Το νυφέπαρμαν ή νυφόπαρμαν ( Στό σπίτι της νύφης )

Παρασκευή 28 Νοεμβρίου 2014

Μπροστά στό σπίτι της νύφης ανταλλάσσονταν χαριτολογίες ανάμεσα σ' εκείνους που βρίσκονταν μέσα σ' αυτό και σ' εκείνους που βρίσκονταν απ' έξω. Οι πρώτοι πρόβαλλαν εμπόδια προσποιητά στην είσοδο του γαμπρού και της πομπής, για λίγη ώρα, ώσπου τελικά οι απέξω πίνανε από ένα ποτήρι ρακή που υπήρχε μπροστά στην πόρτα πάνω σ' ένα δίσκο ή σ' ένα τραπέζι μαζί με κότα βραστή, τσουρέκια, πίτα και ομελέτα, τους ευχόντουσαν τα καθιερωμένα κι αφού ο χουτζή μπασης χτυπούσε με το ξίφος του το ανώφλι της πόρτας, τρεις φορές, στ' όνομα της αγίας τριάδας, άνοιγε η πόρτα κι έμπαιναν μέσα.
Σ' άλλα μέρη ο γαμπρός, φέροντας ξίφος, πλησίαζε καβάλα στο άλογο, χτυπούσε τρεις φορές «τ' απανωθύρ'» (το ανώφλι) και μετά πετούσε ψηλά το ξίφος του στό πίσω μέρος του σπιτιού. Η πράξη του δε εκείνη εθεωρείτο «κατακτητική», γι' αυτό και του άνοιγαν εκείνη τη στιγμή τις κλειστές πόρτες και έμπαινε μέσα με τη συνοδεία του.
 (Αρχείο του Πόντου)

 Στα Κοτύωρα, όταν η πομπή του γαμπρού έφτανε στο σπίτι του συμπέθερου, κατέβαιναν, η νύφη με όλους τους συγγενείς και τους καλεσμένους, για να ενωθούν με τους άλλους και να πάνε όλοι μαζί στην εκκλησία για τη στέψη. Πρόσφεραν δε στον κόσμο μεζέδες και πιοτά και δέχονταν σ' ένα δίσκο χρηματικά φιλοδωρήματα απ' το γαμπρό και τον κουμπάρο.
Τη στιγμή όμως που η νύφη, κλαίγοντας, πλησίαζε για να  σμίξει με το γαμπρό, έμπαιναν στη μέση «οι καλετέν» και τους εμπόδιζαν να ζυγώσουν ο ένας τον άλλον, αν προηγούμενα δεν έπαιρναν σαν δώρα κότες ή πάπιες ψημένες, τραγουδώντας μάλιστα την απαίτηση τους με τους παρακάτω στίχους:
«Την κοσσάραν θέλω κάϊνανα.
 Τήν κοσσάραν φέρ'τε κάϊνανα»...
Συνήθως απαιτούσαν και ζωντανές κότες, τις οποίες έσφαζαν επιτόπου και με το αίμα τους άλειβαν τα παπούτσια του γαμπρού.
Σε πολλές μάλιστα περιπτώσεις, την ώρα που αρπάζανε  τις ζωντανές ή τις ψημένες κότες που τους πρόσφεραν  στηνόταν ομηρικοί καυγάδες μεταξύ των «καλετένων» που αποτελούσαν ξεχωριστές παρέες και προπαντός όταν αυτοί προέρχονταν από διαφορετικές συνοικίες. Τα παλιότερα δε χρόνια οι καυγάδες εκείνοι αποτελούσαν απαραίτητο στοιχείο της όλης γαμήλιας τελετής, με το  οποίο οι νέοι έδειχναν στις νέες την αντρειά τους και την καπατσοσύνη τους.
Συνέβαινε ακόμα, όταν ο γάμος γινόταν τη νύχτα, οι ομάδες εκείνες να πέφτουν σαν τις αλεπούδες στα κοτέτσια και να τις ρημάζουν!
Μετά δε από το καλμάρισμα των καυγάδων και των λεηλασιών των κοτετσιών, όσοι από τους τυχερούς είχαν κατορθώσει να αρπάξουν κότες, έμπηγαν στα πλευρά τους κεριά, τα άναβαν, τις κρατούσανε ψηλά και έδιναν το σύνθημα του ξεκινήματος, οπότε η γαμήλια πομπή έπαιρνε  την κανονική της διάταξη και ξεκινούσε.
Μπροστά βαδίζανε οι μουσικοί και οι «καλετέν»,κι  ακολουθούσαν ο κουμπάρος, ο γαμπρός και οι φίλοι τους.  Μετά από αυτούς «οι μειζετέρ'» και όλοι οι άλλοι καλεσμένοι και από τα δύο μέρη. Πίσω δε από αυτούς ερχότανε η νύφη με τις φίλες της και με τη συνοδεία της, την οποία κρατούσε απ' τ' αριστερό της μπράτσο αδελφός της ή ο ξάδελφος της.
Στα παλιά τα χρόνια οι γονείς της νύφης δεν πήγαιναν στα στεφανώματα (Ξ. Ξενίτας). Όταν δε ο πατέρας παράδινε στο γαμπρό την κόρη του, στο κατώφλι της πόρτας του  σπιτιού, στα πόδια της σφάζανε ένα αρνί ή μια κότα και τραγουδούσαν το τραγούδι:
«Επήραμε την Πέρδικα την χιλοπλουμισμένην».
Κατά την έξοδο δε της νύφης η μουσική έπαιζε το «αχπαστόν» και στη συνέχεια τραγουδούσαν το παρακάτω τραγούδι:
«Σήμερον άλλον μέρα εν κι άλλο ήλιος λάμπει,
σήμερον και το κόρασον δύο καρδίας βάλλει,
τ' έναν αφήνει ' ς σού κυρού και τ' άλλο παίρ' και πάει.
Αφ' σον, κόρη, τη μάνα σου και ποίσον άλλεν μάναν,
αφ' σον, κόρη, τον κύρη σου και ποίσον άλλον κύρην κ.λπ.

Στη Ματσούκα όταν τό ' ψίκι (πομπή) έφτανε στην πόρτα της νύφης, τους υποδέχονταν με ομοβροντίες πυροβο-(ντονανμάδες), μία ομάδα δε νέων παρεμπόδιζε την είσοδο του γαμπρού και της συνοδείας του στο σπίτι της, μέχρι να υποχρεωθεί ο κουμπάρος να τους δώσει φιλοδώρημα, το οποίο συνήθως ήταν δύο μπουκάλια ρακή και μια ψημένη κότα για μεζέ.
 Εκεί ο γαμπρός, προτού κατεβεί από το άλογο, σταύρωνε τρεις φορές στο ανώφλι της πόρτας ή στό «σατσάκ'». στο χαμηλό γείσο δηλαδή της στέγης, με μια βέργα:
«τη νεγάμ' το στουράκ» (η βέργα του νεόγαμου)την οποία του την έδινε ο κουμπάρος στό χέρι. Το χτυπούσε δε μετά με τόση δύναμη Με τη βέργα, ώστε με την πρώτη έπρεπε να σπάσουν τα λεπτότατα σανιδόφυλλα της στέγης:«τα χαρτώματα της στέγης»
Μετά δε από το χτύπημα εκείνο πετούσε «το στουράκ'» πάνω από τη στέγη  στο πίσω μέρος του σπιτιού:«επιδέβαζεν άτο ας σην κουμουλιάδαν του σπιτί».
Με την πράξη του εκείνη αποδείκνυε ότι ο γαμπρός ήταν παλικάρι και ότι θα ήταν ικανός να προστατέψει και να κάνει ευτυχισμένη τη συμβία του. Η τυχόν δε αποτυχία «ς σό πιδέβασμαν» εθεωρείτο κακό σημάδι.
Τη βέργα εκείνη την άρπαζαν κατόπιν τα παιδιά, όποιος προλάβαινε, την έδιναν στον κουμπάρο και έπαιρναν από εκείνον «μπαχσίς» (φιλοδώρημα).
Ύστερα κατέβαινε ο γαμπρός από το άλογο και έμπαινε στο σπίτι με το «δεξί» του πόδι, ή δε πεθερά του αφού του έβαζε στο χέρι το «τριγών'», το τριγωνικό δηλαδή ψωμάκι, δεμένο μ' ένα μαντίλι, τον αγκάλιαζε και τον φιλούσε.
Ο δε «λυριτζής» στην περίπτωση εκείνη, παίρνοντας φιλοδώρημα τραγουδούσε τους παρακάτω στίχους:
«Εγώ είμαι ο λυριτζής, θειΐτσα μ' γουρπάν   ς σην ψύ’ς»
Τον γαμπρόν εγώ έγκα, για φέρον το πακτσίς».
Μαζί με το γαμπρό μπαίνανε μέσα οι γονείς του ο κουμπάρος και αρκετοί από τους συνοδούς του, τους οποίους υποδέχονταν οι συγγενείς της νύφης και τους παράθεταν τραπέζι με ρακή και διάφορους μεζέδες, αρχίζοντας έτσι  μέσα και έξω απ' το σπίτι, τρικούβερτο γλέντι.
Το γαμπρό τον περιποιόταν η πεθερά του σε ξεχωριστό τραπέζι, προσφέροντας του το περίφημο «φούστρον» (ομελέτα). Απ' αυτό δε βγήκε και η γνωστή παροιμία
«Γαμπρέ, φούστρον τρως;» για να δείξει την ιδιαίτερη περιποίηση και αδυναμία της πεθεράς στο γαμπρό.
Παρά το γεγονός ότι υπήρχε και η αντίθετη κοροϊδευτική παροιμία για ταν πεθερά:
«'Ολιον το τέρτ' τη πεθεράς-ι-μ' ο θανατός ας έτον».
Όταν τελείωνε το ντύσιμο και ο στολισμός της νύφης, τα οποία γίνονταν εκείνη την ώρα την οδηγούσαν στην πόρτα του δωματίου, όπου ο κουμπάρος:
«εδούν’νεν τα σκεπαστίατ' κα»
δηλαδή το φιλοδώρημα του ντυσίματος, ενώ ο γαμπρός την έβγαζε από το νυφείο τραβώντας την με δύναμη από το χέρι και υπερνικώντας την προσποιητή αντίσταση που πρόβαλλε ή ίδια ενισχυμένη και από τις «παρανυφάδες» της, οι οποίες την κρατούσαν από πίσω, ενισχύοντας έτσι συμβολικά, από αλληλεγγύη, την αντίσταση της.
Στό σημείο εκείνο η λύρα έπαιζε το κλασικό τραγούδι τού χωρισμού:
«Αφ' σον, κόρη, τη μάνα σου και ποίσον άλλεν μάναν,
άφ'σον, κόρη, τον κύρη σου και ποίσον άλλον κύρην,
αφ' σον,  κόρη,  τ'  αδέλφια σου και ποίσον άλλ' αδέλφια.
Τίμα, κόρη, την πεθερά σ’ να είσαι τιμεμέντσα,
 Τίμα, κόρη, τον πεθερό σ,' να είσ' άγαπεμέντσα.
Μάθα, κόρη, την αγρύπνιαν και την κακοπειρίαν,
 αύρι θά πας 'ς σου πεθερού σ’ να είσαι μαθεμέντσα.
Το τραγούδι αυτό τα τελευταία χρόνια αντικαταστάθηκε με τ' «αχπαστόν», για το οποίο γίνηκε λόγος πιο πάνω. Στο διάστημα δε εκείνο η μάνα της νύφης με όλους τους δικούς της κλαίγανε για το χωρισμό της κόρης της.
Ο γαμπρός, παλιότερα, πρόσφερε συμβολικά στην πεθερά του ένα ασημένιο νόμισμα, το λεγόμενο «σίτ παρασίν» για τα «βυζαστιατ' κα», για την αμοιβή δηλαδή που δικαιούταν η μητέρα της για το γάλα που τη θήλασε.
 (Γ. I. Ζερτελίδης, Ε. Χριστοφορίδης,  Αν. Παπαδόπουλος).
Σπίτι στη Λιβερά

Στη Λιβερά, όταν ο γαμοστόλος πλησίαζε στο σπίτι της νύφης, βγαίνανε όλοι από μέσα, διακόπτοντας το χορό, μαζί με τον «τουλουμτζή» ή τον «κεμεντζετζή», που διακρίνονταν από τον «νταουλτζή» και το «ζουρνατζή» του γαμπρού, για να τον προϋπαντήσουν.
Οι οργανοπαίκτες δε της νύφης υποκλίνονταν μπροστά στους προσερχόμενους, δεχόμενοι φιλοδωρήματα. Ακο­λούθως όλοι μπαίνανε μέσα, εκτός από το γαμπρό, ο οποίος έστεκε καβάλα πάνω στ' άλογο, μπροστά στην πόρτα, περιμένοντας τους συγγενείς της να τον ασπαστούν και να του βάλλουνε στον κόρφο μήλα ή πορτοκάλια κλπ.
Παλιότερα επικρατούσε και εκεί το έθιμο να χτυπά ο γαμπρός με τη βέργα σταυρωτά τη στέγη και να την πετά πίσω από το σπίτι, όπως αναφέραμε πιο πάνω, αλλά πριν από πολύ καιρό το έθιμο αυτό είχε καταργηθεί.
Μετά από τα παραπάνω κατέβαινε ο γαμπρός από το άλογο και έμπαινε και εκείνος μέσα στο σπίτι, καθήμενος δε στο τραπέζι, πλάι στον κουμπάρο και στον παπά, τρώγανε και πίνανε όλοι μαζί, ώσπου να δοθεί το σύνθημα της εξόδου.
Σ όλο δε το διάστημα εκείνο μπροστά στην πόρτα της νύφης έστεκαν ο λεγόμενος «κέλλαρος» και οι μαγείρισ­σες και κερνούσαν όλα τα άτομα που μπαινοβγαίνανε δεχόμενοι φιλοδωρήματα σε χρήμα. Το ίδιο συνέβαινε και στο σπίτι του γαμπρού, πριν να ξεκινήσει ο γαμοστόλος να πάει στο σπίτι της νύφης για το «νυφέπαρμαν».
Κατά την έξοδο δε από το σπίτι της νύφης ο γαμπρός και ο κουμπάρος περίμεναν τελευταίοι μπροστά στην πόρτα, ώσπου να έρθει η νύφη με τη νουνά της και να σταθούν στο μέσα μέρος της πόρτας. Και τότε ο κουμπάρος έδινε το χέρι του γαμπρού στη νύφη κι εκείνος την τραβούσε έξω.
 Μετά δε από αυτό ανεβαίνανε στ' άλογα, ο γαμπρός και οι άλλοι ιππείς που τον συνόδευαν, και τελευταία η νύφη, βοηθούμενη από το νουνό της μαζί μ' έναν από τους πλησιέστερους συγγενείς της, οι οποίοι τη συνό­δευαν μέχρι το σπίτι του γαμπρού.
Ή διάταξη της πομπής πού σχηματιζόταν από εκεί και πέρα ήταν η παρακάτω:
Μπροστά βαδίζανε δύο παιδιά, κρατώντας τις νυφικές λαμπάδες  και οι οργανοπαίκτες, οι οποίοι έπαιζαν τα όργανα και τραγουδούσαν. Ακολουθούσε ο γαμπρός, έχοντας από τη μια μεριά τον κουμπάρο κι από την άλλη κάποιο φίλο του ή τους δύο «καλύτερους», οι οποίοι λαμπαδοφορούσαν. Κι από πίσω του ερχόταν η νύφη με βήμα αργό, υποβασταζόμενη, από τη μασχάλη από τη μια μεριά από τον αδελφό της ή άλλο συγγενή της κι από την άλλη από την παρανύφισσα.
Ακολουθούσαν πίσω απ' αυτούς οι συγγενείς του ζευγαριού, οι προσκαλεσμένοι και όλες οι άλλες παρανύφισσες (παρανυφάδες) με λαμπάδες.
Στη Νικόπολη και στις άλλες περιοχές της Κολωνίας, όταν η πομπή του γαμπρού (ο γαμοστόλος) έφτανε στην πόρτα της νύφης, η πεθερά ή κάποια άλλη συγγενής άνοιγε την πόρτα, οπότε ορμούσαν μέσα, πρώτα μερικοί νέοι, οι οποίοι παίρνανε το πιάτο με το «φούστρον», το φέρνανε μπροστά στο γαμπρό κι αφού πιάνανε το δεξί του χέρι και κάνανε με εκείνο τρείς φορές το σημείο του σταυρού πάνω στο «φούστρο» (ομελέτα) το τρώγανε μεταξύ τους.
Μετά από αυτό ο γαμπρός κατέβαινε από το άλογο του, ενώ πάραυτα μερικοί νέοι, συγγενείς της νύφης, συναγωνί­ζονταν ποιος να πρωτοανεβεί σ' εκείνο, εκείνος δε που κατάφερνε να το ανεβεί, έκανε καλπάζοντας μερικούς γύρους, αλλά δεν εννοούσε να κατεβεί και να παραδώσει το άλογο, αν προηγούμενα δεν έπαιρνε ένα φιλοδώρημα από τον κουμπάρο ή από τους γονείς των μελλονύμφων. Μετά απ' αυτό το παιγνίδι η συμπεθέρα τους καλωσόριζε όλους και οδηγούσε το γαμπρό και την παρέα του σε ξεχωριστό δωμάτιο, όπου τούς προσφερόταν εκλεκτά φαγητά.
Οι υπόλοιποι μπαινοβγαίνανε, χορεύανε, τραγουδούσαν και έπιναν «τούτ'ρακισί», δηλαδή ρακή που το κατασκευάζανε από μούρα  και ευχόντουσαν στους γονείς:
«φως τ' ομμάτια σουν» (φως στα μάτια σας).
Οι γεροντότεροι και σεβασμιότεροι κάθονταν ξεχωριστά το ίδιο και η νύφη, η οποία ντυμένη τα νυφικά της (τη νύφη στην Νικόπολη την έντυνε η παπαδιά) καθότανε με τις φίλες της σε ξεχωριστό μέρος, μακριά από το γαμπρό και τον άλλο κόσμο.
Μετά δε από το φαγοπότι, οι γονείς της νύφης παίρνανε το γαμπρό και τον φέρνανε κοντά στην πόρτα. Στο ίδιο μέρος έφερναν και τη νύφη και ενώνανε το δεξί χέρι του γαμπρού με το αριστερό της νύφης, λέγοντας:
«ατέν εδέκαμ' άτην εσέν, εσέν πα δι'με σε 'ς σόν θεόν».
Αυτήν τη δώσαμε σ' εσένα, εσένα δε σε παραδίνομε στο θεό.
Κατόπιν φιλούσαν το γαμπρό και τη νύφη στο μέτωπο και εναγκαλίζονταν ιδιαιτέρως την κόρη τους, ενώ εκείνοι ανταποδίδανε τον ασπασμό, φιλώντας τα χέρια των γονιών της νύφης.
Το ίδιο γινόταν και με τους γονείς του γαμπρού, οι οποίοι αφού φιλούσαν το ζευγάρι στο μέτωπο, δίνανε το λόγο τους ότι θα την είχαν σα δικό τους κορίτσι και μάλιστα σε καλύτερη μοίρα από εκείνον.
 (Π.Φουρνιάδης καί συνεργάτες).
ΣΑΝΤΑ: Χαμελέτε σον Γιάμπολη

Στη Σαντά μπροστά στην πόρτα του σπιτιού της νύφης έστεκε ένα άτομο κρατώντας στό κεφάλι του ένα δίσκο με «μελοβούτορον», δηλ. με μέλι ανακατεμένο με ανάλατο βούτυρο, και ψωμί. Όταν δε έφτανε η πομπή, άνοιγε η πόρτα αφού ο κουμπάρος το έπαιρνε, δίνοντας πρώτα σα φιλοδώρημα 10-20 γρόσια ή μια ζώνη.
Στο μεταλλείο Ντενέκ, όταν η πομπή του γαμπρού έφτανε στην πόρτα της νύφης, η συνοδεία του ρωτούσε εκείνους που βρίσκονταν μέσα «τι θα χαρίζανε;», σε περίπτωση δε αρνητικής απάντησης οι τολμηρότεροι νέοι κι από τις δυό μεριές έρχονταν σε σύγκρουση, η οποία πολλές φορές κατάληγε σε τραυματισμούς και σε άλλες κακώσεις.
Στην  Αργυρούπολη και στη γύρω περιοχή, μπροστά στην πόρτα του σπιτιού της νύφης, βρισκόταν ένα στρογγυλό τραπέζι, το οποίο ονομαζόταν «στόλ'», επάνω στο οποίο βρισκόταν μια κότα βραστή. Όταν δε έφτανε εκεί ο γαμοστόλος, ο κουμπάρος την έπαιρνε, ρίχνοντας στό τραπέζι 25-50 γρόσια, και τη μοίραζε στους συνοδούς του, μετά την είσοδο της πομπής στο σπίτι. Στα παλιότερα χρόνια, μόλις βγαίνανε από το σπίτι τραγουδούσαν εκεί και το παρακάτω σατιρικό τραγούδι:
«Εχομε νύφεν και πάμε
κι αν 'κί παίρν' άτεν ντ' ευτάμε;
Τα τσιτσία   τ'ς κολογκύδα,
 κρούγ'νε, παίρνε τά σαγάνα κλπ.
 Η γαμήλια δε πομπή με τραγούδια και χορούς διευθυνό­ταν στην εκκλησία, φτάνοντας δε κοντά σ' εκείνη σταματούσαν τα τραγούδια κι άρχιζαν να ψέλνουνε το τροπάριο του άγιου στο όνομα του οποίου έτιμάτο η εκκλησία.
Στην Άδυσα και σε άλλα χωριά του Τορούλ (Ντορουλίου), όταν ο γαμπρός έμπαινε στο σπίτι της νύφης γονάτιζε κοντά στο τζάκι και εκεί καθίζανε πάνω στα γόνατα του ένα μικρό αγοράκι, σημείο αρρενογονίας.
Μετά δε από την προσφορά ρακής και καφέ παράθεταν τραπέζι και χάριζαν στο γαμπρό οι συγγενείς της νύφης, ενώ οι «καλετέρ » κρατούσαν λαμπάδες και έστεκαν από τη μια και από την άλλη μεριά του.
Και εκεί, όπως σχεδόν σ' όλο τον Πόντο, επικρατούσε η αρχαία ελληνική συνήθεια, να κάθονται δηλαδή οι γυναίκες σε ξεχωριστά τραπέζια από τους άντρες.
«Τέτταρας τράπεζας γυναικών είπα σοι, εξ δε ανδρών.
Το δείπνον δ' ευτελές και μηδενί ελλιπές-
λαμπρούς γενέσθαι βουλόμεθα τους γάμους».
 (Αθηναίου: Βιβλ. XIV. 52 πρβ. καί 51)
(Αρχείον Πόντου)

Κατά δε το «νυφέπαρμαν» και τη μετάβαση της πομπής στην εκκλησία οι παράνυφες και όλες οι γυναίκες του  χωριού έπαιζαν τα «μαντίλια», χόρευαν δηλαδή το χορό των μαντιλιών, ενώ ανάμεσα σ' αυτές, καμιά φορά, οι άντρες έπαιζαν, χορεύοντας, τά «μαχαίρια» (τις κάμες).
Και στα Σούρμενα, μπροστά στην πόρτα του σπιτιού της νύφης τοποθετούσαν δίσκο, πάνω στον όποιο εκτός από τά άλλα υπήρχε και «μελίγαλα», δηλαδή το «μελοβούτορον» των Σανταίων και γενικά των Χαλδαίων.
Οι άνθρωποι δε της νύφης, που υποδέχονταν τον γαμοστόλο, οδηγούσαν τους άντρες σε ξεχωριστό δωμάτιο από τις γυναίκες και τους προσφέρανε ρακή και καφέ, ενώ τις τελευταίες τις προσφέρανε διάφορα γλυκίσματα, όπως λ.χ. μπακλαβά κει «καντσία» κ.λπ. ή τηγανισμένα φουντού­κια.
Στην Κερασούντα τη νύφη την υποβαστάζανε όταν πήγαινε στην εκκλησία δύο παιδιά, το ένα από το περιβάλλον των συγγενών της και το άλλο από το περιβάλλον του κουμπάρου, δηλαδή  γιος του, όταν υπήρχε.
Εκεί επικρατούσε η αρχαία συνήθεια να προπορεύεται μια συνοδός της νύφης, σαν οδηγός, μια γριά δηλαδή λαμπαδοφορούσα, την οποία ονόμαζαν οι μεν αρχαίοι Έλληνες «τιτθή» ή «μαία», οι δε Κερασούντιοι «παραμάνα».
Στην Αμισό, στο Καράπερτσιν και σε άλλα χωριά, όταν πλησίαζε ο «γαμοστόλος» στο σπίτι της νύφης, ένας από τους τολμηρότερους, από το περιβάλλον της, έτρεχε καβάλα στ' άλογο να συναντήσει το γαμπρό. Ζητούσε δε από τη συνοδεία του το μπουκάλι με τη ρακή ή με το κρασί, τα οποία κουβαλούσανε μαζί τους  και αν μεν του τα δίνανε, γύριζε χαρούμενος, για το κατόρθωμα του, αν όμως δεν του τα δίνανε, τότε άρχιζε έντονη λογομαχία πού κατάληγε πολλές φορές σε τσακωμούς και τραυματισμούς, ώσπου σπρώχνοντας φτάνανε ως την είσοδο του σπιτιού.
Μετά δε από την είσοδο του γαμοστόλου στο σπίτι της νύφης, στο μεν γαμπρό και στον κουμπάρο παράθεταν τραπέζι, οι δε άλλοι επιδίδονταν στο χορό, ώσπου να
ετοιμαστούνε όλα για την έξοδο και τη μετάβαση στην εκκλησία για τη στέψη.
Συνήθως η νύφη ήταν ντυμένη, καμιά φορά όμως ήταν άντυτη και τη ντύνανε στα γρήγορα μέσα στο νυμφώνα οι γυναίκες, με τα νυφικά, που αγόραζε και έφερνε ο γαμπρός, αφού προηγουμένως οι παπάδες διαβάζανε πάνω σ' αυτά μερικές ευχές. Συγχρόνως δε με το ντύσιμο της, το οποίο ονόμαζαν «νυφοσκεπάσματα», τραγουδούσαν και το παρακάτω τραγούδι:
«φορίστ' άτεν, σκεπάστ' άτεν, κ έπαρτ' άτεν κι άς πάμε»
Στό Καράπερτσιν όμως και σε άλλα χωριά δε γινότανε αυτό, γιατί τη νύφη συνήθως την ντύνανε το Σάββατο.
Τέλος κατά τη μετάβαση του γαμοστόλου στην εκκλησία, καθώς και κατά την επιστροφή, πολλές γυναίκες ύψωναν με τα χέρια μαντίλια, σ' ένδειξη χαράς, ενώ ο κόσμος ράντιζε τους νεόνυμφους μ' ένα είδος ακανθών, τα οποία ονόμαζαν «ματαζούκια» ή έχυναν «τάν », δηλαδή διάλυμα αποβουτυ­ρωμένου γιαουρτιού. Το έθιμο όμως αυτό τελευταία είχε εκλείψει.
Σε πολλά, τέλος, μέρη του Πόντου, την ώρα του αποχωρισμού της νύφης από τους γονείς της τραγουδούσαν με τη συνοδεία της λύρας το παρακάτω τραγούδι:
Κόρη, τίμα την πεθερά σ' ας σή μάνα σ' καλλίον,
Κόρη, τίμα τον πεθερό σ' ας σόν κύρη σ' καλλίον,
Κόρη, τίμα τ' άντραδέλφα σ' ας σ' άδέλφα σ' καλλίον.
Την ώρα δε που εκείνη έκλαιγε και έβγαινε από το σπίτι της τραγουδούσαν με τη συνοδεία λύρας το τραγούδι:
«Μή κλαις, κόρη, μη κλαις, κόρη,
 κ' ευτάς κ' εμέν και κλαίγω.
τ' εμόν η κάρδα γεραλούν
κι αν κλαίγω θα 'ματούται,
κι αν κλαίγω, κλαίγω αίματα
κι αν φλίβουμαι φαρμάκια
ή αλλού, στη συνέχεια, λέγανε το παρακάτω τραγούδι:
Άσπρη σαν η περιστερά, για έλα, ελ' ας πάμε.
- Κι ας σον γλυκόν πατέρα μου πώς να ρχουμαι καιπάμε;
Άσπρη σαν ή περιστερά, για έλα, ελ' ας πάμε.
- Κι ας σήν γλυκειά μητέρα μου πώς να 'ρχουμαι και πάμε;
Άσπρη σαν ή περιστέρα, για έλα, ελ' άς πάμε.
- Κι ας σα καλά τ' αδέλφια μου πως να ρχουμαι και πάμε;
Πριν δε από την έξοδο ό πατέρας του γαμπρού έδινε στη μητέρα της νύφης 33 γρόσια (στα Κοτύωρα 40 γρόσια) σαν «σιούτ χακί», δηλαδή σά δικαίωμα για το θηλασμό της κόρης της, για τον όποιο μιλήσαμε πιο πάνω. Οι γονείς της δέ αφού την ασπάζονταν της εύχονταν:
«καλορριζικός, σήν ευχήν του Χριστού και τη Πανάϊας»
ο δε πατέρας της τη συμβούλευε:
«να είσαι τίμια και προκομέντοα,
 ας ελέπω σε, να μη εντροπάεις με»
και εκείνη φιλούσε το δεξί του χέρι. Στη συνέχεια την ασπάζονταν τά αδέλφια της και οι συγγενείς της, ενώ ή μητέρα της ασπαζόμενη και το γαμπρό του πρόσφερε σά δώρο ένα δακτυλίδι ή ρολόι ή μαντίλι ή καπνοθήκη, προσφέροντας ανάλογο δώρο και στον κουμπάρο. Το ίδιο κάνανε και οι συγγενείς της νύφης όταν ασπάζονταν το γαμπρό.
Οδηγούσαν, στη συνέχεια, τη νύφη σέ ένα μέρος όπου την περίμενε ό γαμπρός, καλυμμένη από το κεφάλι ως τά πόδια με καλύπτρα την οποία ονομάζαμε «καμαρωτέρ'». στα δέ Σούρμενα «λετσέκ », στα Κοτύωρα «τουβάκι», στη Σινώπη «μαφόρι», στο Καράπερτσιν και στο μεταλλείο Ντενέκ «τούλ'».
Το «καμαρωτέρ» αντικαθίσταται αργότερα από ένα ύφασμα πολύ λεπτό και διαφανές, με χρυσές κλωστές, το οποίο ονομαζόταν «τρέμον ή πουλλούν ή πουρλούν».
Τη νύφη κατόπιν την κρατούσανε από τη μασχάλη αδέλφια της ή άλλος στενός συγγενείς της, τον οποίο Σουρμενίτες ονόμαζαν «νταντή» και από τον κουνιάδο  της, προχωρώντας δε προς τα έξω την ακολουθούσε κυρίως «παρανύφ'σσα» και άλλες παρανύφισσες.
Μπροστά δε στην έξοδο η μητέρα της κρατώντας την από το χέρι και κλαίγοντας την παράδινε στο γαμπρό  λέγοντας του:
«εσέν έδωκα τον Θεόν κι ατέν έδωκα εσέν'
να ζήτε καλορρίζικοι και να συεράτε».
Μετά από τα παραπάνω λόγια της μητέρας της, η νύφη παραδινόταν στην κυρίως «παρανύφ'σσαν», η οποία ήταν συνήθως μια από τις στενότερες συγγενείς της, έγγαμη ή χήρα, ή στη μεγαλύτερη αδελφή της ή σε κάποια νύφη, η οποία την ακολουθούσε και μετά τη στέψη και έμενε μαζί  της μέχρι τη Δευτέρα, οπότε φέρνανε στό σπίτι τι γαμπρού και
«τή προίκας το σαντούγ» (το κιβώτιο της προίκας).






Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah