Η ΜΑΤΩΜΕΝΗ ΣΠΗΛΙΑ

Δευτέρα 11 Φεβρουαρίου 2013

Ο ΡΑΦΕΤ ΠΑΣΑΣ, λυσσασμένος από την αποτυχία της μεγάλης επιχείρησης στην περιοχή της Σαμψούντας, στρά­φηκε και προς τη γειτονική Πάφρα. Μα οι Ρωμιοί κάτοικοι τούτης της περιφέρειας αντιστάθηκαν το ίδιο ηρωικά με τούς Σαμψούντιους, για να ματαιώσουν τα σατανικά σχέδιά του. Και εκεί, οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα. Οι αντάρτες, σέρνοντας μαζί τους τα γυναικό­παιδα, ξέφυγαν από τον κλοιό και ανέβηκαν στα ψηλά βουνά, πίσω από τις γραμμές τού τούρκικου στρατού.
Φρενιασμένος o Ραφέτ πασάς, για μέρες ολόκληρες δεν μπορούσε να ηρεμήσει. Έκανε βόλτες νευρικές στο γραφείο του, μιλούσε δύσθυμα και απότομα στον καθένα ποy τον πλη­σίαζε και ήταν έτοιμος ν' αρπαχτεί με τον πρώτο τυχόντα πού θα του αντιμιλούσε. Μια μαύρη βαρυθυμία πλάκωνε για μέρες το Διοικητήριο κι ένας φόβος τύλιγε τούς επιτελείς του, ώσπου μια μέρα, κάποια πληροφορία πού πήρε τυχαία, τον έκανε ν' αλλάξει ξαφνικά τη διάθεσή του και να τρίβει τα χέρια του από χαρά: Στην περιοχή Ότκαγια του δυτικού Νεμπιέν, μέσα σε μια σπηλιά που οι Ρωμιοί της περιφέρειας την έλεγαν «της Παναγίας η μάγαρα», είχαν κρυφτεί εξακόσια γυναικόπαιδα της περιοχής και εξήντα αντάρτες, με οπλαρχηγούς το Χατζή Γιώργη, τον καπετάν Κώστη και τον καπετάν Παπάζογλου. Ήταν μια αναπάντεχη ευκαιρία για να χορτάσει την αιμοβόρα δίψα του.
Χωρίς να χάσει καιρό, πήρε στο τηλέφωνο τη στρατιω­τική διοίκηση της Πάφρας και έδωσε αυστηρή διαταγή στο μπίμπαση Μεχμέτ Αλή να αφανίσει οπωσδήποτε και γρήγορα τούς γκιαούρηδες πού τρύπωσαν στην απόκρημνη κου­φάλα του βουνού.
— Δε θα γλυτώσει κανείς, Ραφέτ πασά! Δε θα μείνει ούτε ό σπόρος τους! Θα τούς αποτελειώσω μέσα στη σφηκοφωλιά τους. Σού το υπόσχομαι! είπε ό Μεχμέτ Αλής και κάλεσε αμέσως στο γραφείο του τον πιο αιμοβόρο Τούρκο υπαξιω­ματικό της περιοχής, τον Ταλίπ τσαούς.

Όταν παρουσιάστηκε μπροστά του δ τσαούσης, του μί­λησε για την επίμονη διαταγή τού στρατηγού και του έδωσε την εντολή να εξοντώσει με κάθε μέσο τούς Ρωμιούς της σπηλιάς.
—  Να μην αφήσεις κανένα ζωντανό! κατέληξε αναψοκοκκινισμένος. Κανένα! Ακόμα και τις γυναίκες, ακόμα και τους γέρους, ακόμα και τα παιδιά!
— Μείνε ήσυχος, μπίμπαση εφέντη, είπε ο Ταλίπ τσαούς με μια άγρια λάμψη στα μάτια. Θέλω όμως μεγάλη δύναμη.
— Θα σου δώσω ο,τι θέλεις. Φτάνει να γίνει αυτό που ζή­τησε ο πασάς: Να μη μείνει ρίζα από τούς γκιαούρηδες.
— Πόσους άντρες θα μου δώσεις;
—  Πεντακόσιους ζαπτιέδες και πεντακόσιους οπλισμένους χωρικούς που είναι μαθημένοι σ' αυτές τις δουλειές.
— Και θα έχω το κάθε δικαίωμα που μου χρειάζεται;
—  Ναι! Θα έχεις την απόλυτη Ελευθερία κίνησης και δρά­σης !
— Και ριγάλο, αν πετύχω;
—  Πεντακόσιες λίρες από μένα και όλα όσα βρεις πάνω στα κουφάρια των απίστων.
— Σύμφωνοι! Ετοίμασε τη δύναμη. Αύριο τα χαράματα ξεκινώ!
Την άλλη μέρα, πριν ακόμα φέξει, τα μπουλούκια των Τούρκων, φορτωμένα με τρόφιμα και πυρομαχικά, με κεφα­λή τον Ταλίπ τσαούς, ξεκίνησαν από την πόλη με νταούλια και ζουρνάδες, σα να πήγαιναν σε πανηγύρι. Όλοι οι Παφρενοί ξύπνησαν από το θόρυβο και βγαίνοντας στα παράθυρα παρα­κολούθησαν το πέρασμα των ζαπτιέδων και των άταχτων οπλοφόρων που τραβούσαν προς τα έξω. Από στόμα σε στόμα μαθεύτηκε ο σκοπός της εκστρατείας και οι Ρωμιοί της πόλης αναρρίγησαν ως τα κόκαλα, κλαίγοντας προκαταβολικά τη μοίρα των αδελφών τους πού κατέφυγαν στη σπηλιά της Πα­ναγίας.
Οι Τούρκοι επιδρομείς, έπειτα από αδιάκοπη πορεία, έ­φτασαν, κατά το μεσημέρι, μπροστά στις απόκρημνες πλα­γιές της οροσειράς τού δυτικού Νεμπιέν ντάγ. Προχώρησαν ακόμα, ώσπου βρέθηκαν κάτω από τούς πανύψηλους βράχους πού ορθώνονταν σαν ουρανοκρέμαστα φρούρια. Τα διψασμέ­να για ρωμαίικο αίμα μπουλούκια του Ταλίπ τσαούς έζω­σαν ολούθε τους απροσπέλαστους πέτρινους όγκους του Οτκαγια και μόλις τους δόθηκε το σύνθημα, άρχισαν να σκαρ­φαλώνουν με προσοχή προς τη «μάγαρα της Παναγίας». Προχωρώντας έριχναν ντουφεκιές στον αέρα και αμολούσαν βρισιές και απειλές για να σπάσουν το ηθικό των ανταρτών:
Πίσω από τους ζαπτιέδες ανηφόριζε ο ίδιος ο Ταλίπ τσα­ούς και έδινε διαταγές. Σιμώνοντας αρκετά στη σπηλιά, έκα­νε χωνί τα χέρια του και φώναξε δυνατά:
— Γκιαούρηδες, παραδοθείτε 1 Είστε χαμένοι!
Αντί γι' απάντηση, μια ομοβροντία ακούστηκε ξα­φνικά, απ' τη μεριά της σπηλιάς που έκανε να βράχια ν' αντιδονήσουν. Την ίδια στιγμή δεκάδες τούρκικα κορμιά κύλησαν χτυπημένα στη χαράδρα!... Οι υπόλοιποι Τούρ­κοι καλύφτηκαν πίσω από τις πέτρες και απάντησαν με βροχή από σφαίρες. Ανταλλάχτηκαν πυκνά πυρά που αχολόγησαν για ώρα μέσα στα χάη των γκρεμών. Άναψε μια σκληρή μάχη. Οι Τούρκοι δεν κρατήθηκαν για πολύ και άρχισαν να λυγίζουν. Οι αντάρτες βγήκαν από τούς κρυψώνες τους και τους αποπήραν. Τους κυνήγησαν στον κατήφορο μέχρι τούς πρόποδες του Οτκαγια και μετά γύ­ρισαν στις θέσεις τους.
Ο Ταλίπ τσαούς φρένιασε και ρίχτηκε πάνω στους ζα­πτιέδες βγάζοντας το μαστίγιο του:
— Κιοτήδες! Γομάρια! Να σκαρφαλώσετε γρήγορα στα βράχια και να μου φέρετε αμέσως τα κεφάλια αυτών πού τόλμησαν να αντισταθούν!...
Οι σκορπισμένοι και περίτρομοι Τούρκοι συγκεντρώ­θηκαν και όρμησαν ξανά προς τον ανήφορο. Δίνοντας ο ένας στον άλλο κουράγιο και πυροβολώντας αδιάκοπα, προχώ­ρησαν προς τη σπηλιά. Μα φτάνοντας ως τα μισά τού δρό­μου, δέχτηκαν και πάλι βροχή τα πυρά των Ρωμιών, έσπα­σαν αμέσως και πισωγύρισαν. Πήραν τον κατήφορο πανι­κόβλητοι, όσο κι αν φώναζε και τους απειλούσε ο αρχηγός τους από κάτω.
Για ώρες ολόκληρες κατόπιν δέχονταν αδιαμαρτύρητα τις βρισιές και τις απειλές του. Ησύχασαν μόνο το βράδυ όταν ο Ταλίπ, εξαντλημένος ψυχικά και σωματικά από τον άκαρπο αγώνα του, έπεσε να κοιμηθεί.
Την άλλη μέρα από τα χαράματα, άρχισε πάλι τις επι­θέσεις του και τις εφόδους κινητοποιώντας όλη τη δύναμή του. Μα και πάλι οι αποτυχίες διαδέχονταν ή μια την άλλη. Κάθε φορά οι άντρες του γύριζαν περισσότερο ντρο­πιασμένοι και τρομαγμένοι.
Την τρίτη μέρα μπήκε ο ίδιος μπροστά και εξόρμησε προς τη σπηλιά, αλλά το μόνο πράγμα που κατάφερε να κάνει ήταν να πληγωθεί στον ώμο δύο φορές και να χάσει δεκάδες ζαπτιέδες.
Οι μάταιες επιθέσεις συνεχίστηκαν και την τέταρτη μέρα. Τέλος, απελπισμένος ολότελα και τσακισμένος, αναγκάστηκε να βάλει κάτω το κεφάλι και να ζητήσει ενισχύσεις από την Πάφρα.
Ο Μεχμέτ Αλής, μόλις άκουσε για την αποτυχία του Ταλίπ τσαούς, αγανάκτησε φοβερά. Του φάνηκε αδιανόητο να περάσουν τόσες μέρες χωρίς να συντριβούν οι άπι­στοι και ανυπόμονος να εκτελέσει τη διαταγή του Ραφέτ πασά, αποφάσισε να αναλάβει ό ίδιος την επιχείρηση. Για να είναι όμως σίγουρη ή επιτυχία του, πήρε μαζί του από την Πάφρα ένα ολόκληρο σύνταγμα στρατού και τρία ορεινά πυροβόλα.
Φτάνοντας μπροστά στα βράχια της Παναγίας, περι­κύκλωσε την περιοχή σε ακτίνα δύο χιλιομέτρων και έδω­σε σινιάλο στα πυροβόλα να βαρέσουν με πυκνούς κανο­νιοβολισμούς τις θέσεις των ανταρτών για να τούς τρομο­κρατήσουν και να τούς ακινητοποιήσουν. Τα κανόνια βροντολόγησαν και έκαναν τις χαράδρες και τα γκρεμνά να αντιδονήσουν. Οι οβίδες έσκαγαν ολόγυρα στο στόμιο της σπη­λιάς και στα κοντινά βράχια και τίναζαν ακτινωτά στον αέρα κομμάτια από πέτρες.
Μετά από το μπαράζ του πυροβολικού, ο Μεχμέτ  Αλής, διέταξε το σύνταγμά του να εξορμήσει. Οι Τούρκοι στρα­τιώτες ρίχτηκαν στον ανήφορο από διάφορα μονοπάτια, με αλαλαγμούς και ντουφεκιές. Μα όταν σίμωσαν στη σπη­λιά, δέχτηκαν τα εύστοχα πυρά των Ρωμιών που τους έφραξαν το δρόμο. Ακολούθησε ένα πανδαιμόνιο από πυρο­βολισμούς, φωνές και αντίλαλους. Οι Τούρκοι όρμησαν κατά πάνω στους Ρωμιούς πολλές φορές για να τους ξετρυπώσουν από τα ταμπούρια τους, μα δεν τα κατάφεραν.
Έπειτα από σκληρή και αιματηρή μάχη τριών ωρών, αποδεκατισμένοι και απελπισμένοι, λύγισαν και πισωδρόμησαν. Οι αντάρτες τουφέκισαν όσους είχαν σκαρφαλώσει κοντά τους και κατόπιν κυνήγησαν τούς υπόλοιπους πού κα­τρακυλούσαν πανικόβλητοι, χωρίς να δίνουν σημασία στις φωνές του μπίμπαση και των γιουσμπασήδων.
Η θραύση πού έκαναν τα βόλια τους στο ψαχνό, έσπειρε τον τρόμο στο σωρό των μουσουλμάνων, έτσι πού δε μπορούσε να τούς μαζέψει κανείς για πολλή ώρα.
Ό Μεχμέτ έγινε θηρίο από το κακό του. Δεν τον χω­ρούσε ό τόπος! Όλη την υπόλοιπη μέρα την πέρασε στη σκηνή του κάνοντας βόλτες και βρίζοντας τούς πάντες και τα πάντα. Δεν ήθελε να δει κανένα μπροστά του. Τη νύχτα πάλι δε μπόρεσε να κλείσει μάτι. Έσπαγε το κεφάλι του να βρει κάποιο τρόπο, οποιοδήποτε, για να ξεκάνει τούς τρε­λούς γκιαούρηδες πού έγιναν ένα με τα βράχια και δε μπο­ρούσε να τους ξεκουνήσει από κει!
Την άλλη μέρα επιχείρησε δεύτερη επίθεση με χειρότερα αποτελέσματα. Μετά τη μεσημεριάτικη ανάπαυση, ερεύνησε για πολλή ώρα την περιοχή καβάλα στο άλογό του και στο τέλος βρήκε μια πιο κατάλληλη θέση για τα κανόνια του. Μια θέση απ' όπου μπορούσε να σκοπεύει ίσια στο στόμιο της σπηλιάς. Πρόσταξε λοιπόν να κουβαλήσουν γρή­γορα εκεί τα πυροβόλα και να αρχίσουν αμέσως τις βολές. Την ίδια στιγμή έδωσε διαταγή να ετοιμαστεί και ο στρα­τός.
Έπειτα από λίγη ώρα, ένα ακόμα πιο φοβερό κανονίδι ξέσπασε πάλι και τράνταξε τον τόπο. Τα τρία κανόνια, με τις μπούκες προς το στόχο τους, ξερνούσαν τις σιδερένιες μπάλες τη μια πάνω στην άλλη! Οι κάννες άναψαν και τα στόμια κάπνιζαν αδιάκοπα σαν φουγάρα.  Η σπηλιά σφυροκοπιόταν μια ολόκληρη ώρα. Πολλά κομμάτια σπασμέ­νων βράχων έφταναν ως το εσωτερικό της, όπου ήταν κρυμμένα τα γυναικόπαιδα. Στα μεσοδιαστήματα που στα­ματούσαν οι βολές, ακούγονταν κλάματα, φωνές και τσιρίγματα. . . .
Μετά το γερό σφυροκόπημα, οΜεχμέτ Αλής διέταξε να γίνει ή επίθεση τού στρατού. Έξαλλα τα μουσουλμανικά μπουλούκια σκαρφάλωσαν και πάλι από διάφορες μεριές στους απότομους βράχους και σίμωσαν στη σπηλιά. Μα οι αντάρτες πυροβολούσαν και πάλι στο σωρό και τούς σάρωναν. Τούς γκρέμιζαν κάτω από τα βράχια και δεν τούς άφηναν να προχωρήσουν, παρά τις επανωτές εφόδους τους. Σε λίγη ώρα το αίμα έβαψε κόκκινους τούς βράχους και οι χα­ράδρες γέμισαν πτώματα και πληγωμένους πού βογγούσαν.
Παρ' όλα αυτά ομπίμπασης δεν παραιτήθηκε από το σκοπό του. Η παθιασμένη επιμονή και το άγριο πείσμα του τον κρατούσαν δυο νυχτοήμερα τώρα νηστικό και άγρυπνο. Όλη την ώρα σκεφτόταν: Είχε δοκιμάσει όλους τούς τρόπους, όλα τα τεχνάσματα, τα πιο απίθανα σχέδια, ακόμα και κείνα πού κόστισαν εκατόμβες στην επιχείρηση του, μα στο τέλος δεν κατάφερε τίποτε και ή μόνη ελπίδα πού τού απόμεινε ήταν να πέσει το φρούριο από μόνο του. Να τελειώσουν, δηλαδή, τα βόλια των γκιαούρηδων και να παραδοθούν. Πρόσταξε λοιπόν να συνεχιστεί ή μάχη και το τουφεκίδι ως τη νύχτα.
Την άλλη μέρα, με τη νέα εξόρμηση του, είδε να πρα­γματοποιείται ή ελπίδα του: Οι Ρωμιοί, παρόλα τα τεχνάσματά τους, δε μπορούσαν να κρύψουν πια την έλλειψη πυρομαχικών.
Για πρώτη φορά χαμογέλασε και βάλθηκε να τρίβει τα χέρια του από χαρά. Βρήκε επιτέλους το αδύνατο σημείο των διαβολεμένων Ρωμιών, πού τόσες μέρες δεν το είχε σκεφτεί, γιατί δε φανταζόταν ότι θα συναντούσε τέτοια γρανιτένια αντίσταση από μια χούφτα αντάρτες. Νόμιζε την επιχείρηση εύκολη και σύντομη.
Το απόγευμα, τα απαντητικά πυρά των Ρωμιών αδυνάτισαν ακόμα πιο πολύ. Ήταν τόσο αραιά πού γέμισαν χαιρέκακη ικανοποίηση το Μεχμέτ Αλή. Ή αιμοβόρα ψυχή του αγαλλιούσε, καθώς σκεφτόταν ότι ή ώρα τού τέ­λους σίμωνε. Δεν κρατιόταν από τον ενθουσιασμό του.
Σε λίγο έδωσε διαταγή να σταματήσει το κανονίδι και έστειλε ένα ντελάλη να καλέσει τούς αντάρτες να παραδο­θούν. Ό ντελάλης σίμωσε όσο μπορούσε πιο κοντά στη σπηλιά χτυπώντας το κουδούνι του και, όταν είδε να στα­ματούν οι πυροβολισμοί, άρχισε να διαβιβάζει την πρόσ­κληση τού μπίμπαση.
Μετά από το λάλημά του, μια πολύωρη σιγή απλώθηκε σ' όλη την έκταση τού Ότκαγια, πού τόσες μέρες την αντάριαζαν οι κραυγές, οι πυροβολισμοί και ο δαιμονισμένος ορυμαγδός των κανονιών. Ο μπίμπασης περίμενε στην αρχή με σίγουρη πεποίθηση για την παράδοση των Ρωμιών. Όσο περνούσε όμως ή ώρα και δεν έπαιρνε απάντηση, κυ­ριευόταν από νευρικότητα και αγανάκτηση, ώσπου στο τέ­λος τον έπιασε μια τρελή αδημονία πού δε μπορούσε να τη συγκρατήσει. . . . Έκανε βόλτες έξω από τη σκηνή του και κάθε τόσο ρωτούσε τούς αξιωματικούς του αν ήρθε καμιά είδηση. Εκείνοι πάλι, φοβισμένοι μήπως ξεσπάσει πάνω τους ή οργή του, προσπαθούσαν να τον βαυκαλίσουν με διάφορες ελπιδοφόρες προβλέψεις.
— Σίγουρα δεν θα έμεινε κανένας ζωντανός, Μπίμπαση έφέντη, γιαυτό δεν απαντούν, έλεγε ό υπασπιστής του.
—  Ναι, μα τότε γιατί δε φαίνονται οι γυναίκες;
— Μα φοβούνται να φάνουν! πρόσθετε καθησυχαστικά ένας γιούσμπασης.
— Θα τούς πετσοκόψω όλους! ξεφώνισε σε μια στιγμή έξαλλος ό Μεχμέτ. Με περιφρονούν! Με σκοτώνουν! Θα τούς μαδήσω τη ρίζα, τούς Γκιαούρηδες!
'Ωστόσο ή άσπρη σημαία της παράδοσης αργούσε να φανεί. Στο τέλοςομπίμπασης πίστεψε στο λόγο τού υπα­σπιστή του και πρόσταξε να πάνε δυο - τρεις αξιωματικοί μαζί με το ντελάλη να δουν τι γίνεται εκεί πάνω. Προθυ­μοποιήθηκαν αμέσως ένας γιούζμπασης, ένας μιλαζίμ καιουπασπιστής. Οι τρεις άντρες προχώρησαν κάμποσο στον ανήφορο, από το μεγάλο ελικωτό μονοπάτι, για να φτά­σουν πιο γρήγορα. Ο ντελάλης ακλουθούσε από κοντά. Σιμώνοντας στη σπηλιά, τον έβαλαν να καλέσει για τελευ­ταία φορά τούς Ρωμιούς να παραδοθούν. Ο ντελάλης υπά­κουσε και χτύπησε το κουδούνι. Κατόπιν διαλάλησε την πρόταση των αξιωματικών.
Πέρασαν μόνο τρία λεπτά και ή απάντηση ήρθε με μια ομοβροντία από πυροβολισμούς! Ο γιούσμπασης και ό υπα­σπιστής πληγώθηκαν στον ώμο. Ό μιλαζίμ τη γλίτωσε και κρύφτηκε. Τρομαγμένοι και οι τέσσερις κατηφόρισαν γρή­γορα προφυλαγμένοι πίσω από τούς βράχους.
Η πύρινη τούτη απάντηση, έκανε το μπίμπαση να αναπηδήσει στη θέση του και να κυριευτεί από μια υστερική κρίση. Ξέσπασε σε ξεφωνητά και μαλλιοτραβήγματα, σε κεφαλοχτυπήματα και σε στροφές, σα να έχασε ολότελα τα λογικά του! Έσπασε ό,τι βρήκε μπροστά του, τσά­κισε το σπαθί του πάνω στο γόνατο, γκρέμισε τη σκη­νή του και στο τέλος κυλίστηκε χάμω. Κραυγάζοντας και Αφρίζοντας βάλθηκε να χτυπάει αδιάκοπα τη γή.
Όταν για μια στιγμή σταμάτησε και άκουσε τούς πυρο­βολισμούς των ανταρτών να συνεχίζονται, ταράχτηκε ακόμα πιο πολύ. Τον έπιασε ένας δυνατός σπασμός μανίας και συνέχισε να χτυπιέται πάνω στο χώμα. Τα χείλη του έτρε­μαν σα φύλλα λεύκας πού τα δέρνει βοριάς, ενώ τα μάτια του έβγαζαν αστραπές! Οι αξιωματικοί και οι στρατιώτες τον περιτριγύρισαν νομίζοντας πώς τρελάθηκε.
Πέρασαν λίγα λεπτά ακόμα και όταν επιτέλους μπόρεσε να αρθρώσει τη φωνή του, έδωσε διαταγή στα πυροβόλα να σφυροκοπήσουν ανελέητα και χωρίς διακοπή το στόμιο της σπηλιάς! Να το κλείσουν με τις οβίδες! Κατόπιν διέταξε το στρατό να σκαρφαλώσει και να φτάσει οπωσδήποτε στη σπήλια.
—Όποιος τολμήσει να γυρίσει πίσω, πριν να κυριευτεί ή σπηλιά, θα αποκεφαλιστεί σαν πρόβατο! ούρλιαξε.
Τα κανόνια βρόντησαν ξανά και γέμισαν βοή και βαριούς κρότους τον αέρα. Οι στρατιώτες χύθηκαν στον ανήφορο και σκαρφάλωσαν και πάλι στα μονοπάτια, μα πιο πάνω οι αντάρτες τούς τσάκισαν. Τα κορμιά των Τούρκων κυλούσαν χτυπημένα και πάλι κατά δεκάδες στα γκρεμνά, μόλο πού ή κύρια μάζα προχωρούσε. Κοντά στη σπηλιά άναψε μια θανατερή μάχη σώμα προς σώμα. Άναψαν τα ντουφέκια, άναψαν οι ψυχές, το αίμα κυλούσε σα ρυάκι, μα οι αντάρτες δε λύγιζαν.
Ο Μεχμέτ Άλής, πού παρακολουθούσε τη μάχη με κομμένη την ανάσα, δεν κρατήθηκε και ρίχτηκε και κείνος στη φωτιά. Πήρε τον ανήφορο με το πιστόλι στο χέρι και προχώρησε ουρλιάζοντας. Ξάφνου, πρόσεξε πώς τα ντου­φέκια των Ρωμιών σίγησαν. Σταμάτησε και έστησε αυτί. Μόλις βεβαιώθηκε για το γεγονός, πρόσταξε να σταματή­σουν τα πυρά και των στρατιωτών του. Ακολούθησε ολιγό­λεπτη σιγή. Οι Τούρκοι, με καρφωμένα τα μάτια τους στη σπηλιά, προσπαθούσαν να δουν τι θα κάνουν οι Ρωμιοί.
Σε λίγο παρατήρησαν ένα παράξενο Θέαμα πού τούς έκανε να παραλύσουν. Είδαν τούς αντάρτες, χωρίς προφύ­λαξη πια, να κινούνται ό ένας προς τον άλλο, να αγκαλιάζονται και να φιλιούνται μεταξύ τους. Ύστερα τούς είδαν να μπαινοβγαίνουν στη σπηλιά και να αποχαιρετούν τα γυ­ναικόπαιδα. Ταυτόχρονα ακούστηκαν γοερά κλάματα γυναι­κών και παιδιών πού αντιδόνησαν στα φαράγγια.
Οι Τούρκοι τα είχαν χαμένα. Δεν καταλάβαιναν τι γί­νεται. Ήταν σά να βρίσκονταν μέσα σε εφιαλτικό όνειρο. Μόνο ό Μεχμέτ  Αλής σχημάτισε τη γνώμη πώς, επί τέ­λους, οι Ρωμιοί το αποφάσισαν να παραδοθούν και γέμισε από χαρά. Μα δεν πρόλαβε να χορτάσει την ευχάριστη σκέψη του και ξαφνικά, ακούστηκαν πυκνοί πυροβολισμοί από τη μεριά των ανταρτών! Έστρεψε το κεφάλι του και κοίταξε τούς δικούς του. Κανείς δεν ήταν χτυπημένος! Παραξε­νεύτηκε. Οι πυροβολισμοί όμως εξακολούθησαν, ολοένα και πιο αραιοί, ώσπου σταμάτησαν εντελώς. Τότε μόνο κατά­λαβε:
—Αυτοκτονούν τα σκυλιά! Τρέξτε να τούς προλάβετε ζωντανούς! Δεν έχουν πια βόλια. Ζωντανούς τούς θέλω! Ζωντανούς!. . .
'Ακούγοντας τα ουρλιαχτά οι στρατιώτες, χύθηκαν προς τη σπηλιά. Την ίδια στιγμή, πάνω από ένα ψηλό βράχο πρόβαλε ένας αντάρτης πού στην κάννη τού ντουφεκιού του είχε δεμένο ένα άσπρο πανί. Το σήκωσε ψηλά, το κούνησε δυο τρεις φορές και κατόπιν φώναξε:
— Τα γυναικόπαιδα παραδίνονται! Τα γυναικόπαιδα πα­ραδίνονται!. . .
Αμέσως κατόπιν έβγαλε το πιστόλι του, πυροβόλησε στο κρανίο του και γκρεμίστηκε κάτω από το βράχο!. . .
Οι Τούρκοι σκαρφάλωσαν, ανεμπόδιστοι πια, στα καταράχια, και φτάνοντας στο στόμιο της σπηλιάς, είδαν μπροστά τους τα πτώματα των ανταρτών αγκαλιασμένα. Τα τσαλαπάτησαν, πέρασαν από πάνω τους και χίμηξαν μέσα. Σε τρία λεπτά ή σπηλιά έγινε κόλαση. Φωνές, στριγγλιές, ουρλιαχτά, κλάματα και οιμωγές αντήχησαν στους σκοτεινούς θόλους της. Οι φριχτές σκηνές της βίας, της ατίμωσης, των οργίων και του θανάτου διαδέχονταν ή μια την άλλη ώρες ολόκληρες! Οι κραυγές του πόνου, του σπαρα­γμού, της ντροπής και της φρίκης Αντιλαλούσαν στα βάθη της σπηλιάς της Παναγίας, χωρίς τελειωμό!. . .
Όταν αργότερα, τα μπουλούκια των αποκτηνωμένων κακούργων κόρεσαν όλα τα βρωμερά και βάρβαρα ένστικτά τους, έσυραν έξω από τη σπηλιά τα γυναικόπαιδα και τούς γέρους πού ακόμα ήταν ζωντανοί, και με κοντακιές και λακτίσματα τούς κατέβασαν κάτω από το βράχο. Τους μά­ζεψαν μπροστά στο μπίμπαση. Ο Μεχμέτ Αλής στάθηκε κάμποση ώρα ακίνητος και με σκοτεινιασμένα μάτια απολάμβανε την τρομάρα και την εξαθλίωση των αξιοδάκρυτων πλασμάτων. Τέλος έδωσε διαταγή να τα οδηγήσουν στο κον­τινό τούρκικο χωριό Τσουκούρ. Ο ίδιος πήγε στην Πάφρα να αναγγείλει στο Ραφέτ την επιτυχία του
Η απόσταση από το Οτκαγια στο Τσουκούρ ήταν μό­λις μια ώρα δρόμο. Κι όμως χρειάστηκε τρεις ώρες πορεία για να φτάσουν εκεί, γιατί το βάδισμά τους διακοπτόταν πολύ συχνά από τούς συνοδούς, πού χιμούσαν πάνω στο άφωνο και παραδαρμένο πλήθος για να βιάσουν, να ξυλο­φορτώσουν ή να σκοτώσουν γυναίκες και παιδιά! Όσο σί­μωναν στο Τσουκούρ, τόσο και πιο πολύ αγρίευαν και κό­ρωναν από τα σκοτεινά και αξεδίψαστα ένστικτά τους. Και όταν μπήκαν μέσα, οδήγησαν τούς αιχμάλωτους στην πλα­τεία. Εκεί, κάτω από τα μάτια των Τούρκων τού χωριού, έγινε σωστό μακελειό: Οι στρατιώτες έπεσαν πάνω στους γέροντες και τούς άντρες και τούς έσφαζαν με τον πιο άγριο τρόπο !. . . Κατόπιν άρχισαν να ατιμάζουν ομαδικά τις γυ­ναίκες και τα κορίτσια και να ντουφεκίζουν τα παιδιά. Ως να νυχτώσει συνεχιζόταν το αχαλίνωτο όργιο και ή σφαγή. . .
Τήν άλλη μέρα το πρωί, έφτασε στο Τσουκούρ ό ίδιος ό Μεχμέτ 'Αλής και διέταξε να κόψουν μπροστά στα μάτια του τα κεφάλια τριάντα αντρών, απ' αυτούς πού σφάχτηκαν τήν προηγούμενη μέρα. Το μακάβριο έργο εκτελέστηκε χωρίς καμιά καθυστέρηση και τα κεφάλια μαζεύτηκαν σωρό στα πόδια του. . .Ο αιμοβόρος μπίμπασης διέταξε κατό­πιν να τα βάλουν στα τσουβάλια και να τα φορτώσουν στα ζώα πού έφερε μαζί του για να τα μεταφέρει στην Πάφρα. Έτσι, ικανοποιημένος από τήν αποτρόπαια επιχείρηση του, γύρισε ,στην έδρα του. Από τήν Πάφρα έστειλε τα τσουβά­λια στη Σαμψούντα, στον προϊστάμενο του Ραφέτ πασά, σαν τρόπαιο της νίκης του στη σπηλιά της Παναγίας!
Τα γυναικόπαιδα πού απόμειναν ζωντανά, γύρω στα τρια­κόσια, διέταξε να τα φέρουν και κείνα στην Πάφρα. Όταν έφτασαν στην πόλη, κλείστηκαν στη φυλακή, έμειναν εκεί μερικές μέρες και ένα πρωί στάλθηκαν εξορία στην Πα­φλαγονία. Από τα υπολείμματα τούτα της μάγαρας του Οτκαγια, έφτασαν στον προορισμό τους, τήν Κασταμονή, μονάχα ογδόντα τρία μισοπεθαμένα γυναικόπαιδα.
Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ TOT ΟΤΚΑΓΙΑ μαθεύτηκε σ' όλη τήν πε­ριφέρεια της Πάφρας και της Σαμψούντας. Οι Ρωμιοί πο­τίστηκαν με καινούργιο μίσος για τούς Τούρκους και ρίχτη­καν στις μάχες με περισσότερο φανατισμό και αυτοθυσία. Υπεράσπιζαν τα γυναικόπαιδα από το πλησίασμα των εχθρών και συχνά έσπερναν τον τρόμο στους επιδρομείς με σκληρά αντίποινα. Μα οι δυνάμεις πού χρησιμοποιούσαν οι Τούρκοι ήταν μεγάλες και έτσι οι Ρωμιοί αναγκάζονταν να αποσύρονται στα ψηλώματα και να κρύβονται πάλι στις σπηλιές. Οι στρατιωτικές μονάδες, εφοδιασμένες με όλα τα σύγχρονα όπλα και μέσα, έπεφταν στα άδεια χωριά και τα έκαιγαν, έσφαζαν όσους έβρισκαν και ρήμαζαν τον τόπο σαν θεομηνία.
Αφού χτένισαν τα χαμηλώματα και τούς κάμπους, άρ­χισαν να πολιορκούν και τις σπηλιές. Επί μέρες ολόκληρες προσπαθούσαν να μπουν μέσα για να οργιάσουν και να σφά­ξουν. Οι λιγοστοί όμως αντάρτες με τα φτωχά πυρομαχικά τους, υπεράσπιζαν τα γυναικόπαιδα με τέχνη και ηρωισμό, έδιναν άγριες μάχες και συχνά έπεφταν μέχρι τον τελευταίο.
Σε μια σπηλιά είχαν κρυφτεί ενενήντα πέντε γυναικό­παιδα πού τα προστάτευαν δεκαπέντε αντάρτες. Οι Τούρκοι πολεμούσαν με δύναμη ενός τάγματος για να τήν πλησιά­σουν, μα δεν τα κατάφερναν, γιατί ένας βαθύς γκρεμός τούς εμπόδιζε να φτάσουν ως το στόμιό της. Επί δέκα οχτώ μέ­ρες έριχναν αφειδώλευτα το καυτό μολύβι τους χωρίς να μπορέσουν να λυγίσουν τήν αντίσταση των δεκαπέντε πα­λικαριών. Τη δέκατη ένατη όμως μέρα, τα βόλια των ανταρτών τελείωσαν και οι υπερασπιστές της σπηλιάς κυριεύ­τηκαν από μαύρη απόγνωση. Επί ώρες ολόκληρες ό νεα­ρός καπετάνιος δίσταζε να φανερώσει την τραγική κατά­σταση στους άμαχους. Στο τέλος, όμως, βλέποντας ότι δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς, τούς μάζεψε και τούς είπε με θλιμμένη φωνή:
—'Αδέλφια, πρέπει να μάθετε την αλήθεια, όσο πικρή και αν είναι. Τελείωσαν όλες οι σφαίρες και είμαστε πιασμέ­νοι στα δίχτυα των Τούρκων.
Οι γυναίκες άκουσαν τήν κουβέντα τού καπετάνιου με απάθεια σα να τήν περίμεναν. Βλέποντάς τον μάλιστα να υποφέρει, βιάστηκαν να τού πουν με μια φωνή:
— Να μη μας παραδώσετε στους Τούρκους!
Ο καπετάνιος ξαφνιάστηκε.
— Μα πως θα γίνει αυτό; Δεν ακούσατε τί σας είπα; Δεν έχουμε βόλια.
— Να μας σκοτώσετε! απάντησαν με ήρεμη αποφασιστικότητα.
Ο καπετάνιος έσκυψε το κεφάλι του συντριμμένος. Κάθισε σε μια άκρη και σκέφτηκε. Ζύγισε τα υπέρ και τα κατά. Κατόπιν κάλεσε τα παλικάρια του και συζήτησε μαζί τους τη θέληση των γυναικόπαιδων να σκοτωθούν παρά να πέσουν στα χέρια των Τούρκων και να ατιμασθούν. Συμ­φώνησαν όλοι πως δεν τους απόμενε άλλη λύση. Και αποφάσισαν.
Έπειτα από λίγη ώρα ξετυλίχτηκεηπρώτη σκηνή: Οι αντάρτες, με πρόσωπα πετρωμένα και με μάτια που γιάλιζαν  από τα συγκρατημένα δάκρυα, αράδιασαν το πλήθος έξω από τη σπηλιά, γυναίκες, γέρους και παιδιά και, βγά­ζοντας κατόπιν τα μαχαίρια τους, εκτέλεσαν την τρομερή απαίτηση των γυναικών! Όταν ξεψύχησαν και τα ενενήντα πέντε γυναικόπαιδα, ακολούθησε ή δεύτερη σκηνή: Οι αντάρτες έσπασαν τα όπλα τους χτυπώντας τα πάνω στα βρά­χια και κατόπιν πήδησαν κάτω στο γκρεμό και σκοτώθη­καν .




Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © 2015 Santeos
| Design By Herdiansyah Hamzah