποικίλες φάσεις (πολεμικές, οικονομικές κ.λπ.) της Εθνεγερσίας του 1821.
 Σύμφωνα με ορισμένες πηγές, μεταξύ των πρώτων γνωστών μελών της Φιλικής Εταιρείας 100 τουλάχιστον προέρχονταν από την Οδησσό και άλλα 40 από την ελληνική κοινότητα του Iσμαηλίου της γειτονικής Βεσαραβίας.
Ωστόσο, παρά τα δείγματα αυτά, η καθαυτό κοινοτική οργάνωση των Ελλήνων της τσαρικής Ρωσίας πραγματοποιήθηκε με αρκετή καθυστέρηση. Η ελληνική παροικία π.χ της Οδησσού εμφανίζεται ως συγκροτημένη με καταστατικό Αγαθοεργός Ελληνική Kοινότης μόνο το 1871. Ακολούθησαν η σύνταξη, το 1901, του καταστατικού της Ελληνικής Αγαθοεργού Κοινότητος του Ροστόβ του Δον, μετά από μερικά χρόνια, το 1905, η έναρξη της ελληνικής σχολής της πόλης και μόλις το 1909 τα εγκαίνια της ιδιόκτητης μεγαλοπρεπούς ελληνικής εκκλησίας της Θεοτόκου.
Μεγάλη καθυστέρηση παρατηρήθηκε και στην οργάνωση των αγροτικών, στην πλειονότητά τους, ελληνικών εστιών της Υπερκαυκασίας. Σε πολλά χωριά (ιδιαίτερα στα τουρκόφωνα) δεν υπήρχαν καθόλου ελληνικά σχολεία ως τις παραμονές της Οκτωβριανής Επανάστασης.
 Η κατάσταση αυτή χαρακτήριζε ακόμα και το ελληνικό στοιχείο στα αστικά κέντρα. Οι Έλληνες π.χ. στο Σοχούμ οργανώθηκαν σε κοινότητα το 1906, απέκτησαν το δικό τους –λαμπρό– σχολείο το 1909 και εκκλησία μόλις το 1915. Στο Bατούμ η ελληνική παροικία, αν και διέθετε εκκλησία από το 1871, απέκτησε οργανωμένο σχολείο μόλις το 1895 και κοινοτικό κανονισμό (ως Φιλόπτωχος Αδελφότης) το 1905.
Η καθυστέρηση οφειλόταν, σε μεγάλο βαθμό, στην εσωτερική πολιτική του τσαρικού καθεστώτος. Μόνο μετά την επανάσταση του 1905 άρχισαν να χαλαρώνουν οι περιορισμοί, με αποτέλεσμα να αρχίσουν να συγκροτούνται επίσημα σε κοινότητες αρκετές ελληνικές παροικίες της Νότιας Pωσίας, του Bορείου Kαυκάσου και της Yπερκαυκασίας, και να αποκτούν επίσημα αναγνωρισμένα ελληνικά σχολεία.
Στην εξέλιξη αυτή σημαντικό, βέβαια, ρόλο είχε και η Ελλάδα, που ενίσχυσε την παρουσία των προξενικών και διπλωματικών της εκπροσώπων στις ρωσικές πόλεις. Τελικά, στις παραμονές του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, λειτουργούσαν στα “Κυβερνεία” του Καυκάσου τουλάχιστον 78 ελληνικά σχολεία με 123 δασκάλους.
Την ίδια εποχή της “πολιτικής άνοιξης” κυκλοφόρησαν και οι πρώτες ελληνικές εφημερίδες της Ρωσίας, Kόσμος (1906-1914),Φως (1909-1911) και Ελληνικός Αστήρ (1913-1916), όλες στην Οδησσό. Παράλληλα, άρχισε και η έκδοση (1908-1914) των αξιόλογων εφημερίδων του Βατούμ Εθνική Δράσις (στη συνέχεια ως Εθνική Φωνή στο Αικατερινοντάρ και από το 1913 στο Ροστόβ) και Αργοναύτης  (1912-1918).
 Όλες αυτές οι εφημερίδες, παρά τις ιδεολογικές τους διαφορές, καλλιέργησαν συστηματικά την ιδέα της ένωσης, σε ενιαίο φορέα, όλων των Ελλήνων της Pωσίας.
Η ιδέα αυτή θα αρχίσει να τίθεται σε εφαρμογή στη διάρκεια του πρώτου
Πανρωσικού Συνεδρίου των Ελλήνων της Pωσίας, που συγκλήθηκε στο Tαγανρόγκ στις 29 Ιουνίου 1917. Η σύγκλησή του, που έγινε με την ενθάρρυνση και του εθνικού κέντρου, εντάχθηκε στο πλαίσιο των νέων συνθηκών που προκάλεσε η κατάρρευση του τσαρικού συγκεντρωτισμού και οι επαγγελίες της Προσωρινής Κυβέρνησης, για το σεβασμό των ελευθεριών όλων των εθνοτήτων της ρωσικής επικράτειας ή ακόμα και της κοινοτικής τους οργάνωσης.
 Οι ηγεσίες των ελληνικών κοινοτήτων επιδίωκαν καταρχάς τη λύση συγκεκριμένων προβλημάτων της ομογένειας, από τα οποία το σοβαρότερο ήταν η επιβίωση των χιλιάδων Ελλήνων προσφύγων που είχαν καταφύγει στη Ρωσία από την Τουρκία το διάστημα 1917-1918. Οι προσπάθειες συνεχίστηκαν και μετά την παγίωση του σοβιετικού συστήματος, αλλά με πενιχρά αποτελέσματα.
Καταστροφικό ρόλο, βέβαια, είχε παίξει και η συμμετοχή της Ελλάδας στην αντιμπολσεβικική εκστρατεία του 1919, αλλά και η αρνητική στάση που κράτησε ένα τμήμα του ελληνικού πληθυσμού των αστικών, τουλάχιστον, κέντρων έναντι της Οκτωβριανής Επανάστασης.
Τελικά οι Έλληνες της Σοβιετικής Pωσίας –και της μετέπειτα Σοβιετικής Ένωσης– δεν πέτυχαν ποτέ να κατοχυρώσουν συνταγματικά κάποιας μορφής “εθνοτική” αυτοδιάθεση, εκτός από τις σχετικά ελεύθερες –ώς τα μέσα της δεκαετίας του 1930– εκπαιδευτικές και πολιτιστικές τους δραστηριότητες (ελληνικά σχολεία και εφημερίδες, θεατρικές παραστάσεις κ.λπ.).
Πάντως και οι δραστηριότητες αυτές εξυπηρετούσαν τη διάδοση –μέσω της παιδείας, του Τύπου, των φιλολογικών, λογοτεχνικών και πολιτιστικών δραστηριοτήτων– της κομμουνιστικής κοσμοθεωρίας. Στα τέλη του 1922 άρχισαν να λειτουργούν ελληνικά σχολεία (κρατικά ή με την έγκριση του κράτους) σε αρκετά μεγάλα αστικά κέντρα της Νότιας Pωσίας: το Ροστόβ, το Κρασνοντάρ, το Nοβοροσίσκ, το Γκρόζνι, τη Σεβαστούπολη και σε μικρότερες πόλεις. Παράλληλα λειτουργούσαν, επίσης στη δεκαετία του 1920 –μαζί με τα κρατικά– και κοινοτικά σχολεία.
Το 1926, πάντως, με την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση(που επέβαλε τη δημοτική, αντικαθιστώντας ταυτόχρονα την ιστορική με τη φωνητική γραφή), όλα τα ελληνικά σχολεία έγιναν κρατικά.
Γενικά παρουσιάζεται, κατά την ευοίωνη εκείνη περίοδο, μια εντυπωσιακή ανάπτυξη της ελληνικής παιδείας μεταξύ του ελληνικού στοιχείου της σοβιετικής επικράτειας, ιδιαίτερα σε περιοχές (όπως π.χ. η Μαριούπολη) που ως τότε αντιμετώπιζαν σοβαρά προβλήματα αναλφαβητισμού.
 Από τις πολλές ελληνικές εφημερίδες της μετεπαναστατικής Ρωσίας σημειώνουμε εδώ ενδεικτικά την –πρώτη χρονολογικά– Χαραυγή , του Βατούμ (1917-1918) και τις μακροβιότερες Σπάρτακος , από το 1920 στο Νοβοροσίσκ, Κομυνιςτις (σύμφωνα με τη φωνητική γραφή) από το 1928 στο Ροστόβ του Δον και Κόκκινος Καπνάς (από το 1932) στο Σοχούμ.
Σύντομα (από το 1928) άρχισαν να λειτουργούν σε διάφορα μέρη της χώρας ελληνικά τυπογραφεία (“εκδοτικά”) για την εκτύπωση εκπαιδευτικών, κομματικών και λογοτεχνικών έργων, περιοδικών, εφημερίδων κ.λπ., με πρώτο το “εκδοτικό” Κομυνιςτις 
(που εξέδιδε και την ομώνυμη εφημερίδα, αλλά και πλήθος επιστημονικών έργων, ανάμεσά τους και τη σημαντική για την εποχή της Γραματικι τις νεοελινικις γλοςας του Κ. Τοπχαρά-Κανονίδη) και δεύτερο (από τις αρχές της δεκαετίας του 1930) το
Κολεχτιβιςτις , στο Ντονιέσκ και το Nτονμπάς, που εξέδιδε, επίσης από το 1930 και στα Μαριουπολίτικα, την ομώνυμη εφημερίδα. Στενός συνεργάτης του Κολεχτιβιςτι ήταν και ο ποιητής Γεώργιος Κοστοπράβ (1903-1937), η σημαντικότερη, ίσως, φυσιογνωμία στο χώρο της ελληνόφωνης σοβιετικής λογοτεχνίας.

Οι διωγμοί 1936-1938 και 1941-1949 
Όλες οι εκπαιδευτικές και πολιτιστικές επιδόσεις των Ελλήνων της EΣΣΔ ανακόπηκαν, το 1936 κατά την καταστροφική, για πολλές εθνότητες της χώρας, τριετία των “εκκαθαρίσεων”.
 Οι διώξεις σε πολλές περιοχές με συμπαγή ελληνικό πληθυσμό πήραν τη μορφή πογκρόμ, με την εξορία δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων στην Kεντρική Ασία και τη Σιβηρία, την εκτέλεση των ηγετικών στελεχών και ιδιαίτερα της διανόησης και τη διάλυση όλων, σχεδόν, των συλλογικών οργάνων των ελληνικών κοινοτήτων, ακόμα και των καθαρά κομματικών.
O συνολικός αριθμός των θυμάτων των ελληνικών διωγμών δεν είναι απόλυτα εξακριβωμένος ούτε και πρόκειται, μάλλον, να γίνει γνωστός. Από τις γενικές, πάντως, εκτιμήσεις φαίνεται ότι ήταν αρκετά υψηλός, για τα δημογραφικά δεδομένα του ελληνικού πληθυσμού της EΣΣΔ.
Τη φυσική και ηθική εξόντωση ακολούθησε και η εκπαιδευτική και πολιτιστική καταστροφή. Τον Αύγουστο του 1938 έκλεισαν τα περισσότερα ελληνικά σχολεία –που τότε ανέρχονταν σε 104– ή μετατράπηκαν σε εθνικά ή πολυεθνικά εκπαιδευτήρια των κατά τό-πους Δημοκρατιών.
Ταυτόχρονα η διδασκαλία της ελληνικής αντικαταστάθηκε με τη ρωσική ή τη γλώσσα της τοπικής αυτόνομης Δημοκρατίας (όπως έγινε π.χ. με την αμπχαζική στα σχολεία της Aμπχαζίας και κυρίως με τη γεωργιανική σε ολόκληρη σχεδόν τη Γεωργία).
Παράλληλα σημειώθηκαν και αρκετές συλλήψεις Ελλήνων δασκάλων. Πάντως, και μετά το κλείσιμο των σχολείων, ορισμένοι εκπαιδευτικοί συνέχισαν κρυφά να παραδίδουν μαθήματα ελληνικής γλώσσας. Ταυτόχρονα σχεδόν άρχισε και το ξήλωμα του ελληνοσοβιετικού Τύπου και της ελληνικής τυπογραφίας, και γενικά εξαρθρώθηκαν οι μηχανισμοί των αξιόλογων πολιτιστικών δραστηριοτήτων του Ελληνισμού της χώρας.
Πριν καλά συνέλθει το ελληνικό στοιχείο της ΕΣΣΔ από τις “εκκαθαρίσεις” της φοβερής τριετίας 1936-1938, πέρασε από νέα δοκιμασία: τους “εθνικούς” εκτοπισμούς της περιόδου 1941-1949. Παρά την ενεργό συμμετοχή του στον “μεγάλο πατριωτικό πόλεμο”, όχι μόνο δεν απέφυγε τις διακρίσεις σε βάρος του, αλλά υπέστη, επιπλέον, τις ίδιες σχεδόν διώξεις με τις εθνότητες εκείνες που είτε είχαν συμπράξει με τους Γερμανούς είτε απλώς θεωρούνταν ύποπτοι συνεργασίας.
Υπολογίστηκε ότι μόνο το 1944 εκτοπίστηκαν 16.375 Έλληνες από τα εδάφη της Γεωργίας, της Αρμενίας και του Αζερμπαϊτζάν και 14.760 από την Κριμαία. Οι περισσότεροι μεταφέρθηκαν σιδηροδρομικώς, και κάτω από άθλιες συνθήκες, στις κεντροασιατικές Δημοκρατίες (κυρίως στο Καζαχστάν και το Ουζμπεκιστάν) και τη Σιβηρία.
Οι εκτοπισμοί συνεχίστηκαν και μετά τη λήξη του πολέμου, γεγονός που δείχνει ότι η αιτιολόγησή τους από τις σοβιετικές αρχές ήταν εντελώς προσχηματική. Τελικά, οι “ειδικές μετοικεσίες”, όπως αποκαλούνταν επίσημα οι εθνικοί εκτοπισμοί, εντάσσονταν στους στόχους της γενικότερης σοβιετικής τακτικής των δημογραφικών ανακατατάξεων, που απέβλεπαν βραχυπρόθεσμα στην απαλλαγή των συνοριακών επαρχιών της χώρας από τις μη “έμπιστες” εθνότητες και μακροπρόθεσμα στην επιτάχυνση του εκρωσισμού τους.
 Παράλληλα εξυπηρετούνταν και άλλοι στόχοι: η εθνολογική αλλοίωση των κεντροασιατικών Δημοκρατιών και η τροφοδότησή τους με το κατάλληλο ανθρώπινο δυναμικό που θα βοηθούσε στην υλοποίηση των μεγαλεπήβολων σχεδίων της σοβιετικής ηγεσίας για την εντατικοποίηση της μεταπολεμικής τους εκβιομηχάνισης.
 Όπως κι αν έχουν τα πράγματα, οι εκτοπισμοί εκείνοι του ελληνικού στοιχείου της ΕΣΣΔ τραυμάτισαν θανάσιμα τις σχέσεις του με το πολιτικό και κοινωνικό σύστημα της χώρας στην οποία ζούσαν, τόσο σε πανενωσιακό όσο και σε περιφερειακό επίπεδο.
Επανήλθε λοιπόν –τη φορά αυτή ισχυρότερο– το όραμα της τελικής καταφυγής τους στη μακρινή πατρίδα τους, την Ελλάδα.

Η επέκταση της “παλιννόστησης” 
Οι περισσότεροι από τους Έλληνες της ΕΣΣΔ, που εκτοπίστηκαν στη δεκαετία του1940, επεδίωξαν, μετά την “αποσταλινοποίηση” του 1956, να ξαναγυρίσουν στις παλιές τους εστίες, χωρίς όμως πάντοτε να καταφέρουν να ανακτήσουν τα σπίτια και τις χαμένες τους περιουσίες (που είχαν, στο μεταξύ, περάσει σε ξένα χέρια).
Μερικοί αναζήτησαν οριστική λύση στην “παλιννόστηση” στην Ελλάδα.
Η τάση άρχισε να κερδίζει έδαφος στα μέσα της δεκαετίας του 1960 και, παρά την απριλιανή δικτατορία του 1967, συνεχίστηκε και στα επόμενα χρόνια. Υπολογίζεται ότι μεταξύ του 1965 και του 1985, πριν δηλαδή αρχίσει το μεγάλο κύμα των “παλιννοστήσεων” των ομογενών της EΣΣΔ, έφτασαν σε ελληνικό έδαφος 30.000 άτομα, από τα οποία, όμως, πολλά ήταν επαναπατριζόμενοι πολιτικοί πρόσφυγες του Εμφυλίου.
 Η προοπτική της “παλιννόστησης” θα γίνει ρεαλιστικότερη
μετά την κατάρρευση του σοβιετικού συγκεντρωτικού συστήματος (1989), τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, την πλήρη ανεξαρτητοποίηση των επιμέρους Δημοκρατιών και την ένταξή τους (με την εξαίρεση των Βαλτικών Χωρών και της Γεωργίας) στην Κοινοπολιτεία των Ανεξάρτητων Κρατών (Δεκέμβριος 1991).
Πάντως, λίγο πριν ολοκληρωθεί η κατακλυσμιαία αυτή διαδικασία, ο Ελληνισμός της ΕΣΣΔ ανερχόταν, σύμφωνα με τη στατιστική του 1989, σε 358.000 άτομα. Το μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού αυτού ήταν συγκεντρωμένο στη Γεωργία (100.324), την Ουκρανία (98.500), τη Ρωσία (91.699), το Kαζαχστάν (46.400), το Oυζμπεκιστάν (10.400)και την Αρμενία (4.600).
 Οι ίδιοι οι Έλληνες της ΕΣΣΔ υπολόγιζαν στο διπλάσιο τα ελληνικά δεδομένα της απογραφής, προσμετρώντας και τις μικτές, λόγω επιγαμιών, οικογένειες.
Ακόμα και αν δεν λάβουμε υπόψη τους υπολογισμούς αυτούς κατά γράμμα, το ελληνικό στοιχείο των χωρών της πρώην Σοβιετικής Ένωσης αποτελούσαν, πριν από την έναρξη της νέας μεγάλης “εξόδου” προς την Ελλάδα (που έφερε στο εθνικό κέντρο πάνω από100.000 ομογενείς), το δεύτερο σε μέγεθος (μετά τους Έλληνες των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής) τμήμα του Ελληνισμού της Διασποράς.
Από τους 98.578 Έλληνες της Ουκρανίας, η συντριπτική πλειονότητα ήταν εγκατεστημένη στη Μαριούπολη (24.078) και τα χωριά της (περίπου 50.000 ψυχές), το Ντονιέτσκ (12.000) και την Κριμαία (4.500). Στην ευρύτερη περιφέρεια της Οδησσού ήταν εγκατεστημένοι 1.740, ενώ μέσα στην πόλη κατοικούσαν 1.060.
 Στο Καζαχστάν ζούσαν ακόμα 46.700 Έλληνες, αντιπροσωπεύοντας το 0,1% του συνόλου του πληθυσμού της Δημοκρατίας. Στο Ουζμπεκιστάν αριθμούσαν 10.500 άτομα, συμπεριλαμβανομένων και των πολιτικών προσφύγων (το 0,1% του συνολικού πληθυσμού της Δημοκρατίας). Στην Κιργιζία επισημάνθηκαν μόνο μερικές μεμονωμένες ελληνικές οικογένειες.
Μαριούπολη

Η σύγχρονη δημογραφική κατάσταση 
Η έλλειψη επίσημων στοιχείων για την υπάρχουσα, σήμερα, δημογραφική και εθνολογική κατάσταση των χωρών της ΚΑΚ, σε συνδυασμό με την εν εξελίξει, ακόμα, διαδικασία της “παλιννόστησης” των ομογενών, δεν μας επιτρέπει να σχηματίσουμε μια σταθερή εικόνα για το μέγεθος και την κατανομή του εναπομένοντος Ελληνισμού των χωρών αυτών.
Τα απογραφικά στοιχεία π.χ. της Γεωργίας είναι μάλλον αφερέγγυα, όχι μόνο εξαιτίας του τρόπου με τον οποίο συγκεντρώθηκαν, αλλά και του χαρακτήρα των ελληνικών μετοικεσιών της τελευταίας, τουλάχιστον, δεκαετίας.
 Περισσότερο έγκυρα θεωρούνται τα δεδομένα της τελευταίας απογραφής (του έτους 2002) του πληθυσμού της Ρωσικής Ομοσπονδίας, τα οποία εμφανίζουν 97.827 Έλληνες κατοίκους, με μεγαλύτερη τη συγκέντρωσή τους στη λεγόμενη Νότια Ομοσπονδιακή Περιφέρεια, με 70.736 άτομα. Συζητήσιμα είναι επίσης τα στοιχεία της τελευταίας (του 1999) απογραφής του πληθυσμού στη Δημοκρατία της Λευκορωσίας, που εμφανίζουν μόνο 743 Έλληνες.
Ο πραγματικός αριθμός, ωστόσο, των Ελλήνων της χώρας αυτής, σύμφωνα τουλάχιστον με εκτιμήσεις των εκεί ομογενειακών κύκλων, ανέρχεται σε 4.000 άτομα. Γενικά, τα δεδομένα των απογραφών –όταν και όπου υπάρχουν– δεν δίνουν τα ακριβή μεγέθη του ελληνικού πληθυσμού των χωρών που ανήκαν στην πρώην ΕΣΣΔ.
 Οι δυσκολίες οφείλονται σε πολλούς και ποικίλους παράγοντες, από τους οποίους οι σημαντικότεροι είναι, ίσως, η ενσωμάτωση με τους μικτούς γάμους, και γενικά η αναπόφευκτη αφομοίωση από τους πολυπληθέστερους συνοίκους λαούς, αλλά και η ιδιόμορφη διαδικασία των παλιννοστήσεων.
Αρκετές χιλιάδες από το σύνολο των “επαναπατρισθέντων” Ελλήνων της πρώην ΕΣΣΔ (που ξεπέρασε προ πολλού τα 100.000 άτομα), δεν εγκαθίστανται ακόμα οριστικά στη Ελλάδα, αλλά μετακινούνται παλινδρομικά μεταξύ των χωρών της ως τώρα φιλοξενίας τους και του εθνικού κέντρου.




Θεοδώρα Γιαννίτση – Άντα Διάλλα – Ι. Κ. Χασιώτης






Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah